Βιβλία και... βιβλία

Του Ποθητού Μπάικα

 

    Πριν λίγες μέρες διάβασα ένα βιβλίο του Ρενέ Ζιράρ με τίτλο «Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια». Ένα θαυμάσιο έργο, απρόσμενα διαφωτιστικό, γεμάτο έξυπνες ιδέες και συσχετισμούς – από τα καλύτερα του είδους του. Παρόλα αυτά, προχωρώντας στην ανάγνωση, ένιωθα ένα παράδοξο είδος ελαφρότητας και τελειώνοντάς το ήξερα πως είναι ένα από τα βιβλία στα οποία θα επιστρέψω, αλλά όχι κάποιο που με σημάδεψε. Δεν είναι παράξενο; Ένα κείμενο γοητευτικό, πληθωρικό, αποκαλυπτικό, κρυστάλλινο, ευφυές, ένα κείμενο που προκαλεί το θαυμασμό, τη συγκίνηση, αγγίζει κρυμμένες χορδές της ψυχής κι όμως δε συνταράζει. Γιατί; Παρόμοια αίσθηση είχα και για βιβλία όπως οι «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» του Μπαλζάκ ή το «Πανηγύρι της ματαιοδοξίας» του Θάκερεϋ, τα οποία είναι αριστουργήματα (αναγνωστικοί παράδεισοι) δίχως δεύτερη κουβέντα.

    Πηγαίνοντας στην άλλη όχθη, σε κείμενα όπως  «Ο χώρος της λογοτεχνίας» του Μπλανσώ, «Ο Νεκρός» και η «Μαντάμ Εντουαρντά» του Μπατάιγ ή η «Παναγιά των Λουλουδιών» του Ζενέ (ακόμα και και μυθοστορήματα πιο κλασσικής μορφής όπως οι «Ερωτευμένες γυναίκες» του Λώρενς ή και επιστημονικής φαντασίας, για παράδειγμα το «Σολάρις» του Στάνισλαβ Λεμ), διαπιστώνει κανείς πως βρίσκεται σε ένα άλλο λογοτεχνικό σύμπαν. Ενώ τα πρώτα βιβλία έλκονται από το φως, τα δεύτερα ερωτοτροπούν με το σκοτάδι. Τα μεν με το «πως» και το «γιατί» και τα δε με το «τι».

     Κάθε αξιόλογο λογοτεχνικό κείμενο εντοπίζει μια ουσία την οποία και προσπαθεί να «αιχμαλωτίσει» και να «αφομοιώσει». Τα κείμενα του φωτός μελετώντας το περιβάλλον γύρω της, περιγράφοντας και συνδέοντας τα απορρέοντα από αυτήν φαινόμενα, παραθέτοντας προσωπικές μαρτυρίες, χτίζοντας ερμηνείες. Τα κείμενα του σκοταδιού, κλείνοντας τα μάτια και ριψοκινδυνεύοντας μια πτώση στην άβυσσο που μας χωρίζει από αυτήν την ουσία, μια πτώση όπου διακυβεύεται μερικές φορές η ύπαρξή μας και που μας αφήνει τις περισσότερες με άδεια χέρια.

     Προσπαθώντας να καταθέσω μια προσωπική αίσθηση κι όχι έναν αξιολογικό διαχωρισμό, θα έλεγα ότι τα πρώτα κείμενα με βοηθούν στο να μάθω να διαβάζω, ενώ τα δεύτερα με ωθούν, μου δίνουν ένα ισχυρό κίνητρο για να γράψω. Τα πρώτα οριοθετούν τον κόσμο για μένα, τα δεύτερα του δίνουν νόημα ή τουλάχιστον κάνουν μια καλή αρχή. Διαπράττοντας όλα τα πιθανά λάθη στη πορεία, διαπιστώνω πως προφανείς απαντήσεις δεν υπάρχουν, πως προχωρώντας βαθύτερα τόσο στην ανάγνωση όσο και στην γραφή, απαιτούνται λόγοι πολύ πιο σοβαροί από το «είναι κάτι που με ευχαριστεί και με γεμίζει». Ο Μπλανσώ στον «Χώρο της λογοτεχνίας» λέει κάπου ότι «για να γράψουμε πρέπει να έχουμε ήδη γράψει» και κάπου αλλού «η κυριαρχία του συγγραφέα δεν έγκειται στο χέρι που γράφει, σ’ αυτό το ‘άρρωστο’ χέρι που δεν αφήνει ποτέ το μολύβι (...), αλλά στο άλλο χέρι, που δεν γράφει και που είναι ικανό να επέμβει όταν πρέπει, ν’ αρπάξει το μολύβι και να το κάνει πέρα». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ο Μπλανσώ νομίζω ότι είναι διαφωτιστικός μ’ ένα τρόπο που δεν αντιγράφεται.

     Άλλωστε σκοπός του όλου άρθρου είναι να παρακινήσει στην ανάγνωση κάποιων εκ των παραπάνω βιβλίων.

www.elogos.gr