Ο ποιητικός νους και η λογική του ρήματος γράφω

 

Της Έλενας Κυρίτση

 

Όταν καταγραφεί στο μυαλό η εκκίνηση μιας σκέψης αρχίζει να τρέχει μπροστά η πρώτη λέξη ακολουθούμενη από άλλες που τρέχουν με μικρότερη ταχύτητα μέχρι την 1η τελεία. Κάπως έτσι γεννιέται ο πρώτος στίχος. Πότε είναι πλήρης στοχασμών κι αξίζει να γραφεί και πότε είναι κενός περιεχομένου; Η απάντηση βρίσκεται στη θεμελιώδη διαφορά που έχει ένας γράφων με διάθεση να γράψει από έναν ποιητικό νου με ανάγκη να εκφραστεί. Από τη στιγμή που δημιουργείται η ανάγκη σε έναν ν. π. να μιλήσει-σέρνοντας από το χέρι και την ψυχή- αρχίζει να λειτουργεί η λογική του ρήματος «γράφω». Η σκέψη τείνει να βαθαίνει, να συμπυκνώνεται. Ξεκινά σαν μια μεγάλη λίμνη. Όσο ασκείσαι και ζεις πνευματικά τόσο απορροφούνται τα νερά της από το έδαφος ωσότου καταλήξει σε στιγμή. Έδαφος είναι το σύνολο των βιωμάτων, των εμπειριών, των γονιδίων, των γνώσεων ο εαυτός που έχουμε διαμορφώσει διανύοντας τον μέχρι τώρα δρόμο μας στην τέχνη. Η διαδικασία της σμίκρυνσης είναι χρονοβόρα και επώδυνη. Αυτός ο κόκκος άμμου, η τελευταία σκέψη είναι η σταγόνα ακμής, η ατόφια ύλη του ποιήματος. Το νερό που απορροφήθηκε είναι οι λέξεις που σβήστηκαν, εκδιώχθηκαν, με σκοπό την απαλλαγή κάθε περιττού. Ό,τι πετάχτηκε είναι το υπέδαφος του ποιήματος. Ο χαρτοπολτός των απορριμμάτων είναι τα θεμέλιά του. Η παρρησία που απαιτείται για όσο καλύτερη απογύμνωση της σκέψης από τα στολίδια της εκζήτησης, της υποσυνείδητης προβολής του εγώ ή την ανούσια-έξαρση μιας πολυτελούς τεχνικής είναι δεδομένη σε κάθε ποιητικό νου. Τα πολύπλοκα νοητικά οικοδομήματα, οι δαιδαλώδεις λεκτικοί σχηματισμοί καταδεικνύουν πνευματική ρηχήτητα. Είναι απόδειξη ουσιώδους αδυναμίας για ενδελεχή αναζήτηση της κύριας σκέψης που ίσως ενθαρρύνει την έλευση μιας ιδέας στο φως. Ο ποιητικός νους νιώθει την ανάγκη να συναντηθεί με όλων των ανθρώπων τις ζωές κατά τη διάρκεια της δικής του. Να παλέψει, να παρηγορήσει, να καταδικάσει, να υμνήσει, να μοιραστεί τα πνευματικά του υπάρχοντα και να προσφέρει. Όχι με την ψυχολογία του ήρωα, του μάρτυρα ούτε ακόμη με του δημιουργού. Νιώθει την ανάγκη αυτή γιατί είναι ένας μοναχικός τεχνίτης και δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Γεννημένος με το χάρισμα να εκφράζεται λογοτεχνικά, ζώντας μια ζωή πνευματικά ανήσυχη, πολλαπλώς ασκούμενος στην τέχνη του και αενάως μαθητεύοντας τους όρους της ζωής και τη φύση του ανθρώπου, έχοντας αυτογνωσία γερή κι ευκολία αυτοαναίρεσης «αναγκάζεται» να δείξει το δρόμο. Αγαπά τον κόσμο χωρίς να τον μετουσιώνει μέσα του σε κοινό. Ξέρει πως γράφω σημαίνει αναζητώ. Σκάβοντας μέσα μου, ψάχνοντας την αληθινή μου ουσία, γνωρίζοντας την σοφία του παρελθόντος, ζω σθεναρά την αντίρρηση στο τέλμα και στο σκοτάδι. Αν ανθίσει κάτι, θα ΄χει ανθίσει αβίαστα στον καιρό του κι ίσως να μην είναι κανείς τριγύρω. Η φύση έχει τον τρόπο να εντάξει ότι αξίζει στην ιστορία της.

            Γράφω σημαίνει ψηλαφώ κι ελπίζω μια μέρα να βρω την τομή του εαυτού μου με τον ρυθμό του κόσμου. Γι’ αυτό η μόνη χαρά είναι η στιγμή της συνάντησης. Όταν η σκέψη ντύνεται την ποιητική της μορφή και βγαίνει να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Αν γίνει η συνάντηση αυτή τότε έχει λόγο ύπαρξης το ποίημα. Τότε «γεννιέται». Και μόνο τότε δικαιώνεται ο νους που με σιγουριά πλέον ονομάζεται ποιητικός. Όλη του η ζωή καταξιώνει τη γραφή του  και κάθε του λέξη καταξιώνεται από τη ζωή του. Ο λόγος του, ο χρόνος του, πώς τον μοιράζει και που οι φίλοι του, όλα εναρμονίζονται με την αύρα και το βάρος της προσωπικότητάς του, που είναι ο δείκτης της πνευματικότητας και της ποιητικής του δύναμης. Ο ποιητικός νους έχει αντισώματα. Δεν προσβάλλεται από τον ιό της έπαρσης. Ούτε υιοθετεί ψευδή ταπεινότητα για να ισορροπήσει με την ανασφάλεια και την ανάγκη της προβολής του. Έχει δημιουργημένη άποψη, έχει λόγο. Αντίθετα ο γράφων αγγίζει το χαρτί με κίνητρο μια αγάπη για την ποίηση που στην ουσία είναι αγάπη για το γράψιμο και ακόμα βαθύτερα αγάπη του εαυτού του μέσα από το γράψιμο, αγάπη για το αίσθημα καταξίωσης που παίρνει από τους άλλους ή κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό διαλέγει το εμφανές-ανέκοπο  κομμάτι της τέχνης, την «εύκολη δουλειά» κι όχι την μελέτη, το στοχασμό και τη σιωπή. Αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το βασικότερο στοιχείο της λογικής του ρήματος γράφω, που είναι η σιωπή, η πλούσια σιγή, μιλάει. Ο σπόρος της ποίησης όμως γονιμοποιείται στη σιωπή. Ο γράφων εισπράττει το ρήμα γράφω κυριολεκτικά κι όχι με την μεταφυσική έννοια και με τους φανταστικούς όρους της λέξης. Γι’ αυτό γράφει ακατάπαυστα, διαβάζει ελάχιστα χωρίς περισυλλογή και καλλιέργεια και τυπώνει πολύ νωρίς, χωρίς δισταγμό την κάθε του λέξη επιζητώντας συνειδητά ή ασυνείδητα τον θαυμασμό. Η αποδοχή και η καταξίωση όμως είναι συνέπεια του έργου κι όχι κίνητρο της γέννησής του.

            Κάθε απόπειρα γραφής η συγγραφής είναι αποδεκτή αρκεί να είναι ορισμένο με σαφήνεια μέσα μας το αληθινό κίνητρο και με τιμιότητα ομολογημένη η πρόθεση μας. Εύκολα ένας γράφων μασκαρεύεται σε ποιητικό νου. Το λάθος κίνητρο όμως βοά σε κάθε του ποίημα. Συχνά διαβάζω ποιήματα «άδειες κορνίζες». Όσο όμορφα κι αν είναι δεν έχουν φτερά να ανοίξουν για να πετάξουν. Όσο όμορφα κι αν είναι δεν παύω ποτέ να αναζητώ τη φωτογραφία. Δεν παύω ποτέ να αναζητώ τον θαυμαστό ποιητικό νου που φωτίζει με χιλιάδες ήλιους το βλέμμα του ποιητή και καθρεφτίζει τη Ζωή όλου του Κόσμου.

Έλενα Κυρίτση για το www.elogos.gr