Σκέψεις πάνω σε ένα κείμενο

 

Του Ποθητού Μπάϊκα

 

    «Όταν ο Ορφέας κατεβαίνει προς την Ευριδίκη, η τέχνη είναι η δύναμη με την οποία ανοίγεται η νύχτα. Με τη δύναμη της τέχνης, η νύχτα υποδέχεται την τέχνη, γίνεται η υποδειγματική μύχια περιοχή, η εννόηση και η σύμπνοια της πρώτης νύχτας. Όμως, για να πάει προς την Ευριδίκη κατέβηκε ο Ορφέας. Γι αυτόν, η Ευριδίκη είναι το ακρότατο σημείο που μπορεί να φθάσει η τέχνη, πίσω από ένα όνομα που την αποκρύπτει και πίσω από ένα πέπλο που την καλύπτει, είναι το βαθιά σκοτεινό σημείο προς το οποίο φαίνεται πως τείνουν η τέχνη, ο πόθος, ο θάνατος κι η νύχτα. Η Ευριδίκη είναι η στιγμή όπου η ουσία της νύστας προσεγγίζεται ως η άλλη νύχτα.

    Ωστόσο, το έργο του Ορφέα δε συνίσταται στο να εξασφαλίσει, με την κάθοδό του στα βάθη, την προσέγγιση αυτού του «σημείου». Το δικό του έργο είναι να σύρει αυτό το σημείο στη μέρα και, μέσα στη μέρα, να του δώσει σχήμα, πρόσωπο και πραγματικότητα (...)».

    Δε χρειάζεται νομίζω να παροτρύνω τον αναγνώστη, να διαβάσει παραπάνω από μία φορά το παραπάνω απόσπασμα, το οποίο είναι η αρχή ενός δοκιμίου του Μωρίς Μπλανσώ με τίτλο «Το βλέμμα του Ορφέα». Θα πει κανείς: ένας ορισμός της γραφής είναι έτσι κι αλλιώς ατελής, γιατί θα πρέπει να είναι και τόσο σκοτεινός; Η απάντηση πηγάζει μέσα από τον ίδιο τον παραπάνω ορισμό. Όταν προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την ουσία οποιουδήποτε πράγματος, στην καλύτερη των περιπτώσεων καταλήγουμε στο να αναζητούμε τα σύνορα στα οποία περιέχεται.

    Ένα ακόμη πιο εύλογο ερώτημα είναι σε τι χρειάζεται (άλλος) ένας ορισμός της λογοτεχνίας; Σε τίποτα χειροπιαστό. Οι ορισμοί συνήθως προσφέρουν μια αρνητική χρησιμότητα – μας γλυτώνουν χρόνο, κόπο και από τη διαδικασία ν’ αναζητούμε  επιχειρήματα για ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα με τα οποία δεν αξίζει καν ν’ ασχολούμαστε. Για παράδειγμα: πόσο ευρεώς διαδεδομένη δεν είναι η κοινοτυπία «γράφω αυτό που βγαίνει από μέσα μου»; Ή «ο καλός συγγραφέας περιγράφει την εποχή του»; Πάνω σε αυτές και παρόμοιες απόψεις γράφονται αναρίθμητες αυτιστικές σελίδες, κακοκρυμμένες αυτοβιογραφίες, κοινωνιολογίες του συρμού. Οι παραπάνω «θέσεις» είναι βεβαίως «καθαρές», σχεδόν αυταπόδεικτες κι εξαιρετικά βολικές – προσωπικά δεν γνωρίζω κείμενο που να μην μπορεί να ενταχθεί σε αυτές. Χρειάζεται όμως και να μπούμε στη διαδικασία να τις αντικρούσουμε; Ας αναρωτηθούμε μόνο αν μπορούν να σταθούν έστω και για μια στιγμή απέναντι στη σκοτεινή αλλά σαφή ως προς το στόχο σημειολογία του Μπλανσώ.

    Ένα πιο γενικό παράδειγμα: ποιά είναι η διαφορά μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, έχει νόημα ο διαχωρισμός κι η αξιολόγησή τους; Ατέλειωτες συζητήσεις πάνω σ’ αυτό το θέμα, επιχειρήματα, μαλλιοτραβήγματα. Η ερμηνεία της θέσης του Μπλανσώ θέτει ένα όριο που ναι μεν είναι το όριο του καθενός, αλλά είναι και προσδιορίσημο. Ενώ η αξιόλογη λογοτεχνία αναζητεί το αντικείμενό της μέσα σε αυτό που ο Μπλανσώ ονομάζει «σημείο μέσα στη νύχτα», ακόμη κι αν το ντύσει με τις πιο κοινές μορφές της ημέρας, η παραλογοτεχνία δεν αναζητεί τίποτα. Χρησιμοποιεί το ήδη γνωστό, το λουσμένο στο άπλετο φως και φλερτάρει με τις κατά το δυνατόν πιο ακραίες και πλουμιστές παραλλαγές του. Η μεν λογοτεχνία μας αρπάζει για να καταδυθούμε σε άγνωστα βάθη και απαιτεί να καταβάλλουμε κόπο και να ριψοκινδυνεύσουμε μέρος ή και το όλον των πεποιθήσεών μας, τη στιγμή που η παραλογοτεχνία μας δίνει την εικόνα μας στον καθρέπτη, ίδια, συχνά ωραιοποιημένη, ή και χειρότερη ακόμα, για να μας κάνει να νιώσουμε ανώτεροι «των άλλων». Η καλή λογοτεχνία δημοσιοποιείται, η παραλογοτεχνία είναι δημόσια Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δε μπορούμε ν’ απολαύσουμε το θριλεράκι μας στο τρένο ή την παραλία. Η ανάγνωση συνιστά μια απόλαυση που μπορεί και οφείλει να ικανοποιεί όλα μας τα γούστα, ακόμη και τα πιο χυδαία τη στιγμή που αποτελούν (αν αποτελούν) μέρος της ισορροπίας μας. Το να διαβάζει κανείς πορνογραφία, ας πούμε, δεν είναι κακό. Κακό είναι να τη θεωρεί ισάξια του ερωτισμού κι ακόμη χειρότερο να την ταυτίζει με τον ερωτισμό. Η λογοτεχνία μας προσφέρει την ιεραρχία των πραγμάτων, η παραλογοτεχνία τα εξισώνει στο επίπεδο του ευτελούς.

    Η γραφή προσεγγίζεται κατά τη γνώμη μου με παρόμοιο τρόπο. Λίγο ενδιαφέρει τόσο εμάς όσο και τους υπόλοιπους τι έχουμε σαν συνειδητή εμπειρία μέσα μας, ποιά είναι τα συναισθήματά μας κι οι πόθοι μας – θέματα που πάνω κάτω δε διαφέρουν ουσιαστικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, όσο εξαιρετικούς κι αν θεωρούμε τους εαυτούς μας. Ενδιαφέρον είναι αυτό που μπορεί να ανασυρθεί από μέσα μας, η επίδραση του απόκρυφου, εσωτερικού πυρήνα στις συνειδητές επιλογές μας, τα όρια που επιλέγουμε να αναζητήσουμε κι ίσως να υπερβούμε. Δεν γράφουμε για να καταγράψουμε, αλλά για να μεταγράψουμε. Η γραφή είναι το προσωπικό κυνήγι των συνόρων του αδύνατου. Είναι ο τόπος όπου κανείς συνεχώς αποτυγχάνει, όπου διαρκώς χάνει την Ευριδίκη του, αλλά κι όπου κάθε φορά που ξαναξεκινά για να την αναζητήσει, καταδύεται όλο και βαθύτερα, την προσεγγίζει όλο και περισσότερο, ως εκεί που σχεδόν ταυτίζεται μαζί της, που σχεδόν τα καταφέρνει να τη φέρει στο φως. Σχεδόν. Οι διαβαθμίσεις αυτού του σχεδόν είναι ο σκοπός, όχι φυσικά της γραφής που δεν είναι παρά μέσον, αλλά της ίδιας μας της ύπαρξης.

 

Ποθητός Μπάϊκας για το www.elogos.gr