Βασιλική Κνήτου: Να φεύγει η σκόνη κι ο καιρός

εκδόσεις Ψυχογιός

 

 

 

1

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που έμοιαζε με ανοιξιάτικο, μυρωμένο αεράκι. Η φωνή του θύμιζε τον γλυκά ανησυχαστικό ήχο της βροχής στα κεραμίδια, το φτεροκόπημα μέλισσας πάνω από ανθισμένα λιβάδια και κάτι από το χορευτικό τρέξιμο του ελαφιού είχε η ζωή του. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα, πασπαλισμένα απ' το χιόνι και το αλάτι των καιρών. Τα μάτια του άστραφταν βαθυγάλανα και ας μην είχε δει ποτέ του θάλασσα. Στο βλέμμα του καθρεφτιζόταν το χρώμα του ουρανού, τα πουλιά, τα διαβατάρικα σύννεφα πού και πού, ή εκείνα τα βαρυφορτωμένα νέφη των χειμωνιάτικων βροχών. Με λίγα λόγια, ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας απλός, συνηθισμένος άνθρωπος... ανάμεσα στον θεό και στο θεριό. Η καρδιά του ήταν τρυφερή, όσο μπορεί να 'ναι η καρδιά ενός παιδιού ή ενός γέροντα που 'χει πια χορτάσει τη ζωή και ετοιμάζεται να την αποχαιρετήσει γαληνεμένος. Η καρδιά του ήταν καρδιά παιδιού προστατευμένη από γέρικο στέρνο, μια καρδιά που χρόνια ολόκληρα συντρόφεψε, δυνάμωσε, αναστάτωσε τούτο το κορμί μετρώντας τικ-τακ τις ώρες, τικ-τακ τις μέρες, τους μήνες, τις εποχές. Τα χέρια του ήταν σκληρά, γεμάτα ρόζους και σημάδια από παλιά χτυπήματα. Τώρα απλώνονταν σαν κλαριά δέντρου που η παγωνιά τού έχει κάψει τα φύλλα, όμως οι χυμοί του παλεύουν ακόμα ν' ανέβουν από τη ρίζα στην κορφή, να το κρατήσουν στη ζωή, να το θρέψουν. Τα χέρια γυμνά κλαριά και οι παλάμες φαρδιές, τραχιές. Πάνω από μισό αιώνα πάλεψαν τη γη, ανάστησαν δέντρα, θέρισαν σοδειές, φύτεψαν σπόρους κι έκοψαν καρπούς. Τραχιές οι παλάμες του, μα ήξεραν να τρυφερεύουν, έμαθαν μισόν αιώνα τώρα, πλάθοντας, ζυμώνοντας χάδια πάνω στα κεφαλάκια των παιδιών του, πάνω στο αγαπημένο κορμί της γυναίκας του. Μισός αιώνας χάδια που χάρισε στον κόσμο γιους και κόρες κι εγγόνια.

Ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος ο παππούς Γιόρα, και η γυναίκα του, η Έσα, μια συνηθισμένη γυναίκα που μοιράστηκε μαζί του το χρόνο που της είχε οριστεί σε τούτη τη γη και ύστερα έφυγε ακολουθώντας τα σύννεφα που φέρνουν τις ανοιξιάτικες βροχές. Έφυγε, όπως όλες οι γυναίκες που αγάπησαν και αγαπήθηκαν πολύ, με τα μάτια κλειστά, τα χείλη μισάνοιχτα σ' ένα αδιόρατο χαμόγελο για το καλό συναπάντημα ή μονάχα για το καλό το τέλος – ποιος ξέρει; Η Έσα έφυγε, τα παιδιά έφυγαν κι εκείνα να κυνηγήσουν τη ζωή, να την προφτάσουν, λες κι άμα τρέχεις ξοπίσω της, τη φτάνεις ποτέ τη ζωή ή λες κι εκείνη δεν μπορεί να ριζώσει και να καρπίσει σ' ένα χωριό μικρό σαν το Οριάν και πρέπει ολοένα να την κυνηγάς, όπως ο σκύλος την αλεπού.

Ο Γιόρα είχε χορτάσει τη ζωή. Ήταν γεμάτος από εικόνες, λύπες, χαρές, απογοητεύσεις, όνειρα. Γεμάτος από αγάπες και μνήμες, ανθρώπους, λέξεις, πρωινά, ηλιοβασιλέματα, θανάτους. Εκείνος με το νου μονάχα και με την ψυχή κυνήγησε και πρόφτασε, έστησε το αυτί του στους τρυφερούς ψιθύρους και στις κραυγές, άκουσε, χόρτασε. Κάθε νύχτα ξάπλωνε γαληνεμένος. Κάθε ξημέρωμα ήταν έτοιμος να αποχαιρετήσει για πάντα τον αστραφτερό κόσμο έξω απ' το παράθυρό του. Απ' την άλλη, κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα και έβγαινε στην αυλή του σπιτιού του, ευχαριστούσε την τύχη που του χάρισε άλλη μια μέρα.

Είχε χορτάσει τη ζωή, μα την αγαπούσε πολύ, τόσο πολύ, που ποτέ δεν έπαυε να τη χαίρεται. Κι όσο περισσότερο τη χαιρόταν, τόσο πιο έτοιμος ένιωθε να την αφήσει. Όσο περισσότερο αγαπούσε το φως, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ανθρώπους, τόσο πιο ήρεμος έκλεινε τα μάτια κάθε βράδυ κι έλεγε “ας είναι το τελευταίο”. Ίσως γι' αυτό τον αγαπούσε κι η ζωή και κάθε μέρα τον κρατούσε στην αγκαλιά της με τρυφερότητα και προσοχή, όπως κρατάει η μάνα το παιδί, και δεν έλεγε να τον αφήσει. Ο γέροντας αυτός είχε γίνει πάλι παιδί κλείνοντας σιγά σιγά τον κύκλο, κι όπως όλοι οι καλοί άνθρωποι, έγινε κι αυτός παιδί γλυκό, καλόβουλο, με ξύπνιο νου και αγνή καρδιά, με μάτια γεμάτα οράματα, γεμάτα παραμύθια. Οι κακοί άνθρωποι γίνονται ξεκούτηδες, παιδιά φθονερά και δύστροπα κι έτσι ποτέ δεν είναι έτοιμοι να κλείσουν τον κύκλο. Μα αυτός κλείνει μόνος του κάποτε για τον καθέναν, και, σαν μπαλόνι γεμάτο ζεστό αέρα, ο κύκλος με την ψυχή ανεβαίνει στον ουρανό και ταξιδεύει, νανουρίζοντας τις μνήμες, τους πόθους, τα αρώματα της ζωής.

 

 

Ο γέροντας από το Οριάν δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στη ζωή του. Έκανε βέβαια κάτι επισκέψεις στα γύρω χωριά για δουλειές ή για βαφτίσια και γάμους χωριανών, μα κι αυτό μόνο αν δεν μπορούσε να το αποφύγει. Εκείνα τα ταξίδια κρατούσαν μία μέρα, το πολύ δύο, αν έπρεπε να περάσουν τη νύχτα στο ξένο χωριό, και πάντα ταξίδευε όλη η οικογένεια μαζί. Πότε πότε πήγαινε μονάχος για κάποια δουλειά, μα αυτό ήταν πράγμα σπάνιο. Ακόμη και οι μικρές μετακινήσεις τού προκαλούσαν δυσφορία. Ένιωθε σαν δέντρο που έχει αφήσει πίσω τις ρίζες του και σεργιανάει στον κάμπο. Το απέφευγε όσο μπορούσε. Περισσότερο τον ξεσήκωνε η Έσα, που της άρεσε να φεύγει μια στις τόσες απ' το χωριό, να βλέπει παλιούς γνωστούς, να ανακατεύεται στις ετοιμασίες για τις γιορτές, με τα παιδιά να τρέχουν ξοπίσω της σαν κλωσόπουλα και να γαντζώνονται στη μακριά της φούστα. Ακούραστη σήκωνε τα μανίκια, ζύμωνε κι έπλαθε κουλούρια, μετακινούσε τα έπιπλα στα ξένα σπίτια, βoήθαγε τη νύφη να διαλέξει τα χρυσαφικά, στόλιζε μαζί με τις άλλες γυναίκες την αυλή για το γλέντι, κι όταν μαζεύονταν σιγά σιγά οι καλεσμένοι, πρώτη εκείνη έπιανε το τραγούδι, πρώτη έσερνε το χορό. Και πώς χόρευε αλήθεια! Σαν λαφίνα στον αγρό, σαν καλαμιά στον κάμπο σειόταν, λυγιόταν... κι εκεί που θαρρούσες πως οι μακριές πλεξούδες της θα άγγιζαν τη γη, ορθωνόταν πάλι και φάνταζε ψηλότερη από πριν.

Χαιρόταν ο Γιόρα να τη βλέπει, καμάρωνε, μάζευε κοντά του τα παιδιά, καμάρωναν κι εκείνα τη μάνα τους, όσο καταλάβαιναν. Μα κάθε φορά, σαν έφτανε η γιορτή στο τέλος της κι άρχιζαν οι καλεσμένοι ένας ένας να χαιρετάνε και να φεύγουν, τον έπιανε ανυπομονησία να μαζευτούν, να γυρίσουν στο χωριό, στο σπίτι τους. Πουθενά αλλού δεν ένιωθε σαν στον τόπο του ο Γιόρα.

Γεννήθηκε στο Οριάν, εκεί μεγάλωσε, παρακολουθώντας τις εποχές να διαδέχονται η μία την άλλη και να μεταμορφώνουν την πλάση. Είχε έρθει στον κόσμο πριν από πολλά χρόνια σ' ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού. Ψήλωνε και μεγάλωνε μαζί με τα δεντράκια στην αυλή του πατέρα του και, καθώς οι ρίζες του ήταν βαθιές, τα πρώτα χρόνια τα συναγωνιζόταν στο ανάστημα. Ήταν ένα παιδί ψηλόλιγνο, με φαρδύ μέτωπο, σκουρόξανθα, μπουκλωτά μαλλιά και γαλάζια μάτια στοχαστικά που ξάφνιαζαν με τη διαύγειά τους. Ο μικρός Γιόρα γευόταν τις μυρωδιές του κόσμου και αγαλλόταν, αποθαύμαζε με το διάφανο βλέμμα του τα χρώματα γεμάτος εκστατική απορία. Του άρεσε να περνάει όλη τη μέρα έξω απ' το σπίτι, στα χωράφια, στην αυλή, και είχε μεγάλες φιλίες με τη μηλιά του κήπου, που οι καρποί και τα θροTσματά της τον συντρόφεψαν στους χειμώνες και στα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων. Όταν το κρύο μαντάλωνε τις πόρτες και οι πρώτες νιφάδες του χιονιού έπιαναν να στροβιλίζονται έξω απ' τα παράθυρα, ο μικρός κολλούσε τη μύτη του στο παγωμένο τζάμι και περνούσε ώρες ολόκληρες παρακολουθώντας το χιόνι που μεταμόρφωνε το γνώριμο τοπίο και στόλιζε με λευκά αστράκια στην αρχή και ύστερα με κάτασπρα βαριά πέπλα την αγαπημένη του μηλιά.

Η μάνα ανησυχούσε μ' αυτή την ακινησία, την αταίριαστη στην ηλικία του, πήγαινε κοντά στο γιο της, του χάιδευε τα μαλλιά, στεκόταν για λίγο όρθια σιμά του και προσπαθούσε να διακρίνει τι ήταν εκείνο που τον μάγευε πίσω απ' το τζάμι – μάταιος κόπος, αφού μονάχα τα παιδικά μάτια μπορούν να διακρίνουν με τόση ευκολία τα καθημερινά θαύματα. Γρήγορα κουραζόταν, τα παρατούσε κι επέστρεφε στις δουλειές της: να βράσει νερό για την μπουγάδα, να πλύνει τα ρούχα στο καζάνι κάτω απ' το υπόστεγο της αυλής, να ταTσει τις κότες, να ζυμώσει και να φουρνίσει το ψωμί, να μαγειρέψει για τον άντρα και τα παιδιά της – πέντε αγόρια είχε, και ο Γιόρα ήταν ο μικρότερος. Τα λευκά πέπλα του χιονιού, που τόσο άρεσαν στο παιδί, ήταν για τη μάνα του βάσανο, καθώς οι δουλειές της δε σταματούσαν ούτε λιγόστευαν, μονάχα γίνονταν μες στην παγωνιά, με ξυλιασμένα κόκκινα χέρια και μάγουλα σκασμένα απ' το κρύο.

Όσο ήταν μικρός ακόμα, τα βουνά πέρα στον ορίζοντα φάνταζαν σαν γίγαντες απρόσιτοι που φύλαγαν το σύνορο του κόσμου. Όταν τον έπαιρναν τα όνειρα, φανταζόταν πως έφτανε ως τα ψηλώματα εκείνα, έστηνε μάχες με τους γίγαντες, τους νικούσε κι έμενε ο κόσμος δίχως φόβητρο και δίχως σύνορο, ανοιχτός σαν πιάτο. Στις ενύπνιες εκστρατείες του τον συνόδευαν πού και πού τα αδέρφια του ή καναδυό πιτσιρικάδες του χωριού που 'χε μαζί τους φιλίες, μα τις περισσότερες φορές μονάχος πάλευε, μονάχος στεκόταν νικητής στην ψηλότερη κορφή ή σεργιανούσε στις ηττημένες καταπράσινες ράχες και αγνάντευε από κει πάνω τον χλοερό κάμπο, τα σημαδεμένα από αυλακιές χωράφια, τα σπίτια του χωριού με τις κόκκινες κεραμιδένιες στέγες, που ολοένα πλησίαζαν στα μάτια του, καθώς οι γίγαντες κόνταιναν κάτω απ' τις παιδικές πατούσες και ο κάμπος απλωνόταν ολοένα και γαλήνευε τις πλαγιές, τις ρεματιές, τα γκρεμνά.

Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε, του φαινόταν πως οι κορυφογραμμές χαμήλωναν στ' αλήθεια, μαλάκωναν οι άγριες ράχες. Οι γίγαντες των παιδικών του χρόνων ξάπλωσαν να κοιμηθούν και ο έφηβος Γιόρα δεν είχε πια καμία όρεξη να παλέψει μαζί τους. Τα δειλινά σουλατσάριζε στην πλατεία, αντάμωνε αγόρια και κορίτσια της ηλικίας του, καθόταν στην πλακόστρωτη αυλή του καφενείου κι έπιανε κουβέντα με τον καφετζή για δουλειές, για την καινούργια σπορά, για τις απότομες αλλαγές του καιρού –μια ανοιξιάτικη μπόρα αρκούσε για να γίνει το χώμα λάσπη και να πνιγούν τα νιούτσικα φιντάνια–, κι όλη την ώρα παραμόνευε με αδημονία να φανεί η όμορφη κόρη του μπαρμπα-Κάλια, η ΫΕσα, που τα μάτια της του στοίχειωναν τις νύχτες. Εκείνη ερχόταν κάθε φορά να μαλώσει γλυκά τον πατέρα της που έπιανε την κουβέντα και ξεχνούσε τη δουλειά, ερχόταν σταλμένη από τη μάνα της, που έψηνε καφέδες κι ετοίμαζε μεζέδες για τη ρακή στο βάθος του μαγαζιού, μα περισσότερο σπρωγμένη απ' την καρδιά της, που άλλαζε ρυθμό όποτε αντάμωνε τον Γιόρα κι έπιανε να χορεύει στο στήθος της τρελά.

Ο μπαρμπα-Κάλια άφηνε απρόθυμα τη συντροφιά του και κινούσε σέρνοντας τα πόδια για το χαμηλό πέτρινο χτίσμα του καφενέ. Ξοπίσω του ακολουθούσε η κόρη με το αστραφτερό πρόσωπο και το λικνιστικό της βάδισμα. Ο Γιόρα καθόταν για λίγο ακόμη στη θέση του μονάχος, με το κλεφτό της χαμόγελο για συντροφιά, ως να συνέλθει από την ταραχή. Όταν το αίμα στις φλέβες του καταλάγιαζε, σηκωνόταν κι αυτός να φύγει.

Εκείνη την εποχή είχε τη συνήθεια να πηγαίνει τα απογεύματα ως το πλάτωμα στην άκρη του χωριού. Καθόταν στο φαρδύ πεζούλι κοντά στην παλιά πέτρινη βρύση και άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται στην ανοιχτωσιά του κάμπου. Αγνάντευε τον σκούρο όγκο των αντικρινών βουνών, που χάνονταν σιγά σιγά μες στο σκοτάδι, και χαιρετούσε νοερά τα θεριά των παιδικών του ονείρων. Τότε ήταν που κι εκείνα φίλιωσαν μαζί του, την εποχή που άναβε μέσα του η μάχη με τους χυμούς της ζωής και φάνταζε βουνό η αντροσύνη, ο έρωτας, ο γάμος, η οικογένεια.

Κάποτε έφτασε στο Οριάν ο σιδηρόδρομος. Ήταν ένα πελώριο μεταλλικό φίδι που ξεδίπλωνε τις κουλούρες του στους κάμπους, περικύκλωνε τους χαμηλούς λόφους και χανόταν πίσω από τους σκοτεινούς όγκους στον ορίζοντα. Πάνω σ' αυτές τις ράγες κυλούσε ασθμαίνοντας η ατμομηχανή που ερχόταν στο χωριό δύο φορές την εβδομάδα, ξεφυσώντας στο διάβα της πυκνές τουλούπες καπνού. Οι γονείς του Γιόρα είχαν πεθάνει από καιρό, τα αδέρφια του σκόρπισαν στα γειτονικά χωριά, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά. Στο παλιό, πατρικό σπίτι ζούσε τώρα ο Γιόρα με την Έσα, τους τρεις γιους και τη μικρή του κόρη. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, παίρνοντας αυτό το γλυκό χρώμα του ξερού χόρτου που παίρνουν τα ξανθά μαλλιά πριν ασπρίσουν, και το πρόσωπό του στολιζόταν από λεπτές, βαθιές ρυτίδες, σαν χωράφι με χώμα πλούσιο και παχύ, σκαλισμένο απ' το αλέτρι του χρόνου. Ήταν μεγάλος πια ο Γιόρα, τα παιδικά όνειρα είχαν αποξεχαστεί στην καθημερινή φροντίδα και τη γλύκα της ζωής. Μα, σαν ήρθε για πρώτη φορά το τρένο, ανησύχησε πως το διαπεραστικό του σφύριγμα θα χάλαγε τον ύπνο των γιγάντων. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Τόσο τα βουνά όσο και οι άνθρωποι γρήγορα εξοικειώθηκαν μ' αυτόν τον μεταλλικό δράκο που τρεφόταν με κάρβουνο κι έφτυνε μαύρο καπνό. Κάποιοι τον έκαναν φίλο τους, γιατί τους άνοιγε δουλειές. Κάποιοι άλλοι, σαν το γιο του, τον Φέραμ, τον αγάπησαν, γιατί θαρρούσαν πως τους πλάταινε τον κόσμο. Υπήρξαν κι εκείνοι που απλώς τον συνήθισαν και μετά τον ξέχασαν. Ύστερα από λίγο καιρό μονάχα τα πουλιά φτεροκοπούσαν ξετρελαμένα απ' το θόρυβο κάθε φορά που ερχόταν ή έφευγε το τρένο, κάθε φορά που στρίγκλιζαν τα φρένα του και πετούσαν σπίθες ή ακουγόταν το σφύριγμά του. Τρόμαζαν τα πουλιά και πετούσαν μακριά κρώζοντας.

Ο Γιόρα δεν είχε ανέβει ποτέ στο τρένο. Αν το 'φερνε η τύχη ή η ανάγκη για καμιά δουλειά, πήγαινε στο σταθμό. Στεκόταν στη μικρή τσιμεντένια αποβάθρα και χάζευε τον τεράστιο μεταλλικό σκελετό που κυλούσε με ήχο στριγκό πάνω στις ράγες, καθώς η αμαξοστοιχία πλησίαζε. Ανατρίχιαζε απ' το ουρλιαχτό των φρένων, τα αυτιά του πονούσαν –κανένα πλάσμα σ' αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να βγάλει τέτοια κραυγή– και η καρδιά του γύρευε σαν τρομαγμένο πουλί να πετάξει κι αυτή μακριά κρώζοντας. Έμενε όμως. Έβλεπε τους ανθρώπους που κατέβαιναν στο Οριάν, συχωριανοί οι πιο πολλοί, που επέστρεφαν στον τόπο τους ύστερα από κάποιο σύντομο ταξίδι. Αραιά και πού φαινόταν και κανένας ξένος ή κανένας από χρόνια ξενιτεμένος που ερχόταν να δει τους δικούς του.

Έβλεπε και τους άλλους στα παράθυρα που έδειχναν σαν κορνιζαρισμένοι, ξένοι άνθρωποι που έρχονταν από ξένους τόπους και πήγαιναν στο άγνωστο. Κάθε φορά που το τρένο ξεκινούσε, αύξανε ταχύτητα κι έβγαινε απ' το σταθμό, ένιωθε βαθιά μέσα του μια θλίψη παράξενη. Αυτή η μηχανή νικούσε τον άνθρωπο. Τον κατάπινε και τον έπαιρνε μακριά με ταχύτητα τέτοια, που και το πιο γρήγορο άλογο δε θα μπορούσε να τη φτάσει. Αυτή η σκέψη τον γέμιζε λύπη. Ο Γιόρα πήγαινε με τους ρυθμούς της φύσης, κι ό,τι την αντιπάλευε τον έθλιβε.

 

 

2

Ο άνθρωπος που του έφερε τα μαντάτα ήταν χωριανός. Είχε γυρίσει την προηγούμενη μέρα απ' το ταξίδι του στα νότια της χώρας, όπου πήγαινε συχνά για να δουλέψει ως εποχιακός εργάτης στους μεγάλους κάμπους, πράγμα συνηθισμένο χρόνια τώρα για όλους τους κατοίκους των βορινών περιοχών που δεν είχαν δικά τους κτήματα ή κοπάδια. Ο σιδηρόδρομος ήταν γι' αυτούς ευλογία, αφού τους εξασφάλιζε ταξίδι γρήγορο και ασφαλές. Οι περισσότεροι ταξίδευαν με όλη τους την οικογένεια, συχνά κουβαλούσαν μαζί και τα ζώα τους, κότες δεμένες από τα πόδια, στριμωγμένες σε πλεχτά καλάθια, φωνακλούδες πάπιες ή ακόμα ακόμα και κανένα μικρούτσικο αρνάκι που βέλαζε τρομαγμένο σ' όλο το ταξίδι σαν να το σφάζανε. Ο μαστρο-Λίπο ετούτη τη φορά είχε πάρει μαζί του τον μεγαλύτερό του γιο, ένα δωδεκάχρονο αγοράκι που ο Γιόρα το θυμόταν από μικρό να τριγυρνάει στους δρόμους του χωριού με τα γόνατα πάντα γδαρμένα. Ο μεγάλος αδερφός της Έσα, ο Μπόθα, είχε παλιά κάποιες φιλίες με τον Λίπο – τρόπος του λέγειν δηλαδή. Περισσότερο τον χρησιμοποιούσε για τις φάρσες που σκάρωνε ολοένα στους χωριανούς. Ήταν καλός άνθρωπος ο Λίπο, μα χαρακτήρας αδύναμος, που μ' ένα ποτηράκι παραπάνω έχανε τον έλεγχο και ήταν έτοιμος για όλα. Ο Μπόθα, μεγάλο πειραχτήρι ως τα τελευταία του, κερνούσε πάντα εκείνο το παραπανίσιο ποτήρι κι έσπρωχνε τον Λίπο σε τρέλες και άνοστα πειράγματα για να γελάσει πότε με τον ίδιο και πότε με τους άλλους. Ο Γιόρα είχε προσπαθήσει παλιότερα να τους συνετίσει και τους δυο, καθώς μερικές φορές οι φάρσες τους έπαιρναν άσχημη τροπή και προκαλούσαν παρεξηγήσεις ανάμεσα στους χωριανούς, μα ο κουνιάδος του δεν έπαιρνε από λόγια και ο Λίπο ακόμη λιγότερο. Οι σχέσεις τους είχαν ψυχραθεί τότε, ο Μπόθα έκοψε να πηγαίνει στο σπίτι του γαμπρού του και μονάχα χάρη στην παρέμβαση της Έσα συμφιλιώθηκαν, και αυτό ύστερα από κάμποσο καιρό. Και όσο για τον Λίπο, όταν αντάμωναν πουθενά στο χωριό, πετούσε την καλημέρα του λειψή και δαγκωμένη.

Εκείνο το απόγευμα ήρθε και στάθηκε έξω απ' την πόρτα του σπιτιού, φώναξε, ο Γιόρα βγήκε να τον καλοδεχτεί. Ο παλιός θυμός ανάμεσά τους είχε σβηστεί με τα χρόνια. Πέρασε μέσα στριφογυρνώντας αμήχανα στα χέρια το καπέλο του, ζήτησε ένα ποτήρι νερό, το 'πιε μονορούφι.

“Και σαν τι σε φέρνει στο σπίτι μου, μαστρο-Λίπο;” ρώτησε ο Γιόρα τον άνθρωπο που, καθισμένος απέναντί του τώρα στο τραπέζι, του χαμογελούσε θαρρετά και τον κοίταζε ολόισια στα μάτια.

“Καλά νέα, μαστρο-Γιόρα. Καλά νέα!”

Ζήτησε κι άλλο νερό πριν αρχίσει να μιλάει, παίζοντας σαν παιδί με την ανυπομονησία του γέροντα. Έβρεξε τα χείλια του, έστρωσε με την παλάμη τα μαλλιά του, που του έπεφταν στο μέτωπο ίσια, μαύρα και λιγδερά. Ξεφούρνισε επιτέλους το μαντάτο:

“Εκεί κάτω στο νότο που ήμουνα, βρέθηκα σ' ένα χωριουδάκι μικρό, Ελόι το λένε. Δούλευα στα χωράφια κάποιου Κρίβα, που 'χε και το πιο μεγάλο καφενείο του χωριού καταμεσής στην πλατεία. Ωραίο μαγαζί, μεγάλο, μ' ένα πλατάνι απ' έξω θεόρατο. Να πας καλοκαίρι εκεί, να μη χορταίνεις ίσκιο. Σαν τέλειωσα τη δουλειά –ξεχερσώσαμε ένα χωράφι παρατημένο χρόνια που φέτος, λέει, θα το σπείρει σινάπι–, πήγα, όπως μου είχε πει ο Κρίβα, στο καφενείο να πληρωθώ. Και να μη σ' τα πολυλογώ, ποιον βρήκα;”

“Ποιον;” ρώτησε κι ο Γιόρα, που ώρα τώρα προσπαθούσε να καταλάβει πού το πάει ο Λίπο. “Ποιον;” ρώτησε πάλι τον άντρα που σώπαινε και η καρδιά του για μια στιγμή πετάρισε – βρε, λες;

Ο μαστρο-Λίπο διέκρινε την υποψία που πέρασε απ' τα μάτια του γέροντα κι έγνεψε ναι με το κεφάλι.

“Καλά μαντεύεις”.

Έφερε πάλι το χέρι να ισιώσει τα λιγδερά μαλλιά του.

“Λέγε, λοιπόν, μπαρμπα-Λίπο!”

Η καρδιά του Γιόρα φούσκωνε από αδημονία.

“Κόντεψα να μην τον γνωρίσω. Καθόταν μ' άλλους δυο στο καφενείο και μου 'χε στραμμένη την πλάτη. Μα σαν να μου μίλησε άγγελος! Είπα εγώ αυτόν κάπου τον ξέρω. Και είχα να τον δω... Θα 'ναι και είκοσι χρόνια, ε; Κι αλήθεια, ήταν ο Ρικάρ, ο γιος σου. Εκείνος δε δυσκολεύτηκε διόλου να με γνωρίσει”.

Ο Γιόρα έγειρε πίσω στην καρέκλα κι έφερε το χέρι στην καρδιά, να καταλαγιάσει τους χτύπους που του πετροβολούσαν το στήθος.

“Είναι καλά;” ρώτησε στο τέλος και η φωνή του έτρεμε. “Τι σου 'πε; Ζει καλά; Κι η οικογένειά του; Θα 'χει, θαρρώ, οικογένεια”.

“Ναι, πως! Εγώ δεν τους είδα, αλλά μου 'πε να σου φέρω τα χαιρετίσματα. Είναι όλοι καλά και σε περιμένουν να πας να τους δεις”.

Ανησυχία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του γέροντα. Ο Ρικάρ ήταν χαμένος για κείνον χρόνια τώρα. Είχε ρίξει πίσω του μαύρη πέτρα και μονάχα τα πρώτα χρόνια έστελνε αραιά και πού κανένα μαντάτο, μέχρι που πέθανε η Έσα κι έκοψε κάθε επικοινωνία με το Οριάν. Ούτε στην κηδεία της δεν είχε έρθει, κι ας ήταν ο μόνος απ' τους γιους που μπορούσε – ο Κάπατι είχε χαθεί χρόνια πριν κι ο Φέραμ είχε ξενιτευτεί μετά τον πόλεμο για να βρει την τύχη του σ' άλλη γη. Όχι μονάχα δεν ήρθε ποτέ του ο Ρικάρ, μα συνέχισε να σωπαίνει, θαρρείς και είχε ξεχάσει ολότελα το χωριό και τον πατέρα του. Ο Γιόρα πάντα έψαχνε να του βρει δικαιολογίες, έλεγε στον εαυτό του πως οι δουλειές τον κρατούσαν μακριά, πως η κάθε μέρα τον τραβούσε στο χορό της, όπως όλους μας, κι ολοένα ανέβαλλε το μεγάλο ταξίδι στο Οριάν. Δε σήμαινε αυτό πως ο γιος του δεν τον αγαπούσε πια! Κανένας δε σβήνει από μέσα του την αγάπη του γονιού, ό,τι και να γίνει, όσα χρόνια και να περάσουν. Βέβαια ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Ο Ρικάρ ήταν από παιδί χαρακτήρας κλειστός κι εύκολα παρεξηγιόταν με τον καθένα. Μονάχα με τη μάνα του τα πήγαινε καλά. Πάντα συνεννοούνταν οι δυο τους με δυο-τρεις κουβέντες, μ' ένα βλέμμα. Είχε προσπαθήσει ο Γιόρα να τον πλησιάσει, να βρει τον τρόπο να γεφυρώσει τις σιωπές μεταξύ τους. Άδικος κόπος. Ίσως δεν είχε προσπαθήσει αρκετά. Ίσως δεν είχε καταλάβει ποτέ αυτόν τον μεγαλύτερο γιο, που ήδη από μικρός ζήταγε να φύγει μακριά. Αλλά να τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, τον γύρεψε. Σκεφτόταν τον πατέρα του. Μα, αν έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί δεν ήρθε εκείνος ποτέ του στο χωριό; Κάτι δεν έδενε καλά. Τον περιμένει, λέει... Πού τον περιμένει; Και αφού τον περιμένει –πάει να πει, θέλει να τον δει–, έπρεπε να τον πετύχει τούτος εδώ, ο Λίπο, στην άλλη άκρη της χώρας, σ' αυτό το –πώς το 'πε;– Ελόι; Δεν μπορούσε εκείνος να τον γυρέψει μοναχός του;

Τέτοια ανάδευε στο νου του ο γέροντας και σώπαινε με τους αγκώνες στηριγμένους στο τραπέζι. Ο Λίπο ξανάβρεξε τα χείλια του στην άκρη του ποτηριού, λες και κάθε κουβέντα που ξεστόμιζε του στέγνωνε το σάλιο.

“Το περασμένο καλοκαίρι γεννήθηκε το πρώτο του εγγόνι, μου 'πε να σου πω, παιδί της κόρης του. Το πρώτο σου δισέγγονο. Ένα κοριτσάκι στρουμπουλό, με πράσινα μάτια, ίδια σαν της μακαρίτισσας της γυναίκας σου. Εγώ δεν το 'δα. Όσα σου λέω είναι λόγια του Ρικάρ. Της μοιάζει, λέει. Θα το βαφτίσουν την άνοιξη και θα το πούνε Έσα. Λέει ακόμη να πάρεις το τρένο και να πας στο Ελόι. Δεν είναι δα και στην άκρη του κόσμου! Θα σε περιμένουνε για τα βαφτίσια. Και συγχώρα τον που τόσα χρόνια δεν ήρθε να σε δει. Πρώτα δεν άδειαζε και ύστερα ντρεπόταν που 'χε αφήσει τόσο καιρό να μπει ανάμεσά σας. Έτσι μου 'πε. Κι είπε ακόμα –κάτσε να δεις πώς το 'πε–, α, ναι: ``Πες στον πατέρα να 'ρθει να αγκαλιαστούμε ακόμη μια φορά πριν κλείσουμε τα μάτια μας. Τα χρόνια βάρυναν πια στους ώμους και των δυο μας''. Κάπως έτσι... Κι έκλαψε, κοτζάμ άντρας, κι έβαλε τα κλάματα εκεί στο καφενείο, μπροστά σε όλους. Μα τι τα θες; Όλοι βούρκωσαν. Ήθελε να με πάρει στο σπίτι του να με φιλέψει, να δω και την οικογένεια, μα η δουλειά μου είχε τελειώσει και βιαζόμουνα να φύγω. Είχα και το παιδί μαζί, τι να τα λέμε; Δε γινόταν να καθυστερήσουμε πιότερο”.

Σταμάτησε να μιλάει και ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο νερό . Το μέτωπό του είχε ιδρώσει, θαρρείς κι όλο του το σώμα από τότε που έκοψε το ποτό είχε γίνει ένα μεγάλο διυλιστήριο νερού. Σηκώθηκε να φύγει, σηκώθηκε και ο Γιόρα να τον ξεπροβοδίσει. Πριν περάσει το κατώφλι, κοντοστάθηκε, φόρεσε το καπέλο του και χτύπησε το γέροντα απαλά στην πλάτη.

“Άντε, παππού Γιόρα. Άντε κοντά στο γιο και στα εγγόνια σου. Τι κάθεσαι ολομόναχος δω πέρα;”

Και ύστερα έφυγε. Ο Γιόρα ξαναμπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα. Πήρε το άδειο ποτήρι απ' το τραπέζι και το ακούμπησε στο μικρό λεκανάκι στο νεροχύτη. Κάθισε ξανά και κοίταξε την άδεια καρέκλα απέναντί του. Και τότε για πρώτη φορά ο γέροντας ένιωσε τόσο μόνος. Πιο μόνος κι από τότε που είχε χάσει το γιο του, τον Κάπατι. Πιο μόνος κι από τότε που είδε τα μάτια της γυναίκας του να κλείνουν για πάντα.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε γαληνεμένος. Η ταραχή και η πεθυμιά, ξεχασμένες και οι δυο από παλιά, γύριζαν τώρα πάλι στην καρδιά του. Για πρώτη φορά ευχήθηκε ακουμπώντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι να μην είναι τούτο το τελευταίο του βράδυ, και η ψυχή του φούσκωνε από λαχτάρα να δει ξανά τον Ρικάρ, να δει τη νύφη του, τα εγγόνια, κι αυτό το δισέγγονο, που ερχόταν σαν τελευταία κουκκίδα να συμπληρώσει τον κύκλο της ζωής. Θα πήγαινε, είπε μέσα του. Θα πήγαινε να τους δει. Θα έμπαινε στο τρένο, θα περνούσε τη ράχη των γιγάντων και κάποτε θα έφτανε στο Ελόι, στους δικούς του. Μονάχα κατά τα χαράματα, αφού στέριωσε μέσα του η απόφαση, ένιωσε ήρεμος ξανά κι αφέθηκε στον ύπνο.

 

 

Την επόμενη μέρα ο χειμωνιάτικος ήλιος χρύσωνε με τις αχτίδες του τον κόσμο. Παιχνιδιάρες φωτεινές κλωστές τρύπωσαν απ' τις γρίλιες του παραθυριού και χάιδεψαν το πρόσωπο του γέροντα, τη μακριά λευκή γενειάδα του, τα στενά χείλη, τους ευαίσθητους κροτάφους με τις ανάγλυφες γαλάζιες φλεβίτσες, τις ρυτίδες που –σαν το καβουράκι που περπατάει στην άμμο– είχε χαράξει ο χρόνος στη διάφανη επιδερμίδα κάτω απ' τα μάτια. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν, ξύπνησε. Το βλέμμα του διέγραψε έναν κύκλο στο δωμάτιο, στους ασβεστωμένους τοίχους, στο σκουριασμένο καθρεφτάκι με τη σκαλιστή κορνίζα, που τόσες φορές είχε φιλοξενήσει το πρόσωπο της Φάνα του και το είχε δει να μεταμορφώνεται από παιδικό σε κοριτσίστικο, από κοριτσίστικο σε γυναικείο, και τώρα κρεμόταν σιωπηλό και ολομόναχο στον τοίχο. Στην άλλη γωνιά του δωματίου, πλάι στο ανατολικό παράθυρο, η ξύλινη καρέκλα με την ψηλή πλάτη, η καρέκλα της Έσα, στεκόταν κι αυτή άδεια κι έρημη. Οι ηλιαχτίδες ζωγράφιζαν φωτεινές γραμμές στο παλιό σκουρόχρωμο ξύλο.

Σηκώθηκε, φόρεσε τις φθαρμένες μάλλινες παντόφλες του και πήγε στο παράθυρο. Το άνοιξε και ο ήλιος χύθηκε στο δωμάτιο μαζί με τον ψυχρό πρωινό αέρα. Ανάσανε βαθιά. Ώστε, λοιπόν, ακόμα εδώ... Όλα ήταν ακόμα εδώ... Και η απόφαση να φύγει, να πάει στο Ελόι, κι αυτή εδώ ήταν, θρονιασμένη στο νου του. Απ' αύριο, σκέφτηκε, κανένας δε θ' ανοίγει ετούτο το παράθυρο. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα κι έκλεισε το τζάμι. Ο ήλιος μηνάει πως η άνοιξη θά 'ρθει γρήγορα. Δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να συμμαζέψει το σπίτι, να ποτίσει τον κήπο, να βγάλει απ' το σεντούκι την καλή του φορεσιά. Και να μην ξεχάσει το καναρίνι. Πρέπει να το δώσει σε κάποιον να του το φυλάξει. Στη γειτόνισσα ίσως. Το μικρό καστανοκίτρινο πουλάκι ακούστηκε να καλημερίζει τον κόσμο απ' το κλουβί του, που ήταν κρεμασμένο έξω στον τοίχο, πλάι στην είσοδο του σπιτιού. Η καρδιά του Γιόρα σφίχτηκε, μα τίναξε το κεφάλι και έδιωξε τις θλιβερές σκέψεις με την ίδια κίνηση που συνήθιζε κι όταν ήταν νέος.

Το μεσημέρι τον βρήκε να γυαλίζει τα μαύρα του παπούτσια αργά, προσεχτικά, μ' ένα πανί που βουτούσε στην κούπα με το λίπος. Πιο κει, κρεμασμένα απ' το σκοινί της μπουγάδας, αερίζονταν τα ρούχα του. Τα άδεια μανίκια και τα μπατζάκια έγνεφαν μοναχά τους στον άνεμο. Καθισμένος σ' ένα κούτσουρο, κάτω απ' το ξύλινο υπόστεγο, ο παππούς, δίχως να σηκώνει κεφάλι, γυάλιζε τα παπούτσια του σχολαστικά, σαν παλικαράκι πριν απ' το χορό, σαν γαμπρός πριν απ' το γάμο. Έπειτα το καπέλο. Είχε ένα πράσινο τσόχινο καπέλο με φαρδιά μαύρη κορδέλα. Ούτε που θυμόταν πότε το είχε φορέσει τελευταία φορά. Τώρα το κρατούσε προσεχτικά στα γόνατά του και το βούρτσιζε να φύγει η σκόνη κι ο καιρός, να ζωηρέψει το χρώμα.

Το απόγευμα ξεκρέμασε το κλουβί με το καναρίνι απ 'το καρφί του πλάι στην πόρτα, έβγαλε τον συρταρωτό πάτο, τον καθάρισε, έβαλε σπόρους στην ταTστρα και καθαρό νερό στην ποτίστρα. Το πουλί, μαθημένο χρόνια τώρα, έστρεφε το κεφαλάκι του και παρακολουθούσε ήρεμο τον παππού. Εκείνος το κοίταζε με αγάπη, του σφύριζε, του γλυκομιλούσε, όπως πάντα, και του υποσχόταν πως για λίγο μόνο θα έφευγε, πως γρήγορα θα αντάμωναν πάλι. Ύστερα, με το κλουβί στα χέρια, χτύπησε την πόρτα της γειτόνισσας. Τον καλοδέχτηκε η γυναίκα, του έψησε καφέ, τον ρώτησε για το ταξίδι του και πόσο καιρό θα βαστούσε. Ο Γιόρα απαντούσε άκεφα – δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν το Ελόι ούτε πόσο καιρό θα έλειπε και, ναι, ο Λίπο είχε ανταμώσει τον Ρικάρ. Μέσα του φούντωνε η λύπη του αποχωρισμού. Πριν φύγει, έβγαλε απ' την τσέπη του το κλειδί του σπιτιού, το άφησε πάνω στο τραπέζι με το κεντητό τραπεζομάντιλο, να ρίχνει καμιά ματιά η γειτόνισσα και να του ποτίζει τα λουλούδια. Χαμογελαστή εκείνη πήρε το κλειδί και το έκρυψε στην ποδιά της. Ξεπροβοδίζοντάς τον του είπε ξανά:

“Έννοια σου, γέροντα. Θα τα προσέχω όλα σαν τα μάτια μου. Καλό ταξίδι να 'χεις”.

Τα μάτια της του γελούσαν. Ήταν καλή γυναίκα η γειτόνισσά του. Οι καλοί άνθρωποι σου γαληνεύουν την ψυχή κι όλα γίνονται πιο εύκολα.

 

 

Το βράδυ ξάπλωσε ήρεμος στο κρεβάτι του ο παππούς Γιόρα, ο αγρότης απ' το Οριάν. Έκλεισε τα μάτια του και πίσω απ' τον μαυροκόκκινο χιτώνα των βλεφάρων είδε να του χαμογελάει η μορφή της Έσα, που κρατούσε, λέει, στην αγκαλιά της τη Φάνα κι έπλεκε πλεξίδες τα μακριά ξανθά μαλλιά της μοναχοκόρης. Είδε ακόμη τον Ρικάρ να τρέχει και να κυνηγιέται με τον μικρό, τον Φέραμ, στην αυλή, ενώ ο Κάπατι στεκόταν γερμένος κατά το συνήθειό του στον ξύλινο φράχτη και γελούσε με τα ξεφωνητά τους. Κάθε που τα έβρισκε σκούρα, ο Φέραμ αναζητούσε τη σωτηρία στην αγκαλιά του Κάπατι κι ο Ρικάρ τον έβριζε δειλό κλωσόπουλο και γελούσε δυνατά ρίχνοντας πίσω το κεφάλι. Θα τον έβλεπε, λοιπόν, ξανά τον Ρικάρ... Τον πήρε ο ύπνος γαλήνιο και χαμογελαστό μες στο σκοτάδι του μικρού δωματίου, το πηχτό απ' τις άδηλες παρουσίες, χωμένο μες στα σκεπάσματα, που απ' την επόμενη μέρα δε θα τον ζέσταιναν ποιος ξέρει για πόσο καιρό.

Είχε πολύ καιρό να δει όνειρα, τόσο που πίστευε πως τον είχαν απολησμονήσει για πάντα. Όμως ετούτο το βράδυ ήρθαν να τον ανταμώσουν στο αποκάρωμα του ύπνου όνειρα που φτεροκοπούσαν σαν νεροπεταλούδες, σαν παλιές ξεχασμένες μελωδίες που αντηχούν στ' αυτιά πολύ καιρό μετά το άκουσμά τους, φέρνοντας μαζί τους τη μυρωδιά παλιών στιγμών. Ονειρεύτηκε έναν κάμπο χρυσωμένο από ώριμα στάχυα. Ήταν η εποχή του θέρου. Ιδρωμένα μέτωπα έγερναν πάνω απ' τη γη και τα δρεπάνια στραφτάλιζαν κάτω απ' τον ήλιο. Ο κάματος της δουλειάς, το σφύριγμα των δρεπανιών που έπεφταν με φόρα πάνω στα βαρυφορτωμένα, λεπτόκορμα στάχυα γίνονταν τραγούδι, που το έπαιρναν τα πουλιά, το ανέβαζαν στα σύννεφα και ο Γιόρα τραγουδούσε μέσα στ' όνειρο λόγια ακατάληπτα.

Ύστερα ονειρεύτηκε μια κοπέλα λυγερή. Φορούσε ένα μενεξελί φουστάνι και ανασήκωνε με τα χέρια τον ποδόγυρο, να μην την εμποδίζει, αποκαλύπτοντας τα λευκά της γόνατα. Τσαλαβουτούσε σ' ένα ρέμα, στα ρηχά. Μακρυμαλλούσα και λεπταστράγαλη, έμοιαζε σαν νεράιδα που το είχε σκάσει από παραμύθι και ήρθε να πειράξει λιγάκι το γέροντα προτού ξαναγυρίσει στο νερένιο της κάστρο. Τα χαλικάκια του ποταμού τής γαργαλούσαν τις πατούσες κι εκείνη γελούσε, άφηνε μικρά ξεφωνητά και κλοτσούσε το νερό εκτοξεύοντας βρόχινα πυροτεχνήματα. Γελούσε μαζί της μέσα στ' όνειρο κι ο Γιόρα.

Κι έπειτα ξύπνησε. Και ήταν η μέρα που θα έφευγε για πρώτη φορά μακριά απ' το Οριάν, τον κάμπο και το ρέμα.

 

 

Σηκώθηκε, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο, έστρωσε με τα βρεγμένα χέρια του τα μακριά άσπρα μαλλιά και τα γένια που του έφταναν ως το στήθος. Φόρεσε καθαρά εσώρουχα και μάλλινες κάλτσες. Ντύθηκε την καλή του φορεσιά –άσπρο λινό πουκάμισο, τσόχινο πράσινο γιλέκο, μαύρο παντελόνι φαρδύ, μάλλινο σακάκι μακρύ κι από μέσα το πολύχρωμο υφαντό ζωνάρι– έβαλε και τα μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια. Στο κουζινάκι είχε κρεμασμένο στον τοίχο ένα καλάθι πλεχτό με γερό χερούλι. Το κατέβασε, έστρωσε στον πάτο άσπρη καθαρή πετσέτα, έβαλε μέσα ψωμί και τυρί. Άλλο τίποτα δεν είχε. Βγήκε απ' το σπίτι και τράβηξε πίσω του την πόρτα. Στάθηκε καταμεσής στην αυλή. Η μηλιά του ήταν φορτωμένη με όψιμους καρπούς. Γέμισε το καλάθι του με μήλα, έσυρε το χέρι αργά, τρυφερά, στον γερασμένο της κορμό, τον αγκάλιασε, ακουμπώντας το μάγουλό του στην τραχιά φλούδα, κι ένιωσε να αντιπαλεύουν μέσα του συναισθήματα παράταιρα, λύπη και χαρά μαζί, νοσταλγία για κείνο που δεν έχει χαθεί ακόμα, προσδοκία για κάτι που είναι από παλιά κοιμισμένο στην αγκαλιά του χρόνου. Αποτραβήχτηκε από το δέντρο με μάτια συννεφιασμένα.

“Σ' ευχαριστώ για τα δώρα σου, μηλιά”, ψιθύρισε. “Αντίο!”

Τα κλαριά της μηλιάς έγειραν ανεπαίσθητα προς τον αγαπημένο άνθρωπο κι όλα της τα φύλλα αναρίγησαν, σαν να τον αποχαιρετούσε.

Χρειάστηκε να διασχίσει όλο το χωριό για να φτάσει στο σταθμό. Ήταν πολύ πρωί ακόμα και οι χωριανοί τώρα μόλις ξεπρόβαλλαν απ' τα σπίτια, άλλος αγουροξυπνημένος και σκυθρωπός, άλλος φρέσκος και κεφάτος, και πήγαιναν κατά τους αγρούς. Ο παππούς Γιόρα, με την καλή του φορεσιά, περνούσε από μπροστά τους σαν γερασμένος αρχάγγελος, στητός κι επιβλητικός, με το πράσινο καπέλο στο κεφάλι, με το καλάθι στα χέρια. Παραξενεύτηκαν οι χωριανοί. Καναδυό προσπάθησαν να του ανοίξουν κουβέντα, μα εκείνος αντιγύριζε τους χαιρετισμούς τους δίχως να κοντοστέκεται. Ο μπακάλης του χωριού στεκόταν έξω απ' το μαγαζάκι του, παχουλός, με τα μάτια κομμένα απ' τις αϋπνίες που τον βασάνιζαν τελευταία. Καθόταν εκεί με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και κάπνιζε το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Τραβούσε τον καπνό με λαχτάρα στα στήθια του και ύστερα τον φυσούσε δυνατά κατά τον ουρανό. Πού και πού άφηνε κάνα βηχαλάκι και ύστερα πάλι ρουφούσε τον καπνό και κοίταζε την καύτρα που ολοένα πλησίαζε στα δάχτυλά του. Είδε το γέροντα να περνάει από μπροστά του. Απόρησε.

“Καλημέρα, παππού!” του φώναξε από μακριά. Πέταξε το τσιγάρο στο πατημένο χώμα της αυλής, το έλιωσε με το παπούτσι κι έκανε να βγει στο δρόμο.

“Καλημέρα, Λεκό!” αντιχαιρέτησε ο Γιόρα και προσπέρασε, δίχως να σταθεί, τον κουτσομπόλη μπακάλη που απόμεινε ξαφνιασμένος στη μέση του δρόμου.

“Για πού έτσι βιαστικός, παππού;” επέμεινε ο Λεκό κοιτάζοντας την πλάτη του γέροντα, που ολοένα απομακρυνόταν δίχως να στραφεί πίσω.

“Πάω ν' ανταμώσω τον Ρικάρ!” φώναξε εκείνος και συνέχισε το δρόμο του.

Ο Λεκό έξυσε απορημένος το κεφάλι του κι επέστρεψε στο μαγαζί μουρμουρίζοντας.

Κάποτε τα τελευταία σπίτια του χωριού έμειναν πίσω και οι αγροί καλωσόρισαν το γέροντα. Ο Γιόρα στάθηκε μια στιγμή ξαφνιασμένος, σαν άνθρωπος που συναντά αναπάντεχα μες στο πλήθος κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που έχει χρόνια να δει. Το στήθος του είχε φουσκώσει απ' το περπάτημα. Βαριανάσαινε. Στάθηκε στη μέση του δρόμου. Ακούμπησε κάτω το καλάθι, έβγαλε το καπέλο κι έστρωσε με τη φαρδιά παλάμη του τα μαλλιά, να κατακάτσει ο νους, να 'ρθει στα συγκαλά του. Ξανάβαλε το καπέλο. Άνοιξε τα χέρια του σε μια πλατιά αγκαλιά, που χωρούσε μέσα της όλα τα δέντρα, το λόφο και τον κάμπο που ανοιγόταν πέρα απ' το λόφο. Στάθηκε έτσι, σαν γέρικο πουλί με τις φτερούγες απλωμένες. Το αίμα σφυροκοπούσε τα μηλίγγια του, τα μάτια του βούρκωσαν. Θολωμένα απ' τα δάκρυα που δεν έλεγαν να κυλήσουν, τα μάτια του γέροντα χάιδευαν την πρασινισμένη πλαγιά, τους αγκαθωτούς θάμνους, τα δροσοπλυμένα χορταράκια, τα φουντωμένα δέντρα, χάιδευαν τα μάτια του κι αποχαιρετούσαν.

“Έχετε γεια!” φώναξε.

“Έχετε γεια!” αντιλάλησε κι ο λόγκος.

Άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του ανήμπορα. Έσκυψε, πήρε το καλάθι και συνέχισε το δρόμο του. Ο σταθμός φάνηκε στην επόμενη στροφή, ένα χαμηλό κτίσμα πέτρινο με πράσινη πόρτα και πράσινα παράθυρα. Οι σιδηροτροχιές γυάλιζαν κάτω απ' το πρωινό φως με την ψυχρή γυαλάδα του φιδιού. Τάχυνε το βήμα.

 

 

“Με δοκιμασίες έρχεται ο άνθρωπος, με δοκιμασίες φεύγει...”, “με δοκιμασίες έρχεται, με δοκιμασίες φεύγει...” Ολοένα έκλωθε τη σκέψη αυτή στο νου του και τα λόγια συνόδευαν το χτύπο της καρδιάς και του έφερναν ξανά τη γαλήνη. “Η ζωή είναι το πιο μακρύ ταξίδι, το πιο δύσκολο, το πιο όμορφο ταξίδι. Αχ, πρέπει ν' ακολουθούμε το δρόμο της καρδιάς, κι η δικιά μου με διατάζει να φύγω!...” Όρθιος στην τσιμεντένια αποβάθρα του σταθμού, με το βλέμμα στραμμένο κατά το βορρά, μήπως φανεί το τρένο, μασώντας και καταπίνοντας τη λύπη, το φόβο και την προσδοκία μπουκιά μπουκιά, κατάλαβε για πρώτη φορά γιατί τον γέμιζαν ανησυχία τα τρένα τότε που ήταν παιδί, τα τρένα που δεν ακολουθούν το ρυθμό της καρδιάς, γιατί είναι μηχανές που μασάνε κάρβουνο και φτύνουν καπνό κι ολοένα φεύγουν κι έρχονται για να φύγουν ξανά, δίχως να ρωτούν ποιος φοβάται, ποιος στεναχωριέται, ποιος θλίβεται με τον αποχωρισμό. Στεκόταν στην αποβάθρα μόνος και θάμπωσαν τα μάτια του κοιτώντας μήπως φανεί από μακριά το τρένο που θα τον πήγαινε στο Ελόι, να δει τον Ρικάρ και την εγγονή του, το πρώτο του δισέγγονο. “Η αγάπη είναι το μόνο φάρμακο για το φόβο. Με την αγάπη πρέπει να νικάμε το φόβο”, σκεφτόταν και μάλαζε με τα λόγια την καρδιά του.

 

Links:Να φεύγει η σκόνη κι ο καιρός, παρουσίαση του βιβλίου

elogos.gr