Τζόαν Χάρις "Κρασί από βατόμουρα"

εκδόσεις Ψυχογιός

 

 

 

1

Το κρασί είναι φλύαρο. Το ξέρουν όλοι. Κοίτα γύρω σου. Ρώτα τον αγύρτη στη γωνιά του δρόμου, τον απρόσκλητο επισκέπτη στο τραπέζι του γάμου, τον τρελό του χωριού. Μιλάει σαν εγγαστρίμυθος. Έχει μύριες φωνές. Λύνει τη γλώσσα, φανερώνει μυστικά που κρατούσες κρυφά, μυστικά που ίσως δε γνώριζες καν. Κραυγάζει, αγορεύει, ψιθυρίζει. Φλυαρεί για σπουδαία πράγματα, λαμπρά σχέδια, τραγικές αγάπες και φρικτές προδοσίες. Ξεκαρδίζεται στα γέλια. Κρυφογελάει. Κλαίει μπροστά στο ίδιο του το είδωλο. Ανασύρει καλοκαίρια περασμένα από καιρό και αναμνήσεις που θα 'ταν καλύτερα να μένουν ξεχασμένες. Κάθε μπουκάλι, μυρωδιά αλλοτινών καιρών, άλλων τόπων· από το πιο συνηθισμένο Λιμπφράουμιλχ ως το ηγεμονικό Βεβ Κλικό 1945, όλα ένα μικρό θαύμα. Μαγεία της κάθε ημέρας, αποκαλούσε ο Τζο το κρασί. Η μεταμόρφωση μιας ευτελούς ύλης στο υλικό που υφαίνει τα όνειρα. Η αλχημεία του απλού ανθρώπου.

Πάρε εμένα, για παράδειγμα. Φλερί 1962. Τελευταίος επιζών από ένα κιβώτιο των δώδεκα, που εμφιαλώθηκαν και αποθηκεύτηκαν τη χρονιά που γεννήθηκε ο Τζέι. “Ατίθασο, πληθωρικό κρασί, ζωηρό και κάπως τραχύ, με αψιά γεύση φραγκοστάφυλου” γράφει η ετικέτα. Δεν ήμουν κρασί για παλαίωση, ωστόσο αυτός με φύλαξε στο κελάρι χρόνια. Από νοσταλγία. Για μια ειδική περίπτωση. Γενέθλια, ίσως γάμος. Όμως τα γενέθλιά του περνούσαν χωρίς γιορτή, με κόκκινο αργεντίνικο και παλιά ουέστερν. Πέντε χρόνια πριν με έβαλε πάνω σ' ένα τραπέζι με ασημένια κηροπήγια, αλλά τίποτα δεν έγινε. Ωστόσο, αυτός και η κοπέλα έμειναν κάτω απ' την ίδια στέγη. Ένας στρατός μπουκάλια ήρθε μαζί της: Ντομ Περινιόν, βότκα Στολίσναγια, Παρφέτ Αμούρ και Μουτόν Καντέ, βελγικές μπίρες σε μπουκάλια με μακρύ λαιμό, βερμούτ Νουαγί Πρα και Φρεζ ντε Μπουά. Μιλάνε κι αυτά επίσης -- ένα μάλλον ανόητο, μεταλλικό κουβεντολόι, σαν καλεσμένοι που συγχρωτίζονται σε κάποια συνάθροιση. Αρνηθήκαμε οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Μας απώθησαν στο βάθος του κελαριού, εμάς τους τρεις επιζώντες, πίσω από τις αστραφτερές σειρές αυτών των νεοφερμένων, και μείναμε ξεχασμένοι εκεί για πέντε χρόνια. Σατό Σαλόν 1958, Σανσέρ 1971 και η αφεντιά μου. Το Σατό Σαλόν, χολωμένο από τον εκτοπισμό, κάνει τάχα πως δεν ακούει και συχνά αρνείται παντελώς να μιλήσει. “Ώριμο κρασί, ηγεμονικό”, αναμασά τις σπάνιες στιγμές που είναι ομιλητικό. Του αρέσει να μας θυμίζει την παλαιότητά του και τη μακροζωία των λευκών κρασιών από τα Όρη Γιούρα. Καμαρώνει γι' αυτά, καθώς και για το μελιχρό μπουκέ και την εκλεκτή καταγωγή του. Η Σανσέρ έχει από καιρό ξιδιάσει και μιλάει ακόμα λιγότερο, ενώ πότε πότε αναστενάζει για τη χαμένη της νιότη.

Και τότε, έξι εβδομάδες προτού αρχίσει αυτή η ιστορία, ήρθαν οι άλλοι. Οι ξένοι. Τα Σπέσιαλ. Οι παρείσακτοι που τα ξεκίνησαν όλα, παρόλο που κι αυτοί έδειχναν ξεχασμένοι, πίσω από τα λαμπερά, καινούργια μπουκάλια. Ήταν έξι, καθένας με τη δική του μικρή χειρόγραφη ετικέτα και σφραγισμένοι με βουλοκέρι. Κάθε μπουκάλι είχε ένα κορδόνι διαφορετικού χρώματος δεμένο γύρω από το λαιμό του: το σμέουρο κόκκινο, ο σαμπούκος πράσινο, το βατόμουρο μπλε, το τριαντάφυλλο κίτρινο, το αγριοδαμάσκηνο μαύρο. Το τελευταίο μπουκάλι, που είχε ένα καφετί κορδόνι, ήταν ένα κρασί που ούτε κι εγώ το είχα ακούσει ποτέ. “Σπέσιαλ 1975” έγραφε η ετικέτα, με κάτι γράμματα ξεθωριασμένα, στο χρώμα του τσαγιού. Αλλά μέσα του έκλεινε ένα σμάρι μυστικά. Δεν μπορούσες να τους αποφύγεις αυτούς τους παρείσακτους: τα ψιθυρίσματά τους, τους χλευασμούς τους, τα γέλια τους. Εμείς προσποιούμαστε τους αδιάφορους στα καμώματά τους. Οι ερασιτέχνες! Ίχνος από μυρωδιά σταφυλιού σε κανένα τους! Ήταν κατώτερης κλάσης και δυσανασχετούσαμε με την παρουσία τους ανάμεσά μας. Ωστόσο, διέκρινες μια τόσο σαγηνευτική αυθάδεια σ' αυτούς τους έξι πειρατές, μια τέτοια έκρηξη αρωμάτων και εικόνων, που θα ζάλιζε και την πιο ισορροπημένη ποικιλία. Φυσικά, δεν ήταν του επιπέδου μας ν' ανοίξουμε κουβέντα μαζί τους, όμως πόσο θα το 'θελα! Ίσως να ήταν εκείνη η ευτελής επίγευση φραγκοστάφυλου που μας συνέδεε.

Από το κελάρι άκουγες ό,τι γινόταν μες στο σπίτι. Επισημαίναμε τα γεγονότα από τις μετακινήσεις των πιο ευνοουμένων συντρόφων μας: δώδεκα μπίρες το βράδυ της Παρασκευής και γέλια στην είσοδο· το προηγούμενο βράδυ ένα μόνο μπουκάλι κόκκινο καλιφορνέζικο, τόσο νεαρό, που μπορούσες σχεδόν να μυρίσεις τις τανίνες· την περασμένη εβδομάδα --στα γενέθλιά του μάλιστα-- μισό μπουκάλι Μοέ, ένα φίνο κρασί, μοναδικό, κι ο απόμακρος, νοσταλγικός ήχος πυροβολισμών και οπλών αλόγων από πάνω. Ο Τζέι Μάκιντος έκλεινε τα τριάντα εφτά. Θα περνούσε απαρατήρητος, αν δεν ήταν τα μάτια του που είχαν το μενεξεδί χρώμα του πινό νουάρ, καθώς έδειχνε πάντα αμήχανος και σαστισμένος, δίνοντας την αίσθηση ανθρώπου που έχει χάσει το δρόμο του. Πέντε χρόνια πριν η Κέρι το έβρισκε αυτό ελκυστικό, τώρα όμως δεν της έλεγε τίποτα. Υπήρχε κάτι απωθητικό στην παθητικότητά του και την ισχυρογνωμοσύνη που κρυβόταν από πίσω. Ακριβώς δεκατέσσερα χρόνια πριν, ο Τζέι είχε γράψει ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο Τρία καλοκαίρια με τον Κρασόμηλο Τζο. Θα το ξέρετε βέβαια. Πήρε το βραβείο Γκονκούρ στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες. Την έκδοσή του γιόρτασαν τρία κιβώτια Βεβ Κλικό 1976 -- που καταναλώθηκε υπερβολικά νεαρό, για να είμαστε δίκαιοι, όμως τότε ο Τζέι έτσι ήταν: ορμούσε στη ζωή λες κι η δύναμή του δε θα στέρευε ποτέ, λες κι ό,τι έκλεινε μέσα του θα κρατούσε για πάντα, και η μια επιτυχία ακολουθούσε την άλλη σε μια γιορτή χωρίς τέλος.

Εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε κελάρι. Στεκόμαστε στο πλαίσιο του τζακιού, πάνω από τη γραφομηχανή του -- για γούρι, έλεγε. Όταν τέλειωσε το βιβλίο, άνοιξε τον τελευταίο από τους συντρόφους μου του 1962 και τον ρούφηξε πολύ αργά, στριφογυρίζοντας το ποτήρι στα χέρια του. Μετά πλησίασε στο τζάκι, κοντοστάθηκε για μια στιγμή, χαμογέλασε και γύρισε με βήματα ασταθή στην καρέκλα του. “Την άλλη φορά, αγαπούλα μου”, υποσχέθηκε. “Θα το αφήσουμε για την άλλη φορά”. Βλέπετε, μου μιλάει όπως θα του μιλήσω κι εγώ κάποια μέρα. Είμαι ο πιο παλιός του φίλος. Καταλαβαινόμαστε. Το πεπρωμένο μου είναι άρρηκτα δεμένο με το δικό του.

Βέβαια, δεν υπήρξε άλλη φορά. Συνεντεύξεις στην τηλεόραση, άρθρα στις εφημερίδες και κριτικές διαδέχονταν το ένα το άλλο μέσα στη σιωπή. Το Χόλιγουντ το διασκεύασε σε ταινία, που γυρίστηκε κάπου στις μεσοδυτικές πολιτείες, με τον Κόρι Φέλντμαν. Πέρασαν εννιά χρόνια. Ο Τζέι έγραψε μερικά χειρόγραφα με τον τίτλο Ο γενναίος Κορτέζ και πούλησε οχτώ διηγήματα στο περιοδικό Πλεϊμπόι, τα οποία αργότερα επανεκδόθηκαν σε συλλογή από τις Εκδόσεις Πένγκουιν. Ο λογοτεχνικός κόσμος περίμενε το καινούργιο μυθιστόρημα του Τζέι Μάκιντος, αρχικά, με ανυπομονησία, μετά με ανησυχία και περιέργεια και, τελικά, αναπόφευκτα, με αδιαφορία.

Φυσικά, εκείνος συνέχισε να γράφει. Εφτά μυθιστορήματα μέχρι σήμερα με τίτλους όπως Το Γονίδιο του ΧΡ-ιστού, ή Σ-Ειρήνες του Άρη, ή Ραντεβού με τον Άδη, όλα δημοσιευμένα με το ψευδώνυμο Τζόναθαν Oυάινσαπ· του απέφεραν αρκετά για να ζήσει άνετα εκείνα τα δεκατέσσερα χρόνια. Αγόρασε κομπιούτερ, ένα φορητό Τοσίμπα που ισορροπούσε πάνω στα γόνατά του σαν τα δείπνα μπροστά στην τηλεόραση που έφτιαχνε μόνος του τα βράδια --όλο και συχνότερα πια-- όταν η Κέρι δούλευε ως αργά. Έγραφε κριτικές, άρθρα, διηγήματα και είχε αναλάβει κάποιες στήλες σε εφημερίδες. Έδινε διαλέξεις σε ομάδες συγγραφέων κι έκανε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο. Τον απασχολούσαν τόσα πράγματα, έλεγε συχνά, που μετά βίας έβρισκε λίγο χρόνο να κάνει δική του δουλειά -- γελούσε αβέβαια με τον εαυτό του: ο συγγραφέας που ποτέ δε γράφει. Η Κέρι τον κοιτούσε με σφιγμένα χείλη όταν μιλούσε έτσι. Να σας παρουσιάσω την Κέρι Ο'Νιλ --πρώην Κάθριν Μάρσντεν-- είκοσι οχτώ χρόνων, με κοντά ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια που σε ξάφνιαζαν και που ο Τζέι ποτέ δεν υποψιάστηκε ότι ήταν έγχρωμοι φακοί επαφής. Δημοσιογράφος· έγινε γνωστή από την τηλεόραση και την εκπομπή “Φόρουμ”, ένα νυχτερινό τοκ-σόου, όπου δημοφιλείς συγγραφείς και διασημότητες δεύτερης κατηγορίας συζητούσαν σύγχρονα προβλήματα, με μουσική υπόκρουση αβάν γκαρντ τζαζ. Πέντε χρόνια νωρίτερα η Κέρι ίσως να χαμογελούσε με τα λόγια του. Μα τότε, πέντε χρόνια πριν, δεν υπήρχε “Φόρουμ”, και η Κέρι κρατούσε μια ταξιδιωτική στήλη στην Ιντιπέντεντ και δούλευε ένα βιβλίο με τον τίτλο Καυτή Σοκολάτα -- Μια φεμινιστική άποψη. Ο κόσμος ήταν γεμάτος προοπτικές. Το βιβλίο βγήκε δυο χρόνια αργότερα, μέσα σε ένα κλίμα έντονου ενδιαφέροντος από τα μέσα ενημέρωσης. Η Κέρι ήταν φωτογενής, εμπορεύσιμη και ακολουθούσε πάντα το ρεύμα. Έτσι, παρουσιάστηκε σε κάμποσες ελαφριές εκπομπές, φωτογραφήθηκε για το Μαρί Κλερ, το Τάτλερ και το Μι, αλλά βιάστηκε να καθησυχάσει τον εαυτό της ότι δεν είχαν πάρει τα μυαλά της αέρα. Είχε ένα σπίτι στο Τσέλσι, ένα πιεντ-α-τερ στη Νέα Υόρκη και σκεφτόταν να κάνει λιποαναρρόφηση στους μηρούς. Είχε μεγαλώσει. Προχωρούσε ακάθεκτη.

Για τον Τζέι, ωστόσο, τίποτα δεν προχωρούσε. Πέντε χρόνια πριν ήταν η προσωποποίηση του εκκεντρικού καλλιτέχνη που έπινε μισό μπουκάλι Σμιρνόφ την ημέρα -- μια καταραμένη, τσακισμένη φιγούρα που είχε βγει από ρομάντζο. Της είχε προκαλέσει μητρικά αισθήματα. Θα τον έσωζε, θα τον ενέπνεε, κι αυτός θα της το ανταπέδιδε γράφοντας ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα βιβλίο που θα φώτιζε ζωές και που θα το χρωστούσε ολοκληρωτικά σ' εκείνην.

Αλλά τίποτε απ' αυτά δεν έγινε. Επιστημονική φαντασία κακής ποιότητας πλήρωνε το ενοίκιο· φτηνά βιβλία τσέπης με φανταχτερά εξώφυλλα. Η ωριμότητα, η δαιμόνια σοφία εκείνης της πρώτης του δουλειάς δεν ξαναεμφανίστηκε, ούτε καν ως απόπειρα. Και παρά τις βαθυστόχαστες σιωπές του, ο Τζέι δεν είχε κανένα αξιόλογο ταμπεραμέντο. Ποτέ δεν αφηνόταν πια σε μια παρόρμηση, ποτέ δεν είχε εκρήξεις θυμού, ποτέ δεν έχανε τον έλεγχο. Στις συνομιλίες δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα πνευματώδης ούτε ωμός ώστε να προκαλεί. Ακόμα και η συνήθεια του ποτού --η μόνη υπερβολή που του είχε απομείνει-- φαινόταν γελοία τώρα, σαν κάποιος που επιμένει να φοράει τα παλιομοδίτικα ρούχα της νιότης του. Περνούσε την ώρα του παίζοντας παιχνίδια στο κομπιούτερ, ακούγοντας παλιές επιτυχίες και βλέποντας παλιές ταινίες στο βίντεο, περιχαρακωμένος στην εφηβεία του, όπως η μουσική στα αυλάκια του δίσκου. Ίσως έκανα λάθος τελικά, σκεφτόταν η Κέρι. Δεν ήθελε να μεγαλώσει. Δεν ήθελε να σωθεί.

Τα άδεια μπουκάλια, ωστόσο, διηγούνταν μια διαφορετική ιστορία. Έπινε, έλεγε ο Τζέι στον εαυτό του, για τον ίδιο λόγο που έγραφε επιστημονική φαντασία δεύτερης κατηγορίας. Όχι για να ξεχάσει, αλλά για να θυμάται, να ανοίξει το παρελθόν και να ξαναβρεί τον εαυτό του, σαν ένα κουκούτσι σε ξινό φρούτο. Άνοιγε το κάθε μπουκάλι, ξεκινούσε την κάθε ιστορία με την κρυφή πεποίθηση ότι εδώ ήταν η μαγική γουλιά που θα τον αναζωογονούσε. Όμως η μαγεία, όπως και το κρασί, χρειάζεται τις σωστές συνθήκες για να λειτουργήσει. Του το είχε πει αυτό ο Τζο. Αλλιώς η χημεία δεν πετυχαίνει. Το μπουκέ χαλάει.

Νομίζω πως περίμενα να αρχίσει μ’ εμένα. Θα ήταν πιο ποιητικό. Εντέλει, είμαστε άρρηκτα δεμένοι ο Τζέι κι εγώ. Αλλά αυτή η ιστορία αρχίζει με μιαν άλλη ποικιλία. Ειλικρινά, δε με πειράζει. Καλύτερα να είμαι ο τελευταίος του παρά ο πρώτος του. Δεν είμαι καν το αστέρι της ιστορίας, όμως ήμουν εκεί προτού έρθουν τα Σπέσιαλ, και θα είμαι εκεί όταν αυτά θα έχουν καταναλωθεί. Μπορώ να περιμένω. Επιπλέον, ένα παλαιωμένο Φλερί αποκτά τη γεύση του με το χρόνο, δεν πρέπει να το βιάσεις, πράγμα που δεν είμαι σίγουρος αν ήταν έτοιμος να το εκτιμήσει.

 

2

Λονδίνο, άνοιξη 1999

Ηταν Μάρτιος. Ήπιος, ακόμα και για το κελάρι. Ο Τζέι δούλευε επάνω -- με τον δικό του τρόπο, μ’ ένα μπουκάλι δίπλα του και την τηλεόραση να παίζει σιγά. Η Κέρι είχε πάει σε ένα πάρτι --για την προώθηση ενός νέου βραβείου για γυναίκες συγγραφείς κάτω των είκοσι πέντε ετών-- και το σπίτι ήταν σιωπηλό. Ο Τζέι χρησιμοποιούσε τη γραφομηχανή γι’ αυτό που θεωρούσε “αληθινή” δουλειά, και τον φορητό υπολογιστή για την επιστημονική φαντασία, έτσι ώστε πάντα καταλάβαινες τι έγραφε από το συγκεκριμένο ήχο ή την απουσία του. Πήγε δέκα η ώρα πριν κατέβει κάτω. Άνοιξε το ραδιόφωνο σ' ένα σταθμό με παλιά τραγούδια και ακουγόταν να κινείται στην κουζίνα με βήματα ανήσυχα πάνω στα κεραμικά πλακάκια. Υπήρχε ένα ερμάρι με ποτά δίπλα στο ψυγείο. Το άνοιξε, δίστασε, το ξανάκλεισε. Άνοιξε την πόρτα του ψυγείου. Οι προτιμήσεις της Κέρι κυριαρχούσαν κι εδώ, όπως και παντού. Σταρόζουμο, σαλάτα από πλιγούρι, σπανάκι, γιαούρτια. Αυτό που λαχταρούσε, σκέφτηκε ο Τζέι, ήταν ένα τεράστιο σάντουιτς με μπέικον και τηγανητά αυγά, με κέτσαπ και κρεμμύδι, και μια κούπα δυνατό τσάι. Η λαχτάρα, το ξερε, είχε να κάνει με τον Τζο και την Πογκ Χιλ Λέιν. Ένας συνειρμός, αυτό ήταν όλο, που ερχόταν συχνά όταν προσπαθούσε να γράψει. Ωστόσο, όλα είχαν τελειώσει· δεν ήταν παρά ένα όραμα. Ήξερε ότι δεν πεινούσε στ' αλήθεια. Άναψε τσιγάρο --μια απαγορευμένη πολυτέλεια που τη φύλαγε για τις στιγμές που έλειπε η Κέρι-- και ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό. Από το ηχείο του ραδιοφώνου που γρατζούνιζε ερχόταν η φωνή του Στιβ Χάρλεϊ· τραγουδούσε το “Make me Smile” --ακόμα ένα τραγούδι από το μακρινό, μοιραίο καλοκαίρι του '75-- και για μια στιγμή ύψωσε τη φωνή του τραγουδώντας μαζί, “Come up and see me, make me smi-i-i-ile”, απελπισμένα, μέσα στην κουζίνα που αντηχούσε.

Πίσω μας, μες στο σκοτεινό κελάρι, οι ξένοι ήταν ανήσυχοι. Ίσως η μουσική ή κάτι στον αέρα αυτής της γλυκιάς ανοιξιάτικης βραδιάς, λες κι η ατμόσφαιρα είχε φορτιστεί ξαφνικά από οιωνούς, τους έκανε ν' αφρίζουν από ζωηράδα, να κοχλάζουν μέσα στα μπουκάλια τους, να τσουγκρίζουν μεταξύ τους, ν' αναπηδούν στις σκιές, να ξεχειλίζουν για να μιλήσουν, να ανοίξουν, να ελευθερώσουν το άρωμά τους στον αέρα. Ίσως γι' αυτό κατέβηκε εκείνος -- τα βήματά του βαριά πάνω στα τραχιά, αγυάλιστα σκαλοπάτια. Του άρεσε το κελάρι, ήταν δροσερό, μυστικό. Κατέβαινε μόνο για ν' αγγίξει τα μπουκάλια, να τρέξει τα δάχτυλά του πάνω στους σκονισμένους τοίχους. Πάντα μου άρεσε να τον βλέπω στο κελάρι. Σαν βαρόμετρο, μπορώ να νιώσω το συναισθηματικό του πυρετό όταν βρίσκεται κοντά μου. Ως ένα σημείο, μπορώ να διαβάσω ακόμα και τις σκέψεις του. Όπως είπα, υπάρχει κάποια χημεία ανάμεσά μας.

Ήταν σκοτεινά στο κελάρι. Το μοναδικό φως έβγαινε από έναν αδύναμο γλόμπο κρεμασμένο από το ταβάνι. Σειρές από μπουκάλια --ανάξια λόγου, επιλεγμένα από την Κέρι-- ήταν αραδιασμένα στα ράφια του τοίχου, κι άλλα μέσα σε κιβώτια πάνω στις πλάκες του δαπέδου. Ο Τζέι άγγιξε φευγαλέα τα μπουκάλια καθώς περνούσε, πλησιάζοντας το πρόσωπό του πολύ κοντά, θαρρείς για να μυρίσει το άρωμα εκείνων των φυλακισμένων καλοκαιριών. Δυο-τρεις φορές τράβηξε έξω ένα μπουκάλι και το στριφογύρισε στα χέρια του προτού το ξαναβάλει στο ράφι. Περιφερόταν άσκοπα, χωρίς κατεύθυνση, απολαμβάνοντας τη δροσιά του κελαριού και τη σιωπή. Ακόμα και ο θόρυβος της κίνησης του Λονδίνου έσβηνε εδώ κάτω, και για μια στιγμή φάνηκε να μπαίνει στον πειρασμό να ξαπλώσει πάνω στο λείο, δροσερό δάπεδο και να κοιμηθεί, ίσως για πάντα. Κανένας δε θα τον γύρευε εδώ κάτω. Όμως ήταν σε πλήρη εγρήγορση, είχε απόλυτη διαύγεια, λες κι η σιωπή τού είχε λαμπικάρει το μυαλό. Η ατμόσφαιρα, παρά την ησυχία, ήταν φορτισμένη, σαν να επρόκειτο να συμβεί κάτι.

Τα καινούργια μπουκάλια ήταν σ' ένα κιβώτιο στο βάθος του κελαριού. Πάνω του ήταν ακουμπισμένη μια σπασμένη σκάλα· την έσπρωξε στο πλάι σέρνοντας με δυσκολία το κιβώτιο προς τα έξω, πάνω στις πλάκες. Τράβηξε στην τύχη ένα μπουκάλι και το σήκωσε στο φως για να διακρίνει την ετικέτα. Το περιεχόμενό του ήταν βαθυκόκκινο, με ένα πυκνό ίζημα στον πυθμένα. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως είδε κάτι εκεί μέσα, ένα σχήμα, αλλά ήταν μονάχα το ίζημα. Κάπου από πάνω του, στην κουζίνα, ο σταθμός της νοσταλγίας έπαιζε ακόμα μελωδίες του 1975 -- χριστουγεννιάτικους σκοπούς τώρα, τη “Βοημική ραψωδία”· ακουγόταν αμυδρά αλλά ευδιάκριτα μέσα από το πάτωμα· ο Τζέι αναρρίγησε.

Επιστρέφοντας στην κουζίνα εξέτασε το μπουκάλι με κάποια περιέργεια --δεν του είχε ρίξει ούτε μια ματιά αφότου το έφερε, πριν από έξι εβδομάδες-- το σφράγισμα με βουλοκέρι στο λαιμό, το καφετί κορδόνι, τη χειρόγραφη ετικέτα, “Σπέσιαλ 1975”, το γυαλί, σκονισμένο από το κελάρι του Τζο. Αναρωτιόταν γιατί το είχε περιμαζέψει από τα ερείπια. Ίσως από νοσταλγία, αν και τα συναισθήματά του για τον Τζο ήταν ακόμα πολύ συγκεχυμένα για να έχει τέτοιες πολυτέλειες. Θυμός, σύγχυση και λαχτάρα τον διαπέρασαν σε κύματα ζεστού-κρύου. Παλιόφιλε. Μακάρι να ήσουν εδώ.

Μέσα στο μπουκάλι κάτι αναπήδησε. Τα άλλα στο κελάρι τσούγκρισαν και χόρεψαν σε απάντηση.

Κάποτε συμβαίνει κατά τύχη. Ύστερα από χρόνια αναμονής --για μια σωστή συζυγία των πλανητών, μια τυχαία συνάντηση, μια ξαφνική έμπνευση-- οι κατάλληλες συνθήκες, εντελώς τυχαία, δημιουργούνται από μόνες τους, κρυφά, χωρίς φανφάρες, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Ο Τζέι αυτό το λέει πεπρωμένο. Ο Τζο το έλεγε μαγεία. Αλλά μερικές φορές δεν είναι παρά απλή χημεία, κάτι στον αέρα, μια κίνηση μόνο που επιφέρει σε κάτι, από καιρό αδρανές, μια ξαφνική, αναπόφευκτη αλλαγή.

Η αλχημεία του απλού ανθρώπου, το έλεγε ο Τζο. Η μαγεία των καθημερινών πραγμάτων. Ο Τζέι Μάκιντος πήρε ένα μαχαίρι για να βγάλει το βουλοκέρι.

 

elogos.gr