ΑΝΝΑ ΣΚΟΚΟΥ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΜΙΧΑΗΛ:Αρουλίνος Senior. To τζόλεμα της πατούσας. Τετράποδες ιστορίες

εκδόσεις Πατάκη

 

 

Ένας Τζέιμς στο κουτούκι

 

ΚΑΘΡΕΦΤΙΣΤΗΚΕ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ του παράθυρου κι έμεινε ευχαριστημένος απ’ αυτό που είδε. Τελικά, έτσι όπως στεκόταν τούτη τη στιγμή, δε χωρούσε καμιά αμφιβολία πως θα μπορούσε να είναι η δεύτερη εκδοχή του Τζέιμς Ντιν. Το ήξερε - και πίστευε ότι το ήξεραν και όλοι οι άλλοι - πως υπήρχε σοβαρότατο ενδεχόμενο να είναι ακόμα και ο ίδιος ο Τζέιμς - “εν μετεμψύχωσει”, που έλεγε κι ο κολλητός του. Άπειρες φορές είχε βουτήξει στα βαθιά της συνείδησής του προκειμένου ν’ ανακαλύψει μέσα του εκείνα τα σημεία που θα επιβεβαίωναν την υποψία του. Κάθε που η αναδίφηση στεφανωνόταν με επιτυχία γινόταν πανηγύρι. Συχνά πυκνά έβγαιναν στην επιφάνεια οι κοινές τους προτιμήσεις στα ρούχα, στις μηχανές και στις γυναίκες. “Μεγάλε” του ’κλεινε το μάτι ο μετεμψυχωμένος “σβήνω για μια Χάρλεϋ και μια ξανθιά…”. “Ας είναι και κοκκινοτρίχα…” αναστέναζε ο άλλος, σκεπτόμενος τη μακρόχρονη ερωτική του πείνα.

Είχε αρχίσει να τον βασανίζει η υπόνοια πως αυτό που ευθυνόταν για το χάσμα που τους χώριζε ως προς τις επιτυχίες δεν ήταν η απόσταση των εποχών αλλά η διαφορά των περιοχών στις οποίες σύχναζαν. Δεν ήξερε, βέβαια που ακριβώς βολτάριζε τότε ο Τζέιμς και χτύπαγε τις ξανθιές, αλλά γνώριζε καλά που ζούσε η αφεντιά του. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, εκεί, σε μια καμπή του δρόμου, δίπλα σ’ εκείνο το παλιό γιγάντιο υδραγωγείο, που στις τρύπες του τεράστιου τόξου του φιλοξενούνται μυριάδες αλητοπούλια - να, εκεί! Σ’ εκείνο το κουτούκι…

Μια τρύπα. Ένα κουτούκι-κουκκίδα στη μέση του πουθενά. Τρία τραπέζια μέσα κι άλλα δύο απ’ έξω. Ένα κουτούκι, μια φωλίτσα, που τη ζεσταίνει το μεγαλύτερο τζάκι της περιοχής. Ξεθωριασμένες φωτογραφίες μυστακοφόρων προγόνων και βασιλικά, αμέτρητα βασιλικά, βασιλικά παντού - στο παραθύρι, στις αυλές, στις ρούγες, σε γλάστρες, σε γκαζοντενεκέδες βαμμένους με όλα τα χρώματα της ανατολής.

Δεν παραπονιόταν. Ήταν μάλιστα ιδιαίτερα περήφανος για την αρχιτεκτονική του χώρου - κυρίως γι’ αυτήν της τουαλέτας. “Έχουμε ιδιότροπη τουαλέτα” έλεγε και χαμογελούσε πονηρά. “Τη δική μας την τουαλέτα την έχουμε σταλμένη στην ξενιτιά και τη φτάνεις μόνο σαν ανέβεις δυο τεράστια σκαλοπάτια λαξεμένα στον τοίχο. Στο δεύτερο το σκαλοπάτι παραμονεύει η έκπληξη. Ο αέρας γεμίζει γεύση. Τυρί… Τυρί τουλουμίσιο πλανιέται παντού. Χμμμ… Παράξενα; Αναίτια;” αναρωτιόταν με προσποιητή σοβαρότητα. Σου πέταγε κι ένα “ίσως” στο τέλος κι εσύ έτρεχες να το διαπιστώσεις. Κι όμως, η γεύση ήταν εκεί - σου έσπαγε τη μύτη, σε τρέλαινε…

Ο Χρειαζούμενος, έτσι τη λένε την κουκκίδα του πουθενά. Ένας χριστιανός, ο κυρ Μανολιός, με την κυρά του κάνουν κουμάντο στο κουτούκι, στους λιγοστούς πελάτες και στα δυο ζωντανά. Δυο γάτες αλήτισσες. Η μια πιο ήρεμη, κυρία, με τρόπους και στιλ. Με όνομα. “Ντίβα θέλει να τη λένε. Μην την ακούτε όμως, αλλιώς την κράζανε μέχρι χθες…” διέδιδε ο άλλος και γυάλιζε το μάτι του απ’ την εκδίκηση. “Άξεστε! Ζηλεύεις” τον κάρφωνε εκείνη “γιατί το Ντίβα είναι η πιο γνήσια έκφραση της προσωπικότητάς μου…”. Ντίβα. Όνομα και πράμα λοιπόν. Η κλασάτη, που το ’παιζε αζούληχτη μα κατά βάθος ήταν μια τριγυρίστρω του κερατά.

Ο άλλος συνέχιζε να καθρεφτίζεται στο τζάμι και να παραμυθιάζεται πως, αν δεν ήταν γάτος, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Τζέιμς Ντιν. Ένας γάτος μ’ ένα παρελθόν απύθμενο κι ένα μέλλον αστείρευτο. Αλανιάρης, πασίγνωστος στα πέρατα των κεραμιδιών - ένας διάσημος. “Μα ανώνυμος” τον ταμπέλιαζε η Ντίβα και πολύ το χαιρόταν. Αχχχ! Μεγάλος ο καημός… Αν και η φύση τον έπλασε κύριο - και μάλιστα ιδιαίτερα προικισμένο -, η ρημάδα η ζωή φρόντισε να τον κάνει “ανώνυμο”. Ανώνυμος, λοιπόν, αλλά προπάντων κύριος. Ένας κύριος, ας πούμε, με… ιδιαιτερότητες. Ένας κύριος ευρηματικός, όλο κολπάκια και ναζάκια, γλυκός και παιχνιδιάρης, με ορμές και πονηράδα. “Είσαι για ένα ανώνυμο, μωρό μου;” της ξηγιότανε προκλητικά κάθε που τον κορόιδευε, και τρελαινόταν στη σκέψη πως την έκανε πύραυλο. Ένα σερνικό μόνιμα πεινασμένο για… όλες - κι έτοιμο για… όλα. Όπου πελάτης, τσουπ, από δίπλα το γατί. Και δώστου κοίταγμα μ’ εκείνο το λάγνα παραπονιάρικο βλέμμα, και να το παραμύθιασμα.

  Έλα, μεγάλε, εσύ μπουκίτσα κι εγώ αγκαλίτσα

  και, αν με φτιάξεις, το ρόλο μου ας γράψεις…

Η συγγραφή, μια υπόθεση αυστηρά ιδιωτική, χωρίς αδιάκριτους προσκεκλημένους, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κόλπο διασκέδασης. Και τα χαδάκια μέρος κι αυτά του κόλπου ήτανε, αλλά στο τέλος έγιναν συνήθεια στο ζωντανό και στους πελάτες must… Ένα γατί, λοιπόν, σκέτη κουλούρα κρητικιά, εκεί, στο κεντητό το μαξιλάρι, στο πλάι του τζακιού, περίμενε υπομονετικά το ρόλο που θα του ’διναν, για να γράψει μιαν ιστορία - μιαν ιστορία δακρύων ή μέχρι δακρύων…

Στα κόλπα με τους πελάτες τα πήγαινε καλά. Με τα θηλυκά όμως είχε δυσκολίες, που έγιναν εντονότερες αφότου επέτρεψε στις ιδιαιτερότητές του να φανερωθούν. Τον φάγανε, βλέπεις, κάτι ιδέες του τύπου “άσε όλα τα μέσα σου να βγούνε όξω σου”. Και να τ’ αποτελέσματα…

 

 

elogos.gr