Β. Σ. Νάιπολ:  Μισή ζωή

εκδόσεις Ωκεανίδα

 

ΕΝΑ

Μια επίσκεψη του Σόμερσετ Μωμ.

 

Ο Γουίλι Τσάντραν ρώτησε μια μέρα τον πατέρα του, “Γιατί εκτός από Γουίλι με βγάλατε και Σόμερσετ; Τα παιδιά στο σχολείο το ανακαλύψανε και με κοροϊδεύουνε”.

Ο πατέρας του όχι χωρίς μια κάποια μελαγχολία, “Σου δώσαμε το όνομα ενός μεγάλου Άγγλου συγγραφέα. Είμαι σίγουρος ότι έχεις δει τα βιβλία του στο σπίτι”.

“Ναι, αλλά δεν τα ’χω διαβάσει. Τόσο πολύ τον θαύμαζες;”

“Δεν είμαι σίγουρος. Άκου και βγάλε μόνος σου συμπέρασμα”.

Έτσι, ο πατέρας του Γουίλι Τσάντραν άρχισε να του λέει μια μεγάλη ιστορία. Η αφήγηση κράτησε χρόνια και, καθώς μεγάλωνε ο Γουίλι, η ιστορία άλλαζε αποκτώντας καινούριες αποχρώσεις και επεισόδια. Τελικά, όταν ο Γουίλι έφυγε για την Αγγλία, η ιστορία είχε πάρει της παρακάτω μορφή.

Ο Συγγραφέας (είπε ο πατέρας του Γουίλι Τσάντραν) ήρθε στην Ινδία για να συλλέξει υλικό για ένα μυθιστόρημα που έγραφε σχετικά με την πνευματικότητα. Αυτό έγινε γύρω στα 1930. Σε μένα τον έφερε ο διευθυντής του κολεγίου του μαχαραγιά. Ήμουν τότε τιμωρημένος για κάτι που είχα κάνει και γι’ αυτό ήμουν αναγκασμένος να περάσω ένα διάστημα ζητιανεύοντας στην αυλή του μεγάλου ναού. Ήταν ένα μέρος απ’ όπου περνούσε όλη η πόλη και γι’ αυτό το είχα διαλέξει. Οι εχθροί μου ανάμεσα στους ανθρώπους του μαχαραγιά με είχανε βάλει στο μάτι και γι’ αυτό ένιωθα ασφαλέστερος εκεί, στην αυλή του ναού, με τα πλήθη να πηγαινοέρχονται, παρά οπουδήποτε αλλού. Εξαιτίας αυτής της εχθρότητας, τα νεύρα μου ήταν σε κακά χάλια και για να ηρεμήσω είχα δώσει και όρκο σιωπής. Αυτό είχε ανεβάσει το κύρος μου στους ντόπιους και με είχε κάνει, κατά κάποιο τρόπο, διάσημο. Οι άνθρωποι έρχονταν μόνο και μόνο για να με δούνε να μένω σιωπηλός· μερικοί μάλιστα μου έφερναν και δώρα. Οι αρχές της πόλης έπρεπε κι αυτές να σεβαστούν τον όρκο μου, οπότε το πρώτο που σκέφτηκα όταν είδα τον διευθυντή να πλησιάζει συνοδεύοντας τον λευκό ανθρωπάκο ήταν ότι κάποια συνωμοσία είχαν κάνει για να με αναγκάσουν να μιλήσω. Αυτό με πείσμωσε ακόμα περισσότερο. Ο κόσμος κατάλαβε ότι κάτι γινόταν οπότε ένα ολόκληρο πλήθος στάθηκε ολόγυρα για να παρακολουθήσει τη συνάντηση. Ήξερα ότι όλοι ήταν με το μέρος μου. Δεν είπα τίποτα. Ο διευθυντής και ο συγγραφέας είπαν ό,τι ήταν να πουν και, καθώς συζητούσαν, έριχναν κλεφτές ματιές προς το μέρος μου. Εγώ καθόμουν άπραγος και τους κοιτούσα σαν κουφός και τυφλός. Οι περίεργοι κοιτούσαν και τους τρεις μας.

Έτσι άρχισαν όλα. Δεν είπα τίποτα στον διάσημο συγγραφέα. Είναι δύσκολο να θυμηθώ μετά από τόσα χρόνια, αλλά πιστεύω ότι τότε δεν τον ήξερα ούτε καν σαν όνομα. Η αγγλική λογοτεχνία που ήξερα ήταν ο Μπράουνινγκ και ο Σέλλεϋ και κάποιοι άλλοι αντίστοιχοι, τους οποίους είχα διδαχτεί στο πανεπιστήμιο τον ένα, ενάμιση χρόνο που έμεινα εκεί, πριν κάνω τη βλακεία να εγκαταλείψω την αγγλική εκπαίδευση υπακούοντας στο κάλεσμα του μαχάτμα και βάζοντας έτσι τη ζωή μου στο περιθώριο, τη στιγμή που όλοι οι φίλοι μου, αλλά και οι εχθροί μου, πρόκοβαν και ήταν σεβαστοί στην κοινωνία. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που θα στη διηγηθώ άλλη φορά.

Τώρα, θέλω να γυρίσω στο συγγραφέα. Πρέπει να πιστέψεις ότι δεν του είπα τίποτε απολύτως. Μετά όμως, ίσως δεκαοχτώ μήνες αργότερα, στο βιβλίο που έβγαλε, είχε και δυο-τρεις σελίδες για μένα. Είχε και πολλά άλλα: για το ναό και το πλήθος και τα ρούχα που φορούσε ο κόσμος, και τα δώρα από καρύδες και αλεύρι που έφερναν και για το απογευματινό φως στις παλιές πέτρες του αυλόγυρου. Όλα όσα του είχε πει ο διευθυντής του κολεγίου ήταν εκεί, μαζί με πολλά άλλα. Προφανώς, ο διευθυντής είχε προσπαθήσει να εντυπωσιάσει τον συγγραφέα λέγοντάς του μόνο θετικά πράγματα για τους διάφορους όρκους αυταπάρνησης που είχα δώσει. Υπήρχαν και μερικές γραμμές που περιέγραφαν – όπως τις πέτρες και το απογευματινό φως – την απαλότητα και γαλήνη του δέρματός μου.

΄Eτσι, έγινα διάσημος. Όχι στην Ινδία, όπου όλοι, απ’ τη ζήλια τους, θέλουν να σου βγάλουν το μάτι, αλλά στο εξωτερικό. Η ζήλια έγινε οργή και λύσσα, όταν βγήκε το περίφημο μυθιστόρημα του συγγραφέα στη διάρκεια του πολέμου και οι ξένοι κριτικοί άρχισαν να βλέπουν σ’ εμένα το φιλοσοφικό υπόβαθρο της Κόψης του Ξυραφιού.

Οι διώξεις σταμάτησαν. Ο συγγραφέας – αντιιμπεριαλιστής, προς μεγάλη έκπληξη όλων – είχε γράψει στο πρώτο του βιβλίο για την Ινδία – το βιβλίο με τις ταξιδιωτικές σημειώσεις – κολακευτικά λόγια για τον μαχαραγιά, το κρατίδιο και τους διοικούντες, χωρίς να παραλείψει τον διευθυντή του κολεγίου. Έτσι, όλοι άλλαξαν στάση απέναντί μου. Έκαναν τάχα πως με έβλεπαν όπως με είχε δει ο συγγραφέας: σαν έναν άνθρωπο από μια υψηλή κάστα, σε μια απ’ τις ανώτερες θέσεις του μισθολογίου του μαχαραγιά, που είχε γυρίσει την πλάτη σε μια σίγουρη και λαμπρή καριέρα ζώντας σαν ζητιάνος με την ελεημοσύνη των φτωχότερων απ’ τους φτωχούς.

Είχε γίνει πια πάρα πολύ δύσκολο να ξεφύγω απ’ αυτό το ρόλο. Μια μέρα, ο ίδιος ο μαχαραγιάς μού έστειλε τις καλές του ευχές με έναν απ’ τους γραμματείς του παλατιού. Αυτό με ανησύχησε πολύ. Αρχικά είχα υπολογίσει ότι μετά από λίγο καιρό, το ενδιαφέρον του κόσμου θα στρεφόταν σε κάποιο άλλο αξιοπερίεργο της πόλης και έτσι εγώ θα μπορούσα να φύγω και να βάλω, τέλος πάντων, τη ζωή μου σε μια σειρά. Όταν όμως, στη διάρκεια μιας θρησκευτικής γιορτής, ο ίδιος ο μαχαραγιάς ήρθε ένα απόγευμα ντυμένος σαν αμαρτωλός και μου πρόσφερε με το ίδιο του το χέρι καρύδες και ύφασμα πολυτελείας που κουβαλούσε ένα αυλικός ντυμένος με τη μεγάλη στολή – ένας αγύρτης που τον ήξερα πάρα πολύ καλά – κατάλαβα οριστικά ότι είχε γίνει αδύνατον πια να ξεφύγω. Συμβιβάστηκα λοιπόν με την παράξενη αυτή ζωή που είχε αποφασίσει για μένα η μοίρα.

Άρχισε να έρχεται κόσμος πολύς από το εξωτερικό για να με δει. Φίλοι του μεγάλου συγγραφέα, κυρίως. Έφθαναν απ’ την Αγγλία για να δουν με τα μάτια τους όσα είχε γράψει στα βιβλία του. Κουβαλούσαν μαζί τους και γράμματα από κείνον. Μερικές φορές έφερναν συστατικές επιστολές από αξιωματούχους του μαχαραγιά ή από άλλους επισκέπτες που είχαν έρθει να με δουν πριν από κείνους. Μερικοί ήταν συγγραφείς οπότε μερικούς μήνες, ή και βδομάδες, μετά απ’ την επίσκεψή τους, το ταξίδι τους γινόταν άρθρο σε κάποιο απ’ τα περιοδικά του Λονδίνου. Μ’ αυτούς τους επισκέπτες συζητούσα αυτήν την καινούρια εκδοχή της ζωής μου τόσο συχνά που τελικά εξοικειώθηκα μαζί της. Μερικές φορές μιλούσαμε για τους άλλους που με είχαν επισκεφτεί και οι επισκέπτες έλεγαν ικανοποιημένοι, “Ναι, τον ξέρω. Πολύ καλός φίλος”, ή κάτι τέτοιο. Έτσι, για πέντε μήνες, απ’ τον Νοέμβριο ως τον Μάρτιο, την εποχή του χειμώνα μας, της ‘ψυχρής εποχής’, όπως προτιμούσαν να την λένε οι Άγγλοι για να ξεχωρίσουν τον δικό τους χειμώνα απ’ τον δικό μας, ένιωθα πως είχα γίνει κάτι σαν κοινωνικό αξιοπερίεργο στην περιφέρεια ενός μικρού κύκλου γνωριμιών και κουτσομπολιού, που το κέντρο του βρισκόταν έξω απ’ τη χώρα μου.

Συμβαίνει καμιά φορά να σου ξεφεύγει κάποια κουβέντα και να μη θες να τη διορθώσεις. Προσποιείσαι ότι αυτό που είπες είναι αυτό που εννοείς. Και μετά αρχίζεις καμιά φορά να βλέπεις ότι τελικά υπάρχει κάποια αλήθεια στο σφάλμα σου. Αρχίζεις να βλέπεις, για παράδειγμα, ότι όταν αφαιρείς κάτι απ’ το καλό όνομα ενός ανθρώπου είναι σαν να σπιλώνεις αυτό το όνομα. Έτσι κάπως, βάζοντας στο μικροσκόπιο την περίεργη ζωή που μου είχε επιβληθεί, απ’ τη συνάντησή μου με τον μεγάλο Άγγλο συγγραφέα και μετά, άρχισα να βλέπω ότι ήταν μια ζωή που για πολλά χρόνια ονειρευόμουν: η επιθυμία να αποκηρύξω, να κρύψω και να κρυφτώ απ’ το χάος στο οποίο είχα μετατρέψει τη ζωή μου.

Εδώ πρέπει να κάνω μια αναδρομή. Η οικογένειά μας ήταν κάποτε οικογένεια ιερέων. Είχαμε την ευθύνη κάποιου ναού. Δεν ξέρω πού ήταν χτισμένος ο ναός αυτός, ή ποιος ηγεμόνας τον είχε χτίσει, ή για πόσα χρόνια είχε μείνει εκεί η οικογένειά μας· δεν είμαστε άνθρωποι που ενδιαφερόμαστε γι’ αυτού του είδους τη γνώση. Εμείς, οι ιερείς του ναού και οι οικογένειές μας, ήμασταν μια ξεχωριστή μικρή κοινότητα. Κάποτε, φαντάζομαι, θα ήμασταν μια πλούσια και ανθούσα κοινότητα, που την υπηρετούσαν με διάφορους τρόπους οι άνθρωποι, τους οποίους ήμασταν ταγμένοι να υπηρετούμε. Όταν, όμως, τη γη μας την κατέκτησαν οι Μουσουλμάνοι, γίναμε όλοι φτωχοί. Οι άνθρωπου που υπηρετούσαμε δεν μπορούσαν πια να μας συντηρήσουν. Τα πράγματα χειροτέρεψαν, όταν ήρθαν οι Βρετανοί. Υπήρχε νόμος, αλλά οι πληθυσμός αυξήθηκε. Τα μέλη της κοινότητας του ναού αυξήθηκαν υπέρμετρα. Μου το είχε πει ο παππούς μου αυτό. Όλοι οι πολύπλοκοι νόμοι της κοινότητας εξακολουθούσαν να ισχύουν, αλλά το φαγητό ήταν πια πολύ λίγο. Οι άνθρωποι αδυνάτισαν πάρα πολύ· έγιναν ασθενικοί και αρρώσταιναν συχνά. Τι μοίρα κι αυτή για την ιερή μας κοινότητα! Δεν μου άρεσε να ακούω τις ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς μου για εκείνη την εποχή στα 1890.

Ο παππούς μου ήταν πια πετσί και κόκαλο, όταν αποφάσισε να φύγει απ’ το ναό και απ’ την κοινότητα. Σκεφτόταν να πάει στη μεγάλη πόλη, εκεί που ήταν το παλάτι του μαχαραγιά και ένα φημισμένος ναός. Ετοιμάστηκε όπως μπορούσε μαζεύοντας λίγο-λίγο αλεύρι, ρύζι και λάδι και αποταμιεύοντας και κάνα νόμισμα στη χάση και στη φέξη. Σε κανέναν δεν μίλησε για το σχέδιό του. Όταν έφτασε η ώρα, σηκώθηκε πολύ νωρίς το πρωί, αξημέρωτα ακόμα, και άρχισε να περπατάει προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, πολλά μίλια μακριά. Περπατούσε τρεις ολόκληρες μέρες, ανάμεσα σε ανθρώπους που ήταν πολύ φτωχοί. Ο ίδιος ήταν πιο εξαθλιωμένος κι από κείνους, αλλά υπήρχαν κάποιοι που καταλάβαιναν ότι ήταν ιερέας και συχνά του πρόσφεραν ελεημοσύνη και στέγη. Επιτέλους, έφτασε στον σταθμό. Μου εξομολογήθηκε ο ίδιος ότι ένιωθε φοβισμένος και χαμένος, ότι είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του και του θάρρους του και ότι είχε πάψει πια να παρατηρεί τι γινόταν στον κόσμο γύρω του. Το τρένο ήρθε το απόγευμα. Θυμόταν τα πλήθη του κόσμου, την τρομερή αναστάτωση και μετά – τη νύχτα. Δεν είχε ξαναμπεί σε τρένο, γι’ αυτό και δεν κοίταξε ούτε μια φορά απ’ το παράθυρο.

Το πρωί έφτασαν στη μεγάλη πόλη. Βρήκε ρωτώντας το μεγάλο ναό και έμεινε εκεί, αλλάζοντας θέσεις στον αυλόγυρο για να μην τον ζαλίσει ο ήλιος. Το βράδυ, μετά απ’ τις προσευχές, μοίρασαν αγιασμένη τροφή. Δώσαν και σε κείνον λίγη. Τίποτα το τρομερό, αλλά σίγουρα πιο πολύ απ’ όσο έτρωγε μέχρι τότε. Προσπάθησε να συμπεριφερθεί σαν προσκυνητής. Κανείς δεν του έκανε αδιάκριτες ερωτήσεις, και έτσι πέρασαν μερικές μέρες. Μετά, όμως, τον πρόσεξαν. Τον ανέκριναν κι εκείνος είπε την ιστορία του. Οι υπεύθυνοι του ναού δεν τον πέταξαν έξω. Έναν απ’ αυτούς, μάλιστα, ευγενικός άνθρωπος, του έριξε την ιδέα να γίνει γραφιάς. Του χάρισε τα εργαλεία της δουλειάς, πένες, μελάνι και χαρτί και ο παππούς μου πήγε και κάθισε μαζί με τους άλλους γραφιάδες στο πεζοδρόμιο έξω απ’ τα δικαστήρια, κοντά στο παλάτι του μαχαραγιά.

Οι περισσότεροι απ’ τους γραφιάδες εκεί έγραφαν αγγλικά. Συνέτασσαν αιτήσεις για πολλές και ποικίλες υποθέσεις και βοηθούσαν τους ανθρώπους να συμπληρώσουν διάφορα κρατικά έντυπα. Ο παππούς μου δεν ήξερε αγγλικά. Μόνο Ινδικά και τη γλώσσα της περιοχής του. Στην πόλη υπήρχε πολλοί που το είχαν σκάσει απ’ την περιοχή του λιμού και ήθελαν να στείλουν νέα στις οικογένειές τους. Έτσι, ο παππούς μου και δουλειά είχε και κανείς δεν τον φθονούσε. Αντίθετα, πολλοί πήγαιναν σ’ αυτόν, ειδικά γιατί τους τραβούσαν τα ιερατικά του ρούχα. Σε λίγο καιρό κατάφερε να ζει αξιοπρεπώς. Σταμάτησε να βρίσκει καταφύγιο στον ναό τα βράδια. Νοίκιασε ένα κανονικό δωμάτιο και κάλεσε την οικογένειά του να έρθει. Με τη δουλειά του και με τις φιλίες που είχε πιάσει στο ναό γνωρίστηκε με πολλούς ανθρώπους και σιγά-σιγά εξελίχτηκε σε γραφιά στο παλάτι του μαχαραγιά.

Αυτή η δουλειά ήταν σίγουρη. Η αμοιβή δεν ήταν σπουδαία, αλλά κανείς ποτέ δεν απολυόταν και ο άνθρωποι σε αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Ο πατέρας μου δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να προσαρμοστεί σ’ αυτή τη ζωή. Έμαθε αγγλικά και τέλειωσε και το γυμνάσιο και πολύ σύντομα ανέβηκε πολύ ψηλότερα απ’ τον πατέρα του στην ιεραρχία. Έγινε γραμματέας του μαχαραγιά. Ένας απ’ τους πολλούς. Φορούσαν στολή με πολλά πλουμίδια και στην πόλη ήταν κάτι σαν μικροί θεοί. Πιστεύω ότι ο πατέρας μου ήθελε να τον διαδεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά και μάλιστα να ανέβω ακόμα ψηλότερα απ’ ό,τι είχε ανέβει εκείνος. Θεωρούσε ότι έτσι ήταν σαν να αποκαθιστούσε την ασφάλεια της κοινότητας του ναού, απ’ την οποία το είχε σκάσει ο παππούς μου.

Όμως, μέσα μου υπήρχε το σαράκι της ανυποταγής. Ίσως να είχα ακούσει πολλές φορές τον παππού μου να μιλάει για τη φυγή του και για το φόβο του αγνώστου, για το ότι δεν τολμούσε καν να κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρο του τρένου για να δει σε τι είδους τόπο βρισκόταν. Όσο μεγάλωνε, ο παππούς μου γινόταν όλο και πιο οξύθυμος. Έλεγε ότι στην κοινότητα του ναού είχαν φερθεί εντελώς ανόητα. Έβλεπαν την καταστροφή να έρχεται αλλά δεν είχαν κάνει τίποτα για να την σταματήσουν. Όσο για τον ίδιο, είπε, έφυγε στο μη παρέκει· γι’ αυτό και όταν έφτασε στη μεγάλη πόλη αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στον περίβολο του ναού, σαν λιμασμένο ζώο. Τέτοιες λέξεις δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ ο παππούς μου. Ο θυμός του ήταν μεταδοτικός. Μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα ότι αυτή η ζωή που ζούσαμε στη μεγάλη πόλη, γύρω απ’ το μαχαραγιά και το παλάτι, δεν μπορούσε να κρατήσει, ότι ακόμα και η ασφάλεια που προσέφερε ήταν πλαστή. Όταν περνούσαν απ’ το μυαλό μου αυτές οι ιδέες, με έπιανε πανικός, γιατί δεν έβλεπα τι μπορούσα να κάνω για να προστατέψω τον εαυτό μου από μια τέτοια κατάρρευση.

Υποθέτω ότι ήμουν ώριμος για πολιτική δράση. Η Ινδία ήταν ξέχειλη από πολιτική. Όμως, το κίνημα της ανεξαρτησίας δεν υπήρχε μέσα στο κρατίδιο του μαχαραγιά. Ήταν παράνομο. Και παρόλο που γνωρίζαμε τα μεγάλα ονόματα και τα μεγάλα γεγονότα του ‘έξω’, τα βλέπαμε από μακριά.

Τώρα ήμουν στο πανεπιστήμιο. Το σχέδιο ήταν να πάρω το πτυχίο μου και μετά μια υποτροφία απ’ το μαχαραγιά για να σπουδάσω γιατρός ή μηχανικός. Μετά θα παντρευόμουν την κόρη του διευθυντή του κολεγίου. Όλα αυτά ήταν ήδη κανονισμένα. Μπήκα αρχικά στο παιχνίδι αλλά με μισή καρδιά. Στο πανεπιστήμιο άρχισα να το ρίχνω έξω. Δεν καταλάβαινα τι ζητούσαν από μένα. Δεν καταλάβαινα τον Δήμαρχο του Κάσλμπριτζ. Δεν καταλάβαινα ούτε τους ήρωες ούτε την ιστορία και δεν ήξερα σε ποια ιστορική περίοδο ήταν τοποθετημένο το βιβλίο. Ο Σαίξπηρ ήταν καλύτερος αλλά εκείνους τους άλλους, τον Σέλλεϋ, τον Κητς και τον Γουέρντσγουερθ δεν ήξερα τι να τους κάνω. Όταν διάβαζα αυτούς τους ποιητές, ήθελα να βροντοφωνάξω, “Μα αυτά είναι ψέματα. Κανείς ποτέ δεν αισθάνεται έτσι”. Η καθηγητής μάς έβαζε να αντιγράφουμε τις σημειώσεις του. Τις υπαγόρευε, σελίδες επί σελίδων, και αυτό που κυρίως θυμάμαι είναι ότι, επειδή υπαγόρευε σημειώσεις και ήθελε να είναι όσο γίνεται πιο σύντομος και επειδή ήθελε να αντιγράφουμε τις σημειώσεις ακριβώς όπως τις έλεγε, ποτέ δεν πρόφερε το όνομα Γουέρντσγουερθ. Πάντα έλεγε μόνο Γ., το αρχικό, ποτέ Γουέρντσγουερθ. Ο Γ. έκανε αυτό, ο Γ. έγραψε εκείνο.

Προσωπικά ήμουν τελείως μπερδεμένος, νιώθοντας ότι ζούσαμε σε έναν τεχνητά ασφαλή κόσμο, μην μπορώντας να χωνέψω αυτού του είδους τις σπουδές και γνωρίζοντας ότι στον έξω κόσμο συνέβαιναν συγκλονιστικά πράγματα. Λάτρευα τα μεγάλα ονόματα του κινήματος της ανεξαρτησίας, οπότε την δουλικότητα της ζωής που ετοιμαζόταν για μένα την έβλεπα σαν ύβρη. Όταν κάποια στιγμή, το 1931 ή το 1932, άκουσα ότι ο μαχάτμα είχε καλέσει τους φοιτητές να μποϋκοτάρουν τα πανεπιστήμια, αποφάσισα να ακολουθήσω το κάλεσμά του. Και όχι μόνο. Στο προαύλιο της σχολής, έβαλα φωτιά στον Δήμαρχο του Κάσλμπριτζ, στον Σέλλεϋ, στον Κητς και στις σημειώσεις του καθηγητή και μετά γύρισα σπίτι περιμένοντας τη θύελλα να ξεσπάσει.

Απολύτως τίποτα δεν συνέβη. Κανείς δεν φάνηκε να είπε τίποτα στον πατέρα μου. Κανένα μήνυμα δεν ήρθε απ’ τον πρύτανη. Ίσως η φωτιά να μην ήταν και τόσο μεγάλη. Τα βιβλία δεν καίγονται και τόσο εύκολα, εκτός αν έχεις φτιάξει από πριν μια φωτιά θρεμμένη και δυνατή. Και είναι πάντα πιθανό ότι με την ακαταστασία και το θόρυβο που επικρατούσε στο προαύλιο, με τη ζωή του δρόμου ακριβώς απ΄ έξω, το τι έκανα εγώ σε μια μικρή γωνιά μπορεί να μην είχε τραβήξει την προσοχή κανενός.

Αισθανόμουν πιο άχρηστος από ποτέ. Σε άλλα μέρη της Ινδίας υπήρχαν και δρούσαν μεγάλοι άνδρες. Αν μπορούσα να τους ακολουθήσω, να τους δω έστω μια φορά, θα ήταν για μένα μεγάλη ευτυχία. Θα έδινα τα πάντα για να έρθω σε επαφή με τη μεγαλοσύνη τους. Εδώ υπήρχε μόνο η δουλική ζωή γύρω απ’ το παλάτι του μαχαραγιά. Για νύχτες και νύχτες βασάνιζα το μυαλό μου, προσπαθώντας να αποφασίσω τι έπρεπε να κάνω. Ήξερα ότι ο ίδιος ο μαχάτμα είχε περάσει μια παρόμοια κρίση μόλις ένα ή δύο χρόνια πριν, στο άσραμ του. Έχοντας βρει την ηρεμία εκεί, ζώντας μια ζωή ρουτίνας, νιώθοντας να τον περιβάλλει από παντού η αγάπη, στην πραγματικότητα ανησυχούσε, βασανιζόταν προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να ξεσηκώσει τη χώρα. Τότε ήταν που συνέλαβε την απρόσμενη και θαυματουργή ιδέα της πορείας του αλατιού, μιας μεγάλης πορείας απ’ το άσραμ του μέχρι τη θάλασσα για να φτιάξει αλάτι.

Έτσι, μένοντας στο άσυλο του σπιτιού μου, στο σπίτι του πατέρα μου, του αυλικού με τη μεγάλη στολή, προσποιούμενος (για χάρη της οικογενειακής γαλήνης) ότι παρακολουθούσα ακόμα το πανεπιστήμιο, αλλά περνώντας στην πραγματικότητα τα μαρτύρια που προανέφερα, τελικά βρήκα την έμπνευση. Ήμουν σίγουρος ότι η απόφαση που είχα πάρει ήταν η σωστή και ήμουν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσω. Η απόφαση ήταν να θυσιαστώ. Όχι με τρόπο ανόητο, όχι κάποια τρέλα της στιγμής – οποιοσδήποτε μπορούσε να πηδήξει από μια γέφυρα ή να πέσει στις ράγες ενός τρένου – αλλά κάτι πιο μακροχρόνιο, μια θυσία που να διαρκεί, κάτι που θα το επικροτούσε ο μαχάτμα. Είχε πει πολλά για τα κακά του συστήματος της κάστας. Κανείς δεν έλεγε ότι είχε άδικο, αλλά και κανείς δεν είχε τολμήσει να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Η απόφασή μου ήταν απλή. Να γυρίσω την πλάτη στη καταγωγή μου, στους ανόητους, ξενόδουλους, πειναλέους ιερείς για τους οποίους μου είχε μιλήσει ο παππούς μου, να γυρίσω την πλάτη σε όλες τις ανόητες ελπίδες που έτρεφε ο πατέρας μου για μένα, μόνο και μόνο επειδή ήταν ανώτερο στέλεχος στην υπηρεσία του μαχαραγιά, όλες τις ανόητες ελπίδες του διευθυντή του κολεγίου να παντρευτώ την κόρη του. Η απόφασή μου ήταν να γυρίσω την πλάτη σε όλους αυτούς τους τρόπους θανάτου, να τους ποδοπατήσω και να κάνω το μόνο ευγενικό πράγμα που μπορούσα να κάνω, να παντρευτώ, δηλαδή, την πιο χαμηλή κοινωνικά γυναίκα που θα έβρισκα.

Και είχα κάποια στο μυαλό μου. Υπήρχε μια κοπέλα στο πανεπιστήμιο. Δεν την γνώριζα. Δεν της είχα μιλήσει. Την είχα μόνο προσέξει. Ήταν μικρόσωμη με άκομψα χαρακτηριστικά, πρωτόγονη εμφάνιση, σχεδόν μαύρη, με δύο μεγάλα καπρόδοντα που έδειχναν πιο άσπρα απ’ ό,τι ήταν. Φορούσε χρώματα που μερικές φορές ήταν πολύ φανταχτερά και άλλες πολύ μουντά, τόσο που σχεδόν να μην ξεχωρίζουν απ’ το δέρμα της. Πρέπει να ανήκε σε πολύ χαμηλή κάστα. Ο μαχαραγιάς έδινε μερικές υποτροφίες και στους ‘καθυστερημένους’, όπως τους λέγαμε. Ο μαχαραγιάς ήταν ευσεβής άνθρωπος και αυτές οι υποτροφίες ήταν ένας τρόπος να εκδηλώνει την αγαθοεργία του. Αυτή η σκέψη ήταν η πρώτη που μου πέρασε απ’ το μυαλό, όταν είδα την κοπέλα στην τάξη με τα βιβλία της και τα χαρτιά της. Πολλοί την κοίταζαν αλλά εκείνη δεν κοίταζε κανέναν. Μετά από εκείνη την πρώτη μέρα, την έβλεπα συχνά. Κρατούσε το στυλό της με περίεργο, αποφασιστικό, παιδικό τρόπο και έγραφε πειθήνια τις σημειώσεις του καθηγητή για τον Σέλλεϋ και τον Γ. – φυσικά – για τον Μπράουνινγκ και τον Άρνολντ και για τη σημασία του Άμλετ και ιδιαίτερα της τεχνικής του μονολόγου στο έργο.

Η τελευταία λέξη ειδικά μας ταλαιπωρούσε ιδιαίτερα. Ο καθηγητής μια έλεγε του μονόλογου και μια του μονολόγου, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Και όταν μας εξέταζε για να δει αν ξέραμε τις σημειώσεις, τότε καλό ήτανε να αποφεύγεις πάση θυσία τη γενική πτώση. Μπερδεμένο και ακατανόητο πράγμα αυτή η λογοτεχνία για τους περισσότερους από μας. Για κάποιο λόγο είχα την εντύπωση ότι η κοπέλα, που ήταν και υπότροφος, πρέπει να καταλάβαινε περισσότερα από μας. Όμως μια μέρα, όταν ο καθηγητής της έκανε μια ερώτηση – συνήθως δεν της έδινε και μεγάλη σημασία – είδα ότι καταλάβαινε πολύ λιγότερα απ’ όσο πίστευα. Δεν ήξερε σχεδόν καθόλου την υπόθεση του Άμλετ. Το μόνο που μάθαινε ήταν λέξεις. Πίστευε ότι έργο διαδραματιζόταν στην Ινδία. Ήταν πολύ εύκολο για τον καθηγητή να την γελοιοποιήσει και οι άλλοι συμφοιτητές άρχισαν να γελάνε, λες κι εκείνοι ξέρανε περισσότερα.

Μετά απ’ αυτό το επεισόδιο, άρχισα να της δίνω μεγαλύτερη σημασία. Με συνάρπαζε και με απωθούσε ταυτόχρονα. Πρέπει να ανήκε στους κατώτερους των κατωτέρων. Δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι την οικογένειά της, την πατριά της και τα επαγγέλματά τους. Όταν άνθρωποι σαν κι αυτούς πήγαιναν στο ναό, δεν τους άφηναν να μπουν στον εσωτερικό κύκλο με την εικόνα της θεότητας, και ο ιερέας με τίποτε δε θα δεχόταν να τους αγγίξει. Την ιερή στάχτη θα τους την έριχνε από μακριά, όπως ρίχνει κανείς φαΐ σε ένα σκύλο. Όλες αυτές οι ιδέες περνούσαν απ’ το μυαλό μου κάθε φορά που κοιτούσα το κορίτσι με την υποτροφία, το κορίτσι που ένιωθε τα μάτια των ανθρώπων να την κοιτάνε αλλά ποτέ δεν αντιγύριζε το βλέμμα τους. Προσπαθούσε να κρατήσει την αξιοπρέπειά της. Θα μπορούσα με ελάχιστη προσπάθεια να την λιώσω. Σιγά-σιγά, μαζί με την γοητεία που ασκούσε επάνω μου, ένιωσα και ένα είδος συμπόνιας, μια διάθεση να δω τον κόσμο μέσα απ’ τα μάτια της.

Αυτή ήταν η κοπέλα, στην οποία σκεφτόμουν να πάω να μιλήσω και να ζήσω μαζί της μια ζωή θυσίας.

Υπήρχε ένα τεϊοποτείο, που ήτανε και λίγο εστιατόριο, όπου σύχναζαν οι φοιτητές. Μεταξύ μας το λέγαμε ‘ξενοδοχείο’ και βρισκόταν σε ένα στενό του κεντρικού δρόμου. Ήταν πολύ φτηνό. Όταν ζητούσες απ’ το σερβιτόρο τσιγάρα, σού έφερνε πέντε σε ένα ανοιχτό πακέτο και πλήρωνες μόνο για όσα έπαιρνες. Μια μέρα, είδα την κοπέλα με την υποτροφία εκεί, ντυμένη με τα μουντά της ρούχα να κάθεται στο τραπέζι κάτω απ’ τον ανεμιστήρα του ταβανιού. Πήγα και κάθισα δίπλα της. Θα έπρεπε λογικά να χαρεί, αλλά εκείνη μάλλον τρόμαξε. Μετά, κατάλαβα ότι ενώ εγώ ήξερα ποια ήταν, εκείνη δεν είχε κανένα λόγο να με ξέρει. Ίσως μάλιστα να μη με είχε δει ποτέ. Στην τάξη δεν ήμουν και τόσο δραστήριος.

Απ’ την αρχή, λοιπόν, μου έδειξε αυτό το μικρό σημάδι. Το πρόσεξα αλλά δεν του έδωσα σημασία.

“Σε έχω δει στην τάξη των αγγλικών”, της είπα, αλλά δεν ήμουν σίγουρος, αν έτσι έπρεπε να αρχίσω. Μπορεί να την έκανα να νομίζει ότι είχα δει την ταπείνωσή της, όταν ο καθηγητής την είχε ρωτήσει για τον Άμλετ. Δεν είπε τίποτα. Ο αδύνατος σερβιτόρος με το γυαλιστερό πρόσωπο και το χιλιολεκιασμένο λευκό σακάκι, που φορούσε εδώ και μέρες, ήρθε και άφησε στο τραπέζι ένα ξέχειλο ποτήρι νερό που έσταζε από παντού και με ρώτησε τι ήθελα. Αυτό για μένα ήταν σανίδα σωτηρίας, όχι όμως για κείνην. Η δική της κατάσταση ήταν περίεργη, γιατί όλοι την παρακολουθούσαν. Το σκούρο πάνω χείλι της σάλεψε αργά – γλοιώδες σαν σαλιγκάρι σκέφτηκα – πάνω απ’ τα μεγάλα λευκά της δόντια. Για πρώτη φορά πρόσεξα ότι χρησιμοποιούσε πούδρα. Υπήρχε μια λεπτή, λευκή επίστρωση στα μάγουλά της και στο μέτωπο· ξάνοιγε λίγο τη μαυρίλα του προσώπου της και φαινόταν καθαρά, πού τελείωνε η πούδρα και πού άρχιζε η γυαλάδα του δέρματος. Ένιωσα απέχθεια, ντροπή, συγκίνηση.

Δεν ήξερα τι να πω. Δεν μπορούσα να πω “Πού μένεις; Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου; Έχεις αδέλφια; Τι δουλειές κάνουνε;” Όλες αυτές οι ερωτήσεις θα μου δημιουργούσαν μπελάδες και, για να πω την αλήθεια, δεν ήθελα να ξέρω τις απαντήσεις, γιατί οι απαντήσεις μπορούσαν να με ρίξουν σε πηγάδι βαθύ. Δεν ήθελα να καταλήξω εκεί. Έτσι, κάθισα και άρχισα να ρουφάω τον καφέ μου καπνίζοντας ένα απ’ τα πέντε τσιγάρα που είχε βάλει μπροστά μου ο σερβιτόρος, και δεν είπα κουβέντα. Κοιτώντας το πάτωμα, είδα τα λεπτά μαυριδερά της πόδια με τις φτηνές παντόφλες και ξανά ξαφνιάστηκα με τη συγκίνηση που ένιωσα.

Άρχισα να πηγαίνω στο τεϊοποτείο όσο πιο συχνά μπορούσα. Όποτε έβλεπα το κορίτσι, πήγαινα και καθόμουν στο τραπέζι της. Δεν μιλούσαμε. Μια μέρα ήρθε μετά από μένα. Δεν κάθισε στο τραπέζι μου. Μπήκα σε δίλημμα. Σκέφτηκα τους άλλους πελάτες του μαγαζιού, ανθρώπους με συνηθισμένες και ασφαλείς ζωές μπροστά τους, και για ένα δυο λεπτά ένιωσα, για να πω την αλήθεια, λίγο τρομαγμένος και σκέφτηκα να παρατήσω την ιδέα της θυσίας. Δεν χρειαζόταν παρά να μείνω καθισμένος εκεί που ήμουν. Όμως τότε, σπρωγμένος από μια αίσθηση αποτυχίας και κάποια ενόχληση για την αδιαφορία της, πήγα και κάθισα στο τραπέζι της. Εκείνη ήταν σαν να το περίμενε, παραμέρισε μάλιστα λιγάκι για να καθίσω πιο άνετα.

Έτσι πέρασε εκείνο το τρίμηνο. Χωρίς λόγια, χωρίς συναντήσεις οποιουδήποτε είδους έξω απ’ το τεϊοποτείο, έχοντας όμως δημιουργήσει μια πολύ ξεχωριστή και παράξενη σχέση. Οι άνθρωποι άρχισαν να μας κοιτάνε περίεργα στο μαγαζί και τα ίδια βλέμματα πρόσεξα ότι με παρακολουθούσαν κι όταν ακόμα ήμουν μόνος μου. Η κοπέλα ένιωθε ταπεινωμένη. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τα επικριτικά βλέμματα. Όμως, αυτό που ταπείνωνε εκείνην, εμένα μου έδινε μια παράξενη ικανοποίηση. Έβλεπα όλη αυτή την αποδοκιμασία – από σερβιτόρους, φοιτητές, απλούς ανθρώπους – σαν τον πρώτο γλυκό καρπό της θυσίας μου. Θα υπήρχαν κι άλλοι. Ήξερα ότι με περίμεναν μεγάλες μάχες, σοβαρότερες δοκιμασίες, αλλά και γλυκύτεροι καρποί.

Η πρώτη απ’ αυτές τις μάχες δεν θα αργούσε. Μια μέρα, στο τεϊοποτείο, η κοπέλα μου μίλησε. Είχα συνηθίσει στη σιωπή ανάμεσά μας – μου φαινόταν το τέλειο μέσο επικοινωνίας – και αυτή η τόλμη, εκ μέρους κάποιας που θεωρούσα ότι ανήκε στους ‘καθυστερημένους’, με ξάφνιασε. Η έκπληξή μου συνοδεύτηκε από απόγνωση για τη φωνή της. Τότε μόλις συνειδητοποίησα ότι στην τάξη, ακόμα και τότε που την είχε στριμώξει ο καθηγητής σε σχέση με τον Άμλετ, την είχα ακούσει μόνο να μουρμουρίζει. Η φωνή της, έτσι όπως τη άκουγα απ’ την άλλη μεριά ενός τραπεζιού, δεν ήταν μαλακιά, ντροπαλή και γλυκιά, όπως θα περίμενε κανείς από μια γυναίκα τόσο μικρόσωμη, μικροκαμωμένη και δειλή, αλλά δυνατή, τραχιά και βραχνή. Ήταν ακριβώς το είδος της φωνής που πάντα φανταζόμουν ότι είχαν τα άτομα της τάξης της. Είχα πιστέψει ότι μια κοπέλα με υποτροφία θα είχε αφήσει πίσω της ένα τέτοιο δυσάρεστο χαρακτηριστικό.

Μίσησα αυτή τη φωνή με το που την άκουσα. Ένιωσα να βυθίζομαι, και όχι για πρώτη φορά. Όμως, ήταν κι αυτός ένας τρόμος που ταίριαζε στη ζωή της θυσίας που είχα επιλέξει για τον εαυτό μου, και η αίσθησή μου ήταν ότι έπρεπε να προχωρήσω.

Ήμουν τόσο απορροφημένος απ’ αυτές τις σκέψεις – την ευθύτητά της, την απαίσια φωνή της (σαν ηχητική έκφραση των άσπρων της δοντιών και του πουδραρισμένου σκούρου δέρματός της), το φόβο για τον εαυτό μου – που αναγκάστηκα να της ζητήσω να επαναλάβει τα λόγια της.

“Κάποιος μίλησε στο θείο μου”, είπε.

Στο θείο της; Δεν είχε κανένα δικαίωμα να με σέρνει σε τέτοια δύσοσμα μονοπάτια. Ποιος ήταν πάλι αυτός ο θείος; Σε ποια τρύπα ζούσε; Ακόμα και η λέξη ‘θείος’ – μια λέξη που οι άλλοι άνθρωποι τη χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν τη γνωστή και μη εξαιρετέα συγγένεια – μου φάνηκε αλαζονική.

“Ποιος είναι αυτός ο θείος;” ρώτησα.

“Είναι στο Εργατικό Συνδικάτο. Στέλεχος”.

Η λέξη στο στόμα της ακούστηκε περίεργα και στυφά. Εθνικιστική πολιτική δεν υπήρχε στο κρατίδιό μας – δεν το επέτρεπε ο μαχαραγιάς – όμως πού και πού καταφεύγαμε σε μερικά εθνικής φύσεως τεχνάσματα, ειδικά όταν θέλαμε να βρούμε ωραίες αγγλικές λέξεις όπως `labourers' ή ‘workers' για να αποφύγουμε τις άσχημες αντίστοιχες ντόπιες. Και ξαφνικά κατάλαβα ποια πρέπει να ήταν. Πρέπει να ήταν πραγματική συγγενής του συνδικαλιστή: αυτό εξηγούσε και την υποτροφία απ’ το μαχαραγιά. Η ίδια έβλεπε τον εαυτό της σαν πρόσωπο με ισχύ και επιρροή, σαν ανερχόμενο άτομο στην κοινωνία.

“Λέει ότι θα οργανώσει διαδήλωση εναντίον σου. Ταξική καταπίεση”.

Αυτό για μένα θα ήταν ιδανικό. Θα δήλωνα δημόσια ότι απορρίπτω τις παλιές αρχές και ότι υιοθετώ τις ιδέες του μαχάτμα και ότι είμαι έτοιμος να θυσιαστώ γι’ αυτές.

“Λέει ότι θα οργανώσει μια μεγάλη πορεία και ότι θα σου κάψει το σπίτι. Όλος ο κόσμος σε είδε να κάθεσαι μαζί μου σ’ αυτό το μαγαζί, βδομάδες τώρα. Τι θα κάνεις;”

Τώρα τρόμαξα πραγματικά. Τους ήξερα αυτούς τους συνδικαλιστές. “Τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω;” είπα.

“Να με κρύψεις κάπου, ώσπου να καλμάρουν τα πράγματα”.

“Ναι, αλλά αυτό θα ήταν απαγωγή”.

“Αυτό πρέπει να κάνεις”.

Ήταν ήρεμη. Εγώ, αντίθετα, ένιωθα να πνίγομαι.

Λίγους μήνες πριν, ήμουν ένας συνηθισμένος, αργόσχολος φοιτητής, που ζούσε ανέμελη ζωή στο σπίτι του πατέρα του, του αυλικού – κρατική κατοικία Γ τάξεως – και είχα ένα μόνο όνειρο, να μοιάσω στους μεγάλους άντρες της χώρας μας και, στο μέτρο του δυνατού, να γίνω κι εγώ μεγάλος και τρανός, χωρίς όμως να βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσα, μέσα στη μικρότητα της ζωής που ζούσαμε, να βάλω πλώρη για αυτή την καριέρα της μεγαλοσύνης, τη στιγμή που το μόνο για το οποίο ήμουν ικανός ήταν να ακούω τραγούδια από ταινίες, να ενδίδω στη συγκίνηση που προκαλούσαν και μετά να παραδίδομαι σε μια διαστροφή πολύ πιο προσωπική (για την οποία δεν έχω σκοπό να πω τίποτε άλλο, τη στιγμή που αυτά τα πράγματα είναι γνωστά τοις πάσι) και γενικά να νιώθω καταδυναστευμένος απ’ την μηδαμινότητα του κόσμου μας και την δουλικότητα της ζωής μας. Τώρα, σε κάθε σχεδόν λεπτομέρειά της, η ζωή μου είχε αλλάξει. Ήμουν σαν το μικρό παιδί, που είδε τον ουρανό να καθρεφτίζεται σε μια λακούβα μετά τη βροχή και θέλοντας πολύ να νιώσει το αίσθημα του φόβου, παρ’ όλο που ήξερε ότι τίποτα δεν το απειλεί, ακούμπησε με το πόδι του την επιφάνεια του νερού, το οποίο εντελώς απρόσμενα έγινε μανιασμένος χείμαρρος κει όρμησε να το καταπιεί. Έτσι είχα αρχίσει να νιώθω, μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Μέσα σ’ αυτά τα λεπτά η εικόνα του κόσμου γύρω μου άλλαξε εντελώς: ο κόσμος δεν ήταν πια ένα βαρετό και υπναλέο μέρος όπου τίποτα δεν συνέβαινε και όπου καθημερινά διάφοροι υπναλέοι άνθρωποι πήγαιναν πέρα δώθε και έκαναν μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει τις ίδιες δουλειές· είχε γίνει ένας τόπος με μυστικούς χειμάρρους, που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να καταπιούν τους ανυποψίαστους. Αυτές ήταν οι σκέψεις μου καθώς κοιτούσα το κορίτσι. Όλα της τα χαρακτηριστικά είχαν αλλάξει: τα λεπτά μαύρα πόδια, τα μεγάλα δόντια, το πολύ σκούρο δέρμα.

Έπρεπε να βρω ένα μέρος να τη βάλω. Δική της ιδέα ήταν. Για ξενοδοχείο ή για κάποιο οικοτροφείο, ούτε λόγος. Σκέφτηκα τους διάφορους ανθρώπους που γνώριζα. Εννοείται ότι έπρεπε να ξεχάσω τους οικογενειακούς φίλους και τους συμφοιτητές. Σκέφτηκα τελικά να δοκιμάσω τον ειδωλοποιό κάτω στην πόλη. Το εργαστήριό του και ο ναός των προγόνων μου είχαν σχέση από πολύ παλιά. Ήταν ένα μέρος όπου πήγαινα συχνά. Ήξερα τον αρχιτεχνίτη. Ήταν ένας σκονισμένος ανθρωπάκος με γυαλιά. Έμοιαζε τυφλός κι αυτό γιατί τα γυαλιά του ήταν πάντα σκεπασμένα από διάφορες στρώσεις υλικών που δούλευαν οι εργάτες του. Καμιά δεκαριά από δαύτους ήταν πάντα εκεί, καχεκτικοί και γυμνοί απ’ τη μέση και πάνω, χωρίς τίποτα το εξαιρετικό στην εμφάνισή τους, και πελεκούσανε στην αυλή, σφυρί στο καλέμι, καλέμι στην πέτρα, παράγοντας είκοσι τουλάχιστον διαφορετικούς ήχους την κάθε στιγμή. Δεν ήταν εύκολο να αντέξεις όλον αυτό το θόρυβο. Δεν νομίζω όμως ότι το κορίτσι με την υποτροφία θα νοιαζόταν.

Οι ειδωλοποιοί ανήκαν σε ουδέτερη κάστα, ούτε χαμηλή, αλλά ούτε και ψηλή, άρα εξυπηρετούσαν τέλεια το σκοπό μου. Πολλοί απ’ τους τεχνίτες ζούσαν στο χώρο του εργαστηρίου με τις οικογένειές τους. Όταν πήγα να τον βρω, ο αρχιτεχνίτης σκάλιζε μια πολύπλοκη θρησκευτική εικόνα σε έναν στύλο ναού. Όπως πάντα, χάρηκε που με είδε. Κοίταξα την εικόνα που έφτιαχνε και μου έδειξε και μερικές άλλες, και μετά έφερα με τρόπο την κουβέντα στο κορίτσι, μια ‘καθυστερημένη’ που την είχε διώξει η οικογένειά της και τώρα χρειαζόταν κάπου να βάλει το κεφάλι της. Αποφάσισα να μη μιλήσω δειλά και παρακαλεστά, αλλά με όσο κύρος μπορούσα να επιστρατεύσω. Ο αρχιτεχνίτης ήξερε την καταγωγή μου. Ποτέ δεν θα του περνούσε απ’ το μυαλό ότι μπορούσα εγώ να έχω σχέση με μια τέτοια γυναίκα, και για να τον βοηθήσω άφησα να εννοηθεί ότι ενεργούσα για λογαριασμό κάποιου πολύ υψηλά ιστάμενου, που δεν μπορούσα βέβαια να αναφέρω το όνομά του. Ήταν γνωστό ότι ο μαχαραγιάς είχε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους καθυστερημένους. Και ο αρχιτεχνίτης συμπεριφέρθηκε σαν άνθρωπος που ξέρει τα τερτίπια της κοινωνίας.

Υπήρχε ένα δωμάτιο στο βάθος της αποθήκης όπου υπήρχαν εικόνες και αγάλματα και προτομές όλων των ειδών. Ο σκονισμένος ανθρωπάκος με τα τυφλά γυαλιά ήταν προικισμένος. Δεν έκανε μόνο θεότητες, πολύπλοκα πράγματα που έπρεπε να γίνονται με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια· έκανε και πραγματικούς ανθρώπους, ζωντανούς ή νεκρούς. Έκανε πολλούς μαχάτμα και άλλους γίγαντες του κινήματος της ανεξαρτησίας· και έκανε και προτομές (από φωτογραφίες) γονιών και παππούδων. Μερικές φορές οι προτομές φορούσαν τα πραγματικά γυαλιά των ανθρώπων που απεικόνιζαν. Ήταν ένα μέρος γεμάτο παρουσίες, και δεν μπορούσα να μείνω εκεί πάνω από λίγη ώρα χωρίς να νιώσω να με πιάνει ταραχή. Ήξερα φυσικά ότι το κάθε είδωλο ήταν επίτηδες φτιαγμένο με μια ατέλεια, για να μην μπορεί η τρομερή του δύναμη να γίνει αληθινή και να μας συνθλίψει.

Πολύ θα ήθελα να είχα αφήσει το κορίτσι εκεί και να μην είχα ξαναγυρίσει, αλλά υπήρχε πάντα η απειλή του θείου της, του συνδικαλιστή. Όσο περισσότερο έμενε εκεί, τόσο δυσκολότερο ήταν για μένα να τη διώξω· τόσο περισσότερο μου φαινόταν ότι θα μέναμε μαζί όλη μας τη ζωή, αν και δεν είχα απλώσει χέρι επάνω της ούτε μια φορά.

Έμενα στο πατρικό μου. Έφευγα για το πανεπιστήμιο και όλοι νόμιζαν ότι πήγαινα στις παραδόσεις, αλλά εγώ μερικές φορές ξεστράτιζα και πήγαινα στην αυλή του γλύπτη. Ποτέ δεν έμενα πολύ. Δεν ήθελα να υποπτευθεί τίποτα ο αρχιτεχνίτης.

Η ζωή δεν πρέπει να ήταν εύκολη για κείνη. Μια μέρα, σε κείνο το ανήλιαγο δωμάτιο, όπου η σκόνη του εργαστηρίου κάλυπτε τα πάντα και καθόταν σαν πούδρα πάνω στο δέρμα του κοριτσιού, μου φάνηκε πολύ μελαγχολική.

“Τι τρέχει;” τη ρώτησα.

“Σκεφτόμουν πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου”, είπε με τη φριχτή, βραχνή φωνή της.

“Και η δική μου ζωή;” είπα.

“Αν μπορούσα να βγω, θα έδινα τώρα εξετάσεις. Είναι εύκολες;”

“Κάνω αποχή απ’ τα μαθήματα”, απάντησα.

“Και πώς θα βρεις δουλειά; Ποιος θα σε τρέφει; Πήγαινε να δώσεις τις εξετάσεις”.

“Δεν έχω διαβάσει. Δεν είναι δυνατόν να μάθω όλες αυτές τις σημειώσεις τώρα. Είναι πολύ αργά”.

“Θα σε περάσουνε έτσι κι αλλιώς. Μην κάνεις τον ανήξερο”.

Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, μου είπε ο πατέρας μου, “Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν ήξερες τίποτα για τους ρομαντικούς και για τον Δήμαρχο του Κάσλμπριτζ. Θέλανε να σε απορρίψουν. Αναγκάστηκε να παρέμβει ο διευθυντής του κολεγίου”.

Θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή να του πω, “Έκαψα τα βιβλία μου εδώ και καιρό. Ακολουθώ τα διδάγματα του μαχάτμα. Μποϋκοτάρω την αγγλική παιδεία”. Όμως δεν τόλμησα. Το θάρρος μου με εγκατέλειψε την κρίσιμη στιγμή. Το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν “Ένιωσα τις δυνάμεις μου να ξεθυμαίνουν την ώρα των εξετάσεων”. Και μου ’ρθε να κλάψω για την αδυναμία μου.

Ο πατέρας μου είπε τότε, “Αν αντιμετώπισες δυσκολία με τον Χάρντυ και τον Γουέσεξ και όλους αυτούς, γιατί δεν ήρθες σε μένα; Έχω ακόμα όλες μου τις σημειώσεις”.

Ήταν ελεύθερος υπηρεσίας και καθόμασταν σε ένα μπροστινό δωματιάκι του σπιτιού Γ τάξεως που το έβλεπε ο ήλιος. Δεν φορούσε τουρμπάνι και στολή, μόνο μια φανέλα και το δότι του. Οι αυλικοί του μαχαραγιά, παρά τα τουρμπάνια και τις στολές, παρά τις πρωινές και τις βραδινές λιβρέες, ποτέ δεν φορούσαν παπούτσια, κι έτσι οι πατούσες του πατέρα μου ήταν μαύρες και γεμάτες κάλους και κάπου δυο πόντους χοντρές.

Οπότε, για σένα δεν μένει παρά μια θέση στα γραφεία του ΦΑΠ.

Έτσι έγινα δημόσιος υπάλληλος. Τα γραφεία του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας ήταν τεράστια. Όποιος είχε έστω και ένα μέτρο γης, έπρεπε να πληρώνει ετήσιο φόρο. Υπήρχαν επιθεωρητές σε ολόκληρο το κρατίδιο που η δουλειά τους ήταν να μετράνε τη γη, να καταγράφουν την ιδιοκτησία, να μαζεύουν το φόρο και να κρατάνε για όλα αυτά λογαριασμό. Η δουλειά μου ήταν στο κεντρικό γραφείο. Ήταν ένα ωραίο κτίριο από λευκό μάρμαρο με τρούλο στην οροφή. Δούλευα με είκοσι άλλους σε ένα τεράστιο ψηλοτάβανο δωμάτιο απ’ τα πολλά που υπήρχαν. Ήταν γεμάτο γραφεία και ράφια, σαν εκείνα τα τεράστια που έχουν οι σιδηροδρομικοί σταθμοί για να φυλάνε προσωρινά τις αποσκευές, με τόνους χαρτιού σε χαρτονένια ντοσιέ δεμένα με σπάγκο· μερικές φορές δεν υπήρχαν καν ντοσιέ και τα έγγραφα τα είχανε τυλιγμένα σε πανί. Τα ντοσιέ στα πάνω ράφια είχαν μείνει εκεί άπειρα χρόνια και ήταν σε άθλια κατάσταση απ’ τη σκόνη και την καπνίλα. Το ταβάνι ήταν καφέ για τον ίδιο λόγο. Γενικά το απάνω μισό του δωματίου ήταν νικοτινί και το κάτω μαονί, τοίχοι, πόρτες, γραφεία και πάτωμα.

 

Links: Μισή Ζωή, παρουσίαση του βιβλίου

elogos.gr