Λάουρα Εσκιβέλ: Γρήγορος σαν τον πόθο

εκδόσεις Ωκεανίδα

 

 

 

Το βορρά τον αντιλαμβανόμαστε, μας επιβάλλεται, μας σημαδεύει. Δεν έχει σημασία πόσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο της βαρύτητάς του, θα μας προσελκύει σταθερά στον πυρήνα του μ’ ένα αόρατο ρεύμα που θα μας τραβάει όπως η γη τις σταγόνες του νερού, όπως ο μαγνήτης τη βελόνα, όπως το αίμα το αίμα, όπως ο πόθος τον πόθο.

Στο βορρά βρίσκεται η προέλευσή μου, κρυμμένη στο πρώτο ερωτικό βλέμμα των παππούδων μου, στο πρώτο άγγιγμα των χεριών τους. Το σχέδιο για την ύπαρξή μου ολοκληρώθηκε με τη γέννηση της μητέρας μου. Αναγκάστηκα μόνο να περιμένω να ενωθεί ο πόθος της με του πατέρα μου, για να προσελκυστώ αναπόφευκτα σε τούτο τον κόσμο.

Ποια στιγμή το ισχυρό βλέμμα του μαγνήτη από το βορρά ενώθηκε μ’ εκείνο της θάλασσας; Επειδή το άλλο μισό της προέλευσής μου προέρχεται από τη θάλασσα. Από την προέλευση της προέλευσης. Ο πατέρας μου γεννήθηκε δίπλα στη θάλασσα. Εκεί, μπροστά στα πράσινα κύματα, οι πόθοι των παππούδων μου έγιναν ένας, για να του ανοίξουν δρόμο σε τούτο τον κόσμο.

Πόσο χρόνο χρειάζεται ο πόθος για να στείλει το σωστό σήμα και πόσος περνάει μέχρι να φτάσει η αναμενόμενη απάντηση; Οι μεταβλητές είναι πολλές, το αναμφισβήτητο είναι πως όλη η διαδικασία αρχίζει μ’ ένα βλέμμα. Αυτό ανοίγει δρόμο, ένα δελεαστικό μονοπάτι, που αργότερα οι εραστές θα περπατήσουν ξανά και ξανά.

Ήμουν άραγε παρούσα στο πρώτο ερωτικό βλέμμα των γονιών μου; Πού βρισκόμουν άραγε εγώ τότε;

Δεν μπορώ να μην τα σκέφτομαι όλα αυτά τώρα που παρατηρώ το χαμένο βλέμμα του πατέρα μου να πλανιέται ασυναίσθητα στο χώρο. Να ψάχνει άραγε για άλλους γαλαξίες; Καινούργιους πόθους; Καινούργια βλέμματα που θα τον τραβήξουν σε άλλο κόσμο; Δεν μιλάει πια. Δεν μπορώ να το μάθω.

Θα ήθελα να ξέρω αυτά που ακούει, ποιο από όλα είναι το κάλεσμα που περιμένει. Να ξέρω ποιος θα τον τραβήξει στον άλλο κόσμο και ποια στιγμή. Ποιο θα είναι το σήμα της αναχώρησης; Ποιος θα του το δώσει; Ποιος θα τον οδηγήσει; Αν σε τούτο τον κόσμο εμείς οι γυναίκες είμαστε η πόρτα της ζωής, θα είμαστε και στο υπερπέραν; Ποια μαμή θα τον βοηθήσει;

Μου αρέσει να πιστεύω πως το θυμίαμα που καίω στο δωμάτιο, είναι αυτό που δημιουργεί μια αλυσίδα, ένα δεσμό, ένα σκοινί από όπου θα πάρει τη βοήθεια που χρειάζεται. Ο αρωματικός και μυστηριώδης καπνός δεν σταματάει να δημιουργεί ελικοειδή σχήματα, που υψώνονται περιστρεφόμενα στον ουρανό, και δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι ότι σχηματίζουν τον ομφάλιο λώρο που θα συνδέσει τον πατέρα μου με τα ουράνια στρώματα, για να τον πάρει πίσω στον τόπο από όπου ήρθε.

Αυτό που αγνοώ είναι από πού ήρθε. Και ποιος ή τι τον περιμένει στο υπερπέραν.

Η λέξη μυστήριο με τρομάζει. Για να την εξουδετερώσω, αρπάζομαι από τις αναμνήσεις, από όσα γνωρίζω για τον πατερούλη μου. Φαντάζομαι πως κι αυτός θα είναι τρομοκρατημένος, γιατί τα τυφλά του μάτια δεν μπορούν ακόμα να διακρίνουν τι τον περιμένει.

Αν όλα αρχίζουν μ’ ένα βλέμμα, με απασχολεί που ο πατερούλης μου δεν διακρίνει άλλες παρουσίες, που δεν επιθυμεί να κάνει το πρώτο βήμα σε άλλο μονοπάτι. Μακάρι γρήγορα να μπορέσει να δει! Μακάρι το μαρτύριό του να τελειώσει! Μακάρι ένας πόθος να τον τραβήξει!

Αγαπημένε μου πατερούλη, δεν ξέρεις πόσα θα έδινα για να μπορέσω να φωτίσω το δρόμο σου. Για να σε βοηθήσω σ’ αυτή τη μετάβαση, όπως εσύ με βοήθησες να φτάσω σε τούτο τον κόσμο, θυμάσαι; Αν ήξερα πως η τρυφερή σου αγκαλιά θα με στήριζε, δεν θ’ αργούσα τόσο πολύ να γεννηθώ.

Αλλά πώς μπορώ να ξέρω! Πριν σας δω, εσένα και τη μητέρα μου, όλα ήταν σκοτεινά και μπερδεμένα. Ίσως ίδια όπως παρουσιάζεται τώρα το μέλλον σου. Αλλά μην ανησυχείς, είμαι σίγουρη πως εκεί που πας, κάποιος σε περιμένει, όπως εσύ περίμενες εμένα. Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως υπάρχουν κάποια μάτια που περιμένουν με αγωνία να σε δουν. Γι’ αυτό προχώρα εν ειρήνη. Εδώ αφήνεις μόνο ωραίες αναμνήσεις. Ας σε συνοδεύσουν τα λόγια. Ας αντηχούν στο διάστημα οι φωνές όλων εκείνων που σε γνώρισαν. Ας σου ανοίγουν δρόμο. Ας γίνουν αυτές τελάληδες, μεσολαβητές, ας μιλήσουν για σένα. Αυτές που θ’ αναγγείλουν την άφιξη του αγαπημένου πατέρα, του τηλεγραφητή, του παραμυθά με το χαμογελαστό πρόσωπο.

 

 

 

 

1

 

 

Γεννήθηκε με καλή διάθεση και σε μέρα γιορτής. Τον υποδέχτηκε όλη ? οικογένεια, που βρισκόταν μαζεμένη εκεί για το γλέντι. Λένε πως ? μητέρα του τόσο πολύ γέλασε μ’ ένα από τα ανέκδοτα που είπαν μετά το φαγητό, ώστε έσπασαν τα νερά της. Στην αρχή νόμισε πως η υγρασία ανάμεσα στα πόδια της ήταν ούρα που δεν είχε μπορέσει να συγκρατήσει από τα γέλια, αλλά αμέσως κατάλαβε πως δεν ήταν κάτι τέτοιο, πως αυτός ο χείμαρρος σήμαινε ότι το δωδέκατο παιδί της ετοιμαζόταν να γεννηθεί.

Σκασμένη στα γέλια, ζήτησε συγνώμη και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Μετά από έντεκα γέννες, αυτή η τελευταία τής πήρε μόνο μερικά λεπτά. Γέννησε ένα αγόρι που αντί να φτάσει σε τούτο τον κόσμο κλαίγοντας, έφτασε γελώντας.

Αφού πλύθηκε, η δόνια Χεσούσα επέστρεψε στην τραπεζαρία και είπε στους συγγενείς της:

“Να σας πω τι έγινε!”

Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν κι αυτή επωφελήθηκε για να τους δείξει το μπογαλάκι που κουβαλούσε στην αγκαλιά της, ενώ τους έλεγε:

“Από τα πολλά γέλια μού βγήκε το παιδί”.

Τρανταχτά γέλια πλημμύρισαν την τραπεζαρία κι όλοι χειροκρότησαν με ενθουσιασμό το γεγονός. Ο άντρας της, ο Λιμπράδο Τσι, με τα χέρια ψηλά, φώναξε:

“Τι αγαλλίαση!”

Κι έτσι έβγαλαν το παιδί Χούμπιλο, που θα πει αγαλλίαση. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσαν να είχαν διαλέξει καλύτερο όνομα. Ο Χούμπιλο ήταν άξιος αντιπρόσωπος της ευθυμίας, της απόλαυσης, της χαράς. Όταν, χρόνια αργότερα, τυφλώθηκε, ούτε και τότε έχασε την αίσθηση του χιούμορ. Έμοιαζε σαν να είχε γεννηθεί με το χάρισμα της ευτυχίας. Δεν αναφέρομαι στην ικανότητά του να γίνεται ευτυχισμένος, αλλά να κάνει ευτυχισμένους όλους τους γύρω του.

Όπου κι αν πήγαινε, δυνατά γέλια τον συνόδευαν. Δεν είχε σημασία πόσο στενόχωρο μπορεί να ήταν το περιβάλλον. Η άφιξή του, σαν από μαγεία, αλάφρωνε την ένταση, ηρεμούσε τα πνεύματα και ωθούσε μέχρι και τον πιο απαισιόδοξο ν’ αρχίσει να βλέπει την ευχάριστη πλευρά των πραγμάτων, λες και, εκτός απ’ όλα τα άλλα, ο Χούμπιλο είχε και το χάρισμα του ειρηνοποιού.

Στον μόνο άνθρωπο που το χάρισμά του δεν περνούσε ήταν η γυναίκα του, αλλά αυτή η μοναδική περίπτωση αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Γενικά, δεν υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε ν’ αντισταθεί στη γοητεία και στο χιούμορ του. Ακόμα και η Ιτσέλ Άι, η γιαγιά του από τον πατέρα του, που ο γάμος του γιου της με μια λευκή είχε κάνει το μέτωπό της να ζαρώσει για πάντα, χαμογελούσε όταν τον έβλεπε. Γι’ αυτό τον ονόμαζε Τσε’εούντσε’ε Βιτς, που στη γλώσσα των Μάγια σημαίνει: Γελαστό Πρόσωπο.

Η δόνια Χεσούσα και η δόνια Ιτσέλ δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις μέχρι που γεννήθηκε ο Χούμπιλο. Το πρόβλημα ήταν ρατσιστικό. Η δόνια Ιτσέλ ήταν καθαρόαιμη Μάγια και αποδοκίμαζε την ανάμιξη της ράτσας της με το ισπανικό αίμα της δόνια Χεσούσα. Για χρόνια απόφευγε να επισκέπτεται το σπίτι του γιου της. Τα εγγόνια της μεγάλωσαν χωρίς να πολυμαθαίνει νέα τους. Η απόρριψή της ήταν τόση, ώστε για καιρό αρνιόταν να κουβεντιάσει με τη νύφη της, με τη δικαιολογία πως δεν ήξερε ισπανικά.

Η δόνια Χεσούσα βρέθηκε αναγκασμένη να μάθει τη γλώσσα των Μάγια για να επικοινωνεί με την πεθερά της, αλλά της ήταν δύσκολο να μάθει μια γλώσσα διαφορετική από τη δική της ενώ μεγάλωνε δώδεκα παιδιά, γι’ αυτό η επικοινωνία ανάμεσά τους ήταν ελάχιστη και κακή.

Μόνο μετά τη γέννηση του Χούμπιλο άλλαξε η κατάσταση. Η γιαγιά άρχισε πάλι να συχνάζει στο σπίτι του γιου της, γιατί επιθυμούσε με όλη της την καρδιά να βρίσκεται κοντά σ’ αυτό το παιδί, πράγμα που ποτέ δεν της είχε συμβεί με τα υπόλοιπα εγγόνια, καθώς ποτέ δεν τράβηξαν την προσοχή της. Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή που είδε τον Χούμπιλο, γοητεύτηκε από το χαμογελαστό πρόσωπό του.

Ο Χούμπιλο έφτασε σ’ αυτή την τεράστια οικογένεια σαν δώρο από τον ουρανό που κανείς δεν περίμενε. Ένα ωραιότατο δώρο που δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Η διαφορά των ηλικιών ανάμεσα σ’ αυτόν και στα υπόλοιπα αδέλφια του ήταν μεγάλη κι αυτό έκανε τον Χούμπιλο να μεγαλώσει σαν μοναχοπαίδι. Και κάτι περισσότερο, σύντροφοι στα παιχνίδια του ήταν οι συνομήλικοι ανιψιοί του, γιατί αρκετά από τα αδέλφια του ήταν ήδη παντρεμένα και είχαν δικά τους παιδιά. Και καθώς η μητέρα του έπρεπε να εκτελεί ταυτόχρονα το ρόλο της μητέρας, της συζύγου, της γιαγιάς, της πεθεράς και της νύφης, ο Χούμπιλο ήταν αναγκασμένος να περνάει αρκετό καιρό με συντροφιά το υπηρετικό προσωπικό, μέχρι που η γιαγιά του τον ανέλαβε σαν χαϊδεμένο εγγόνι. Μαζί περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας κάνοντας βόλτες, παίζοντας ή κουβεντιάζοντας. Και βέβαια, η γιαγιά μιλούσε τη γλώσσα των Μάγια για να επικοινωνεί με τον εγγονό της, πράγμα που έκανε τον Χούμπιλο να γίνει από πολύ τρυφερή ηλικία ο πρώτος δίγλωσσος εγγονός που είχε η δόνια Ιτσέλ. Και για τον ίδιο λόγο, από τα πέντε του χρόνια, το παιδί ανέλαβε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σαν επίσημος διερμηνέας της οικογένειας. Πράγμα αρκετά πολύπλοκο για ένα μικρό παιδί, που έπρεπε να ξεχωρίζει πως όταν η δόνια Χεσούσα μιλούσε για θάλασσα, αναφερόταν στη θάλασσα που βρισκόταν μπροστά στο σπίτι της και όπου όλη η οικογένεια κολυμπούσε, ενώ, αντίθετα, όταν η δόνια Ιτσέλ ανέφερε τη λέξη Κ’ακ’ναμπ, δεν μιλούσε αποκλειστικά για τη θάλασσα, αλλά και για την “Κυρά της θάλασσας”, μια από τις φάσεις της σελήνης που είχε σχέση με την κίνηση των νερών και που στη γλώσσα των Μάγια αναφερόταν με την ίδια λέξη. Όμως ο Χούμπιλο, την ώρα της μετάφρασης, έπρεπε να παίρνει υπόψη του όχι μόνο αυτές τις λεπτές διαφορές, αλλά και τον κυματισμό της φωνής, την ένταση των φωνητικών χορδών, τις κινήσεις του προσώπου και τις γκριμάτσες του στόματος της μητέρας του και της γιαγιάς του.

Ήτανε δύσκολη δουλειά, αλλά ο Χούμπιλο την έκανε με πολύ κέφι και, βέβαια, δεν μετάφραζε κατά λέξη. Την ώρα της μετάφρασης πρόσθετε πάντα μια ή δυο ωραίες λέξεις, που μαλάκωναν τη σχέση των δυο γυναικών. Με τον καιρό, μ’ αυτή την πονηριά του έκανε τις δυο γυναίκες να συναναστρέφονται καλύτερα, μέχρι και ν’ αγαπηθούν. Η εμπειρία τον βοήθησε επίσης ν’ ανακαλύψει τη μεγάλη δύναμη που είχαν οι λέξεις για την προσέγγιση ή την απομάκρυνση των ανθρώπων, καθώς και ότι το σπουδαιότερο δεν ήταν η γλώσσα που μεταχειριζόταν, αλλά η πρόθεση που περιείχε κάθε μήνυμα.

Αυτό ακούγεται πολύ απλό, ενώ ήταν πολύπλοκο. Όταν η γιαγιά έλεγε στον Χούμπιλο το μήνυμα που επιθυμούσε να μεταφράσει, τις περισσότερες φορές τα λόγια της δεν συνέπιπταν με αυτά που ήθελε να πει στην πραγματικότητα. Την πρόδινε η ένταση στο στόμα και στις φωνητικές χορδές. Ήταν ολοφάνερο μέχρι και σ’ ένα αθώο παιδί σαν τον Χούμπιλο πως η γιαγιά έκανε προσπάθεια για να συγκρατήσει τα λόγια της. Ωστόσο, όσο παράξενο κι αν μοιάζει, ο Χούμπιλο τα άκουγε ξεκάθαρα, παρ’ όλο που ποτέ δεν αρθρώνονταν. Το πιο ενδιαφέρον στην περίπτωση είναι πως η “φωνή” που έμενε σιωπηλή, ήταν αυτή που πραγματικά αντιπροσώπευε τις επιθυμίες της γιαγιάς του. Έτσι ο Χούμπιλο, χωρίς να το πολυσκέφτεται, συχνά μετάφραζε αυτά τα ανεπαίσθητα για τους υπόλοιπους μουρμουρίσματα, αντί για τις λέξεις που προφέρονταν με δυνατή φωνή. Βέβαια ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του να το κάνει αυτό για κακό, αντίθετα, τελικός σκοπός του ήταν πάντα να συμφιλιώσει, να προφέρει τη μαγική λέξη που αυτές οι δυο τόσο αγαπημένες και σπουδαίες για εκείνον γυναίκες δεν τολμούσαν να προφέρουν και που, ασφαλώς, είχε σχέση με καταπιεσμένες επιθυμίες.

Ξεκάθαρο παράδειγμα ήταν οι συχνές διαφωνίες που δημιουργούνταν ανάμεσα στη μητέρα και στη γιαγιά του. Ο Χούμπιλο δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως όταν η μια τους έλεγε μαύρο, στην πραγματικότητα ήθελε να πει άσπρο, και το αντίθετο.

Αυτό που δεν καταλάβαινε όμως, εξαιτίας της μικρής του ηλικίας, ήτανε γιατί αυτές οι δυο γυναίκες περιπλέκανε τόσο τη ζωή τους και μαζί και τη ζωή όσων τις τριγύριζαν, αφού ακόμα κι ένας καβγάς ανάμεσά τους επηρέαζε όλα τα μέλη της οικογένειας. Και δεν περνούσαν ούτε μια ήρεμη μέρα. Πάντα έβρισκαν λόγους για να μαλώνουν. Αν η μια είχε τη γνώμη πως οι Ινδιάνοι είναι πιο ανόητοι από τους Ισπανούς, η άλλη έλεγε πως οι Ισπανοί βρομάνε περισσότερο από τους Ινδιάνους. Τελικά τα επιχειρήματα δεν τους έλειπαν. Αλλά σίγουρα το πιο ευαίσθητο θέμα ήταν αυτό που είχε να κάνει με τη ζωή και τις συνήθειες της δόνια Χεσούσα.

Η δόνια Ιτσέλ στεναχωριόταν αδιάκοπα επειδή τα εγγόνια της αποκτούσαν τρόπο ζωής που, όπως έλεγε, δεν τους ταίριαζε. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που προτιμούσε να λείπει, για να μη βλέπει τον τρόπο που η νύφη της μεγάλωνε τα εγγόνια της, αλλά τώρα είχε ξαναγυρίσει και ήταν αποφασισμένη να σώσει από τον ξεριζωμό τον Χούμπιλο, τον χαϊδεμένο εγγονό της.

Για να μην ξεχνάει την καταγωγή του, του έλεγε συνέχεια όχι μόνο παραμύθια και θρύλους των Μάγια, αλλά και ανέκδοτα σχετικά με τις μάχες που οι Μάγια είχαν αναγκαστεί να δώσουν για να διατηρήσουν την ιστορία τους. Η πιο πρόσφατη ήταν ο Πόλεμος των Καθαρόαιμων, μια επανάσταση όπου 25.000 περίπου Μάγια έχασαν τη ζωή τους και όπου, βέβαια, η γιαγιά είχε παίξει σημαντικό ρόλο. Ένας από τους θριάμβους της, παρά την ήττα του στρατού τους, ήταν πως ο γιος της ο Λιμπράδο έγινε αντιπρόσωπος μιας από τις πιο μεγάλες εταιρείες εξαγωγής νημάτων από αγαύη και παντρεύτηκε μια Ισπανίδα. Αυτό το τελευταίο ήταν πολύ ασυνήθιστο, γιατί στο Γιουκατάν δεν γίνονταν επιμιξίες όπως σε άλλες κατακτημένες από τους Ισπανούς περιοχές. Στη διάρκεια της αποικιοκρατίας, κανένας Ισπανός δεν περνούσε πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες σ’ ένα χωριό της επικράτειας. Οι Ισπανοί δεν είχαν καμιά σχέση με τους Μάγια και παντρεύονταν στην Κούβα με Ισπανίδες, ποτέ με ντόπιες. Έτσι ο γάμος ανάμεσα σ’ έναν Ινδιάνο Μάγια και σε μια Ισπανίδα δεν ήταν κάτι συνηθισμένο.

Ωστόσο αυτή η ένωση αντιπροσώπευε για τη δόνια Ιτσέλ όχι μόνο κέρδος, αλλά κι έναν κίνδυνο. Και απόδειξη ήταν πως τα εγγόνια της, εκτός από τον Χούμπιλο, δεν μιλούσαν τη γλώσσα των Μάγια και προτιμούσαν να πίνουν ζεστή σοκολάτα με γάλα αντί για νερό. Όλοι θα γουστάριζαν ν’ ακούσουν την έντονη συζήτηση των δυο γυναικών στην κουζίνα, αλλά όχι κι ο Χούμπιλο, που έπρεπε να μεταφράζει. Σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να προσέχει περισσότερο από συνήθως, γιατί ήξερε πως όσα θα έλεγε θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν κήρυξη πολέμου. Εκείνη τη μέρα, ιδιαίτερα, τα πνεύματα ήταν πολύ ηλεκτρισμένα. Οι δυο γυναίκες είχαν ήδη ανταλλάξει αρκετές κακίες, πράγμα που έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση τον Χούμπιλο, ιδιαίτερα γιατί ήταν ολοφάνερη η στεναχώρια που προκαλούσαν στη μητέρα του τα λόγια της γιαγιάς του. Το πιο απίστευτο απ’ όλα ήταν πως καμιά από τις δυο γυναίκες δεν συζητούσε στ’ αλήθεια για τη σοκολάτα. Η σοκολάτα ήταν μόνο ένα πρόσχημα. Αυτό που η δόνια Ιτσέλ ήθελε να πει ήταν:

“Άκουσε, κορίτσι μου, για να μάθεις. Οι πρόγονοί μου έφτιαξαν μνημεία, πυραμίδες, αστεροσκοπεία, ιερούς χώρους, και ήξεραν πριν από εσάς αστρονομία και μαθηματικά, γι’ αυτό μην προσπαθείς να μου κάνεις μάθημα, κι ακόμα περισσότερο να μου πεις πώς πίνεται η σοκολάτα”.

Από την πλευρά της η δόνια Χεσούσα, που ήταν αρκετά αθυρόστομη, θα χαιρόταν πολύ αν μπορούσε να πει:

“Ακούστε, μητέρα, έχετε συνηθίσει να υποτιμάτε όποιον δεν ανήκει στη ράτσα σας, γιατί οι Μάγια είναι πολύ σπουδαίοι, πάρα πολύ σπουδαίοι, αλλά είναι υπεροπτικοί από τη φύση τους κι εγώ δεν σκοπεύω ν’ ανεχτώ τέτοιου είδους στάση. Αν με υποτιμάτε τόσο πολύ, να μην έρχεστε στο σπίτι να πίνετε σοκολάτα”.

Τελικά η ένταση έγινε τόσο μεγάλη και καθεμιά υπερασπιζόταν την άποψή της με τόσο πάθος, ώστε ο Χούμπιλο άρχισε να φοβάται ένα άσχημο τέλος. Έτσι, όταν η μητέρα του, οπλισμένη με κουράγιο, του είπε:

“Πες στη γιαγιά σου, αγοράκι μου, ότι δεν ανέχομαι κανέναν στο σπίτι μου να μου λέει πώς να κάνω τις δουλειές μου, ότι δεν δέχομαι διαταγές από κανέναν, και πολύ λιγότερο από αυτήν!”, ο Χούμπιλο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μεταφράσει:

“Γιαγιά, η μαμά μου λέει πως σε τούτο το σπίτι δεν γίνονται δεκτές διαταγές από κανέναν, δηλαδή εκτός από τις δικές σου”.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η διάθεση της δόνια Ιτσέλ άλλαξε εντελώς. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε πως η νύφη της τής παραχωρούσε τη θέση της. Η δόνια Χεσούσα, από την πλευρά της, τα είχε χαμένα από την έκπληξη. Ποτέ δεν περίμενε πως η πεθερά της μπορούσε ν’ αντιδράσει μ’ ένα τόσο ήρεμο χαμόγελο σε μια τόσο μεγάλη προσβολή και, ύστερα από την αρχική αμηχανία της, απάντησε κι αυτή μ’ ένα χαμόγελο και, για πρώτη φορά από τότε που παντρεύτηκε, ένιωσε πως η πεθερά της τη δεχόταν. Ο Χούμπιλο, μόνο με μια φράση, είχε καταφέρει να δώσει και στις δυο τους αυτό που τόσο αναζητούσαν: να νιώσουν ότι οι άλλοι τις εκτιμούν. Ύστερα από εκείνη τη μέρα η δόνια Ιτσέλ έπαψε εντελώς ν’ ανακατεύεται στην κουζίνα, σίγουρη πως εκεί ακολουθούσαν τις διαταγές της με ακρίβεια, και η δόνια Χεσούσα, βλέποντας πως η πεθερά της δεχόταν τον τρόπο ζωής της, μπόρεσε να την πλησιάσει με αγάπη. Έτσι ηρέμησε όλη η οικογένεια χάρη στη μεσολάβηση του Χούμπιλο, που ένιωθε πιο ικανοποιημένος απ’ όλους. Είχε ανακαλύψει τη δύναμη των λέξεων και, έχοντας από μικρός προσφέρει τις υπηρεσίες του σαν διερμηνέας του σπιτιού, δεν ήταν παράξενο που αντί να θέλει να γίνει πυροσβέστης ή αστυνόμος, ήθελε να γίνει τηλεγραφητής.

Αυτή η ιδέα τού ήρθε ένα απόγευμα που ήταν ξαπλωμένος στην αιώρα του, δίπλα στον πατέρα του, ακούγοντάς τον να μιλάει.

 

 

Η Μεξικανική Επανάσταση είχε τελειώσει πριν από μερικά χρόνια, αλλά εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν ιστορίες σχετικά με τα γεγονότα εκείνων των χρόνων της εξέγερσης. Εκείνο το απόγευμα το θέμα που συζητούσαν ήταν οι τηλεγραφητές. Ο Χούμπιλο άκουγε τον πατέρα του με απόλαυση. Η μεγαλύτερη ευχαρίστησή του ήταν το απόγευμα, όταν ξυπνούσε από την υποχρεωτική σιέστα για ν’ ακούσει τις ιστορίες του πατέρα του.

Η τροπική ζέστη υποχρέωνε όλους στην οικογένεια να κοιμούνται μετά το μεσημέρι σε αιώρες στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου φυσούσε γλυκά το αεράκι της θάλασσας. Εκεί, μπροστά στην Κ’ακ’ναμπ, ξεκουράζονταν και κουβέντιαζαν. Το νανούρισμα των κυμάτων βύθιζε τον Χούμπιλο σε βαθιά νάρκη και το μουρμουρητό της συζήτησης τον ξυπνούσε πότε πότε σ’ ένα υπέροχο πηγαινέλα. Σιγά σιγά τα λόγια διέκοπταν τον ύπνο του και συνειδητοποιούσε ότι βρισκόταν στο σπίτι κι ότι ήταν ώρα ν’ ασκήσει τη φαντασία του. Έτσι, αφήνοντας κατά μέρος το λήθαργο της τροπικής ζέστης, έτριβε τα μάτια του και προσπαθούσε ν’ ακούσει τον πατέρα του με όλη του την προσοχή.

Εκείνη τη στιγμή ο πατέρας του διηγιόταν μια ιστορία για τον στρατηγό Βίλια και το Σώμα των Τηλεγραφητών του. Έλεγε πως ένας από τους παράγοντες που είχαν επηρεάσει την επιτυχία τού Βίλια στη στρατηγική, ήταν η σημασία που έδινε πάντα στις τηλεπικοινωνίες. Ήξερε καλά πως οι τηλεπικοινωνίες ήταν ισχυρό όπλο και μπορούσε να τις χρησιμοποιεί έξυπνα. Παράδειγμα ήταν ο πρωτότυπος τρόπος που είχε χειριστεί τον τηλέγραφο για την κατάληψη της Σιουδάδ Χουάρες.

Αυτή η συνοριακή πόλη ήταν, εξαιτίας της θέσης της, σημαντικό και καλά εφοδιασμένο οχυρό. Ο Βίλια δεν ήθελε να κάνει επίθεση κατά μέτωπο ούτε μπορούσε να περάσει τα σύνορα για να επιτεθεί, κι έτσι αποφάσισε να πιάσει ένα φορτηγό τραίνο με κάρβουνο, που πήγαινε από την Τσιουάουα στη Σιουδάδ Χουάρες, και να το χρησιμοποιήσει σαν Δούρειο Ίππο. Ανέβασαν στο τραίνο όλο το στρατό τους κι όταν έφτασαν σ’ έναν ενδιάμεσο σταθμό, συνέλαβαν τον επίσημο τηλεγραφητή, έβαλαν στη θέση του τον επικεφαλής τηλεγραφητή του στρατηγού Βίλια κι έστειλαν στους Ομοσπονδιακούς ένα τηλεγράφημα που έλεγε: “Ο Βίλια μας κυνηγάει. Τι να κάνουμε;”

Έλαβαν την εξής απάντηση: “Επιστρέψατε στη Σιουδάδ Χουάρες το συντομότερο”. Κι αυτό έκαναν. Τα ξημερώματα το τραίνο με το κάρβουνο έφτασε στη Σιουδάδ Χουάρες. Οι Ομοσπονδιακοί το άφησαν να μπει στην πόλη κι όταν αντιλήφθηκαν πως αντί για κάρβουνο ήταν γεμάτο με οπλισμένους άντρες, ήταν πια πολύ αργά. Με τον τρόπο αυτό ο Βίλια μπόρεσε να καταλάβει τη Σιουδάδ Χουάρες, και μάλιστα με ελάχιστη βία.

Λένε πως όποιος έχει αυτιά, ακούει. Για τον Χούμπιλο ήταν αρκετό που άκουσε τον πατέρα του να λέει: “Χωρίς τη βοήθεια του τηλεγραφητή, ο στρατηγός Βίλια ποτέ δεν θα είχε νικήσει!” Ακούγοντάς το αυτό, στο μυαλό του πήρε διαστάσεις η εικόνα του τηλεγραφητή, αυτού του άγνωστου ήρωα, που κανείς δεν τον γνώριζε ούτε ήξερε τ’ όνομά του. Αφού αυτός ο άνθρωπος ήταν αξιοθαύμαστος για τον πατέρα του, ήθελε κι ο Χούμπιλο να γίνει τηλεγραφητής! Ήθελε να πάψει ν’ ανταγωνίζεται με τα έντεκα αδέλφια του, που τον περνούσαν πολλά χρόνια και είχαν σπουδάσει. Όποιος δεν ήταν δικηγόρος, ήταν γιατρός, όποια δεν χόρευε εκπληκτικά, ήταν πολύ έξυπνη. Όλοι και όλες ήταν γεμάτοι προτερήματα και βασίζονταν σε πολλά χαρίσματα και ικανότητες. Ο Χούμπιλο ένιωθε πως ο πατέρας του, κατά κάποιο τρόπο, προτιμούσε να κουβεντιάζει με τ’ αδέλφια του παρά με αυτόν, πως γελούσε περισσότερο με τα αστεία τους παρά με τα δικά του, πως εκτιμούσε περισσότερο τις επιτυχίες τους παρά τις δικές του. Ένιωθε παραγκωνισμένος και ήθελε να ξεχωρίσει με οποιοδήποτε τρόπο. Επιθυμούσε να γίνει ήρωας στα μάτια του πατέρα του και ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να γίνει τηλεγραφητής. Ο Χούμπιλο ήξερε πως είχε ιδιαίτερη ικανότητα για ν’ ακούει και να μεταδίνει μηνύματα, κι έτσι δεν θα χρειαζόταν να κοπιάσει πολύ. Έπρεπε με κάθε θυσία να γίνει τηλεγραφητής.

Τι χρειαζόταν γι’ αυτό; Πού έπρεπε να σπουδάσει; Για πόσο καιρό; Οι ερωτήσεις βγήκαν από το στόμα του με ταχύτητα πυροβολισμών και με την ίδια αμεσότητα πήρε τις απαντήσεις. Αυτό που περισσότερο τον συγκίνησε ήταν πως για να γίνει κανείς τηλεγραφητής, έπρεπε να ξέρει καλά τα σήματα Μορς, έναν κώδικα επικοινωνίας που πολύ λίγοι γνώριζαν.

Εξαιρετικό πλεονέκτημα! Αν μόνο ο ίδιος θα καταλάβαινε την πληροφορία που έπαιρνε και αυτήν που θα μετέδιδε, θα μπορούσε να μεταφράζει όπως ήθελε! Ήδη έβλεπε τον εαυτό του να βοηθάει ερωτευμένους, να προξενεύει γάμους και να σταματάει κάθε είδους εχθρότητες. Χωρίς αμφιβολία θα μπορούσε να γίνει ο καλύτερος τηλεγραφητής του κόσμου. Το ένιωθε βαθιά στην καρδιά του. Και απόδειξη ήταν ο τρόπος που είχε τακτοποιήσει τη σχέση της μητέρας του με τη γιαγιά του. Η εκπαίδευση στον κώδικα Μορς δεν θα μπορούσε να είναι πιο πολύπλοκη. Άλλωστε ένιωθε πως είχε ένα χάρισμα. Ήξερε πολύ καλά πως δεν είχε όλος ο κόσμος την ικανότητά του “ν’ ακούει” τα πραγματικά συναισθήματα των ανθρώπων. Όμως κάτι που εκείνη τη στιγμή ο Χούμπιλο δεν μπόρεσε να προβλέψει είναι πως αυτό, το μεγαλύτερό του χάρισμα, θα μεταβαλλόταν με το πέρασμα των χρόνων στη μεγαλύτερη δυστυχία του, πως η ικανότητα ν’ αφουγκράζεται κανείς κρυφά επιθυμίες κι ανέκφραστους πόθους δεν ήταν κάτι τόσο βολικό όσο φαινόταν και πως όταν ήξερε, κάθε στιγμή, όσα ένιωθε ο κόσμος, αυτό θα του προκαλούσε στο μέλλον μεγάλους πονοκέφαλους κι ερωτικές απογοητεύσεις.

Αλλά εκείνη τη στιγμή, όλο γέλια και ευθυμία, ποιος θα έλεγε στον Χούμπιλο ότι η ζωή είναι δύσκολη; Ποιος θα μπορούσε να του προφητέψει ότι θα τελείωνε τις μέρες του ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ζώντας σχεδόν σαν φυτό και χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους; Ποιος;

 

 

“Γεια σου, Χουμπιάν, τι κάνεις;”

“Καλά, αλλά…”

“Α, παλιόφιλε, εγώ σε βλέπω μια χαρά”.

“Εγώ… όμως… όχι…”

“Τι συμβαίνει, είμαι τόσο άσχημος;”

“Όχι, δον Τσούτσο, ο μπαμπάς μου εννοεί πως δεν μπορεί να σας δει, όχι ότι δεν σας βλέπει μια χαρά, δεν τον αφήσατε να τελειώσει τη φράση του”.

“Συγνώμη, παλιόφιλε, είναι γιατί καθώς μιλάς τόσο αργά, εγώ βιάστηκα”.

“Ναι, αυτό το πρόβλημα του προξενεί μεγάλες δυσκολίες. Προχθές η Αουρορίτα, η νοσοκόμα του, τον ρώτησε αν ήταν έτοιμος να κατέβει για να φάει και ο πατερούλης μου της είπε πως ναι, αλλά πρώτα ήθελε να πάει στο μπάνιο. Η Αουρορίτα τον έβαλε αμέσως στο αναπηρικό καροτσάκι του, τον πήγε στο μπάνιο, τον σήκωσε κι άρχισε να του κατεβάζει το φερμουάρ. Τότε ο μπαμπάς μου της είπε, έτσι, αργά:

”“Όχι, θέλω μόνο να πλύνω τα χέρια μου…”

”Η Αουρορίτα έβαλε τα γέλια και του είπε:

”“Αχ, δον Χούμπιλο, και τότε γιατί μ’ αφήσατε να σας κατεβάσω το φερμουάρ;”

”Κι ο μπαμπάς μου απάντησε:

”“Γιατί νόμισα πως είχατε καλές προθέσεις!””

“Αχ, παλιόφιλε! Καθόλου δεν έχεις αλλάξει!”

“Χα… χα… χα… όχι! Για ποιο λόγο;”

“Πείτε μου, δον Τσούτσο, ο μπαμπάς μου έκανε πάντα αστεία;”

“Πάντα… έτσι δεν είναι, Χουμπιάν; Από τότε που τον γνώρισα, έτσι ήταν”.

“Και πόσων χρονών ήταν;”

“Ουουου! Ούτε θυμάμαι πια, νομίζω πως ο μπαμπάς σου ήταν γύρω στα εννιά κι εγώ έξι. Μόλις είχε φτάσει από το Προγκρέσο, νομίζω, γιατί η Εταιρεία Εξαγωγής όπου δούλευε ο παππούς σου, είχε κλείσει. Τον θυμάμαι σαν τώρα, ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα, νεοφερμένο στο σταθμό, όρθιο εκεί πέρα με τη βαλίτσα του. Θυμάμαι που τράβηξε την προσοχή μου, πως φορούσε κοντό παντελόνι, σαν ναυτικό, και –τι να σου πω;– όλη η αλητεία της συνοικίας άρχισε να τον κοροϊδεύει… Σκέφτηκα μήπως είχε χάσει το δρόμο. Μήπως πήγαινε σε καρναβαλίστικο χορό! Ξέρεις, παιδιάστικα πράγματα…”

“Και ο μπαμπάς μου τι έκανε;”

“Τίποτα, γέλασε κι αυτός και μας είπε: “Δεν πάω σε καρναβαλίστικο χορό, κάθε άλλο, κανείς δεν σας είπε πως έφερα μαζί μου τη θάλασσα; Κοιτάξτε, νά, έφτασε το πρώτο κύμα!” Κι εμείς όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια, σαν ηλίθιοι, να κοιτάξουμε και ο μπαμπάς σου έσκασε στα γέλια… Από εκείνη τη μέρα ταιριάξαμε κι άρχισε η φιλία μας. Ζούσαμε στην οδό Σέδρο, ο μπαμπάς σου έμενε στον αριθμό 5, εμείς απέναντι, κι έτσι περνούσαμε τη μέρα μαζί. Δεν χωρίζαμε καθόλου. Κι όταν η οικογένειά μου μετακόμισε στην οδό Ναράνχο, ο Χουμπιάν τραβούσε για εκεί μόλις γύριζε από το σχολείο. Μας άρεσε να παίζουμε στο δρόμο, γιατί τότε δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να σε χτυπήσουν, μια και τ’ αυτοκίνητα περνούσαν αριά και πού και τα λεωφορεία να μη σου πω! Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική και η συνοικία πολύ όμορφη. Αντίθετα, τώρα δεν μπορεί να βγει κανείς τη νύχτα, γιατί του επιτίθενται, όπως εμένα, μέχρι στο νοσοκομείο μ’ έστειλαν. Τόση είναι η ανασφάλεια, που το φαρμακείο στη γωνία –το θυμάσαι, Χουμπιάν;–, λοιπόν, τώρα έχει κάγκελα για να μην μπαίνουν και κλέβουν. Θυμάμαι όταν από πάνω ζούσαν οι νεαρές Γκονσάλες και τα βράδια ανεβαίναμε με τον μπαμπά σου την ώρα που θα έπεφταν στο κρεβάτι, μήπως τις δούμε να ξεντύνονται – μ’ ακούς, έτσι δεν είναι, Χουμπιάν; Θα κοιτάξω να επωφεληθώ τώρα που εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις, για να τα βγάλω όλα στη φόρα στην κόρη σου, δεν θα τα βάλεις μαζί μου, e;”

“Χα, χα, πολύ… θα το… ήθελα…”

“Δεν αμφιβάλλω, για το μόνο που έχω ήσυχο το κεφάλι μου είναι που δεν μπορείς να κουνηθείς, αδελφάκι. Γιατί αλλιώς… Ήξερες πως ο μπαμπάς σου είχε γερές γροθιές;”

“Όχι”.

“Όχι δα, ήταν καταπληκτικός! Μια μέρα μέχρι που τα έβαλε με τον Τσουέκο Λόπες, έναν μποξέρ της εποχής μου που έτρεχε πίσω από τα κόκαλα της μαμάς σου”.

“Αλήθεια;”

“Μάλιστα, είχαμε κάνει ένα πάρτυ μια φορά, όταν ζούσα στην οδό Ναράνχο, βρισκόμασταν οι τρεις μας στο μπαλκόνι και νά σου ο Τσουέκο ανεβαίνει σ’ ένα στύλο για να πιάσει κουβέντα με τη μαμά σου, και τότε θυμώνει ο μπαμπάς σου κι αρπάζεται μαζί του και τον βάζει κάτω!”

“Και γιατί θύμωσε; Τα είχαν φτιάξει με τη μαμά μου;”

“Όχι, καθόλου, μόλις που τους είχα συστήσει. Όχι, το πρόβλημα ήταν πως ο Χουμπιάν είπε ότι ο Τσουέκο δεν είχε δείξει σεβασμό στη μαμά σου, αλλά, για να πούμε την αλήθεια, Χουμπιάν, εγώ βρισκόμουν εκεί και δεν άκουσα τίποτα που να μοιάζει με προσβολή…”

“Δεν το είπε…. αλλά… το σκέφτηκε!”

“Χα, χα, χα! Αχ, ρε Χουμπιάν!”

“Πείτε μου, δον Τσούτσο, ώστε εσείς συστήσατε τους γονείς μου;”

“Ναι, κι ο μπαμπάς σου δεν μου το έχει συγχωρέσει, έτσι δεν είναι, κουμπάρε;”

“Ναι…”

“Χα, χα, χα… θα έπρεπε από καιρό να το έχεις συγχωρέσει, αφού υπαίτιος για όλα ήσουν εσύ. Εκείνη τη νύχτα, αντί να χτυπήσεις τον καημένο τον Τσουέκο, θα έπρεπε να τον ενθαρρύνεις να παντρευτεί τη Λούτσα και τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για σένα…”

“Πώς φαντάζεσαι ότι… θα του έκανα κάτι τέτοιο… αφού εγώ τον θαύμαζα!”

“Χα, χα, ο καημένος ο Τσουέκο Λόπες, τι καλός άνθρωπος που ήταν! Εμένα μου έμαθε να ρίχνω γροθιές, ήταν καλός στο μποξ, μέχρι που έφτασε να παλέψει στην Αρένα Μέχικο και στην Αρένα Λιμπερτάδ, αυτός ήταν ο δάσκαλός μου, γιατί όταν ήμουν μικρός στο σχολείο, τα παιδιά μού τις έβρεχαν άσχημα, χτυπήματα που δεν μπορείς ούτε να φανταστείς, τότε του ζήτησα να μου μάθει, κι αυτός είπε ναι, κι εκεί στο υπόγειο του σπιτιού του είχε ένα σακί και μια μπάρα και μου έκανε τα πρώτα μου μαθήματα, μου είπε, κοίτα, το βασικό στο μποξ είναι να μην κλείνεις ποτέ τα μάτια, γιατί τότε επωφελούνται οι άλλοι, γι’ αυτό κι εγώ έλεγα στον Χουμπιάν, κοίτα, κουμπάρε, όταν η κουμπάρα μου σε χτυπάει, μην τυχόν και κλείνεις τα μάτια, αλλά ποτέ δεν έδωσε προσοχή στα λόγια μου… αλλά σκέψου, τι είναι η ζωή, ο καημένος ο Τσουέκο, κι αυτού η ζωή πήγε χαμένη, έπεσε στο πιοτό, μέχρι που κατέληξε να γίνει χικαρέρο σ’ ένα μπαρ…”

“Τι σημαίνει χικαρέρο;”

“Είναι αυτοί που σερβίρουν στο ποτήρι πούλκε με κολοκύθα, αλλά αυτό γινόταν παλιά, δεν γίνεται πια. Όλα τελειώνουν… Ο Τσουέκο έχει πεθάνει κι εμείς για εκεί πάμε… γι’ αυτό προσπαθώ να καλοπερνάω όσο είμαι ζωντανός. Παίζω μπόουλινγκ που μου αρέσει, οπωσδήποτε τρεις φορές τη βδομάδα, οι σύντροφοι στο παιχνίδι είναι κάτι κύριοι και κυρίες πάνω από τα εβδομήντα, αλλά ακόμα κρατάει το χέρι τους στο μπόουλινγκ, υπάρχει κι ένας που μόλις συμπλήρωσε τα ενενήντα, αλλά παίζει ακόμα, και παίζει καλά, φαντάσου ν’ αντέχει στην ηλικία του τις 19 λίμπρες της μπάλας! Το μόνο άσχημο είναι πως άρχισαν να χρεώνουν ογδόντα πέσος το παιχνίδι, πολύ ακριβό για μας, και μ’ αυτά που παίρνουμε από τη σύνταξη, δεν γίνεται! Δεν μας φτάνουν. Το καλό είναι πως μια μέρα που περπατούσα στην οδό Σάλιβαν, ανακάλυψα ένα μπόουλινγκ, στο πάνω πάτωμα ενός υποδηματοποιείου. Κι εκεί έπαιζαν μια κοπέλα κι ένας κύριος και τους ρώτησα αν μπορούσα να παίξω κι εγώ και μου είπαν πως το μέρος αυτό ήταν για να παίζουν τα πρωινά οι συνταξιούχοι των Δημοσίων Υπηρεσιών κι εγώ τους είπα πως ήμουν κι εγώ συνταξιούχος, αλλά της Κοινωνικής Ασφάλισης, και μου είπαν πως δεν πειράζει, πως μπορούσα να μπω μέσα. Εκεί χρεώνουν γύρω στα δεκαοχτώ πέσος το παιχνίδι, αλλά σ’ εμάς τους συνταξιούχους το αφήνουν εννιά πέσος και μας κερνάνε και καφέ, και καθώς τα έχω καλά με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου, με κερνάει δυο ή τρία φλιτζάνια, γιατί της πηγαίνω κανένα πακετάκι σοκολατάκια και το κατιτί μου, ε, οπότε κι αυτή μου φέρεται καλά. Πάνε τριάντα χρόνια που παίζω και δεν είμαι ούτε καλός ούτε κακός, είμαι μέτριος, αλλά δεν παραπονιέμαι. Ο μέσος όρος μου είναι 150 με 160, αν και ποτέ κανένας δεν είναι ευχαριστημένος και πάντα μπορεί να φτάσει και το πεντακοσάρι. Πάνε δεκαπέντε μέρες, έβγαλα πεντακόσια ογδόντα τρία σε τρία παιχνίδια! Καθώς βλέπεις, Χουμπιάν… Χουμπιάν, τι έγινε, ξαφνικά μου έκοψες την καλημέρα;”

“Όχι, δον Τσούτσο, έτσι κάνει ξαφνικά. Σαν να κουράζεται, η δεν ξέρω κι εγώ τι, ιδιαίτερα όταν αναφέρουμε τη μαμά μου”.

“Α, διάβολε! Και δεν ήρθε να τον δει;”

“Όχι, δεν θέλησε”.

 

 

Αυτό το τελευταίο το λέω με φόβο. Σχεδόν σαν μυστικό. Γιατί ξέρω την εξάσκηση που έχουν τ’ αυτιά του μπαμπά μου για να πιάνουν δυο συζητήσεις ταυτόχρονα. Το βλέμμα του μοιάζει χαμένο στις αναμνήσεις, αλλά εγώ ξέρω πολύ καλά πως αυτό δεν τον εμποδίζει να παρακολουθεί όλη την κουβέντα μας. Η μακριά θητεία του σαν τηλεγραφητή τού επιτρέπει να χειρίζεται εκπληκτικά δύο μέχρι και τρεις γλώσσες μαζί. Και με κανένα τρόπο δεν θέλω να μάθει ποια είναι η γνώμη που έχει η μητέρα μου για την αρρώστια του. Αν και, από την άλλη πλευρά, το πιο πιθανό είναι πως ξέρει και την παραμικρή της σκέψη, παρ’ όλο που έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια που δεν την έχει κοιτάξει κατάματα. Με ποια εικόνα της μητέρας μου έχει απομείνει; Μ’ εκείνη της μέρας που αποχαιρετίστηκαν; ή μ’ εκείνη της πρώτης μέρας που ειδωθήκανε; Ίσως με της μέρας που στεκόταν στο μπαλκόνι, ξυπνώντας κάθε είδους επιθυμία στους άντρες που θαυμάζανε το σώμα της. Και η μαμά μου, ποια εικόνα του πατέρα μου θυμάται; Μπορεί άραγε να τον φανταστεί έτσι άρρωστο όπως είναι τώρα; Τ’ απογεύματα, αφού παρακολουθήσει τα σήριαλ που βλέπει στην τηλεόραση, άραγε τον σκέφτεται; Κι αν τον σκέφτεται, ποια εικόνα φέρνει στο νου της; Πάνω απ’ όλα αναρωτιέμαι, μπορεί άραγε να τον φανταστεί χαμογελαστό όπως την καλή εποχή, όταν χόρευαν στην πλατεία της Βερακρούς, όταν ο μαγνητικός βορράς έφερνε την παλίρροια στα θαλασσινά μάτια;

elogos.gr