Ρίτσαρντ Ρέινερ: Ο Λαξευτής του Ουρανού

 

εκδόσεις Ωκεανίδα

 

 

 

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ (Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ) – ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 

Πενήντα μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, ο Έσκο έγειρε λίγο πίσω αφήνοντας το ελαφρό αεράκι να φουσκώσει το πουκάμισό του. Ο Γκούναρ σήκωσε το χέρι του κάνοντας σινιάλο ότι ήταν έτοιμος και έβγαλε ένα πριτσίνι απ’ τα κάρβουνα με μια τσιμπίδα. Μετά, με μια επιδέξια, απότομη κίνηση το πέταξε. Ο Έσκο είδε το κεφάλι του ερυθροπυρωμένου ατσαλιού να σπιθίζει για μια στιγμή στον αέρα, καθώς πετούσε προς το μέρος του σαν πύραυλος, αφήνοντας πίσω του μια ουρά από φλόγες, πριν προσγειωθεί πλονκ στον ντενεκέ του. Η δική του τσιμπίδα ήταν μικρότερη και πιο εύχρηστη. Έπιασε το πριτσίνι, το τίναξε λίγο πάνω στο ατσάλινο δοκάρι για να φύγουν οι στάχτες και το σφήνωσε σε μια απ’ τις τρύπες στη συμβολή δύο δοκών. Ο Μπο έκανε ένα βήμα μπροστά και έπιασε με ένα ειδικό κλειδί το εύπλαστο ακόμα πριτσίνι κρατώντας κόντρα μέχρι να το χτυπήσει ο Κριστόφ με το ειδικό αεροπίστολο απ’ την άλλη μεριά. Ο αέρας γέμισε σπίθες καθώς τα δυο μέταλλα ενώθηκαν και ο Έσκο γύρισε το κεφάλι για να δεχτεί το επόμενο πριτσίνι που ήδη πετούσε προς το μέρος του: πλονκ!

Είχαν περάσει τέσσερις μήνες, ήταν κατακαλόκαιρο, και ο Έσκο δούλευε σε ένα απ’ τα τελευταία ατσάλινα επίπεδα κρεμασμένος πάνω απ’ την αχανή έκταση του Σέντραλ Παρκ, που έβραζε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Τον είχανε βάλει στην ίδια ομάδα με τρεις Σουηδούς. Η δουλειά τους ήταν το πριτσίνωμα. Ο δικός του ρόλος ήταν να δέχεται το πριτσίνι και να το βάζει στην υποδοχή του. Αυτός και ο Μπο, που κρατούσε κόντρα, στέκονταν στη μια πλευρά του μαδεριού μιας εναέριας σκαλωσιάς, τέσσερα επί τριάμισι, κρεμασμένης με σχοινιά απ’ την εγκάρσια δοκό που στερέωναν. Ο Κριστόφ, που χειριζόταν τον πριτσιναδόρο, στεκόταν απ’ την άλλη μεριά της σκαλωσιάς. Οι σιδηροδοκοί ήταν προσωρινά στερεωμένες με μπουλόνια και ατσαλόσυρμα που τα είχαν περάσει οι ομάδες ανέγερσης. Η δουλειά της ομάδας του Έσκο ήταν να βγάζει τα προσωρινά μπουλόνια και να βάζει στη θέση τους τις οριστικές συνδέσεις. Ήταν η πιο δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά στην οικοδομή. Ελάχιστοι ήθελαν να την κάνουν και απ’ αυτούς ακόμα λιγότεροι μπορούσαν να τη φέρουν σε πέρας. Το βήμα του Έσκο ήταν σίγουρο πάνω στις σκαλωσιές και στις στενές δοκούς και, προς μεγάλη του έκπληξη, είχε εξοικειωθεί με τα απίστευτα ύψη. Η πιστολιές του πριτσιναδόρου ήταν σαν σφυριές στο στήθος του, αλλά κι αυτό το είχε ξεπεράσει. Έλεγε στον εαυτό του ότι δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να μάθει πώς κατασκευάζουν κτίρια με ατσάλινο σκελετό. Αυτό ήταν αλήθεια, αλλά τώρα ήξερε ότι όλα αυτά είχαν και μια αθέατη πλευρά. Η δουλειά απαιτούσε αυτοσυγκέντρωση και ψυχραιμία, ένα είδος λιτού και απέριττου ανδρισμού που τον βοηθούσε να ανακαλύψει και να ορίσει τον νέο του εαυτό, έναν Έσκο που θα μπορούσε να υπάρξει και να προοδεύσει στην Αμερική.

Εφτά μέτρα πιο κάτω, σε μια άλλη ξύλινη σκαλωσιά, ο Γκούναρ στεκόταν μπροστά στο καρβουνοκάμινό του. Αδύνατος και μακρομούρης με λυπητερή και απόκοσμη έκφραση, ήταν ο αρχηγός της ομάδας. Στεκόταν όρθιος και ευθυτενής σαν ξιφολόγχη, σείοντας την τσιμπίδα του καθώς έβγαζε ένα πριτσίνι απ’ το φουντωμένο καμίνι. Άλλο ένα καυτό μανιτάρι έπαιρνε το δρόμο για πάνω.

Πλονκ!

«Σου είπα για την καινούρια μου γκόμενα;» είπε ο Μπο έχοντας μόλις βγάλει ένα προσωρινό μπουλόνι και στρώνοντας τα λεπτά κόκκινα μαλλιά του. Ο Έσκο έπιασε δουλειά με τη δική του λαβίδα βάζοντας το ερυθροπυρωμένο πριτσίνι στην τρύπα, ώσπου το κεφάλι να έρθει πρόσωπο με το δοκάρι. Ο Μπο ήταν εκείνος με την τραγιάσκα που είχε πρωτοσυναντήσει ο Έσκο στην οικοδομή το Φεβρουάριο, και ήταν φοβερός γυναικάς. «Ιταλίδα», συμπλήρωσε.

«Εγώ είχα μείνει σ’ εκείνη τη νέγρα καπελού απ’ το Χάρλεμ», είπε ο Κριστόφ και  γονάτισε απ’ την άλλη μεριά με το πιστόλι, παρακολουθώντας τον Μπο να κρατάει κόντρα στο πριτσίνι με την ατσάλινη λαβίδα του.

«Τελικά είχε κάποιον άλλο. Κι εκείνος αγρίεψε και ήθελε να πλακωθούμε. Μετά σκέφτηκα, Τι να πάω τώρα να μπλέξω; Έχει κι άλλα ψάρια η θάλασσα».

«Καλά ποιος είσαι ρε Μπο, ο Ρωμαίος;» είπε ο Κριστόφ και αμέσως το στήθος του Έσκο τραντάχτηκε απ’ την πιστολιά. Η στιγμιαία σκοτοδίνη εξαφανίστηκε. «Καλά και γαμώ τους γαμιάδες. Δηλαδή την πήδηξες τη μαυρούλα;»

«Μόνο δυο φορές», είπε ο Μπο.

Από κάτω τους, ο Γκούναρ συνοφρυώθηκε. Παντρεμένος με λάθος γυναίκα, δυσφορούσε κάθε φορά που τους άκουγε να μιλάνε για έρωτες και τα τοιαύτα. Σηκώνοντας το χέρι του, τους έκανε σινιάλο ότι το επόμενο πριτσίνι ήταν έτοιμο.

Πλονκ!

Κι έτσι συνέχιζαν, επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία ξανά και ξανά, με σταθερό ρυθμό και αυστηρή πειθαρχία, σαν να εκτελούν χορευτική φιγούρα μπαλέτου ώσπου πάκτωσαν όλες τις τρύπες που μπορούσαν να φτάσουν. Μετά, έπρεπε να μετακινήσουν την πλατφόρμα. Ο Έσκο πέρασε τη λαβίδα του στην ειδική υποδοχή της φαρδιάς δερμάτινης ζώνης του και περίμενε να ανέβει ο Μπο στο σιδερένιο δοκάρι που στερέωναν όλη αυτή την ώρα. Μετά τον ακολούθησε και βρέθηκε λίγο πιο ψηλά απ’ τα πενήντα μέτρα με σκέτον αέρα απ’ τη μια πλευρά και απ’ την άλλη το εσωτερικό του κτιρίου, όπου – κρίνοντας απ’ το θόρυβο και την οχλοβοή, φορτηγά πρέπει να άδειαζαν ένα φορτίο από πέτρες. Ο Έσκο έκανε ένα δυο βήματα πάνω στο δοκάρι, που είχε πλάτος εξήντα περίπου εκατοστά, και έσκυψε να πάρει απ’ τον Κριστόφ το αεροπίστολο.

Ο Κριστόφ τού το έδωσε πολύ προσεκτικά· ήταν μεγαλόσωμος και σκληροτράχηλος άντρας, δυνατός σαν ταύρος και γενειοφόρος. Ρεύτηκε καθώς έκανε έλξη για να ανέβει στο δοκάρι. «Λοιπόν, πες μου για την Ιταλίδα σου, μικρέ μας Μπο. Τη γαμείς ή σου κάνει τσιριμόνιες;»

«Όχι, αυτή δεν είναι τέτοια. Είναι γλυκό κορίτσι. Ξέρεις. Αγνό, που λένε», είπε ο Μπο αγανακτώντας και στην ιδέα ότι θα μπορούσε να έχει βεβηλώσει το τωρινό αντικείμενο του πόθου του. «Σκέφτομαι ότι ετούτη μπορεί και να την παντρευτώ».

«Ναι, ναι, σίγουρα το σκέφτεσαι», είπε ο Κριστόφ και σηκώθηκε όρθιος στο δοκάρι, με εκπληκτική ευκινησία για τον όγκο του. Πήρε το πιστόλι απ’ τον Έσκο. «Αυτά τα λες μέχρι να σου κάτσει. Μετά, αλλάζουνε τα πράματα, δίκιο δεν έχω;»

«Κριστόφ», επενέβη ο Γκούναρ με χαρακτηριστική Λουθηρανική ξινίλα.

«Ναι, ρε Κριστόφ, μη μιλάς έτσι γι’ αυτή. Έχω σοβαρό σκοπό».

«Σοβαρό, σοβαρότατο. Όπως το είπα πριν. Και γαμώ τους γαμιάδες».

Ο Έσκο και ο Μπο έλυσαν τα σχοινιά που κρατούσαν την σανιδένια πλατφόρμα στη θέση της και πόντο-πόντο μεταφέρθηκαν στην άλλη άκρη του δοκαριού όπου άρχισαν να ξαναδένουν τα σχοινιά χωρίς να έχουν απομακρυνθεί απ’ το καμίνι του Γκούναρ. Η δουλειά απαιτούσε μεγάλη ακρίβεια και ελάχιστη σκέψη· ή μάλλον, η σκέψη έπρεπε να έχει προηγηθεί. Το πριτσίνωμα ήταν όπως και ολόκληρη η δουλειά της κατασκευής ενός ουρανοξύστη. Κάθε κομμάτι του παζλ ερχόταν προκατασκευασμένο και τρυπημένο απ’ τα εργοστάσια της Πενσυλβανίας και πάνω του ήταν γραμμένο με κιμωλία ή χρώμα το μέρος του σκελετού για το οποίο προοριζόταν. Αν το φορτηγό αργούσε ή χάλαγε ή καθυστερούσε γιατί ο οδηγός είχε πάρει λάθος στροφή και η άσφαλτος κάποιου επαρχιακού δρόμου υποχωρούσε κάτω απ’ το βάρους όλου αυτού του ατσαλιού, ο σκελετός σταματούσε να ανεβαίνει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο λάθους. Το χτίσιμο ενός ουρανοξύστη ήταν σαν μια μάχη. Τα σχέδια μπορούσαν να πέσουν έξω – κάτι όχι και τόσο σπάνιο – αλλά χτίσιμο χωρίς αυτά δεν γινόταν.

«Αυτή η Ιταλιάνα που απεργάζεσαι τώρα – για πες μας κι άλλα για δαύτη, Μπο», είπε ο Κριστόφ ελέγχοντας τους κόμπους του σχοινιού και κανονίζοντας να οριζοντιωθεί η πλατφόρμα περίπου ένα μέτρο κάτω απ’ το δοκάρι. «Όπερα ξέρει να τραγουδάει; Πού τη συνάντησες;»

«Στους Μαντιλίνι – είναι αδελφή τους».

«Σ’ αυτούς τους γαμημένους!» είπε ο Κριστόφ και η φωνή του υψώθηκε επικίνδυνα.

«Στους Μαντιλίνι;» έκανε κι ο Γκούναρ, σηκώνοντας το βλέμμα απ’ το καμίνι του. Ακόμα κι αυτός είχε εκπλαγεί.

Οι Μαντιλίνι ήταν κι εκείνοι πριτσινωτές. Όπως και όλες οι ομάδες είχαν προσληφθεί σαν ομάδα, είχαν εκπαιδευτεί σαν ομάδα και πάντα δούλευαν σαν ομάδα. Είχαν το επιπλέον πλεονέκτημα ότι ήταν αδέλφια και έτσι γνώριζαν πολύ καλά ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Με λείο δέρμα, σκούρα μάτια και ανοιχτά, όμορφα πρόσωπα, έμοιαζαν με τσιρκολάνους του γύρου του θανάτου· και πράγματι ήταν άφοβοι στη δουλειά τους. Κανείς δεν αναφερόταν ποτέ σ’ αυτούς με τα προσωπικά τους ονόματα. Για όλους ήταν πάντα οι Μαντιλίνι. Ο πατέρας τους, ψαράς αστακού, είχε πνιγεί στα ανοιχτά του Στάτεν Άιλαντ μερικά χρόνια πριν· ζούσαν με τη μητέρα τους. Αυτά ήταν όλα κι όλα που ήξερε ο Έσκο γι’ αυτούς, αλλά υπήρχε κάτι μαγικό απάνω τους, σκέφτηκε.

«Οι γαμημένοι οι Μαντιλίνι», είπε ο Κριστόφ, πλέκοντας τα δάχτυλά του στη γενειάδα του και κοιτάζοντας τον όμορφο Μπο με τέτοια λύσσα που αποκλείεται να ήταν ψεύτικη. «Δεν φτάνει που παίρνουν το γαμημένο το δώρο κάθε γαμημένο μήνα;»

«Είναι καλύτεροι από μας», είπε ο Έσκο.

«Σωστά», συμφώνησε ο Μπο.

«Για να λέμε και του στραβού το δίκιο», είπε με ανελέητη αμεροληψία ο Γκούναρ.

«Γιατί ρισκάρουνε πιο πολύ», είπε ο Κριστόφ. Ρεύτηκε, γονάτισε στο δοκάρι και τσεκάρισε τον άλλο κόμπο. «Κι εσύ, μονόφθαλμη, φινλανδική σφίγγα; Κύριε Έσκο Όφερμανς; Εσύ έχεις κανένα αμόρε για να περνάει η ώρα;»

Ο Έσκο σήκωσε τους ώμους και κοίταξε τη δεξιά του μπότα και τη θολή λίμνη του Σέντραλ Παρκ πενήντα μέτρα πιο κάτω. Δεν είχε πάρει νέα της Κατερίνας, αν και έδινε το παρόν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στο Vanity Fair. Ήταν ακόμα στην Καλιφόρνια, στη μεγάλη πολιτεία, στην πολιτεία του ονείρου. Στο μεταξύ, είχε στην τσέπη του ένα γράμμα απ’ την Άννα που του έλεγε τα τελευταία νέα απ’ το Ελσίνκι.

«Όχι, Κριστόφ», είπε. «Δεν έχω κανένα αμόρε για να περνάει η ώρα. Μόνο μια γυναίκα στο παρελθόν και μια στο μέλλον».

 

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

 

.....

Περπατώντας με όλες αυτές τις σκέψεις να γυρίζουν στο μυαλό του έφτασε σε μια ετοιμόρροπη αποβάθρα όπου έπεισε τον καπετάνιο ενός ρυμουλκού να τον πάει βόλτα στο ποτάμι. Σύντομα, τα κύματα γλιστρούσαν απαλά πάνω στα πλευρά του σκάφους. Ένα ζευγάρι γλάροι πέρασαν πάνω απ’ το κεφάλι του κρώζοντας καθώς διεκδικούσαν ένα κομματιασμένο ψάρι. Χωρίς να το θέλει έτριψε τον ώμο του, που τον πονούσε ακόμα από τότε που παραλίγο να του τον ξεριζώσει ο Μαντιλίνι. Στάθηκε στο πίσω μέρος του ρυμουλκού παρατηρώντας την ακτή. Οι μακρινοί ουρανοξύστες του κάτω Μανχάταν γυάλιζαν στην αχλύ. Μια πνοή ανέμου έφερε μαζί της την φρέσκια μυρωδιά του ιονισμένου αέρα και παραλίγο να του πάρει το καπέλο απ’ το κεφάλι. Οι ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν μια απ’ τις αποθήκες καυσίμων που κοιτούσαν αφ’ υψηλού τις αποβάθρες. Εκεί πίσω, στο δρόμο, το μόνο που είχε προσέξει ήταν πόσο σκουριασμένες και παλιές ήταν αυτές οι αποθήκες. Τώρα, καθώς το σκάφος προχωρούσε στο ρελαντί στα βαθιά, αργοκίνητα νερά του ποταμού, μπορούσε να δει την απλότητα και την καθαρότητα των αρχικών τους γραμμών. Υψώνονταν αγέρωχες και απέριττες, μες απ’ τον παραμορφωτικό φακό του καυτού αέρα που θάμπωνε τις λεπτομέρειες της επιφάνειάς τους, ψηλά, πολύ ψηλά, χωρίς τίποτα να αμαυρώνει την πιο έξοχη ιδιότητά τους – τη μορφή τους, το ύψος τους.

Άνοιξε το μπλοκ του και γρήγορα-γρήγορα σχεδίασε τις αποθήκες, τα εργοστάσια, τη μονάδα παραγωγής ρεύματος, το σφαγείο, τη λιθοδομή της όχθης. Μετά, επικάλυψε αυτό το άναρχο συνοθύλευμα κτιρίων με το δικό του όραμα μιας αποκλειστικά κατακόρυφης αρχιτεκτονικής. Χάραξε έναν καινούριο ορίζοντα, ένα δάσος σφριγηλό και περήφανο που ως δια μαγείας είχε ξεπηδήσει απ’ τον καχεκτικό και αρρωστιάρικο σπόρο. Αμέσως είδε ότι αν όλα τα κτίρια έφταναν σε τέτοια ύψη, ο αριθμός τους θα ήταν αναγκαστικά μικρότερος. Έτσι, γύρισε σελίδα και συνέχισε ξανά με το μολύβι, τοποθετώντας τους ουρανοξύστες αραιά πάνω σε ένα πλέγμα και βάζοντας γύρω τους πάρκα και ανάμεσά τους υπερυψωμένους δρόμους από μπετόν που θα φορτώνονταν όλη την κίνηση. Ο δρόμος, με τη σύγχυση, τη βρώμα και την αταξία του θα εξαφανιζόταν. Η αλλοπρόσαλλη διάταξη και η σαβούρα αυτής της γωνιάς της Νέας Υόρκης θα έπαυαν να υπάρχουν και τη θέση τους θα έπαιρναν απέραντοι καθαροί κρύσταλλοι από ατσάλι και γυαλί, με βάση μια αρχιτεκτονική που θα ήταν από μόνη της σύμβολο ισότητας, ανθρωπισμού και ομόνοιας. Ολόκληρη η ακτή του Ηστ Ρίβερ θα γινόταν μια ουτοπία, μια υπερσύγχρονη Βενετία, μια πόλη με αψίδες, πλατείες και γέφυρες, με κανάλια και δρόμους, κανάλια γεμάτα όχι νερό αλλά ποταμούς αυτοκινήτων, με τον ήλιο να αντανακλάται πάνω στις μαύρες σκεπές τους και τα τζάμια των κτιρίων να αντιγυρίζουν την εικόνα της αέναης ροής.

 Αφήνοντας το μπλοκ του, ο Έσκο πιάστηκε απ’ την κουπαστή του σκάφους και ξανακοίταξε την όχθη. Το βλέμμα του είδε όχι αυτό που υπήρχε αλλά αυτό που ο ίδιος είχε φανταστεί. Στην Ιταλία, την εποχή της Αναγέννησης, οι καλλιτέχνες δούλευαν για τους πάπες και τους Βοργίες. Εκείνος θα δούλευε για τους πριτσινωτές, για τον Μπο και τον Γκούναρ και για τους δύο νεκρούς Μαντιλίνι, για τις γραμματείς και τους πιτσιρικάδες με τα τζόκεϊ που έτρεχαν πέρα δώθε στο σταθμό της Πενσυλβανίας, για τον Κλάους και τον γιο του Μπόνγκμαν, για τον κοινό μέσο άνθρωπο στον οποίο θα ανήκε το μέλλον. Αυτή η καινούρια Βενετία θα υψωνόταν στη Νέα Υόρκη σαν φάρος, σαν συμβόλαιο με τον νεογέννητο αιώνα. Μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα, θα έλεγε· μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο όμορφο....

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (ΣΑΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ)

......

«Έξοχα» είπε ο ΜακΚόρμικ παίζοντας λίγο τους ώμους σαν μποξέρ. «Θέλω να σου πω κάτι γι’ αυτό». Ξεσπώντας ξαφνικά, άρπαξε τη βαριά λάμπα απ’ το τραπέζι. Ο λαμπτήρας έσκασε με ένα πλοπ σκορπίζοντας ολόγυρα μικρά γυαλάκια. Ένα στυπόχαρτο εκσφενδονίστηκε απ’ το τραπέζι μαζί με ένα ποτήρι μπύρας αναμνηστικό του Χάρβαρντ σκορπίζοντας ολόγυρα μολύβια· το ρολόι πυραμίδα αναπήδησε κατρακυλώντας προς τα πόδια του σκαμπώ όπου στεκόταν ο Έσκο. «Έβαλα και μου μετέφρασαν αυτό το βιβλίο. Το έγραψε μια γυναίκα απ’ την Ιαπωνική Αυτοκρατορική Αυλή. Είναι συναρπαστικό γιατί παίρνεις μια ιδέα για το πώς ήταν η ζωή της εκείνη την εποχή. Φυσικά, υπάρχουν πολλά προσωπικά. Κατάλογοι από πράγματα που της αρέσουν και πράγματα που δεν της αρέσουν. Καταθλιπτικά πράγματα. Χαρούμενα πράγματα. Χυδαία πράγματα. Πράγματα που την ξάναβαν». Κάθε τι που έλεγε το διακωμωδούσε με μια ανάλογη γκριμάτσα. Η ματιά του έπεσε στο πορτατίφ που κρατούσε στο χέρι σαν να είχε ξεχάσει γιατί το είχε αρπάξει. Το σήκωσε δοκιμάζοντας το βάρος του. «Το ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ξενοπηδούσαν ασύστολα. Είχαν την έννοια της αμαρτίας, αλλά το σεξ. ήταν απ’ έξω Για σκέψου το, Έσκο. Σε ικετεύω, σκέψου το. Όλοι εκείνοι οι γιαπωνέζοι του ενδέκατου αιώνα να γαμιούνται σαν τα κουνέλια χωρίς να νιώθουν καμιά ενοχή. Είναι συγκλονιστικό».

Ο ΜακΚόρμικ κοίταξε ήρεμα τον Έσκο καταπρόσωπο. «Εσύ νιώθεις ένοχος, Έσκο; Που κοιμήθηκες με την Κέιτ; Πού γάμησες τη γυναίκα μου;»

Ο Έσκο έμεινε για λίγο σιωπηλός. Στο παράθυρο, η Κατερίνα είχε γυρίσει και τους κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, τα χείλη της μισάνοιχτα. Τα μάτια της γυάλιζαν λίγο στο κόκκινο φως που αντανακλούσαν τα σκουλαρίκια της.

«Ναι, Άντριου, νιώθω».

«Νιώθεις τι;»

«Ένοχος που κοιμήθηκα με τη γυναίκα σου».

«Έσκο, γιατί;» είπε η Κατερίνα και το χέρι της πήγε αμέσως στο στόμα της.

«Νιώθω ενοχή αλλά όχι ντροπή. Ενοχή γιατί είσαι φίλος μου. Αλλά όχι ντροπή γιατί την αγαπώ. Πάντα την αγαπούσα», είπε ο Έσκο.

Κάπου μέσα του, ο ΜακΚόρμικ το ήξερε. Το ήξερε εδώ και πολύ καιρό· όμως ποτέ μέχρι τώρα δεν το είχε νιώσει στα κόκαλά του· ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε νιώσει τα νεύρα του να μουδιάζουν απ’ την απόλυτη βεβαιότητα. Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε. Προσπάθησε κάτι να πει, αλλά απ’ το στόμα του βγήκαν μόνο άναρθροι ήχοι, σαν να είχαν σπάσει οι φωνητικές του χορδές. Έκανε ένα βήμα και κοντοστάθηκε. Αμέσως μετά, διέσχισε το δωμάτιο και άρχισε να κομματιάζει τη μακέτα με τη βαριά βάση του πορτατίφ. Χτυπούσε, μετά ξανασήκωνε τη βάση μουγκρίζοντας και ξαναχτυπούσε, και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν η Κατερίνα – που στεκόταν δίπλα στη μακέτα και δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό σε όλη τη διάρκεια της καταστροφής – είχε γίνει κάτασπρη απ’ τα θραύσματα και το μόνο που απέμενε απ’ το μοντέλο ήταν οι κομματιασμένες βάσεις των κτιρίων, που ορθώνονταν προς τα πάνω σαν κομμένα δόντια.

«Πάει. Τέλειωσε. Τέρμα», είπε ο ΜακΚόρμικ αφήνοντας τη βαριά βάση του πορτατίφ να πέσει απ’ τα δάχτυλά του. Στρώνοντας τα μαλλιά του, άφησε επάνω τους μια λουρίδα αίμα από μια πληγή που είχε ανοίξει στο χέρι του. Ολόγυρά του, ο Έσκο ένιωθε τα κύματα της λύσσας και του μίσους του ΜακΚόρμικ, αλλά εξακολουθούσε να μένει ακίνητος.

Ο ΜακΚορμικ έτριψε τα μάτια του με τα χέρια του. Από κάπου μακριά, ακούστηκε το κλάμα της σειρήνας ενός πλοίου. Η Κατερίνα προσπαθούσε να ανάψει τσιγάρο.

«Κατερίνα, είσαι καλά;» είπε ο Έσκο.

«Να», είπε ο ΜακΚόρμικ και της άναψε το τσιγάρο μη δίνοντάς της την ευκαιρία να απαντήσει. Ξαναβάζοντας τον αναπτήρα του στην τσέπη, έσκυψε στο πάτωμα, σήκωσε ένα κομμάτι απ’ τον σπασμένο ουρανοξύστη και τον πέταξε πιο πέρα. «Τα βαρέθηκα όλα αυτά. Σε βαρέθηκα κι εσένα, Έσκο, με το φριχτό σου πρόσωπο». Πίσω απ’ το γραφείο, ξεβίδωσε το καπάκι μιας απ’ τις πένες και μισοκλείνοντας τα μάτια στο μισοσκόταδο, άρχισε να περιφέρει το στυλό του από συμβόλαιο σε συμβόλαιο γρατζουνώντας τα με τις υπογραφές του. «Πες μου κάτι», είπε κοιτάζοντας τον Έσκο σαν να του είχε μόλις κατέβει κάποια καινούρια ιδέα στο κεφάλι. Τι θα ’λεγες αν σε διαβεβαίωνα ότι ακόμα και τώρα έχεις κάποιες ελπίδες; Τι θα ’λεγες αν σε διαβεβαίωνα ότι θα έσχιζα επί τόπου αυτά τα συμβόλαια, αν μου έλεγες ότι ποτέ δεν αγάπησες την Κέιτ; Καθόλου. Ούτε μια στιγμή. Και ότι το μόνο που σκεφτόσουν πάντα ήταν να χτίσεις τον πολύτιμο ουρανοξύστη σου. Τι θα έλεγες, Έσκο; Τι θα έκανες τότε; Θα την αποκήρυσσες;»

«Όχι», είπε ο Έσκο χωρίς να διστάσει στιγμή. Μπορούσε να σχεδιάσει άλλον ουρανοξύστη, άλλους εκατό. Πουθενά στον κόσμο, όμως, δε θα μπορούσε να βρει άλλη Κατερίνα.

«Η Κατερίνα έχει δίκιο τελικά. Είσαι μεγάλο κορόιδο», είπε ο ΜακΚόρμικ. Η μανία του έσβησε και τώρα μιλούσε με πικρή ηρεμία. «Δε θα κάνεις κανένα μεγάλο έργο, Έσκο. Στην είχαμε στημένη απ’ την αρχή. Απ’ τη στιγμή που ήρθες σε μένα μετά την κηδεία του Κέρμπυ. Απ’ την αρχή γνώριζα πως θα το κάνω αυτό. Και ξέρεις ποιο είναι το κλου στην υπόθεση; Η Κέιτ ήταν κι εκείνη στο παιχνίδι. Σωστά δεν τα λέω, αγάπη μου;»

Ο Έσκο ένιωσε ένα κύμα ναυτίας. Σαν να είχε χάσει την επαφή του με τον κόσμο. Τώρα βυθιζόταν. «Κατερίνα», είπε και η τρεμάμενη φωνή του έσπασε.

«Όχι – σε παρακαλώ». Πήδηξε στο πάτωμα και τα γόνατά του λύγισαν. Ένιωθε εξαπατημένος, προδομένος.

«Έσκο», είπε εκείνη αλλά τίποτε άλλο.

Χαστούκισε τον εαυτό του, πρώτα απ’ την καμένη πλευρά, μετά απ’ την άλλη, σκόπιμα, δυνατά, τόσο δυνατά που το κεφάλι του άρχισε να κουδουνίζει σαν να βρισκόταν σε καμπαναριό. Δίπλα στο χέρι του στο πάτωμα είδε ένα κομμάτι απ’ τη μακέτα που είχε πετάξει λίγο πριν ο ΜακΚόρμικ κι έτσι, με την κορφή του ουρανοξύστη που είχε ονειρευτεί να χτίσει, άρχισε να χτυπάει το μέτωπό του ώσπου το δέρμα άνοιξε και το αίμα άρχισε να κυλάει στα μάτια του. Το αληθινό μέγεθος της απάτης και της προδοσίας έφτασε επί τέλους στο κέντρο του μυαλού του. Η Κατερίνα ήταν απ’ την αρχή στη συνωμοσία. Ένιωθε συντετριμμένος, ένιωθε ότι πιο χαμηλά δεν μπορούσε να πέσει.

Από κάπου μακριά, άκουσε τώρα τον ΜακΚόρμικ που τα ψέματά του τού είχαν φανεί τόσο ειλικρινή. «Έξοχα», έλεγε. «Ω, τι υπέροχα. Η πληγωμένη φινλανδική αρκούδα κάνει το νούμερό της. Το έργο: Η Κάθοδος στην Άβυσσο της Αυτολύπησης».

Τα χρυσοφόρα χέρια του ΜακΚόρμικ άρχισαν να χειροκροτούν: κλαπ κλαπ κλαπ.

«Τύφλα να  ’χει η Μετροπόλιταν».

Κάτι μέσα στον Έσκο τον έκανε να χαμογελάσει. Όποιος είναι τυφλός απ’ το ένα μάτι, μπορεί να δει απ’ το άλλο. Όποιος κουτσαίνει, μπορεί και περπατάει ακόμα. Στο στόμα του είχε τη γεύση του αίματος και ξαφνικά είδε τον εαυτό του πίσω στη Φινλανδία, στο χωριό, να τρέχει προς ένα σπίτι που απ’ τα παράθυρά του έβγαιναν φλόγες. Ένα δοκάρι έσπασε. Άλλο ένα τζάμι κομματιάστηκε. Τα μάτια του γέμισαν καπνό και άρχισαν να τον τσούζουν. Το δέρμα του άρχισε να τον καίει. Το χαλί που πατούσε του φάνηκε ότι άρχισε να σηκώνεται πυρακτωμένο. Άκουσε τη φωνή της μητέρας του να ουρλιάζει και ένα κύμα οργής τον κατέκλυσε. Πήδηξε πάνω στο τραπέζι σκορπίζοντας στυλό και συμβόλαια και ρίχτηκε στον ΜακΚόρμικ με γυμνό puukko. Ζεστό αίμα κύλησε απ’ το μάγουλο του ΜακΚόρμικ και ο Έσκο ξαναχτύπησε κόβοντας τα μεταξοντυμένα χέρια που είχε σηκώσει να προστατέψει το πρόσωπό του. Βία και χάος. Η Κατερίνα ούρλιαζε παρακαλώντας τους να σταματήσουν.

Ο ΜακΚόρμικ σύρθηκε μακριά απ’ την καρέκλα του και τώρα πια ήταν πεσμένος στα γόνατα μπροστά απ’ το γραφείο σε στάση προσευχής. Το αίμα έτρεχε ποτάμι απ’ το πρόσωπό του και απλωνόταν στο πάτωμα, καθώς ο Έσκο ξαναρίχτηκε πάνω του. Μια εικόνα απ’ το Τάμπερε αναδύθηκε μπροστά του και πλησίασε το θύμα του με το  puukko έτοιμο, όπως είχε δει τότε να κάνει ο Χολμ – ο δολοφόνος Χολμ – πριν του κόψει την καρωτίδα. Τα μάτια του ΜακΚόρμικ είχαν γεμίσει τρόμο και έκπληξη· το σοκ του ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε ούτε να παρακαλέσει· δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε, τι επρόκειτο να του συμβεί.

«Μη», είπε η Κατερίνα. «Σε ικετεύω».

Ο Έσκο δίστασε, κοιτάζοντάς τη. Οι χάντρες στο φόρεμά της άστραψαν στο φως.

«Πάμε να φύγουμε», είπε. «Πάμε, Έσκο. Να φύγουμε μαζί, εσύ κι εγώ».

Καθώς ο Έσκο πήγαινε προς το μέρος της, το δεξί του πόδι γλίστρησε στο γεμάτο αίματα μάρμαρο. Έπεσε προς τα πίσω, σαν σε σλόου μόσιον, με το puukko να κόβει σκέτο αέρα και το κεφάλι του να χτυπάει με δύναμη στο πάτωμα. Ένιωσε τον κόσμο να χάνεται για μια στιγμή και ξαναξύπνησε βλέποντας αστέρια. Το κόκκινο μωσαϊκό του ταβανιού τον κοιτούσε καταπρόσωπο αναβοσβήνοντας σαν ουρανός βουτηγμένος στο αίμα. Τα φώτα που έριχναν οι απλίκες έμοιαζαν να τρεμοσβήνουν. Ένιωσε έναν βαρύ πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού και άκουσε την αμυδρή, σχεδόν έκπληκτη φωνή του ΜακΚόρμικ:

«Θα μου μείνει σημάδι, παλιοπούστη».

Ο ΜακΚόρμικ ήταν πίσω απ’ το γραφείο και σκούπιζε το πρόσωπό του με ένα μαντήλι που είχε γίνει κιόλας κατακόκκινο. Σε ένα συρτάρι, βρήκε αυτό που έψαχνε, ένα πιστόλι με αδαμαντοστόλιστη λαβή με έξι σφαίρες στη θαλάμη. «Αυτό το κέρδισα από κάποιο λαθρέμπορο στο πόκερ», είπε ο ΜακΚόρμικ. Με δυσκολία στεκόταν όρθιος. Βλέποντας ένα μισογεμάτο μπουκάλι σαμπάνιας στο γραφείο, ήπιε μια γουλιά και το πέταξε στο πάτωμα. Θα πεθάνεις τώρα, Έσκο. Θα σε πυροβολήσω με το πιστόλι του λαθρέμπορου. Σε νόμιμη άμυνα, προφανώς. Δεν λένε ότι η καλύτερη ιστορία είναι η αλήθεια; Και η Κέιτ θα με υποστηρίξει, φυσικά. Γιατί η Κέιτ είναι ένα καλό κοριτσάκι που ξέρει το συμφέρον της».

Γύρω απ’ το στόμα του ΜακΚόρμικ είχαν μαζευτεί σάλια. Τα σκούπισε με το ένα χέρι καθώς όρμησε προς το μέρος του Έσκο με το ρεβόλβερ προτεταμένο στο άλλο. Στο μυαλό του, ο Έσκο ξαναβρέθηκε στο Τάμπερε, στο φράγμα με τον Κλάους, δευτερόλεπτα πριν ανοίξουν πυρ από απέναντι. Το μάτι του έπαιξε από δω κι από κει ψάχνοντας το puukko – αλλά δεν το είδε πουθενά. Κλώτσησε προς τα πάνω και πέταξε το περίστροφο απ’ το χέρι του ΜακΚόρμικ.

Αργότερα, όταν προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε γίνει, δε θα θυμόταν το θόρυβο, μόνο την εκτυφλωτική λάμψη σαν να είχαν όλα γίνει οπτική αίσθηση, καθαρή και εκρηκτική. Το κεφάλι του στριφογύριζε ανάμεσα σε μαύρα κενά και σπίθες, μουτζούρες και τρεμάμενες γλώσσες φωτιάς. Εκείνος και ο ΜακΚόρμικ κυλιόντουσαν στο πάτωμα ανταλλάσσοντας χτυπήματα. Μετά ο Έσκο κατάλαβε ότι δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του. Αγκάλιαζε σκέτο αέρα. Ο ΜακΚόρμικ του είχε ξεφύγει.

Η φωνή του ΜακΚόρμικ έκρωξε: «Ριχ’ του, Κέιτ. Για τ’ όνομα του Θεού, τέλειωσέ τον. Σκότωσέ το το παλιόσκυλο».

Ο Έσκο ανασηκώθηκε στα πόδια του, ζαλισμένος, παραπατώντας, πιτσιλισμένος απ’ το αίμα του ΜακΚόρμικ και με τα βεγγαλικά ακόμα να αστράφτουν στο κρανίο του. Η γλώσσα του ανακάλυψε ότι είχε χάσει ένα δόντι· τα ούλα του έτρεχαν αίμα χωρίς σταματημό. Το μαύρο και χρυσό σχέδιο του μαρμάρινου πατώματος σιγά-σιγά ξαναπήρε το συνηθισμένο του σχήμα στα μάτια του.

Το ρεβόλβερ – με αδαμαντοστόλιστη λαβή όπως έβλεπε τώρα – ήταν στο αριστερό χέρι της Κατερίνας. Τον σημάδευε ίσια στην καρδιά.

«Ρίχ’ του! Για το Θεό, ρίχ’ του τώρα!»

Πάτησε αυτό το παιδί. Η Κατερίνα τον κοίταξε χωρίς καμιά έκφραση στο βλέμμα της. Ίσως έφτασε τελικά το τέλος, σκέφτηκε. Ίσως όλα τελειώνουν εδώ.

Μελέτησε κάθε λεπτομέρεια της κίνησής της, καθώς ερχόταν προς το μέρος του διασχίζοντας το δωμάτιο: τη γυαλάδα του φορέματός της, τις χορευτικές κινήσεις των ποδιών της και τη σκόνη απ’ τη μακέτα που έπεφτε απ’ τα μαλλιά της. Θυμήθηκε ένα κοριτσάκι που ήρθε προς το μέρος του κρατώντας ένα καθρέφτη στο χέρι. Χαμογέλασε.

«Πυροβόλησέ τον. Κέιτ, για το Θεό...»

Σήκωσε το όπλο προς το κεφάλι της και ο Έσκο είχε ήδη αρχίσει να της φωνάζει να μη το κάνει. Όμως εκείνη άγγιξε το μάγουλό της με το ψυχρό μέταλλο της κάνης σαν κάτι να ήθελε να διώξει από κει ή σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει τι να κάνει. «Δεν μπορώ να το κάνω».

«Δώσε μου το όπλο», είπε ο ΜακΚόρμικ με φωνή που προσπαθούσε να μείνει σταθερή. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και το αίμα έτρεχε απ’ το μάγουλό του ποτίζοντας το κολάρο του πουκαμίσου του. «Πρόσεχε, Κέιτ. Δε θέλω να πάθεις κακό. Δώσε μου το όπλο. Θα τον αποτελειώσω εγώ».

Η πρώτη σφαίρα πήρε τον ΜακΚόρμικ στον ώμο, αποσπώντας ένα κομμάτι του φράκου του λες και το είχε χτυπήσει τσεκούρι. «Τι – γιατί;» είπε, και τα σοκαρισμένα του μάτια κοίταξαν με δυσπιστία το κατεστραμμένο ρούχο καθώς προχωρούσε προς την Κατερίνα με το χέρι απλωμένο. «Τι διάολο...»

Του έριξε άλλες δύο στο στήθος· καθώς έκανε πίσω έχοντας αρχίσει να καταρέει προσπάθησε να κρατηθεί απ’ την άκρη του τραπεζιού, αλλά εκείνη του έριξε άλλες δύο στην κοιλιά.

Στο πάτωμα, σήκωσε το κεφάλι του και προσπάθησε να ανασηκωθεί, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Σωριάστηκε πάλι κάτω και το σώμα του άρχισε να βγάζει κάτι σαν βογγητό και σαν σφύριγμα, καθώς το αίμα έτρεχε απ’ τις πληγές κι ο αέρας προσπαθούσε να μπει στο σώμα του απ’ αυτές.

«Θεέ μου, Κατερίνα», είπε και προσπάθησε να ανασηκωθεί ξανά. Το χέρι του άγγιξε αδύναμα το πουκάμισό του εκεί που ο αιμάτινος λεκές απλωνόταν ταχύτατα. Ξεροκατάπιε και η μύτη του έτρεξε κι αυτή αίμα. Τα τακούνια των λουστρινιών του έξυσαν το πάτωμα σαν να προσπαθούσε πάλι να σηκωθεί όρθιος.

Στον πόλεμο, ο Έσκο είχε δει ανθρώπους να πεθαίνουν και υπήρχε πάντοτε μια στιγμή που τα μάτια τους έπαιρναν μια έκφραση άσχετη με τον πόνο που ένιωθε το σώμα τους· ένα ευεργετικό μούδιασμα ίσως ή ένα κύμα αναμνήσεων. Είδε τώρα αυτό το βλέμμα στα μάτια του ΜακΚόρμικ.

........

 

elogos.gr