Όμηρος Αβραμίδης: "Άκου το τραγούδι της βροχής"

 

εκδόσεις Ωκεανίδα

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΚΑΙ ΛΙΖΑ

 

 

Ακόμα κι αν προσπαθούσε, όταν έφτασε στο σπίτι του Κλέαρχου η Λίζα δε θα τα κατάφερνε να θυμηθεί ούτε ένα στιγμιότυπο από τη διαδρομή Αθήνα – Πειραιά. Δε θα μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απ’ όσα μεσολάβησαν από τη στιγμή που ο οδηγός του ΙΧ την κατέβασε από το αυτοκίνητό του στην Πλατεία Ομονοίας. Δεν  άκουσε καν τις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις του αν πονάει κάτι, δεν αντέδρασε όταν τη ρώτησε αν θέλει να της δώσει το τηλέφωνό του. Απλά έφυγε. Κατέβηκε σαν ρομπότ τις σκάλες προς τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, μπήκε στο τρένο χωρίς να θυμηθεί ότι έπρεπε να βγάλει εισιτήριο, βγήκε από το τρένο όταν είδε το βαγόνι ν’ αδειάζει και κατευθύνθηκε σαν υπνωτισμένη προς το σπίτι όπου έμενε με τη Γεωργία. Μόνο όταν έφτασε στο Πασαλιμάνι, καθώς πλησίαζε το σπίτι της, απέκτησε ξαφνικά συναίσθηση του χώρου και του χρόνου, της πέρασε από το νου η σκέψη πως μπορεί να βρίσκονταν κιόλας οι δικοί της στο διαμέρισμά της να την περιμένουν, έκανε επιτόπου στροφή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Κλέαρχου. 

   Ο Κλέαρχος πετάχτηκε αμέσως επάνω μόλις άκουσε το κουδούνι. Άνοιξε και την είδε μπροστά του σε χειρότερο χάλι απ’ ότι πριν από μερικές ώρες και σίγουρα με σβησμένη από το πρόσωπό της τη σπίθα της ελπίδας που είχε δει μετά το τηλεφώνημα που είχε κάνει στον Πέτρο, πριν ξεκινήσει να πάει να τον βρει.

     ‘Λιζάκι μου, τι έγινε;’ τη ρώτησε κι η φωνή του μαρτυρούσε  όλη την ανησυχία, την τρυφερότητα και τη συμπόνια που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής του.

      Εκείνη είδε στα μάτια του να καθρεφτίζεται όλος ο δικός της πόνος, ο πόνος  που εκείνος είχε κάνει και δικό του, κι αυθόρμητα όρμησε και τον αγκάλιασε, ακούμπησε το μάγουλό της στο στήθος  του κι άρχισε να συγκλονίζεται από λυγμούς.

      Ο Κλέαρχος, την τράβηξε μέσα, έσπρωξε κι έκλεισε την πόρτα κι ύστερα  την κράτησε για λίγο στην αγκαλιά του, της χάιδεψε τα μαλλιά και την άφησε να κλάψει. Την κράτησε μέχρι που ένιωσε τους λυγμούς να καταλαγιάζουν. Μετά, με το χέρι του περασμένο στη μέση της  την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι. Κάθισε απέναντί της.

     ‘Πες μου τι έγινε’, της είπε με αγωνία στη φωνή του. ‘Βρήκες τον Πέτρο;’

     Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, ύστερα έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της κι άρχισε πάλι να κλαίει. Ήταν φανερό πως το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν  πιο τραυματικό ακόμα κι  από τα όσα είχαν συμβεί στο σπίτι της.  Ο Κλέαρχος κάθισε δίπλα της, στο κρεβάτι και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

     ‘Λίζα’, της είπε. ‘Κάνε κουράγιο. Όλα περνάνε κάποια στιγμή’.

     Εκείνη εξακολουθούσε να κλαίει.

    ‘Μίλησα με τη Γεωργία’, της είπε  ο Κλέαρχος. ‘Είπε πως θα έρθει’.

     Πριν τελειώσει καλά καλά τη φράση του κτύπησε το κουδούνι. Ο Κλέαρχος πήγε στην πόρτα. ‘Ποιος είναι;’ Ρώτησε.

     ‘Εγώ είμαι, η Γεωργία’.

      Ο Κλέαρχος άνοιξε κι η Γεωργία μπήκε μέσα ανήσυχη, έχοντας μάθει τα καθέκαστα από τον Κλέαρχο που πήγε και τη βρήκε όση ώρα η Λίζα βρισκόταν στην Αθήνα.

    Είδε τη Λίζα  με το πρόσωπό  κρυμμένο στις παλάμες της, να κλαίει. Κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε με τη σειρά της κι εκείνη έγειρε στην ποδιά της φίλης της και παραδόθηκε πάλι στους λυγμούς της.

     Ο Κλέαρχος κάθισε απέναντί τους. Το βλέμμα του συναντήθηκε μ’ εκείνο της  Γεωργίας. Κανείς από τους δυο δε μίλησε. Έμειναν σιωπηλοί αφήνοντας την κοινή τους  φίλη να κλάψει, ξέροντας κι οι δυο πως ήταν το μόνο φάρμακο που είχε στη διάθεσή της αυτή την ώρα.

       Πέρασαν μερικά λεπτά κι η Λίζα φάνηκε να ηρεμεί. Σήκωσε το κεφάλι της και το πονεμένο της βλέμμα κοίταξε πρώτα τη Γεωργία κι ύστερα τον Κλέαρχο.

      ‘Τι έγινε με τον Πέτρο;’ τη ρώτησε η Γεωργία. Και καθώς η φίλη της χαμήλωσε τα μάτια χωρίς ν’ απαντήσει, πρόσθεσε. ‘Ο Κλέαρχος μου είπε πως πήγες να του ζητήσεις να επικοινωνήσει με τους δικούς σου’.

      Η Λίζα κούνησε πάλι το κεφάλι της, θλιμμένα. ‘Καλύτερα να μη μιλάμε για τον Πέτρο’, είπε κι ένα καινούριο κύμα από δάκρυα πλημμύρισε τα μάτια της. ‘Μήπως με αναζήτησαν οι δικοί μου;’ ρώτησε μετά.

      ‘Η μητέρα σου είναι στο σπίτι μας. Ήρθε πριν από λίγο. Της είπα πως δε σε είδα, όπως μου είπε ο Κλέαρχος ότι ήθελες να κάνω. Είναι σε κακό χάλι. Θέλεις να έρθεις να τη δεις;’

       Η Λίζα έμεινε για λίγο σκεφτική. Θα ήθελε να δει τη μητέρα της. Θα ήθελε να γείρει στην αγκαλιά της και να κλάψει, να νιώσει το παρηγορητικό της χάδι. Ήξερε όμως πως αν έκανε κάτι τέτοιο δε θα χαιρόταν πολλή ώρα το χάδι της μητέρας της. Το  χέρι του πατέρα της θα ερχόταν ακόμα πιο βίαιο αυτή τη φορά και θα την αποσπούσε από την στοργική αγκαλιά της. 

     Ξαφνικά ένιωσε ρίγος,  σαν να την είχαν βουτήξει σε παγωμένο νερό. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη. Οι δυο φίλοι της την είδαν να γέρνει στο κρεβάτι και να τραβά την κουβέρτα γύρω της. ‘Κρυώνω’, ψέλλισε  μέσα από τα δόντια της.

     Ο Κλέαρχος κι η Γεωργία βρέθηκαν κι οι δυο όρθιοι, δίπλα της. ‘Πέσε κάτω από τα σκεπάσματα’, της είπε ο Κλέαρχος.

     ‘Ελα’, της είπε η γεωργία αγκαλιάζοντάς την. ‘Σήκω να πέσεις κανονικά στο κρεβάτι, να μπορέσουμε να σε σκεπάσουμε καλά’.

      Τη βοήθησαν να σηκωθεί σήκωσαν τα σκεπάσματα και την έβαλαν να ξαπλώσει από κάτω, ντυμένη όπως ήταν. Ο Κλέαρχος πήγε κι έφερε κι άλλη κουβέρτα από το ντουλάπι και την έριξε κι αυτήν από πάνω της. Η Λίζα εξακολουθούσε να τρέμει κι ο Κλέαρχος ξαναπήγε στο ντουλάπι κι έφερε και την καπαρτίνα του. Ήξεραν πως το πρόβλημα  δεν ήταν το κρύο. Η θερμοκρασία μέσα στο σπίτι πρέπει να ήταν γύρω στους δεκαοχτώ βαθμούς.

     ΄Κανένα τσάι και καμιά ασπιρίνη έχεις;’ ρώτησε τον Κλέαρχο η Γεωργία στην απόγνωσή της, κι ο Κλέαρχος έτρεξε στην κουζίνα.

     Τη βοήθησαν να πιει ένα τσάι, της έδωσαν και μια ασπιρίνη και κάθισαν δίπλα της. Την έβλεπαν  να τραντάζεται στο κρεβάτι κι αναρωτιούνταν τι άλλο μπορούσαν να της κάνουν. Δεν είχαν άλλο φάρμακο από το χάδι τους που, όμως, δε φαινόταν να τη βοηθάει.

     Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να υποχωρήσει το ρίγος. Η Λίζα φάνηκε επιτέλους  να ηρεμεί.  Έκλεισε τα μάτια κι έμειναν κι οι δυο να την κοιτάζουν, αμίλητοι. Κάποια στιγμή η αναπνοή της έγινε πιο βαθιά και πιο αργή. Κατάλαβαν πως την πήρε ο ύπνος. Έμειναν ακίνητοι στη θέση τους για μερικά ακόμη λεπτά. Μετά η Γεωργία σηκώθηκε τελείως αθόρυβα κι έκανε νόημα στον Κλέαρχο να την ακολουθήσει. Απομακρύνθηκαν όσο μπορούσαν από το κρεβάτι και τότε η Γεωργία μίλησε στον Κλέαρχο ψιθυριστά. ‘Τι θα κάνω με τη μητέρα της;  Τι να της πω;’

     Ο Κλέαρχος έμεινε να την κοιτάζει σκεφτικός. ‘Πες της πως δεν την είδες’, απάντησε. ‘Τι άλλο να της πεις; Αν της πεις πως είναι εδώ θα έρθει και θα είναι πολύ χειρότερο για τη Λίζα. Ας την αφήσουμε να ησυχάσει γι’ απόψε, κι αύριο αν είναι καλύτερα βλέπουμε’.

      Η Γεωργία έστρεψε το βλέμμα προς τη Λίζα που εξακολουθούσε να κοιμάται. ‘Κι εσύ πού θα κοιμηθείς απόψε;’ Τον ρώτησε.

     ‘Αυτό δεν είναι πρόβλημα’, απάντησε ο Κλέαρχος. ‘Εγώ κοιμάμαι και κάτω, στο πάτωμα. Το πρόβλημα είναι πώς θα βοηθήσουμε τη Λίζα’.

      ‘Ίσως πρέπει να καλέσουμε και κάποιο γιατρό να τη δει’, ψιθύρισε η Γεωργία. ‘Αλλά τώρα, μια και κοιμήθηκε, ας την αφήσουμε. Εγώ πρέπει να πάω, γιατί είπα στη μητέρα της ότι βγαίνω για να πάρω ψωμί. Αν χειροτερέψει η κατάσταση έλα και κτύπησέ μου το κουδούνι. Βρες μια δικαιολογία’.

       ‘Εντάξει, μείνε ήσυχη’, της είπε ο Κλέαρχος και κινήθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε και περίμενε τη Γεωργία να βγει.

        ‘Καληνύχτα’, του είπε εκείνη κι όπως είπαμε.

        ‘Καληνύχτα’.

        Η Γεωργία έφυγε κι ο Κλέαρχος άναψε το φως της κουζίνας κι έσβησε το φως του υπνοδωματίου από φόβο μη ξυπνήσει τη Λίζα το έντονο φως. Μετά, κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο πρόσωπό της  που ούτε ο ύπνος δεν είχε γαληνέψει. Οι μελανιές φαίνονταν ακόμα και στο αχνό φως που ερχόταν από την κουζίνα, μαρτυρώντας την τραγωδία που είχε ζήσει.  Θεέ μου, ας κοιμηθεί μέχρι το πρωί, προσευχήθηκε ο Κλέαρχος. Υποψιαζόταν πως της έλειπε ύπνος, πως πρέπει να είχε περάσει πολλές νύχτες άυπνη κι αυτό τον έκανε να ελπίζει πως ίσως απόψε  τα κατάφερνε να κοιμηθεί μέχρι το πρωί.   

     Συνέχισε να την κοιτάζει, με την καρδιά του γεμάτη αγωνία, τρέμοντας μην ξυπνήσει και βρεθεί πάλι αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Καθόταν ακίνητος, δεν τολμούσε ούτε ν’ αναπνεύσει, να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.

     Πόση ώρα κάθισε έτσι ο Κλέαρχος, όπως θα καθόταν μια  στοργική μάνα δίπλα στο άρρωστο παιδί της, ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Κάποια στιγμή ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν. Το κεφάλι του έγειρε αργά προς τα δεξιά και τον πήρε ο ύπνος καθισμένο στην καρέκλα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΚΑΙ ΛΙΖΑ

 

 Μετά από πολλές προσπάθειες και συνεντεύξεις, η Λίζα κατάφερε να βρει μια απογευματινή δουλειά, όπως επιδίωκε, για να μπορεί το πρωί να πηγαίνει στο σχολείο της. Προσλήφθηκε από ένα γιατρό του ΙΚΑ που διατηρούσε και δικό του ιατρείο στα Πατήσια, όπου δεχόταν ιδιωτικούς ασθενείς το απόγευμα. Ο μισθός δεν ήταν σπουδαίος, αλλά έτσι κι αλλιώς ο Κλέαρχος δεν ήθελε ν’ ακούσει όταν του πρότεινε να μοιράζονται το ενοίκιο. Άσε που τη ρωτούσε όλη την ώρα αν χρειαζόταν λεφτά για να της δώσει.

    Η Λίζα δεν άργησε να συνηθίσει τη δουλειά και να κερδίσει την εκτίμηση και  το σεβασμό του εργοδότη της και των ασθενών του.

    Ο γιατρός θεόδωρος Λιόσης, τριάντα πέντε χρονών, παχουλός και στρογγυλοπρόσωπος, με μεγάλα μάτια και πυκνά μαύρα μαλλιά, ήταν  άνθρωπος ευγενικός και καλοσυνάτος, κι ήξερε να εκτιμά την καλή συμπεριφορά και την εργατικότητα. Έτσι είχε εντυπωσιαστεί από τους καλούς τρόπους της Λίζας, την εξυπνάδα  και την προθυμία της και της φερόταν περισσότερο σαν φίλος παρά σαν εργοδότης.

    Αλλά κι η Λίζα ήταν ενθουσιασμένη μαζί του κι έκανε ότι μπορούσε για να τον διευκολύνει στη δουλειά του. Φρόντιζε να είναι πάντα στο γραφείο πριν φτάσει ο γιατρός, να του κανονίζει τα ραντεβού του, να συγυρίζει τους φακέλους των ασθενών του.   Ήταν ευγενική στο τηλέφωνο και   φερόταν στους πελάτες του με ζεστασιά.

    Κάθε απόγευμα, έπαιρνε τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά και κατέβαινε στο σταθμό του Αγίου Ελευθερίου, στα Πατήσια. Δούλευε από τις πέντε μέχρι τις εννιά και μισή και μετά ακολουθούσε την αντίθετη πορεία μέχρι το σταθμό του Πειραιά όπου την περίμενε σχεδόν κάθε βράδυ ο Κλέαρχος, την υποδεχόταν μ’ ένα φιλί, περνούσε το χέρι του γύρω από τη μέση της κι εκείνη γύρω από τη δική του και τραβούσαν για το υπόγειο διαμέρισμα της Υψηλάντου.

    Με εξαίρεση τις δύσκολες στιγμές που περνούσε η Λίζα όταν τηλεφωνούσε στη μητέρα της για να της πει πως ήταν καλά, κατά τα άλλα η ζωή της δίπλα στον Κλέαρχο εξελισσόταν σε ένα παράδεισο που ποτέ πριν δεν είχε ονειρευτεί. Ήταν ένας παράδεισος  φτιαγμένος από τους δυο τους, για τους δυο τους.

     Εκείνος  στο μεταξύ πάλευε να βρει μια καλύτερη δουλειά.  Πέρασε όμως ένας χρόνος χωρίς να τα καταφέρει.

    Ο Κλέαρχος κόντευε να κλείσει τα είκοσι, η Λίζα ήταν μερικούς μήνες μεγαλύτερη. Ήταν πολύ νωρίς να σκέφτονται για γάμο, ωστόσο ο Κλέαρχος το σκεφτόταν. Εκείνα τα χρόνια η κοινωνία δεν έβλεπε με καλό μάτι τη συμβίωση ανύπαντρων ζευγαριών. Εξάλλου, δεν έπαυε ν’ απασχολεί τον Κλέαρχο το γεγονός ότι μια φορά τη βδομάδα, όταν η Λίζα τηλεφωνούσε στη μητέρα της, ερχόταν αναστατωμένη στο σπίτι. Υπολόγιζε πως αν την παντρευόταν, ο πατέρας της μπορεί να άλλαζε στάση απέναντί της. Ήξερε, απ’ ότι του έλεγε η Λίζα - σύμφωνα με ότι μάθαινε κι αυτή από τη μητέρα της - πως ο πατέρας της είχε φτάσει στο σημείο ν’ αρνιέται πως είχε κόρη, να μη θέλει ούτε να τη δει ούτε να την ακούσει. Και καταλάβαινε πως η Λίζα πονούσε. Κι εκείνος αγαπούσε τη μητέρα του, κι ήθελε να μπορούσε να τη δει. Αλλά το είχε πάρει απόφαση. Αντάλλαζε γράμματα μαζί της, μάθαινε πως είναι καλά κι ήταν ικανοποιημένος. Ένιωθε  όμως πως η Λίζα είχε πρόβλημα κι έπρεπε να γίνει κάτι γι’ αυτό.

 

 Ήταν Κυριακή πρωί, μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη του 1973.  Η δικτατορία είχε μόλις πριν λίγες μέρες γιορτάσει την έκτη επέτειο της ‘επανάστασης’ όπως αποκαλούσε τον εαυτό του το καθεστώς, κι η ελπίδα για αλλαγές στην ανύπαρκτη πολιτική ζωή του τόπου δεν πρόβαλλε ακόμα από πουθενά.

    Ο Κλέαρχος καθόταν με τη Λίζα στην Καστέλα κι έτρωγαν το παγωτό τους μπροστά στο λιμανάκι, κάτω από ένα ζεστό ήλιο. Ο κόσμος γύρω τους, καθισμένος στα τραπεζάκια και παραδομένος στη νωχέλεια που γεννούσε η ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, φαινόταν να μην θέλει να καταβάλει ούτε την απλή προσπάθεια που απαιτείται για να μιλήσει κανείς.. Άλλοι κάπνιζαν, άλλοι έπιναν  τον καφέ τους κι όλοι απολάμβαναν σιωπηλοί  τις ζεστές ακτίνες του ήλιου και  τη  θέα της θάλασσας, πέρα από την προκυμαία και  τα μικρά σκάφη  που λικνίζονταν δεμένα στο μουράγιο. 

    Για λίγη ώρα,  ο Κλέαρχος κι  η Λίζα έκαναν ότι κι ο υπόλοιπος κόσμος: απολάμβαναν κι αυτοί σιωπηλοί το μαγικό γαλάζιο  που αντανακλούσε το ζεστό και εκτυφλωτικό φως του ουρανού.

      Κάποια στιγμή ο Κλέαρχος έφερε το χέρι του στο μέτωπο για να προστατέψει τα μάτια του από τον ήλιο και στράφηκε προς την Λίζα. ‘Ξέρεις’, της  είπε, ‘βαρέθηκα να ψάχνω για δουλειά κα να μη βρίσκω’.

     ‘Σε καταλαβαίνω’, του είπε η Λίζα. ‘Αλλά κάνε λίγο υπομονή. Έτσι κι αλλιώς έχεις δουλειά, δεν κάθεσαι’.

      ‘Έχεις δίκαιο’, απάντησε ο Κλέαρχος. Εξάλλου σε λίγους μήνες  θα πάω στρατιώτης. Άντε επιτέλους να  πάω να τελειώνω’.

       ‘Βλέπω  βιάζεσαι’, σχολίασε η Λίζα.

       ‘Ασφαλώς βιάζομαι’.

       ‘Γιατί;’

       ‘Για να σε παντρευτώ’, της απάντησε απλά.

       Η Λίζα έμεινε να τον κοιτάζει. Το πρόσωπό της έδειξε  έκπληξη στην αρχή, μετά χαρά. Ωστόσο θέλησε να τον πειράξει. ‘Εμένα με ρώτησες;’ του είπε χαμογελώντας.

      ‘Δε θέλεις;’ της είπε.

      Η Λίζα άφησε κάτω το παγωτό της και του έδωσε ένα φιλί στα χείλη. ‘Δεν είμαστε πολύ μικροί ακόμα;’ σχολίασε μετά.

      ‘Και τι σημασία έχει; Φοβάσαι μήπως αργότερα το μετανιώσουμε;’

      Τον φίλησε πάλι. ‘Από τη μεριά μου δεν υπάρχει περίπτωση’, του απάντησε και τα μάτια της έδειχναν έντονη συγκίνηση.

      ‘Ούτε από τη μεριά μου’, της είπε εκείνος και πρόσθεσε. ‘Γι’ αυτό βιάζομαι  να πάω να τελειώνω το στρατιωτικό μου. Για να μπορέσουμε να παντρευτούμε όσο γίνεται πιο γρήγορα’.

      Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάζει χαμογελαστή, συγκινημένη. Ο Κλέαρχος είδε τη συγκίνηση στο πρόσωπό της και, σαν να’ θελε  να την τσιγκλίσει κι άλλο, συνέχισε. ‘Θέλω να μου κάνεις παιδιά, πολλά παιδιά. Κι εμείς θα τα αγαπάμε τα παιδιά μας, δε θα τα αναγκάσουμε ποτέ, μα ποτέ, να φύγουν από το σπίτι τους’.

      Η Λίζα δάκρυσε κι ο Κλέαρχος ένιωσε την επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του, αλλά το ζαχαροπλαστείο ήταν γεμάτο κόσμο και ντράπηκε.

     ‘Πάμε στο σπίτι μας’ της είπε. ‘Εκεί μπορώ να σου δείξω καλύτερα πόσο σ’ αγαπώ’.

      Σηκώθηκαν και περπάτησαν πιασμένοι χέρι χέρι, ανέβηκαν την ανηφόρα, πέρασαν από το Πασαλιμάνι και πήραν το δρόμο προς το σπίτι τους, προς το υπόγειο διαμέρισμα όπου δεν έφταναν οι ακτίνες του ήλιου, αλλά ζέσταινε η αγάπη τους.

 

 

κατα παραχώρηση του εκδότη στο elogos.gr