Γιάννης Ρεμούνδος: "Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού"

 

εκδόσεις Ψυχογιός

 

 

 

Δευτέρα 4 Μαρτίου

Έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον στην πόρτα του γραφείου. Εκείνη έβγαινε κι ο Αποστόλης έμπαινε να πάρει κιμωλίες.

«Ουπς!» έκανε η κοπέλα.

«Συγνώμη…» μουρμούρισε εκείνος· κι όπως τραβήχτηκε στην άκρη για να περάσει, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά σαν το τύμπανο της παρέλασης.

Δεν έφτανε που χτυπούσε η καρδιά του, είχε ξεραθεί και το στόμα του^ όσο για τα πόδια του τα ’νιωθε σαν παράλυτα. Την είδε να ανεβαίνει τις σκάλες γέρνοντας λίγο το σώμα της, σαν ιστιοφόρο. Φορούσε μια ξεχειλωμένη μπλούζα και ένα φαρδύ παντελόνι. Τα μαλλιά της ανέμιζαν σαν το πέπλο της νύχτας έτσι μαύρα που ήταν.

«Ποια να είναι!» αναρωτήθηκε μηχανικά κι είχε ξεχαστεί λες κι έβλεπε για πρώτη φορά το διάδρομο του σχολείου, λες και δεν είχε ζήσει εκεί μέσα πέντε χρόνια.

«Τι έπαθες, ρε!» του φώναξε ο Γιώργος Βερνίκος από την κορφή της σκάλας, εκεί όπου είχε χαθεί η πεντάμορφη του παραμυθιού.

«Τίποτε…» απάντησε, γιατί δεν μπορούσε να του πει ότι είχε συναντήσει την άνοιξη αυτοπροσώπως!

«Και τι θα γίνει με τις κιμωλίες; Ο κύριος Γυφτοδήμος περιμένει δέκα ώρες!» γκρίνιαξε ο Βερνίκος και μια και δεν τον έβλεπε κανείς, σκαρφάλωσε στην κουπαστή της σκάλας και κατέβηκε κάνοντας τσουλήθρα. Προσγειώθηκε με μαεστρία πλάι στον Αποστόλη που εξακολουθούσε να στέκεται σαν στήλη άλατος.

Ο Αποστόλης δεν απάντησε, μόνο προσπάθησε να στρώσει τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του που δεν έστρωναν και πετάγονταν απείθαρχα σαν βελόνες. Ο Βερνίκος έτσι που τον είδε αφηρημένο έκανε ένα μορφασμό, μπήκε στο γραφείο, πήρε τις κιμωλίες και βγήκε σχεδόν αμέσως.

«Άντε, κουνήσου. Ο κύριος Γυφτοδήμος είπε ότι έχει να μας αναγγείλει κάτι…»

«Τι;»

«Αφού τον ξέρεις τον κύριο Γυφτοδήμο. Άμα δε μας σκάσει πρώτα δε θα μας το πει…»

Τα δυο παιδιά ανέβηκαν στη σκάλα αμίλητα και βρήκαν την τάξη τους ξεσηκωμένη και τον δάσκαλό τους να επιμένει ότι την τελευταία ώρα θα τους ανακοίνωνε «το σπουδαίο νέο, το συναρπαστικό, το συγκλονιστικό!»

«Προς το παρόν συγκεντρωθείτε στα σύνθετα κλάσματα!» κατέληξε παίζοντας με την κιμωλία σαν ταχυδακτυλουργός, και όλοι το πήραν απόφαση ότι έπρεπε να κάνουν υπομονή για την αναγγελία του μεγάλου, του σπουδαίου νέου.

Όλων τα βλέμματα είχαν στυλωθεί στα μυστηριώδη σύνθετα κλάσματα και τα πρόσωπά τους είχαν πάρει σοβαρή έκφραση σε μια προσπάθεια να καταλάβουν τα ανεξήγητα, εκτός από τον Αποστόλη που το μυαλό του είχε κολλήσει στην κοπέλα που ανέβαινε τις σκάλες, συγκλονισμένος ακόμη από εκείνο το ξάφνιασμα λες και τον έσπρωξαν επίτηδες στα παγωμένα νερά την ώρα που παρακολουθούσε το ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα. Τέτοιο ξάφνιασμα! Αναρωτιόταν αν ήταν της φαντασίας του ότι εκείνη είχε μαύρα μάτια, και με το στιλό έκανε γραμμές στο πρόχειρο με τέτοιον τρόπο, σαν να έφτιαχνε μια σκάλα με ατέλειωτα σκαλοπάτια.

Το θολό φως της συννεφιασμένης μέρας ήταν σαν να μισοκοιμάται στα παράθυρα. Μάρτης μήνας. Τα σύνθετα κλάσματα παραήταν σύνθετα κι ευτυχώς που ο κύριος Γυφτοδήμος ήταν υπομονετικός, μεθοδικός κι αποφασισμένος να τους κάνει να τα καταλάβουν. Δεν υπήρχε μαθητής του που να μην τον υπεραγαπά.

Πέρασε η ώρα, χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα και οι μαθητές πετάχτηκαν στην αυλή ξαναμμένοι, κάνοντας υποθέσεις για εκείνο το συγκλονιστικό νέο που είχε εξάψει τη φαντασία τους.

«Λες να μας πάνε εκδρομή;»

«Τι εκδρομή, μωρέ, αφού είπε ο άνθρωπος για παιχνίδι».

«Άμα ακούς τους μεγάλους να μιλάνε για παιχνίδι, καμιά βλακεία θα είναι».

Άλλος έλεγε το μακρύ του, άλλος το κοντό του, εκτός από τον Αποστόλη που απομακρύνθηκε από τα πηγαδάκια των φίλων του κι έψαξε να βρει εκείνο το κορίτσι. Το εντόπισε κοντά στο γήπεδο του μπάσκετ να κουβεντιάζει με τη Σταματίνα της έκτης. Οι δύο κοπέλες μιλούσαν σοβαρά, δηλαδή μόνο η Σταματίνα η πολυλογού μιλούσε. Ήταν ένα κορίτσι παχουλό και κεφάτο. Ο Αποστόλης ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό κοιτάζοντάς τες με την άκρη του ματιού του, και η σκέψη του έκανε κύκλους σαν αεροπλάνο που δεν του επέτρεπαν την προσγείωση. Προσπαθούσε να διαπιστώσει από κει όπου βρισκόταν αν τα μάτια της κοπέλας ήταν μαύρα, όταν ο Μπίλης τον πλεύρισε βιαστικός.

«Έχουμε πολεμικό συμβούλιο στο σχόλασμα!» του είπε, έχοντας κλειστό το ένα μάτι, γιατί εκείνη τη μέρα ήταν πειρατής. Πίσω του στεκόταν ο Βερνίκος κρατώντας ένα φανταστικό μαχαίρι μες στα δόντια.

Ο Μπίλης ήταν ένα γεροδεμένο παιδί με μονίμως θυμωμένο πρόσωπο. Ήταν ο αρχηγός της συμμορίας Σιδερένιες Γροθιές. Ο ευκίνητος Βερνίκος, μονίμως βρόμικος και ατημέλητος, ήταν υπαρχηγός του.

«Δε με παρατάς, ρε Μπίλη…» απάντησε κακόκεφα ο Αποστόλης.

«Δε θα γίνεις ποτέ σου άντρας!» δήλωσε κατηγορηματικά ο πειρατής κι έκανε νόημα στον υπαρχηγό του να ανεβάσουν πανιά, να σαλπάρουν.

Όταν ξανακοίταξε προς τη μεριά που κουβέντιαζαν οι δύο κοπέλες εκείνες είχαν εξαφανιστεί, κι ο Αποστόλης ένιωσε σα να του είχαν δώσει μια δυνατή γροθιά στα μούτρα, αλλά δεν πρόλαβε να βάλει τις φωνές γιατί χτύπησε το κουδούνι.

 

 

Ο κύριος Γυφτοδήμος μπήκε στην τάξη κάπως επίσημος, κάπως σφιγμένος λες και θα έβγαζε λόγο, για να τους ανακοινώσει εκείνο το συναρπαστικό, το συγκλονιστικό νέο.

«Ξέρετε τι σημαίνει εκκεντρικός;» ρώτησε.

Ακούστηκαν μερικές ιδέες. Άλλος είπε ότι είναι ο περίεργος, ο ιδιόρρυθμος, κάποιος άλλος ότι είναι αυτός που κάνει του κεφαλιού του χωρίς να υπολογίζει την γνώμη των άλλων, τέτοια.

«Ωραία· ένας εκκεντρικός πλούσιος λοιπόν αποφάσισε να δώσει ένα σπουδαίο έπαθλο σε όποιο από τα παιδιά της πέμπτης κι έκτης βρει έναν κρυμμένο θησαυρό!»

«Θησαυρό!» έκαναν όλοι μαζί και αντιβούιξε η τάξη σαν να έσκασε φουρνέλο. Ο κύριος Γυφτοδήμος σήκωσε τα χέρια του να τους καθησυχάσει.

«Ακριβώς. Οργάνωσε λοιπόν ένα κυνήγι θησαυρού στη γύρω περιοχή. Οι γρίφοι δεν είναι πολύ δύσκολοι κι ούτε απαιτούν ιδιαίτερες γνώσεις. Εκείνο που χρειάζεται είναι υπομονή και μεθοδικότητα. Από την άλλη, μπορείτε να έχετε όποια βοήθεια θέλετε από τους γνωστούς σας, κι ακόμη θα υπάρχει κάποιος στο Ίντερνετ με το ψευδώνυμο Ηνίοχος που όποτε τον νικάτε στο σκάκι, θα σας δίνει τη λύση όταν βρίσκεστε σε κάποια δυσκολία».

Δεν κατάλαβαν και πολλά, αλλά αυτός ήταν ο τρόπος του κυρίου Γυφτοδήμου όταν τους ανακοίνωνε κάτι. Άντε πάλι από την αρχή...

«Και τι θα γίνει με όσους δεν έχουν κομπιούτερ;»

«Και τι θα γίνει με όσους δεν ξέρουν σκάκι;»

«Και ποιο είναι το έπαθλο;»

«Μπορούμε να φτιάξουμε ομάδες;»

«Τι είναι ο Ηνίοχος;»

«Κάνε το κεφάλι σου πιο κει, δε βλέπω…»

«Και πότε θα γίνει αυτό;»

«Αρχίζετε από αύριο κι όσο τραβήξει, δηλαδή μέχρι να βρει κάποιος την τελική λύση του μυστηρίου και να ανακαλύψει πού κρύβεται ο θησαυρός».

«Εσείς το ξέρετε;»

«Αυτό δε σας αφορά. Εγώ θα σας πω την αρχή και ύστερα θα συνεχίσετε μόνοι σας. Οι γρίφοι είναι διασκορπισμένοι στην περιοχή μας, μέρη που τα ξέρετε, που τα βλέπετε σχεδόν καθημερινά. Σας επαναλαμβάνω: ένας θα είναι ο νικητής ακόμα κι αν ψάξετε σαν ομάδα. Μπορείτε όμως να σχηματίσετε ομάδες, να ορίσετε έναν εκπρόσωπο και να μοιραστείτε το έπαθλο. Η ισχύς εν τη ενώσει…»

«Σκίσε, τι;»

Κάτι τέτοια έλεγε ο κύριος Γυφτοδήμος, κι αναρωτιόνταν τι γλώσσα μιλούσε!

«Η δύναμη που αποκτούμε όταν κάνουμε κάτι όλοι μαζί. Εκείνο πάντως που σας τονίζω είναι ότι χρειάζεται μεγάλη επιμονή και υπομονή. Το έπαθλο, σας το ξαναλέω, είναι πολύ πολύ μεγάλο! «Κι άνοιξε τα χέρια του σαν να ήταν φτερά αετού.» Αλλά κι αν δεν κερδίσετε το έπαθλο, θα έχετε κερδίσει το ωραίο ταξίδι, την περιπέτεια…»

Η τάξη είχε αναστατωθεί κι ο ένας κοιτούσε τον άλλον. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή και μερικοί είχαν πεταχτεί πάνω.

«Θα σας πω τώρα πού θα βρείτε το πρώτο σημάδι για να ξεκινήσετε την έρευνά σας. Αυτό το σημάδι θα σας οδηγήσει κάπου όπου θα βρείτε ένα άλλο ίχνος, και πάει λέγοντας».

Εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα η διευθύντρια του σχολείου.

«Ελπίζω να μη φορτώσουν τα μαθήματά τους στον κόκορα με όλα αυτά!» είπε.

«Εμένα μου λες!» απάντησε πολύ σιγανά ο κύριος Γυφτοδήμος σκυθρωπός.

«Βασιλάκη, τι έχει, παιδί μου, το μάτι σου;»

«Τίποτε, κυρία Αμαλία…» είπε ο Μπίλης ανοίγοντας το μάτι του, παύοντας να παριστάνει τον πειρατή για λίγο.

«Ποιο είναι το πρώτο σημάδι;» ρώτησε η Γωγώ, που είχε ζηλέψει τη δόξα της συμμορίας Σιδερένιες Γροθιές και ήθελε να φτιάξει τη δική της συμμορία μόνο με κορίτσια, αλλά ακόμη δεν είχε βρει συντρόφισσες.

«Αρχίζουμε λοιπόν! Σε κάποιο χάρτη μέσα στο σχολείο είναι σημειωμένο το μέρος απ' όπου θα πάρετε τις πρώτες οδηγίες!»

«Πανεύκολο! Στην Αυστραλία θα είναι, εκεί έχει τις καλύτερες κρυψώνες!» φώναξε ο Βερνίκος, και η διευθύντρια έκανε μεταβολή και βγήκε από την τάξη.

«Φέρτε μου χάρτες!» φώναξε ο Μπίλης έτοιμος να κόψει τη γη καθέτως, οριζοντίως και διαγωνίως.

«Εντάξει, αλλά για να μη σκίσουμε όλους τους χάρτες πέφτοντας πάνω τους σαν τις μύγες, θα τους κρεμάσουμε στο διάδρομο και ψάξτε όσο θέλετε στα διαλείμματα. Δε χρειάζεται βιασύνη. Υπομονή χρειάζεται και σκέψη…»

«Εμείς θα τον βρούμε πρώτοι τον θησαυρό!» δήλωσε ο Μπίλης κοιτάζοντας περήφανος τη Χρύσα. Εκείνη φταρνίστηκε, γιατί ήταν αλλεργική στη σκόνη της κιμωλίας, κι έπειτα έβγαλε ένα αρωματικό μαντιλάκι και σκουπίστηκε με κομψές κινήσεις.

«Πώς σου φαίνεται, ρε Τόλη;» ρώτησε ο Βερνίκος από δίπλα.

«Ξέρω κι εγώ; Κάπως μπερδεμένα μου φαίνονται όλα αυτά...» μουρμούρισε εκείνος αφηρημένα και σκεφτόταν την κοπέλα, τον τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες και τα μαύρα μαλλιά της που έμοιαζαν με το πέπλο της νύχτας.

«Από αύριο λοιπόν τα σπουδαία…» κατέληξε ο κύριος Γυφτοδήμος, κι είδε κι έπαθε να τους επαναφέρει στο μάθημα με τα σύνθετα κλάσματα.

Φαινόταν όμως καθαρά ότι κανένας τους δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί· κι όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, πετάχτηκαν όλοι σαν ελατήρια, ξεχύθηκαν στο προαύλιο κουβαλώντας τα σακίδιά τους και μιλούσαν για τον κρυμμένο θησαυρό. Τα μάτια τους έλαμπαν κι οι κινήσεις τους ήταν νευρικές, άσε που είχαν και μια πείνα άλλο πράγμα — δεν έβλεπαν τίποτε μπροστά τους. Ο Αποστόλης προχώρησε μόνος του σαν χαμένος ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών, ψάχνοντας να εντοπίσει τα μαύρα μαλλιά της και μια ξεχειλωμένη ζακέτα. Δεν την είδε και απογοητεύτηκε. Βγήκε στο δρόμο βαρύς, σκεφτικός.

 

 

«Αποστόλη, περίμενε…» άκουσε μια φωνή πίσω του και γύρισε.

Ήταν η Σταματίνα μαζί μ' εκείνο το κορίτσι, κι αμέσως ένιωσε το μυαλό του να αδειάζει και την ανάσα του να σταματά λες κι έκανε μακροβούτι.

«Η φίλη μου η Αγγελική. Αυτός είναι ο Αποστόλης, είμαστε γείτονες…» έκανε τις συστάσεις η Σταματίνα και κάποιοι τους σκούντησαν.

«Α, κουτουλήσαμε το πρωί στην πόρτα του γραφείου…» είπε εκείνη, και η φωνή της ήταν απαλή σαν το θρόισμα των συκοφύλλων κάποια καλοκαιριάτικα μεσημέρια.

Τον θυμόταν λοιπόν! Ο Αποστόλης κούνησε το κεφάλι του μπρος-πίσω. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, γιατί ούτε άχνα δεν κατάφερνε να βγάλει. Ευτυχώς η Σταματίνα δεν έβαζε γλώσσα μέσα κι έτσι η αμηχανία του και η ταραχή του πέρασαν απαρατήρητα. Προχώρησαν όλοι μαζί. Η Αγγελική περπατούσε στητή κι αμίλητη, κι ο Αποστόλης έλεγχε τα βήματά του προσπαθώντας να ανασάνει το άρωμά της. Η μικρή αδερφή της ερχόταν από πίσω σκουντουφλώντας στα πόδια της. Η Σταματίνα μιλούσε για το θέμα της ημέρας, δηλαδή για το θησαυρό, κι έκανε διάφορες υποθέσεις.

«Εσύ τι λες, φιλενάδα;» κατέληξε.

«Δεν είμαι εγώ για τέτοια…» είπε η Αγγελική αναστενάζοντας, κι ο αναστεναγμός της άγγιξε την καρδιά του Αποστόλη σαν πυρωμένο καρφί.

«Είσαι και παραείσαι! Δε θα βάλεις το κεφάλι κάτω επειδή έτυχε μια αναποδιά!» την αποστόμωσε η Σταματίνα και συνέχισε τη φλυαρία της για το πόσο θαρραλέα πρέπει να αντιμετωπίζουν οι νέοι τις δυσκολίες, μέχρι που έφτασαν στο σπίτι που έμενε η Αγγελική — ένα παλιό σπίτι πλάι σε μια νεόκτιστη πολυκατοικία.

Καθώς έβγαζε το κλειδί από την τσέπη της, ο Αποστόλης πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο πρόσωπό της. Τελικά δεν ήταν μαύρα αλλά πολύ σκούρα καστανά... κι ένιωσε τη σκέψη του να αρμενίζει στον Εύξεινο Πόντο. Η αδερφή της σκουντούφλησε στο σκαλοπάτι και τα δυο κορίτσια εξαφανίστηκαν πίσω από την πόρτα.

«Ποια είναι, δεν την έχω ξαναδεί…»

«Αχ, τη φουκαριάρα!» είπε μελοδραματικά η Σταματίνα. «Μεγάλη δυστυχία! Εδώ και μια βδομάδα έχουν έρθει από την Καλαμάτα. Ο πατέρας της είχε εργοστάσιο αλλά έπεσε έξω και έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξέρουν πού βρίσκεται. Έτσι μου είπε, αλλά εγώ έμαθα ότι είναι στη φυλακή. Είχε κάνει καταχρήσεις στη δουλειά του, δεν κατάλαβα καλά, παρανομίες τέλος πάντων, κι έτσι τον έκλεισαν μέσα. Κι επειδή όπως καταλαβαίνεις δεν άντεχαν το κουτσομπολιό, τα μάζεψαν κι ήρθαν εδώ. Η μάνα της όλο τρέχει στην Αθήνα σε δικηγόρους και το σπίτι το έχει αναλάβει η Αγγελική, που πρέπει να φροντίζει και τη μικρή αδερφή της».

«Γι’ αυτό είναι τόσο λυπημένη;»

«Γι’ αυτό, και πρέπει να τη βοηθήσουμε… Κάτι πρέπει να κάνουμε…»

«Βέβαια, αλλά τι;»

«Να, σκεφτόμουν το θησαυρό, το έπαθλο. Αν καταφέρναμε να το κερδίσουμε και να της το δίναμε… Θα ζητήσω από τον Σωκράτη να μας βοηθήσει Ο Σωκράτης όλα τα καταφέρνει…» είπε η Σταματίνα, σίγουρη για τις ικανότητες του αδερφού της.

Ο Σωκράτης πήγαινε στην πρώτη γυμνασίου αλλά έδειχνε μεγαλύτερος. Ήταν ένα σοβαρό παιδί, το καμάρι της γειτονιάς τους. Όλοι είχαν να το λένε για τον καλό του χαρακτήρα.

«Και θα βγει έτσι ο πατέρας της από τη φυλακή;»

«Όχι, ρε παιδί μου, αλλά θα τους βοηθήσουμε οικονομικά να βγούνε από τη μαύρη φτώχεια».

«Και πού το ξέρεις ότι είναι βουτηγμένοι στη μαύρη φτώχεια με κοτζάμ εργοστασιάρχη πατέρα!»

«Μα καλά, στραβός είσαι; Δε βλέπεις πώς ντύνεται! Το παντελόνι της είναι σαν τσουβάλι κι οι σόλες των παπουτσιών της έχουν ξεκολλήσει. Με τα ίδια ρούχα έρχεται εδώ και μια βδομάδα σχολείο. Άμα λέμε μαύρη φτώχεια, εννοούμε μαύρη φτώχεια! Λοιπόν, συμφωνείς;»

«Ε, βέβαια…»

«Αποστόλη, είσαι ένας Δον Κιχώτης!»

Τους είχε τρελάνει με τον Δον Κιχώτη, αλλά το βιβλίο λες και ήταν ατέλειωτο, ανυπομονούσαν να μάθουν τι θα γινόταν επιτέλους στο τέλος.

 

 

Χώρισαν στη γωνία κι ο Αποστόλης έκανε μια ώρα να βρει το κλειδί από την αφηρημάδα του. Είχε ένα μυστικό βαθιά μέσα του και νόμιζε ότι η γιαγιά του θα το διάβαζε στο πρόσωπό του, αλλά η γιαγιά είχε τα αρθριτικά της που τη βασάνιζαν και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τις έννοιες του εγγονού της.

«Έλα, πασά μου, κάθισε να φας…»

Παρόλο που πεινούσε, οι μπουκιές δεν κατέβαιναν με τίποτε. Ένα περίεργο πράγμα ένιωθε, λες και είχαν ανακατευτεί τα σωθικά του. Η γιαγιά ανησύχησε.

«Τι συμβαίνει; Δεν πεινάς;»

«Πεινάω, αλλά δεν μπορώ να φάω…»

Η γιαγιά τον κοίταξε με απορία.

Όλο το απόγευμα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο διάβασμά του. Όλα του έφταιγαν. Δεν μπορούσε να βολευτεί στην καρέκλα του, η μπλούζα τον τσιμπούσε στο λαιμό,τη μια κρύωνε και την άλλη ζεσταινόταν.

«Μα τι μου συμβαίνει!» αναρωτήθηκε και κοίταξε το δωμάτιό του σαν να μην το αναγνώριζε, σαν να είχε βρεθεί ξαφνικά σε ξένο τόπο.

Ο κρυμμένος θησαυρός του εκκεντρικού κυρίου Ηνίοχου, το μελαγχολικό πρόσωπο της Αγγελικής, ο φυλακισμένος της πατέρας, τα σύνθετα κλάσματα, ο Μπίλης ο πειρατής και τα πολεμικά του συμβούλια, όλα στριμώχνονταν μες στο κεφάλι του. Το μυαλό του ήταν μπερδεμένο σαν τον καιρό: τη μια έκανε ότι θα βρέξει κι όλο το μετάνιωνε, και την άλλη ο ήλιος πρόβαλλε χαμογελαστός κι έπειτα από λίγο ψιχάλιζε. Όλο το απόγευμα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και μόνο ξεφύλλιζε το ένα βιβλίο μετά το άλλο κι έγραφε αριθμούς που δεν ήταν αριθμοί αλλά ορνιθοσκαλίσματα.

«Πώς πήγε το σχολείο;» τον ρώτησε η μάνα του επιστρέφοντας από τη δουλειά.

«Καλά. Θα ψάξουμε για ένα θησαυρό…» είπε και βάλθηκε να της εξηγεί.

Εκείνη χαμογελούσε κάπως απόμακρα σαν να μην τον άκουγε, σαν να μην τον πίστευε. Κι ένα περίεργο πράγμα: το πρόσωπό της έμοιαζε με το πρόσωπο της Αγγελικής. Πολύ περίεργο.

 

 

κατα παραχώρηση του εκδότη στο elogos.gr