Συνέντευξη με τον Αντώνη Σαμαράκη

«Η λογοτεχνία είναι μια απεγνωσμένη απόπειρα ανθρώπινης επικοινωνίας»

Του Βασίλη Λεβαντίδη

 

Δε σταμάτησε ούτε στιγμή να πιστεύει ότι «Ζητείται ελπίς» στον σύγχρονο κόσμο μας. O «αιώνιος έφηβος» και αγαπημένος συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης, μέσα από το έργο του αλλά και τον αυθεντικό και πηγαίο δημόσιο λόγο που επί χρόνια άφοβα αρθρώνει και με επίκεντρο τον άνθρωπο, συνεχίζει να αφυπνίζει τις συνειδήσεις μας και να «χρησιμοποιεί» τη λογοτεχνία ως όχημα κοινωνικής παρέμβασης και αντίστασης στη λήθη και την κάθε είδους αδικία.  Στιγματίζει τα κοινωνικά προβλήματα, υμνεί τον έρωτα και τη φιλία, αποζητά την ειρήνη και την ευημερία μέσα από τη συναδέλφωση και την πολιτιστική συνύπαρξη των λαών. Ο Αντώνης Σαμαράκης λατρεύει τους νέους. Έτσι εξηγείται και ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στον θεσμό της «Βουλής των Εφήβων», όπου κάθε χρονιά χτυπά η καρδιά της ελληνικής νεολαίας.

 

Πόσο δύσκολο είναι τελικά κ. Σαμαράκη να περπατά κανείς επί τόσα χρόνια στην «Οδό του Βιβλίου».

Βασίλη μου, όπως γράφει η τροχαία καμιά φορά οδός αδιέξοδος ή οδός μονής κατευθύνσεως (!)... θα τα δούμε όμως αυτά.

Το βιβλίο σας με τίτλο «Εν Ονόματι» των εκδόσεων «Καστανιώτη», βρίσκεται ήδη στην 10η έκδοσή του. Πόσο στ’ αλήθεια έρχεται στο νου σας, το πρώτο σας βιβλίο, που έδωσε το ισχυρό λογοτεχνικό σας στίγμα και σας έκανε γνωστό; «Ζητείται ελπίς» και σήμερα;

Ναι, δυστυχώς. Το βιβλιαράκι αυτό, φτωχική εμφάνιση, τυπωμένο με δικά μου ξενύχτια, είχε βγει το 1954. Σήμερα, στον 21ο αιώνα, δεν ξέρω τι θα γίνει επιτέλους να αλλάξει ο κόσμος αυτός και η Ελλάδα. Και σήμερα και πάλι κατέστη κύριο ερώτημα η αγωνία των απλών καθημερινών ανθρώπων –όλοι μας είμαστε καθημερινοί άνθρωποι, συγγραφείς και μη συγγραφείς. Είναι η ελπίδα, η αναζήτηση ελπίδας.

Είναι τόσο έντονα τα αιτήματα εκείνης της εποχής και ίσως ακόμη πιο έντονα σήμερα.

Βεβαίως έτσι είναι.

Οι κοινωνικές ανισότητες φαίνεται ότι μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο…

Πολύ καλά τα λέτε. Ας αρχίσουμε πάλι από την ελπίδα. Η ελπίδα, που θα έπρεπε να είναι ένα αγαθό σε κοινή χρήση ελεύθερο, είναι ένα αγαθό εν ανεπάρκεια αλλά και εν ελλείψει. Και βέβαια αν παλιά λέγαμε εμείς γενικά στο σχολείο «dum spiro spero», όσο αναπνέω ελπίζω. Αλλά στην Αθήνα, με την μόλυνση του περιβάλλοντος, όσο αναπνέεις δεν ελπίζεις γιατί μπαίνει και η μόλυνση. Αλλά και στην Θεσσαλονίκη, σήμερα που διάβαζα στις εφημερίδες, στον «Αγγελιοφόρο» ότι έχετε μία σημαντική μόλυνση, ένα νέφος. Και πάλι δεν ελπίζεις λοιπόν. Εδώ χρειάζεται αγώνας ατομικός και συλλογικός για να βρεθεί αυτή η ελπίδα.

Επικαλείστε συχνά τον Μακρυγιάννη.

Βεβαίως γιατί μ’ έχει καταπλήξει ο αγώνας του, η σοφία του η ταπεινοσύνη του, η σεμνότητά του η παλικαριά του, το ήθος του και αυτό βέβαια το απροσκύνητος που έλεγε. Το απροσκύνητος!

Η ζωή είναι ένας αγώνας.

Άμα τα βάζεις κάτω δεν πας πουθενά.

Κύριε Σαμαράκη στο έργο σας προτιμάτε να μιλάτε απλά και με παραδείγματα για τα συναισθήματα μεταξύ των ανθρώπων. Στο βιβλίο σας «Εν Ονόματι» περιλαμβάνετε αρκετά παραδείγματα μαθητών. Τα τελευταία χρόνια ζούμε επανειλημμένα τις μικρές αλλά και τις μεγάλες επαναστάσεις των μαθητών για καλύτερη μόρφωση και παιδεία. Πως βλέπετε αυτές τις πρωτοβουλίες των νέων; 

Καταρχήν, αν μου επιτρέπετε να σας πω ότι σωστά λέτε για τους ήρωες στα βιβλία μου -διηγήματα και μυθιστορήματα- δεν είναι ποτέ πρόσωπα επίσημα, αυτό που λέμε οι επίσημοι. Δεν με ενδιαφέρουν, μου είναι αδιάφοροι. Ξέρεις πολύ καλά ότι όταν ένα αγόρι πει σε ένα κορίτσι είμαι ερωτευμένος μαζί σου, το να του πει το κορίτσι απλώς και μόνο μου είσαι αδιάφορος είναι η πιο βαριά ποινή. Μου είναι αδιάφοροι. Τα παιδιά με συγκινούν, οι καθημερινοί άνθρωποι και εμείς οι λεγόμενοι συγγραφείς και λογοτέχνες είμαστε καθημερινοί άνθρωποι. Εγώ στα νιάτα μου πίστευα όταν ξεκίνησα τη λογοτεχνία ότι έχω ένα ΄Αγιο Πνεύμα «εν είδει περιστεράς» στη δημόσια έμπνευση, κάτι σαν επιφοίτηση…

Άνθρωπος σημαίνει «άνω θρώσκω»

Ναι, ναι, αλλά όταν το συζήτησα με τον πατριάρχη τελευταία, μου είπε «συμφωνώ μαζί σου». Του λέω ότι εσείς της Εκκλησίας αναφέρετε το «Ανω Σχώμεν τας καρδίας» αλλά τα μάτια πρέπει να είναι κάτω, στο πεζοδρόμιο, όπου είναι τα φρικτά κοινωνικά προβλήματα, τα βάσανα των απλών ανθρώπων.

Έχετε δηλώσει ότι οι εξουσίες έχουν την τάση να ξεχνούν το ανθρώπινο παράδειγμα.

Ε αυτό είναι! Μα αυτό είναι το λάθος τους. Ενώ είναι πάνοπλες, πανίσχυρες, τον ανθρώπινο παράγοντα τον ξεχνούν. Όποτε έπεσε μια δικτατορία, μία χούντα, ένα τυραννικό καθεστώς, ο ανθρώπινος παράγων ήταν που τον γκρέμισε. Ο ανθρώπινος παράγων τον οποίο ξεχνούν. Θα είδατε και πρόσφατα, στις χώρες εκείνες που έχουν καθεστώτα τυραννικά πως βούλιαξαν σαν να ήταν από χαρτάκι.

Γνωρίζουμε όλοι τη λατρεία και την αγάπη που έχετε προς τα παιδιά, τα οποία μάλιστα σας την ανταποδίδουν.

Και εσύ δεν τα αγαπάς ;

Όλοι μας. Σας παρακολουθούμε κάθε χρόνο στη «Βουλή των Εφήβων», να πρωτοστατείτε στηρίζοντας, ενισχύοντας και καθοδηγώντας τα παιδιά. Μιλήστε μας λίγο για αυτήν την προσπάθεια. Πως είναι να μιλούν τα παιδιά για τα δικά τους προβλήματα και να ακούνε οι μεγάλοι, θυμίζοντας παράλληλα τον γνωστό στίχο «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα»...

Φοβερός στίχος. Δεν είμαι πρωτεργάτης πουθενά, απλώς συνεργάζομαι με άλλους επιστήμονες ανθρώπους με πάθος για μια καλύτερη Ελλάδα ως πρέσβης καλής θέλησης και της UNISEF και των Γιατρών χωρίς Σύνορα. Η Βουλή των εφήβων ήταν μια ιδέα μια έμπνευση του Απόστολου Κακλαμάνη, τον οποίο θεωρώ με όλη μου την συνείδηση εθνικό κεφάλαιο. Εθνικό κεφάλαιο. Πρόκειται για μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Έχουμε σήμερα γύρω στις 15-16 χώρες που ζητάνε το μοντέλο της ελληνικής «Βουλής των εφήβων», διότι δεν υπάρχει πουθενά. Και υπάρχει μία επιτροπή στην οποία με τίμησε ο Πρόεδρος της Βουλής αναθέτοντάς μου τη θέση του Πρόεδρου, με εθνική ομοψυχία. Συζητάμε με διάλογο. Είναι μια επιτροπή αποτελούμενη από επιστήμονες. Συζητά με διάλογο, με αντιπαραθέσεις αλλά με ομοψυχία, με καλή καρδιά, όλο το πρόγραμμα κάθε χρόνο της «Βουλής των Εφήβων». Από εκεί και πέρα καλούνται όλα τα Λύκεια δημόσια και ιδιωτικά σε όλη την Ελλάδα. Η δευτέρα Λυκείου αλλά από φέτος βάλαμε και την πρώτη Λυκείου γιατί είναι ώριμα τα παιδιά. Τα παιδιά είναι ώριμα, μην ακούω αυτήν την κοτσάνα, «παιδί είναι δεν καταλαβαίνει»!. Εσύ δεν καταλαβαίνεις ότι το παιδί καταλαβαίνει!  Και μετά η Επιτροπή δεν έχει καμία ανάμειξη στην αξιολόγηση των επιτυχόντων, που γράφουνε ένα ελεύθερο θέμα.  Αυτό θέλω να τονίσω, δεν είναι έκθεση με πρόλογο με επίλογο και τέτοια πράγματα. Ελεύθερα, ελεύθερα.

Μπαίνουν στην ουσία τα παιδιά;

Στην ουσία, μα και το μαχαίρι στην πληγή! Και είναι 400 καθηγητές Μέσης Εκπαιδεύσεως κλεισμένοι στο γήπεδο μπάσκετ του ΟΑΚΑ, του σταδίου μέρα και νύχτα, βλέπουν και αξιολογούν τα γραπτά. Οι εκατό δεν ξέρουν τι βάλανε οι άλλοι εκατό και όλοι οι υπόλοιποι και έτσι βγαίνει ο πίνακας.

Όταν ολοκληρώνεται κάθε διαδικασία, με ποια αίσθηση αποχωρείτε, ότι τα παιδιά τα είπανε και τελείωσε το θέμα; Του χρόνου να τα ξαναπούμε παρόμοια… Ποιες είναι πραγματικά οι δυνατότητες που πιστεύετε ότι έχει αυτός ο θεσμός; Μπορεί π.χ. να ασκήσει πίεση για να αλλάξουν πράγματα στην κοινωνία μας;

Έβαλες το δάκτυλο «εις τον τύπον των ήλων». Λοιπόν ακριβώς και μένα αυτό είναι ο καημός μου, το βάσανο μου και των παιδιών. Τι γίνονται αυτά τα οποία τα παιδιά λένε. Τυπώνονται κάθε χρόνο, τα πρακτικά στενογραφημένα και των έξι επιτροπών, όπως είναι οι Επιτροπές της Βουλής. Τα παιδιά μιλάνε ελεύθερα στην ολομέλεια, το ίδιο ελεύθερα μπροστά στον κόσμο απευθείας. Τον έξοχο Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, στον Πρωθυπουργό και στους Βουλευτές. Μιλάνε πολύ σκληρά και για τους Βουλευτές και για τους Υπουργούς. Και για αυτά, πάλι πρακτικά κρατάμε και στο τέλος βγαίνει ένας τόμος τον οποίο θα σας αποστείλω, όπου υπάρχουν όλα κατά λέξη, δεν έχει αφαιρεθεί ούτε κόμμα από τα παιδιά και υπάρχει και μία πρωτοτυπία πολύ σπάνια στην Ελλάδα, στο τέλος δημοσιεύονται όλες οι κριτικές, τα δημοσιεύματα του τύπου ακόμη και τα δυσμενή.

Οι πολιτικοί μας λαμβάνουν υπόψιν αυτές τις προτάσεις.

Βεβαίως. Υπάρχουν πολλές προτάσεις. Τα παιδιά προτείνουν. Οι πολιτικοί μπορούν να ανατρέξουν στα πρακτικά. Ο σκοπός είναι πρώτα – πρώτα να τα διαβάζουνε; Να τα ανοίξουν και να τα διαβάσουν; Ύστερα τι κάνουνε; Αυτό είναι το θέμα ότι μένει ένα κενό εκεί.

Πολλές φορές έχετε πει ότι δεν σας ενδιαφέρουν τόσο τα ζητήματα που έχουν να κάνουν στενά με την πολιτική αλλά σας ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Γράφετε δηλαδή, για να μιλήσετε για τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αυτό διαφαίνεται και μέσα από τα βιβλία σας «Ζητείτε Ελπίς», το «Λάθος», το «Αρνούμαι»... Είναι κάτι σαν μανιφέστα τα έργα σας.      Όπως και το «Εν ονόματι», υποθέτω πως και αυτό έχει έναν χαρακτήρα μανιφέστου, που συσπειρώνει αγωνιστικά και δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να το αγαπήσουν.  Στο «Ζητείται ελπίς» γράφατε: «Όλα άρχισαν πολύ απλά έτσι όπως αρχίζει μία καινούργια μέρα. Σε κάτι ταβερνάκια ο αγαπημένος μου φίλος ποιητής και δημοσιογράφος και μια κοπέλα η Δήμητρα Παναγάκου. Τους έλεγα διάφορες ιστορίες. Άλλες ιστορίες της είχα ζήσει στην γειτονιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μεταξουργείο, στην πλατεία Βάθης, άλλες ήταν πλάσματα της φαντασίας μου. Μερικές ανάμικτες με την πραγματικότητα. Τότε οι δύο φίλοι μου με παρακινούσαν να τις γράψω. Έτοιμα διηγήματα είναι κάτσε να τα γράψεις. Με το πολύ το κάτσε – κάτσε, κάθισα και εγώ λέτε και έγραψα 12 διηγήματα το πρώτο μου βιβλίο «Ζητείτε ελπίς 1954». Τόσο απλά…

Απλά. Είναι τόσο απλά, έγιναν τόσο απλά, η ζωή είναι κατά βάθος απλή, εμείς την δυσκολεύουμε. Όλα είναι απλά και η ανθρώπινη επικοινωνία είναι ένα απλό πράγμα, εμείς το δυσκολεύουμε και το στερούμε. Και η λογοτεχνία είναι μία απόπειρα απεγνωσμένη ανθρώπινης επικοινωνίας. Μιλάς, την ακούει την φωνή σου ο άλλος, ο άγνωστος αναγνώστης την καταλαβαίνει απαντάει ενώ σ’ αυτόν που δεν την καταλαβαίνει δεν υπάρχει ανθρώπινη επικοινωνία. Απλώνεις το χέρι, το πιάνει ο άλλος το σφίγγει με το δικό του, γίνεται η ανθρώπινη επικοινωνία.

Έχετε ταξιδέψει πολύ. Όλα αυτά τα ταξίδια αποτελούν ερεθίσματα που αποτυπώνονται στο χαρτί. Μιλήστε μας λίγο για τα ταξίδια σας...

Έχω ταξιδέψει από τον καιρό που ήμουνα 16 χρονών. Μπήκα στα 15 στο Υπουργείο Εργασίας και αφού πέρασα μία περίοδο ένταξης σε μία οργάνωση επαναστατική, αναρχική, μετά απογοητεύτηκα. Ήμουνα ο Γραμματέας της Οργάνωσης αυτής, είχαμε μαθητικό τμήμα, ήταν 13,14,15 χρονών, πήγαινα στους Υπουργούς στα Υπουργεία, ζητάγαμε μαθητικά εισιτήρια, μαθητικά συσσίτια και μετά όταν είδα ότι έγινε Υπουργείο Εργασίας, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, έδωσα εξετάσεις στον αείμνηστο Γεώργιο Καρτάλη, μια μεγάλη προσωπικότητα, που ενώ ήταν από εύπορη οικογένεια του Βόλου μπήκε στην Εθνική Αντίσταση και αγωνίστηκε, σπουδαίο πολιτικό και ύστερα το 1936 ήρθε η δικτατορία του Μεταξά. Δεν του άρεσα εγώ, γούστο του, και με έδιωξε, έφυγα από το υπουργείο. Πριν όμως με διώξουνε είχα πάει στην Κωνσταντινούπολη, με κρατική αποστολή και μετά στο Βουκουρέστι. Στην Κωνσταντινούπολη δε,  έμεινα μόνο μία ημέρα και έπρεπε να πάω επειγόντως ολοταχώς σε μία κρατική υπηρεσία. Μπήκα σ’ ένα τραμ και άκουγα σ’  ένα κάθισμα δυο ανθρώπους να μιλάν ελληνικά. Πήγα κοντά τους και λέω είστε Έλληνες βρε παιδιά, που να κατέβω για να πάω εκεί; Και με αρπάζει ένα χέρι, ένας πελώριος αστυνομικός Τούρκος με σπάει στο ξύλο μέσα γιατί είχε βγει διαταγή.

 Και όποτε πηγαίνετε στην Τουρκία τρώτε ξύλο, λέτε συχνά;

Ναι τρώω ξύλο και άμα δεν φάω ανησυχώ ότι κάτι συμβαίνει.

Το ταξίδι στην Αιθιοπία …

Μετά είχαμε το ταξίδι αυτό το 1953, επτά μήνες στην Ευρώπη και από την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, που είναι ένα επίλεκτο όργανο των Ηνωμένων Εθνών και μετά Βραζιλία. Μία φορά, το 1953, όπου έπαιξα τη ζωή μου κορώνα γράμματα στο «νησί των Ανθέων», που έγινε κόλαση και παράδεισος. Δουλειά υπήρχε μόνο για τους φτωχούς μετανάστες, Έλληνες, Τούρκους, Γιουγκοσλάβους κ.ά. Μετά ήρθε το 1953,  στη Σενεγάλη και μετά ήρθαν πολλά άλλα ταξίδια. Αιθιοπία με τη UNICEF, το φοβερό εκείνο ταξίδι και μετά Ινδία και Πακιστάν.

Στα βιβλία σας επικαλείσθε συχνά παραδείγματα που αφορούν τις κοινωνικές διακρίσεις στα παιδιά του κόσμου, τις φυλετικές διακρίσεις, το ρατσισμό, την ξενοφοβία... Μπορεί αβίαστα να τα χαρακτηρίσει κανείς ως πράξεις πνευματικής αντίστασης. Είναι το βιβλίο μια πράξη κοινωνικής αντίστασης;

Βεβαίως. Υπήρχε πάντα. Το βιβλίο που να είναι λογοτεχνία αλλά συγχρόνως να έχει αγγίζει και τα καυτά κοινωνικά, τα ανθρώπινα προβλήματα. Μπορείς να γράψεις ένα διήγημα, ένα μυθιστόρημα με μια ιστορία ενός ανέργου που να είναι καθαρή λογοτεχνία. Αυτό το διήγημα να μην γίνεται μπροσούρα που λέμε πολιτική κ.ά. Μην ξεχνάς ότι οι αρχαίοι, οι μεγάλοι τραγικοί στην Αθήνα γράφανε για τα προβλήματα του καιρού τους και του τόπου τους και στέλνανε μηνύματα. Και ο Αριστοφάνης είναι βαθιά πολιτικοποιημένος αν το πούμε έτσι και δίνει μηνύματα και οι νεότεροι ξένοι συγγραφείς ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκόγκολ, ο Τολστόι, ο Μαγιακόφσκι, όλοι. Ο Τσέχωφ, που σήμερα με ντοκουμέντα που βρέθηκαν ήσαν ενεργός κοινωνικός αγωνιστής. Μην πάμε πολύ μακριά, μην ξεχνάς ότι η βελτίωση της θέσης των μαύρων στις Η.Π.Α. δεν έγινε από τίποτα καρδινάλιους και επισκόπους, έγιναν από εκείνο το βιβλιαράκι εκείνης της γυναικούλας που έγραψε την «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά», ότι εδώ απέκτησε η παγκόσμια κοινή γνώμη μια οδυνηρή αίσθηση τι σημαίνει πόλεμος με τα βιβλία του Εριθ Μαρία Ρεμάλκ «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο», με του Ανδρέα Λάζο του Ούγγρου «Άνθρωποι εναντίον ανθρώπων», με τη «Φωτιά» του Μπαλβίς, με όλα αυτά του Μυριβήλη τα αντιπολεμικά βιβλία.

Ποια είναι η υποχρέωση του συγγραφέα;

Να είναι παρών! Να είναι η φωνή εκείνων που δεν έχουν φωνή, Βασίλη. Των καταπιεσμένων, των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων, των φυλακισμένων, των φορέων του AIDS που τους κλείνουμε σε γκέτο και δεν τους θέλουμε ενώ δεν μεταδίδεται το AIDS. Των απεξαρτημένων παιδιών που με αγώνα απεξαρτήθηκαν από τα ναρκωτικά και όμως δεν τους θέλουμε και δεν τους δίνουμε δουλειά και δεν τους βρίσκουμε δουλειά και δεν τους δεχόμαστε, των ρομά, δηλαδή των τσιγγάνων που ζουν σε γκέτο. Δεν είναι παραδεκτή η γκετοποίηση της Ελλάδας.

Στο λαό μας αρέσουν τα παραμύθια, αρέσουν οι μύθοι. Πόσο εύκολο είναι να χρησιμοποιείτε τον μύθο για να στείλετε κοινωνικά μηνύματα;  Υπάρχει ο μύθος στις ιστορίες σας ή σε κάποιες ενυπάρχουν και στοιχεία της πραγματικότητας;

Και σε αυτές που είναι το κοινωνικό μήνυμα φαντασία, ενυπάρχουν στοιχεία της πραγματικότητας από την ίδια μου την ζωή ή αυτή που έχω ζήσει εγώ ή η ζωή που έχουν ζήσει άλλοι άνθρωποι, που εγώ έχω παρακολουθήσει από κοντά.

Πως αποφασίσατε να γράψετε την αυτοβιογραφία σας; Αφού οι συγγραφείς δεν πεθαίνουν ποτέ γιατί υπάρχει η παύλα δίπλα στο 1919;

Η παύλα θα συμπληρωθεί κάποτε Βασίλη... Θα σε ειδοποιήσω μόλις πάρω φαξ από το υπερπέραν να κάνουμε την τελευταία συνέντευξη…

Πως μπόρεσαν και σας έπεισαν;

Δεν ήθελα ρε Βασίλη να το γράψω αυτό, ήταν μια πράξη εγωισμού από την πλευρά μου αλλά οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί … Ξέρει η Ελένη, ξέρει τι τράβηξε η Ελένη τι τράβηξα εγώ γράφοντας το βιβλίο αυτό επί τέσσερα χρόνια. Η Ελένη,  το βλέπεις, είναι σεμνή, δεν θέλει να μιλήσει, ξέρει ποιος με κυνηγούσε, με κυνηγούσαν οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί εκδότες διότι θέλαν την αυτοβιογραφία. Λέω ρε παιδιά δεν γράφω εγώ αυτό. Όχι λέει, εδώ οι αναγνώστες θέλουν να ξέρουν για την ζωή του συγγραφέα. Με ζορίσανε. Το γράφω, βασανίζομαι τέσσερα χρόνια, το σκίζω, το ξαναγράφω, το σκίζω το ξαναγράφω. Δημοσιεύεται αμερικάνικα και εγγλέζικα και δημοσιεύεται και στην Ελευθεροτυπία στην αρχή του 1992. Και μετά το βγάζω και σε βιβλίο.

Τι ακολουθεί μετά το «Εν ονόματι».

Ετοιμάζω τις αναμνήσεις αλλά την συγκίνηση μου από τους φίλους που είχα στην ζωή μου και αρχίζω από σένα που είσαι ο πιο πρόσφατος Βασίλη. Και ετοιμάζω και ένα μυθιστόρημα. Έχω έτοιμο έναν τόμο και δύο διηγήματα, ποιήματα για παιδιά πάνω από εξήντα ποιήματα για λιγότερο παιδιά αλλά με καρδιά παιδιού, με ερωτικά και άλλα. Πώς να το κάνουμε Βασίλη ο έρωτας! Ευτυχώς που υπάρχει και ο έρωτας ακόμη στην ζωή μας και θα υπάρχει πάντα!

Και το βιβλίο είναι ένας έρωτας.

Και βέβαια είναι έρωτας και η δημιουργία του ανθρώπου από τον ύψιστο είναι πράξη ερωτική προς το ανθρώπινο πλάσμα, είναι πράξη αγάπης, βέβαια. Και η Βουλή των Εφήβων πρόπερσι επειδή μου αρέσει το χάπενινγκ και όχι οι εισαγωγές και οι πρόλογοι είπα αυτό το γκράφιτι στο Παρίσι. Απαγορεύεται το απαγορεύεται! Και πέρυσι επειδή είχαμε παιδιά δευτέρας Λυκείου που έχουν την Αντιγόνη του Σοφοκλή είπα «Ερως ανίκατε μάχαν» και λέω μην μου πείτε ότι αυτό το μάθατε μόνο από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Έτσι δεν είναι; Οπότε είναι μια πράξη έρωτα και έχουμε τον έρωτα και την ελευθερία όπως ξέρεις τον έρωτα για την δημοκρατία, τον έρωτα για κοινωνική δικαιοσύνη, τον έρωτα για το βιβλίο, για την λογοτεχνία.

Θα λέγατε κάτι σε έναν νέο που κάνει δειλά – δειλά, τα πρώτα του βήματα στη ζωή. Θα του λέγατε κάτι για τον πολιτισμό μας, για την Ελλάδα;

Όχι δεν θα του έλεγα για πολιτισμό θα του έλεγα για…

Κοιτώντας τον στα μάτια κ. Σαμαράκη…

Ναι, ναι στα μάτια όσο μπορώ γιατί δεν έχουμε δικαίωμα να κοιτάμε στα μάτια τα παιδιά σήμερα, είμαστε ένοχοι. Είμαστε ένοχοι, εμείς οι μεγάλοι, στα χρόνια και στα αξιώματα. Και μπροστά στα μάτια ενός παιδιού πρέπει να σκύβουμε με συντριβή το κεφάλι, με συντριβή το κεφάλι και αν μπορούσα κάπως να το κοιτάξω θα του έλεγα, σε παρακαλώ να αγωνιστείς, γιατί τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγώνα, να μείνεις έτσι όπως είσαι σήμερα, στα φυσικά σου χρώματα αυθόρμητος, ειλικρινής χωρίς υποκρισίες σε όλους του τομείς, να είσαι πάντα ο εαυτός σου. Αλλά θέλει αγώνα για να μείνεις ο εαυτός σου και εγώ θυμάμαι επειδή κάνω την διάκριση μεταξύ της θαυμάσιας νέας γενιάς που έχουμε σήμερα και εμείς οι μεγάλοι κάνουμε αυστηρά κριτική άδικη και βλακώδη και γελοία. Διότι εμείς λέμε η νεολαία σήμερα…Ποια νεολαία σήμερα; Η νεολαία είναι θαυμάσια, εμείς δεν είμαστε άξιοι της νεολαίας. Λέγαμε η αγνή ελληνική επαρχία και εγώ είμαι από επαρχία και οι ρεματιές ήτανε με εξώγαμα πνιγμένα και η αιμομιξία σύννεφο. Σήμερα οι σχέσεις των δύο φύλων είναι ειλικρινείς, απλές, εγώ είδα στην Καλαμαριά προχθές, το βλέπω και στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις και αισθάνθηκα τη νύχτα μέσα ένα αγόρι και ένα κορίτσι αγκαλιασμένα. Η εικόνα της ομορφιάς, της αλήθειας και της ζωής. Και παίρνω κουράγιο, αισιοδοξία, όπως παίρνω κουράγιο από τα φορτηγά που γράφουν πίσω «Έχει ο Θεός». Εντάξει έχει ο Θεός αλλά ως πότε θα έχει; Μήπως απελπίστηκε και αυτός; Θα του έλεγα λοιπόν κι αυτό «Να μείνεις όπως είσαι παιδί μου, να αγωνιστείς να μείνεις όπως είσαι»!

 

…«5 Νοεμβρίου 1998. Νύχτα. Στην Ελλάδα. Σε μια μικρή πόλη. Ένα παιδί ο Δημήτρης 16 χρονών, μαθητής στη Β’ Λυκείου, γράφει στο κομπιούτερ του και ρίχνει στους δρόμους μια προκήρυξη, με την υπογραφή μιας φανταστικής οργάνωσης νέος. Άνεμος σωτηρίας από τα εν ονόματι. Είναι μια κίνηση διαμαρτυρίας και εξέγερσης εναντίον των διαφόρων εν ονόματι που καταδυναστεύουν τη ζωή μας και της αφαιρούν το αληθινό της νόημα. Τα παιδιά εμείς, οι νέοι εμείς, είμαστε στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά των διαφόρων εν ονόματι, που καταδυναστεύουν τη ζωή μας και δεν μας αφήνουν να σκεφτόμαστε και να πράττουμε ως ελεύθεροι άνθρωποι»…

 

Βασίλης Λεβαντίδης για το www.elogos.gr