Συνέντευξη με τον Χρήστο Χωμενίδη

«Η λογοτεχνία δίνει στα πράγματα το νόημά τους!»

Του Βασίλη Λεβαντίδη

 

Έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς «μετρ της αφήγησης», τα βιβλία του όλα από την «Εστία» είναι επί χρόνια Best Seller. Ο Χρήστος Χωμενίδης ανήκει στην πιο πρόσφατη γενιά Ελλήνων πεζογράφων οι οποίοι έκαναν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του 1990. Τα θέματα των βιβλίων του τα αντλεί από τη σύγχρονη πραγματικότητα ενώ οι ανθρώπινοι χαρακτήρες σε όλες τις ιστορίες που αφηγείται είναι αυτοί που συναντούμε καθημερινά. «Η περίπτωση Χωμενίδη είναι ένα σημαντικό φαινόμενο στη νεότερη λογοτεχνική ζωή της χώρας. Ικανότατος, με ζωντανή πένα και ακόμα ζωντανότερη φαντασία, πληθωρικός, ξέρει να φτιάχνει ιστορίες και να τις διηγείται ελκυστικά...» έγραψε γι΄ αυτόν ο δημοσιογράφος Γιάννης Μπασκόζος. Σε μια παλιότερη συνέντευξη του ο Χωμενίδης είχε δηλώσει «Συγγραφέας είναι εκείνος που κατ' αρχήν, ξέρει να βλέπει. Που αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στην παρατήρηση και όχι στη γραφή. Εμένα το αγαπημένο μου παιχνίδι είναι να κοιτάω αγνώστους ανθρώπους και να φαντάζομαι ολόκληρες ζωές με βάση τα στοιχεία που μου δίνουν, καθώς περπατούν στο δρόμο».

Πίσω απ' αυτήν την ευφάνταστη ματιά συγγραφέα, υπάρχει ένας τεχνίτης που δημιουργεί ολόκληρα σενάρια, που αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του και που ξέρει να διηγηθεί, κάποτε πολύ πικρά, παραμύθια. «Το διάχυτο χιούμορ διακρίνει όλα του τα βιβλία, κάτω από το οποίο ξεμυτίζει αρκετές φορές ο σκεπτικισμός και η μελαγχολία για την ανθρώπινη μοίρα. Γι' αυτό και οι ήρωες που συγκροτούν μια πινακοθήκη ετερόκλητων χαρακτήρων, που, στο βάθος τους, δεν έχουν τίποτε από τα ηρωικά ή εξωπραγματικά στοιχεία που διέκριναν παλαιότερα τους ατσαλάκωτους ήρωες των μυθιστορημάτων», έγραψε σε κριτική του ο ποιητής Δημήτρης Δασκαλόπουλος τονίζοντας ιδιαίτερα ότι «Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι ένας συγγραφέας που θα μας απασχολεί για πολλά χρόνια ακόμη, και αν όχι τίποτε άλλο, πιστεύω ότι θα μας χαρίζει και στο μέλλον μια από τις βασικές απολαύσεις που ξέρει να μας προσφέρει η λογοτεχνική γραφή: την αναγνωστική απόλαυση».

Ο Χρήστος Χωμανίδης σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ παρακολούθησε μαθήματα Νομικών στη Σοβιετική Ένωση και Επικοινωνιολογίας στην Αγγλία. Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, μετέφρασε ένα θεατρικό έργο και έγραψε το σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας. Το 1997, συμμετείχε στο International Writing Program του Πανεπιστημίου της Iowa των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρωτοεμφανίζεται ως συγγραφέας το 1988, με διήγημα στο περιοδικό "Playboy". Τριάντα ενός μόλις χρόνων, κάνει αίσθηση το 1993 με το πρώτο του μυθιστόρημα «Το σοφό παιδί». Το βιβλίο αυτό, που απέσπασε την ενθουσιώδη ανταπόκριση αναγνωστών και κριτικών, ξεχώρισε με τη χειμαρρώδη αφήγηση και το χιούμορ του και φανέρωσε την ύπαρξη ενός ταλαντούχου συγγραφέα ο οποίος διέθετε μεγάλη συγγραφική ευχέρεια και ευρηματικότητα. Δύο χρόνια αργότερα, το νέο του μυθιστόρημα «Στο ύψος των περιστάσεων (1995), επιβεβαίωσε τα σταθερά γνωρίσματα της γραφής του. Ένα ακόμη μυθιστόρημα, «Η φωνή» (1998) καθώς και οι δυο μέχρι στιγμής συλλογές διηγημάτων του «Δεν θα σου κάνω το χατίρι» και «Η δεύτερη ζωή», τείνουν να τον χαρακτηρίσουν ως ένα πολύ παραγωγικό συγγραφέα.

Εδώ και λίγο καιρό βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Υπερσυντέλικος». Η ιστορία του;  Ένας χαρισματικός τύπος από τα Νέα Λιόσια (νυν Ίλιον Αττικής), ο Θανάσης Μουσαχίρης, μετερχόμενος θεμιτών αλλά και λιγότερο θεμιτών μέσων, μεταγράφει το αμερικάνικο όνειρο της  κοινωνικοοικονομικής ανόδου στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.  Η Μίνα, η ζουμερή του σύζυγος, είναι ένα θηλυκό από χωριό, το οποίο ξέρει καλά όχι απλώς να επιβιώνει αλλά και να επιβάλλεται σε πρόσωπα και καταστάσεις. Την ευτυχία του ζεύγους έρχεται να ολοκληρώσει η γέννηση ενός γιου. Πίσω όμως έχει η αχλάδα την ουρά: Ο μικρός Γρηγόρης πάσχει από μια πρωτάκουστη γενετική ανωμαλία που τον κάνει να αναπτύσσεται με ρυθμό ιλιγγιώδη: οκτώ φορές ταχύτερα από το φυσιολογικό. Αυτό το εντελώς ιδιαίτερο παιδί-γέρος θα βρει τον δάσκαλό του στο πρόσωπο του Ζαχαρία. Ενός τριανταπεντάρη που έλαμψε για ένα φεγγάρι στο καλλιτεχνικό στερέωμα χάρις στην εύνοια μιας διεθνούς φήμης ελληνίδας σταρ και ύστερα –αφού πέρασε, δίχως να’χει φταίξει, δυό χρόνια στη φυλακή- επέστρεψε στο «φυσικό» του περιβάλλον, στην Κυψέλη, στο ψιλικατζίδικο των γονιών του, ελεύθερος πλέον από κάθε συμβατική φιλοδοξία. Εκεί του χτύπησε την πόρτα ο μεγάλος έρωτας στο πρόσωπο της Μαρίας, μιας νεαρής ηθοποιού, φιλόδοξης, ταλαντούχας (;) αλλά άνεργης, η οποία βιοπορίζεται ως σερβιτόρα σε καφετέρια. Όλα αυτά διαδραματίζονται μέχρι τη σελίδα εβδομήντα, πριν καν οι πέντε βασικοί  ήρωες εμπλακούν μεταξύ τους σε ένα παιχνίδι που θα τελειώσει όπως κάθε αληθινό δράμα: Με πάταγο ή με γδούπο.

 

Τι είχες στο μυαλό σου γράφοντας τον «Υπερσυντέλικο»;

Αρχίζοντας τον «Υπερσυντέλικο», πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα ερωτικό, λαϊκό μυθιστόρημα. Ήθελα οι ήρωες να ζουν εδώ και τώρα, να πράττουν και να υφίστανται ό,τι ακριβώς και οι συγκαιρινοί τους αναγνώστες, να αναζητούν και να παλεύουν ο καθένας για τη δική του ανάταση.

 

Ποια πιστεύεις ότι είναι τελικά η πρόκληση για τη λογοτεχνία;

Όσο ωριμάζω, ηλικιακά και συγγραφικά, τόσο πληρέστερα αντιλαμβάνομαι ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τη λογοτεχνία είναι να αποκαλύψει το οικείο δράμα, να φωτίσει από κάποια απροσδόκητη οπτική γωνία το «προφανές» και δήθεν τετριμμένο. Ο Οδυσσέας Ελύτης έλεγε (και είχε δίκιο) ότι ένα παρθένο μάτι μπορεί να δει περισσότερα κοιτάζοντας έναν λευκό τοίχο απ’ ότι ένα φθαρμένο μάτι ταξιδεύοντας ως τη σελήνη. Με αυτή την φράση ως μπούσουλα, επιχείρησα να ξανα-ανακαλύψω διπλανά μας πρόσωπα και καταστάσεις. Μα οι χαρακτήρες, θα μου πείτε, του «Υπερσυντέλικου», πόρρω απέχουν απ’ αυτούς που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «καθημερινούς ανθρώπους». Μα οι καθημερινοί άνθρωποι, θα σας απαντήσω εγώ, δεν έχουν καμιά σχέση με την εικόνα που έχουν για εκείνους όσοι, τα τελευταία χρόνια, αρέσκονται να χωρίζουν τους Έλληνες σε «επιτυχημένους» και «αποτυχημένους» σε «επώνυμους» και «ανώνυμους».

 

        Υπάρχουν κάποιες βασικές ιδέες επάνω στις οποίες βασίστηκε το νέο σου μυθιστόρημα;

 Η Δικτατορία της Επιτυχίας –όπως την αποκαλώ- που έχει επιβληθεί εσχάτως στην πατρίδα μας, η Παρεξήγηση ως Κινητήρια Δύναμη της Ανθρώπινης Ιστορίας και ο Έρωτας ως Αίτημα και ως Πραγματικότητα αποτέλεσαν τις τρεις βασικές ιδέες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο «Υπερσυντέλικος».

Το μυθιστορηματικό οικοδόμημα δεν αποτελείται φυσικά από ιδέες αλλά από λέξεις, πράξεις, πρόσωπα. Δουλεύω πάντα με τον ίδιο τρόπο: Ταλανίζομαι για ένα χρονικό διάστημα από τις εμμονές μου και κατόπιν αρχίζω να γράφω και οι ιστορίες μου με παρασύρουν σε ατραπούς που ούτε καν είχα φανταστεί… 

 

    Θα αντέξει το μυθιστόρημα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; 

Θεωρώ ότι έχουμε μπει σε μια καινούργια εποχή. Δηλαδή έχει τελειώσει ο κόσμος όπως τον ξέραμε, ο αστικός κόσμος θα έλεγα. Κι αυτό για δύο βασικούς λόγους, δύο κοσμοϊστορικές αλλαγές οι οποίες ανατρέπουν το ρου της ιστορίας όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Ο πρώτος, είναι συνέχεια της επικοινωνιακής ή τηλεπικοινωνιακής – για να είμαι πιο ακριβής – επανάστασης που ενδεχομένως ξεκίνησε με την εφεύρεση του τηλεγράφου. Και έχει να κάνει με την πρόοδο της κοινωνίας μέσω του Internet, μέσω του Διαδικτύου, η οποία μάλιστα καταργεί την απόσταση εντελώς και μεταμορφώνει την ανθρωπότητα σ’ ένα τεράστιο χωριό όπου καταργείται κάθε απόσταση. Δηλαδή οι άνθρωποι συνομιλούν και επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς κανένα φράγμα σ’ ότι αφορά στο χώρο και μ’ ένα τρόπο και στο χρόνο. Μπορεί να είσαι πια συνδεδεμένος, μπορεί να γίνεις φίλος, ή ακόμα και εραστής, να συνομιλήσεις ερωτικά μ’ έναν άνθρωπο που δεν έχεις δει ποτέ και που βρίσκεται οπουδήποτε, στην άλλη άκρη του πλανήτη. Οι αποστάσεις μηδενίζονται, και νομίζω ότι ήδη υπάρχει ένας κόσμος, ένας πληθυσμός, ο οποίος πιθανόν και να μεγαλώνει προϊόντος του χρόνου λειτουργώντας μέσα από το Διαδίκτυο. Δηλαδή ζει μια παράλληλη ζωή μέσα από κει. Κοινωνικοποιείται, εργάζεται, εκτελεί όλες τις λειτουργίες που έχουν σχέση με τον έξω κόσμο μέσα από το Διαδίκτυο.

 

Δρα και κινείται σε μια δεύτερη ζωή δηλαδή...

Μία δεύτερη παράλληλη ζωή, η οποία μερικές φορές μάλιστα κινδυνεύει να απορροφήσει την πρώτη.

 

Μιλούμε όμως για μια εικονική πραγματικότητα…

 Όχι. Δεν ξέρω αν είναι εικονική ζωή. Δεν μπορώ να την κρίνω, είναι πολύ νωρίς. Ναι, είναι μία ζωή στην οποία δε χρησιμοποιούνται ορισμένες από τις πέντε αισθήσεις. Δε χρησιμοποιείται η αφή, η όσφρηση, το μόνο που κάνεις είναι ότι αγγίζεις το πληκτρολόγιο…

 

Ίσως είναι τελικά και μια ζωή ελλιπής...

Είναι μια ελλιπής ζωή, αλλά σου δίνει άλλα. Σου δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνείς αδιακρίτως και μ’ έναν τρόπο που έχει τρομερή έλξη, φαντάζομαι, σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες εκ των οποίων και η νεολαία. Δε νομίζω ότι είναι κάτι σαν το Nintendo ή σαν το βίντεο, κάτι δηλαδή που αποτελεί μια μόδα που θα περάσει. Πέραν της πλάκας που γίνεται στα chat rooms, μία άλλη διάσταση είναι ότι φαντάζομαι ότι στο ορατό μέλλον οι περισσότεροι θα μπορούν να δουλεύουν από τα σπίτια τους. Δηλαδή η ιδέα, ο εργασιακός χώρος, το γραφείο και τα λοιπά ανατρέπονται συνολικά.  Θα είναι όλα κάπως... Δηλαδή θα μπορείς να προσληφθείς μέσω του Internet, να δουλεύεις και να προσφέρεις υπηρεσίες από το σπίτι σου. Βέβαια το ίδιο θα μπορούσαν να πούνε κάποιοι και για το σινεμά. Ότι από τη στιγμή που έγινε η τηλεόραση γιατί να πάνε οι άνθρωποι σινεμά. Και όμως πάνε. Να δούμε. Είναι πάντως ένα ερώτημα. Μία εταιρία μεγάλη πιθανόν να μην τη συμφέρει να έχει γραφεία, να έχει έδρα, προσωπικό κ.τ.λ., μπορεί η έδρα της να είναι site.

Η δεύτερη τεράστια αλλαγή που συντελέστηκε και θεωρώ ακόμη πιο σημαντική, είναι η αποκρυπτογράφηση του DNA, η επανάσταση στη βιοτεχνολογία, η δυνατότητα πλέον να επεμβαίνει η επιστήμη σε κυτταρικό και γονιδιακό επίπεδο και ο άνθρωπος να διαμορφώνει τον άνθρωπο. ‘Οχι απαραίτητα με την κλωνοποίηση, αλλά με αυτή την επέμβαση η οποία θα κάνει το παιδί σου να μην έχει μυωπία φερ’ ειπείν, ή να είναι ψηλότερο ή να είναι πιο ξανθό. Είναι μία κατάκτηση, μία επιστημονική επανάσταση, την οποία ο τρέχων νους νομίζω ότι αυτό που μπορεί να κάνει είναι να τη χαρακτηρίσει ύβρη και να την απορρίψει. Εγώ απλώς την καταγράφω...

 

 Ποια μπορεί να είναι η ματιά της λογοτεχνίας απέναντι σ΄αυτές τις αλλαγές;

Κάνω κι εγώ μια σκέψη. Η λογοτεχνία, το μυθιστόρημα ειδικά, η πεζογραφία τι κάνει. Παίρνει τα υλικά της πραγματικότητας, τα αναδιαμορφώνει και φτιάχνει μια παράλληλη πραγματικότητα η οποία είναι το βιβλίο. Και το επίπεδο ενός συγγραφέα, αυτό τα οποίο θέλει να καταφέρει να κάνει, η πρόκλησή του είναι από τη στιγμή που ο αναγνώστης ανοίγει το βιβλίο να βρίσκεται σ’ ένα κόσμο τον οποίο εκείνη την ώρα το μυθιστόρημα είναι πιο πραγματικό από τον πραγματικό κόσμο. Τα υλικά όμως είναι τα υλικά τα οποία μας προσφέρει η τρέχουσα πραγματικότητα. Όταν λοιπόν, η τρέχουσα πραγματικότητα μεταβάλλεται τόσο επαναστατικά, τόσο ριζικά, η πρόκληση για τους πεζογράφους είναι τεράστια. Δηλαδή πώς θα αποκρυπτογραφήσουμε, πώς θα ερμηνεύσουμε, πώς θα λειτουργήσουμε ως ανακλαστήρες αλλά και ως παροχοί νοήματος στη νέα κατάσταση. Γιατί ένα από τα πράγματα τα οποία κάνει η λογοτεχνία είναι ότι δίνει στα πράγματα το νόημά τους. Βάζει σε μια τάξη σε συμβάντα ζωών τα οποία είναι αντιφατικά, είναι ατάκτως ερριμένα και ανολοκλήρωτα και δίνει κι ένα τέλος. Προσωπικά το έχω σκεφτεί αυτό πάρα πολύ αν και δεν είμαι καθόλου θεωρητικός της λογοτεχνίας.

Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα γιατί να υπάρχουν μυθιστορήματα, διηγήματα ή πεζογραφήματα τέλος πάντων. Και κατέληξα στο συμπέρασμα ή στην εικασία ότι ένα πάρα πολύ μεγάλο ατού ενός βιβλίου, ένα μεγάλο πλεονέκτημα για ένα βιβλίο είναι ότι έχει τέλος, ότι υπάρχει τελευταία σελίδα, υπάρχει η μαγική λέξη «τέλος». Που σημαίνει τι; Ότι  αυτή η διαδικασία, αυτή η παράλληλη πραγματικότητα την οποία φτιάχνει ο συγγραφέας οδηγείται κάπου συγκεκριμένα. Η ζωή αν το σκεφτεί κανείς, έχει μία δομή εντελώς αποσπασματική και συμπτωματική, ακόμα και αν υποθέσουμε τη ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος ζει προγραμματισμένα. Στο μυθιστόρημα τελικά όλα οδηγούν προς κάποια κατεύθυνση. Ο άνθρωπος ως εκ της φύσεώς του θέλει το τέλος, θέλει την κάθαρση, θέλει την κατάληξη. Και αυτό του το προσφέρει το μυθιστόρημα. Ένα τέλος. Ακόμα και αν είναι ανοιχτό το τέλος, είναι τέλος. Το τέλος έχει και σκοπό ας μην ξεχνάμε.

 

Στην εποχή του internet και του «πολιτισμού της εικόνας» θεωρείς ότι το βιβλίο θα καταφέρει να επιβιώσει ως τυπωμένο χαρτί; Η τεχνολογία  απειλεί τελικά το βιβλίο;

Ως τυπωμένο χαρτί; Μακάρι το βιβλίο να μην τυπωνόταν σε χαρτί διότι τα δάση καταστρέφονται. Και πάρα πολλά βιβλία τολμώ να πω ότι δεν αξίζουν αυτό το δέντρο από το οποίο προήλθε το χαρτί που πάνω τυπώθηκαν. Κάποιοι λένε ότι θα βγει μία συσκευή πάρα πολύ λεπτή και μικρή, μία οθόνη κομπιούτερ δηλαδή, θα βάζεις μέσα τη δισκέτα που θα περιέχει το βιβλίο της αρεσκείας σου και θα αλλάζει η οθόνη διαδοχικά. Πρόκειται για τα γνωστά σε όλους e-book. Αν αυτό το πράγμα γίνει και είναι χρηστικό θα αναπνεύσουνε πάρα πολλά δεντράκια και πολλά δάση...

 

Στη χώρα μας κυκλοφορούν κάθε χρόνο 6.500 νέοι τίτλοι βιβλίων. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι;

Δεν ξέρω. Μπορεί να υπάρχουν προγράμματα που ενισχύουν τις εκδόσεις. Δεν ξέρω καν αν είναι υπερπληθώρα. Είναι υπερπληθώρα στο βαθμό που γράφεται μόνο λογοτεχνία. Όσο και αν εγώ από τη θέση μου θα έπρεπε να είμαι ευτυχής για τα πολλά λογοτεχνικά βιβλία που εκδίδονται και για τη δεσπόζουσα θέση της λογοτεχνίας στη βιβλιοπαραγωγή. Εγώ χαίρομαι για το ότι – όπως έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου «χαίρομαι διότι βγαίνουν πλέον πάρα πολλά επιστημονικά βιβλία, πολλά βιβλία βιολογίας, μαθηματικών, βγαίνουν βιβλία ιστορικά. Δηλαδή πράγματα τα οποία πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια δεν μπορούσες να τα βρεις. Θα έπρεπε να τα αναζητήσεις στα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία.

 

Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της ελληνικής γλώσσας σ’ ένα κατ’ εξοχήν παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Δεν ξέρω αν ήσουν πέρυσι στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης;

Δεν πήγα, με απέκλεισαν.

 

Πριν δυο χρόνια όμως είχες επισκεφθεί την έκθεση.

Μας είχαν πάει όλους. Είχανε πει ότι όποιος συγγραφέας μεταφραστεί έστω και σε μία γλώσσα δικαιούται αυτοδικαίως να συμμετάσχει στη Φρανκφούρτη. Εγώ έχω μεταφραστεί στα Γαλλικά και στα Τσέχικα. Και είμαι μάλλον ο μόνος Έλληνας συγγραφέας που έχει μεταφραστεί στα Γαλλικά από έναν Γαλλικό εκδοτικό οίκο και χωρίς καμία επιχορήγηση. Κανένα Υπουργείο Πολιτισμού ή Κέντρο Βιβλίου δεν πλήρωσε για να βγουν τα βιβλία μου, τα οποία πήγαν και πολύ καλά εκδοτικά. Τώρα σου κάνω και παράπονο, αλλά γράψ’ τα αυτά. Και δεν είμαι στη Φρανκφούρτη φέτος. Λοιπόν, δε θα τους καλέσω ούτε όταν θα πάρω το Νόμπελ!

 

Η ελληνική λογοτεχνία σαφώς είναι η γλώσσα μας. Πρέπει να είσαι ευτυχής που τα βιβλία σου μεταφράστηκαν στο εξωτερικό και έτσι έχεις την ευκαιρία να  απευθύνεσαι σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. Οι Γάλλοι διαβάζουν, διαβάζουν στο μετρό, διαβάζουν στο λεωφορείο, διαβάζουν στο σπίτι τους…

Και στη Θεσσαλονίκη, τώρα που θα γίνει μετρό.

 

Κάποια στιγμή μου είχε εκμυστηρευτεί ο Βασίλης Αλεξάκης «ας γίνει επιτέλους το μετρό για διαβάζουμε και κανένα βιβλίο»! Αλήθεια πως βλέπεις την πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό; Εως πότε πιστεύεις ότι οι ξένοι θα γνωρίζουν μόνο τον Κ.Π. Καβάφη και τον Ν. Καζαντζάκη...

Κοίταξε τι γίνεται. Το ξένο κοινό και οι ξένοι εκδότες κυρίως δεν θα ενδιαφερθούνε για την Ελλάδα ως τέτοια. Η Ελλάδα ως χώρα από τη στιγμή που έπαψε να είναι ένα εξωτικό κομμάτι της εγγύς ανατολής και ενσωματώθηκε στον πυρήνα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών, πράγμα για το οποίο φαντάζομαι ότι όλοι πανηγυρίσαμε και αισθανθήκαμε περήφανοι, από τη στιγμή που η Ελλάδα έπαψε να είναι ένας εξωτικός τόπος, άδηλος και απάτητος, που τον φώτισαν κάποιοι περιηγητές τολμηροί, μέχρι το 1960 σαν άλλοι λόρδοι Βύρωνες, μετά έπαψε να έχει και ενδιαφέρον αυτή καθαυτή. Αυτό που είχε ήταν το έργο της. Οι ξένοι εκδότες δεν επενδύουν σ’ ένα συγγραφέα επειδή είναι Έλληνας αλλά επειδή γράφει καλά βιβλία. Άρα το μπαλάκι το οποίο έχει πέσει τώρα σ’ εμάς είναι να γράψουμε βιβλία τα οποία αντικειμενικά να ενδιαφέρουν. Και ο ξένος αναγνώστης, ο όποιος αναγνώστης, να μη στέκεται, να μην αναρωτιέται, να μην τον ενδιαφέρει αν είναι ελληνικό, αν το έχει γράψει Έλληνας, Βούλγαρος ή Αμερικάνος.

 

Θα πρέπει να τον ενδιαφέρει κύρια ο μύθος και η ιστορία του βιβλίου...

Συζητούσα κάποτε μ’ ένα ξένο εκδότη ο οποίος ήταν ενημερωμένος αρκετά σχετικά με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή και μου είπε το εξής «οι ομότεχνοί σου οι Έλληνες χάνουν από μύθο, δεν υπάρχει μύθος». ‘Αμα δεν υπάρχει μύθος, άμα δεν υπάρχει μία ιστορία «ο τάδε πήγε εκεί και έκανε αυτό», και αυτό που έκανε ενδιαφέρει. Τώρα ο τρόπος, η τεχνική, η ποίηση, η ατμόσφαιρα και όλα αυτά δεν αποτελούνε και τα ικανά κίνητρα. Και τι πρέπει να γίνει. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί...

 

Πιστεύεις ότι στη χώρα μας υπάρχει ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία ή κάθε ενασχόληση μ’ αυτήν θεωρείται ελιτισμός; Στη Γαλλία υπήρχε ο Πιβό που επί 17 χρόνια έκανε τους αναγνώστες να τρέχουν την άλλη μέρα στα βιβλιοπωλεία...

Πόσοι Γάλλοι;

 

Αρκετοί πάντως.

Αρκετοί, αλλά είναι αρκετά εκατομμύρια. Δηλαδή είναι αρκετές φορές πολλαπλάσιος ο πληθυσμός της Γαλλίας από τον πληθυσμό της Ελλάδας.

 

Ναι. Η ‘Οπρα Γουίμφρευ κάθε βράδυ στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μεγάλου καναλιού των Ηνωμένων Πολιτειών επίσης προτείνει ένα βιβλίο που την επόμενη μέρα και αυτό γίνεται best seller.

Ποιοι και πόσοι Αμερικανοί; Το γεγονός ότι ο Στίβεν Κινγκ, πουλάει πάρα πολύ δε σημαίνει ότι υπάρχει λογοτεχνική άνθηση στην Αμερική. Και αυτό δεν αποτελεί δικό μου σχόλιο εναντίον του Στίβεν Κινγκ. Λέω ότι απλώς υπάρχουν πάρα πολλοί Αμερικάνοι συγγραφείς οι οποίοι ζούνε προστατευτικά επιχορηγούμενοι από πανεπιστήμια και προσπαθούνε να βγάλουν ένα βιβλίο. Είχα πάει για τρεις μήνες φιλοξενούμενος σ’ ένα πολύ γνωστό και με μεγάλο κύρος πρόγραμμα στην Αϊόβα των Ηνωμένων Πολιτειών όπου γνώρισα αρκετούς Αμερικάνους ομότεχνους. Όταν τους έλεγα ότι εγώ είμαι επαγγελματίας συγγραφέας θαύμαζαν. Θαύμαζαν – όχι εμένα ως άτομο – αλλά το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να ζει απ’ αυτό. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι στην Αμερική τα πράγματα για έναν άνθρωπο ο οποίος γράφει είναι καλύτερα.

 

Μου θυμίζεις εδώ τον Βασίλη Βασιλικό που προσπαθούσε να δηλώσει στην αστυνομική του ταυτότητά ως επάγγελμα συγγραφέας!

Πριν από τριάντα χρόνια.

 

Στην Ελλάδα σήμερα μπορεί να επιβιώσει ένας συγγραφέας;

Φοβάμαι ότι έχεις μπροστά σου τη ζωντανή απόδειξη. Προς το παρόν.

 

Μίλησες προηγουμένως για κρατική στήριξη στο χώρο του βιβλίου. Πιστεύεις ότι το βιβλίο χρειάζεται κρατική στήριξη;

Δεν ξέρω. Δεν έχω γνώμη. Καλοδεχούμενη ...

 

Στη χώρα μας την Εθνική Πολιτική για το βιβλίο χαράσσει το υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Πιστεύεις ότι έχουν γίνει βήματα ή θα πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά περισσότερα;

Εμένα προσωπικά – γιατί ο καθένας μιλάει πάντοτε από τη δική του εμπειρία – δε με έχει ωφελήσει σε τίποτα. ‘Ισα – ίσα με απέκλεισε από τη Φρανκφούρτη. Άρα δεν έχω κανένα λόγο να το συμπαθώ το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αλλά δεν θέλω να είμαι εμπαθής ως άνθρωπος. Τώρα, στο βαθμό που θα πάει καλύτερα ... Δεν αισθάνομαι καμία πικρία, το λέω αντικειμενικά... Που μπορεί να παρέμβει τώρα το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Τι να σου πω; Να πιάσει κάποιος να κάνει μία μελέτη επιστημονική η οποία δεν έχει περιθώριο να πουλήσει, κι όμως πρέπει να εκδοθεί για να υπάρχει. Εκεί χρειάζεται η παρέμβαση. Να στηριχτούν τέτοια πράγματα αξιόλογα που πρέπει να μείνουν. Να γίνουν δημόσιες βιβλιοθήκες, δημοτικές βιβλιοθήκες. Να μπορεί ένας πιτσιρικάς να πηγαίνει να διαβάζει. Να γίνουν βιβλιοθήκες στα σχολεία. Τέτοια πράγματα.

 

Συναντά κάπου ο Κινηματογράφος τη λογοτεχνία δύο τέχνες αλληλοτροφοδοτούμενες και αλληλοσυμπληρούμενες.

Ναι. Και διαφορετικές.

 

Εσύ πιστεύω αγαπάς και τα δύο, γι’ αυτό βρίσκεσαι κάθε χρόνο και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ναι αγαπάω και τα δύο, όπως και πολλά άλλα πράγματα. Εγώ όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Όταν είδα πώς δουλεύει ο σκηνοθέτης, πόσο δύσκολο είναι, τι άγχος, τι προσπάθεια συντονισμού απαιτείται απογοητεύτηκα και αποφάσισα ότι δε θα το κάνω ποτέ αυτό. Ένας μύθος, ένα βιβλίο, μπορεί να γίνει πολλές φορές μια ταινία. Αρκεί να είναι ταινία, να μην είναι απεικόνιση, κινηματογράφηση. Εννοώ δηλαδή ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα, δύο διαφορετικές τέχνες.

 

Θα μας αποκαλύψεις τι καινούργιο μας ετοιμάζεις; 

Τώρα γράφω. Ένας συγγραφέας επαγγελματίας γράφει συνέχεια.

 

Από πού επηρεάζεσαι και τι είναι αυτό που σε κάνει να γράφεις;

Απ΄όλα αυτά που μου συμβαίνουν. Αλλά μου συμβαίνουν τα πάντα.

 

Πώς αισθάνεσαι που το «Σοφό Παιδί», το πρώτο σου βιβλίο έγινε best seller

Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία, γιατί κατάφερα να κάνω το «Σοφό Παιδί» να αφήσει τη δικηγορία και να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Δεν μ’ αρέσει όμως σε ηλικία τριάντα πέντε χρονών να με χαρακτηρίζει ακόμη το «Σοφό Παιδί». Το θεωρώ τόσο γελοίο. Είναι μερικά πράγματα που μας χαρακτηρίζουν κατά κάποιον τρόπο, και που είναι και καλό να είναι σημεία αναφοράς για τον εαυτό μας. Εγώ, ας πούμε, πιστεύω ότι η «Φωνή» είναι πολύ καλύτερο βιβλίο απ’ το «Σοφό Παιδί». Είναι δύσκολο να το παραδεχτεί αυτό κάποιος. Μου λένε όλοι πόσο τους άρεσε το «Σοφό Παιδί», σα να σου λένε «τότε που είχες τρέξει στους σχολικούς αγώνες ήσουνα τόσο καλός!». Εντάξει. Και σήμερα τι; Ναι. Και είσαι καλύτερος αθλητής, και τρέχεις και σε μεγαλύτερες διοργανώσεις και τα λοιπά, αλλά όλοι σε θυμούνται τότε που έτρεχες στους σχολικούς αγώνες.

 

Ποιες ώρες της ημέρας αισθάνεσαι την ανάγκη να γράψεις;

Κυρίως το βράδυ. 

 

Προτιμάς να γράφεις με στυλό ή γράφεις στον υπολογιστή σου...

Γράφω στο κομπιούτερ.

 

Ο Ουμπέρτο ‘Εκο σε ένα άρθρο του στο περιοδικό «LEspresso» με τίτλο «Το στυλ και το στυλό» είχε με γράψει χαρακτηριστικά «Ανάλογα με ποιο μέσο γραφής θα χρησιμοποιήσεις (στυλό, μολύβι, πένα, υπολογιστή) εξαρτάται και το τι και πως θα το γράψεις»...

Ο Ουμπέρτο ‘Εκο είναι ένας ιδιοφυής και τρομερά μορφωμένος άνθρωπος. Και το όπλο ακριβώς της ιδιοφυΐας και της μόρφωσης του επιτρέπει να υποστηρίζει με άνεση οτιδήποτε του κατέβει στο κεφάλι. Θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να σου θεμελιώσει το επιχείρημα ότι δεν έχει καμία σημασία με τι γράφεις και ότι άμα είναι να γράψεις ένα καλό βιβλίο το μέσο που θα χρησιμοποιήσεις είναι αδιάφορο.

 

«Ο χρόνος φεύγει, όχι εγώ» είχε πει ο Μάνος Χατζηδάκις. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να το χρησιμοποιήσεις σε ένα βιβλίο σου;

Μ’ άρεσε πάρα πολύ ως τίτλος. Τι εννοούσα και γιατί το χρησιμοποίησα. Ότι αυτό το φοβερό πράγμα, ότι περνάει ο χρόνος, ότι πράγματι δε θα φύγω εγώ από σένα ο χρόνος θα με παρασύρει μακριά σου...Αυτό το τραγούδι ολόκληρο, που είναι ένα ποίημα δηλαδή και που έχει γράψει και μελοποιήσει ο ίδιος, λέει ότι η αγωνία μου είναι να κρατήσω το δείκτη του ρολογιού σταθερό για να διαρκέσει η στιγμή. Αλλά αυτό φεύγει. Και φεύγοντας ο χρόνος απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον.

 

Μήπως το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το βιβλίο; Να νιώθουμε δηλαδή την ανάγκη να αφήσουμε τη σκέψη μας στο χρόνο και την ιστορία;

Όταν γράφει ένας συγγραφέας μπορεί να είναι πάρα πολλά, από τα πιο ευγενή έως τα πιο ταπεινά και ποταπά. Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με το έργο του, με το αποτέλεσμα δηλαδή. Μπορεί αυτός να ξεκινάει με τα ευγενέστερα κίνητρα και να παράγει πατάτες, και ένας άλλος που να ξεκινάει ως κακός, μίζερος και δόλιος συγγραφέας που να κάνει αριστουργήματα. Κατά συνέπεια δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία τα κίνητρα σε σχέση με το αποτέλεσμα. ‘Ενα πράγμα το οποίο πρέπει να υπάρχει ως κίνητρο πέρα από όλα αυτά, πέρα από την επιθυμία να έχεις απήχηση ή υστεροφημία ή αναγνώριση, είναι το κίνητρο της χαράς της λογοτεχνίας αυτής καθαυτής. Δηλαδή πρέπει να χαίρεσαι την ώρα που γράφεις. Και να αισθάνεσαι ελεύθερος να γράφεις ό,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι, να μην έχεις την αίσθηση ότι κάποιοι σε κοιτάνε εκείνη την ώρα και σε κρίνουνε.

 

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ ποια ανάγκη σε κάνει να γράφεις;

Γιατί μ’ αρέσει να γράφω. Ούτε για το κοινό ούτε για τους κριτές. Γράφω για τη χαρά της γραφής.

 

Ο Κάρολος Κουν είχε δηλώσει ότι «κάνουμε Θέατρο για την ψυχή μας». Εσύ θα έλεγες ότι γράφεις για την ψυχή σου;

Όχι για την ψυχή μου. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει ψυχή.

 

Μήπως γράφεις και για τους άλλους;

Γράφω για την πλάκα μου.

 

Αυτό μπορεί να γίνει και τίτλος στη συνέντευξή μας.

Γράφω γιατί μ’ αρέσει να γράφω.

 

Η διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για σένα;

Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον... Κατ’ αρχήν εγώ τη Θεσσαλονίκη έχω φτάσει σε σημείο, ευτυχώς, να μην την αγαπήσω μέσα από τσιτάτα, κλισέ, εμμονές, τύπου «ερωτική πόλη» και τα λοιπά. Η Αθήνα είναι εξίσου ερωτική πόλη. Και ο ερωτισμός είναι θέμα εν μέρει άλλης τύχης και εν μέρει καλής τύχης. Δηλαδή άμα σου τύχει ή άμα δε σου τύχει, άμα το θέλεις ή άμα δεν το θέλεις. Το ενδιαφέρον με τη Θεσσαλονίκη, για μένα – και από κει αρχίζει η απάντηση – είναι μία μεγάλη πόλη ελληνική, που μιλάνε ελληνικά, που είναι ελληνική. Ξέρεις τι παράξενο είναι αυτό; Οι Γερμανοί, ας πούμε, έχουνε δέκα πόλεις μεγάλες. Εμείς έχουμε δύο. Με τρίτη ενδεχομένως την Αστόρια, ή ξέρω γω στην Αυστραλία κάποια άλλη. Για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στην Αθήνα, μία άλλη πόλη που είναι διαφορετική και ωστόσο ελληνική και αυτή αποτελεί πρόκληση προς εξερεύνηση.

 

Θαυμάζεις ιδιαίτερα κάποιον ξένο αλλά και Έλληνα συγγραφέα και γιατί;

Ξένο, αγαπώ περισσότερο τον Μπαλζάκ. Γιατί ήταν ένα κτήνος. Ήταν τεράστιος, δεν ήταν καθόλου μετριόφρων και γιατί είχε την τάση να διυλίσει όλη την γαλλική κοινωνία της εποχής του και να την κάνει λογοτεχνία. Ξέρεις, είχε συλλάβει την ανθρώπινη κωμωδία. Ένα έργο που θα απεικόνιζε όλη τη ζωή στη Γαλλία. Είχε χιλιάδες πρόσωπα νομίζω. Κάποια στιγμή μιλούσε κι έλεγε «τώρα, αν ήταν εδώ ο γιατρός τάδε θα με έκανε καλά». Και ο γιατρός αυτός δεν υπήρχε, ήταν ένας μυθιστορηματικός ήρωας. Και πέθανε γράφοντας. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι οι οποίοι πεθαίνουν στο καθήκον και που αντιλαμβάνονται μ’ έναν τέτοιο επαγγελματισμό και με μία τέτοια ευαισθησία αυτό το οποίο κάνουνε, και παρ’ όλα αυτά είναι και πάρα πολύ γήινοι. Δηλαδή ήταν και κοσμικός, ήταν και καλοπερασάκιας, του άρεσε να έχει και φράγκα.

Από τους Έλληνες αγαπώ τον Καραγάτση. Γιατί; Αφού όταν είχα βγάλει το «Σοφό Παιδί» είχανε πει ότι είμαι ο νέος Καραγάτσης. Είναι η πιο ευχάριστη κριτική που είχα πάρει ποτέ. Για τον ίδιο λόγο περίπου τον αγαπάω. Γιατί νομίζω ότι είναι μόνος απ’ τη δεκαετία του ’30 που διαβάζεται ακόμα. Λέει ιστορίες, παραμύθια. Δεν κάνει ασκήσεις.

 

Ο Παπαδιαμάντης;

Κι ο Παπαδιαμάντης ιστορίες λέει.

 

    Ο Άρης Φακίνος αναφερόμενος σ’ αυτόν μου εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή ότι «εγώ πριν ξεκινήσω να γράφω κάνω φροντιστήριο στον Παπαδιαμάντη». Έχεις αναρωτηθεί ποτέ που βρίσκεσαι ως δημιουργός στα μυθιστορήματά σου; Βρίσκεσαι μέσα στην πλοκή, τους παρακολουθείς, απέχεις;

Νομίζω ότι όλοι οι ήρωές μου έχουν κομμάτια από μένα και τους αγαπάω όλους. Μία βασική αρχή για να γράψεις ένα καλό βιβλίο, νομίζω εγώ, είναι να μπαίνεις στη θέση του ήρωα. Να μην τους χωρίζεις σε καλούς και κακούς, σε συμπαθητικούς και αντιπαθητικούς ή σε θετικούς και αρνητικούς. Ο καθένας έχει το δίκιο του, το δικό του δίκιο. Και το πρόταγμα για το συγγραφέα, το καθήκον του συγγραφέα είναι να βρει το δίκιο του καθενός και να το εμφανίσει.

 

Βασίλης Λεβαντίδης για το www.elogos.gr