Συνέντευξη με το Γιώργο Χρονά

«Πάντοτε είναι καιρός για ποιητές»

Του Βασίλη Λεβαντίδη

 

Ποιητής των μικρών στιγμών των ανθρώπων και των εξαιρετικών αισθημάτων, ο Γιώργος Χρονάς, ποιητής, δημοσιογράφος, και εκδότης του περιοδικού  και των εκδόσεων «Οδός Πανός», πιστεύει πως τα καλά ποιήματα δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την εξουσία ούτε με τα χρήματα, μιλά για την εικονική πραγματικότητα που ζουν οι Έλληνες, επιμένει στο γραπτό λόγο και εξομολογείται μοναδικές στιγμές με τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Γιάννη Τσαρούχη,  τον Μάνο Χατζιδάκι, υποστηρίζοντας με σθένος ότι «πάντοτε είναι καιρός για ποιητές!».

 

    Επί είκοσι δύο συνεχή χρόνια βαδίζετε την οδό του βιβλίου, την οδό των εκδόσεων, την «Οδό Πανός»…

     Στην οδό Πανός για να φτάσει κανείς πρέπει να περπατήσει. Και περπάτησα πραγματικά 22 χρόνια και εδώ που έχω φτάσει δεν είναι παρά ένας θρίαμβος του χρόνου πάνω στην καταστροφή του κόσμου. Δηλαδή αυτό που δημιουργήσαμε ήταν το αντίτιμο της καταστροφής που είδαμε σε αυτά τα είκοσι δύο χρόνια που υπάρχουμε σαν περιοδικό.

 

     Πιστεύετε ότι τελικά είναι καιρός για ποιητές;

      Πάντοτε είναι καιρός για ποιητές, απλώς τα μέσα ενημέρωσης απαξιούν να ασχοληθούν με τους ποιητές. Και μην ξεχνάτε ότι η χώρα μας είναι η χώρα που γέννησε την ποίηση. Η πρώτη μορφή της ποίησης υπάρχει στον Όμηρο, στους αρχαίους τραγικούς, Σοφοκλή, Ευριπίδη, και Αισχύλο. Αυτό που βλέπουν οι θεατές σας σε κάποιο φεστιβάλ, κοντά στο σπίτι τους, ή και ακόμη αν είναι μακριά, ξεκινούν με το αυτοκίνητο τους και την παρέα να πάνε να δουν Ευριπίδη, Ηλέκτρα ή Αντιγόνη του Σοφοκλή. Αλλά ξέρετε πηγαίνουν να δουν και τον Αριστοφάνη.

 

    Πώς νιώθετε που καθημερινά έρχεστε σε επαφή με το πνεύμα αυτών των προσώπων μέσα από τη διαδικασία έκδοσης κάθε τεύχους του περιοδικού σας. Κική Δημουλά, Λιλή Ζωγράφου, Μάνος Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Γκάτσος, Ντίνος Χριστιανόπουλος. Είναι αυτό ένας διαρκής διάλογος στο χρόνο και στην ιστορία, στο χρόνο και την ποίηση;

    Εγώ παρουσιάζω τις συνεργασίες των ανθρώπων που ασχολούνται με τα πρόσωπα αυτά. Κείμενα που έρχονται από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, και αυτό είναι το θέμα του περιοδικού, ότι έχει κείμενα από όλες τις πόλεις, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα όπου εκδίδεται και έχει ως έδρα το περιοδικό, την Πάτρα, το Ηράκλειο, τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, τα Γιάννενα, είναι συγκινητικό αυτό και από την Αλεξανδρούπολη…

 

      Το περιοδικό αποτελεί έναν κοινό πολιτιστικό χώρο…

      Ναι ασφαλώς, διότι πάντα είχα το αυτί και το μάτι μου έξω από την Αθήνα. Στην Αθήνα απλώς κοιμάμαι και κάνω αυτήν την εργασία από την οποία ζω. Παλιά έκανα και ραδιόφωνο και δημοσιογραφία. Την έχω εγκαταλείψει. Και αισθάνομαι ευτυχής γι’ αυτό. Αν οι καιροί αλλάξουν μπορεί να ξανακάνω ραδιόφωνο που θα με πηγαίνει στον καινούργιο χρόνο, δηλαδή στην καινούργια εποχή…

 

    Θα επιλέξετε το κρατικό ή το ιδιωτικό ραδιόφωνο;

    Πιστεύω στο κρατικό ραδιόφωνο γιατί μπορεί να με ακούσουν σε όλη την Ελλάδα, αν και από ότι πληροφορούμαι υπάρχει πρόβλημα να ακουστούν τα κρατικά ραδιόφωνα της Αθήνας στη Θεσσαλονίκη καθαρά.

 

    Η ιστορία σας στο ραδιόφωνο, όπως είναι γνωστό αρχίζει από το αξέχαστο και μοναδικό Μάνο Χατζιδάκι;

    Ναι. Εκείνη την εποχή είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη, πιο συγκεκριμένα το 1979 και επιμελήθηκα το βιβλίο του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου «Ο δύσκολος θάνατος» στον Γιώργο Κάτο.

 

    Με τον οποίο μάλιστα φέτος συμπληρώνετε είκοσι έξι χρόνια γνωριμίας!

    Ναι. Τον Γιώργο τον ήξερα πριν από αυτό, από το 1973. Το 1979 έφυγα, αφού είχα μείνει για τρεις μήνες στη Θεσσαλονίκη και είχα νοικιάσει ένα εσωτερικό δωμάτιο στην οδό Τσιμισκή όπου επιμελήθηκα το βιβλίο του Ασλάνογλου και το δικό μου βιβλίο. Είχα επιμεληθεί το «Δύσκολο θάνατο», επιλογή όλων των ποιητικών του συλλογών και «Τα μαύρα τακούνια», βιβλίο μου που βγήκε στις εκδόσεις που είχε ο Γιώργος Κάτος, ο εξαιρετικός αυτός φίλος, λογοτέχνης και άνθρωπος.

 

    Βρίσκεται πάντα κοντά στους νέους συγγραφείς και χαίρεται ειλικρινά όταν αντικρίζει τυπωμένα τα βιβλία των άλλων που με κόπο επιμελείται.

    Χαίρομαι γιατί όχι. Μα δεν έχει κακία. Όταν ήμουνα στη Θεσσαλονίκη δούλευα στο Γιώργο Κάτο και ζούσα και πλήρωνα νοίκιο ενός φτηνού δωματίου που είχα νοικιάσει, δωμάτιο εδώ, τηλέφωνο εδώ, φαγητό εδώ, εν πάση περιπτώσει αυτά είναι λεπτομέρειες…

 

    Σε παλαιότερη συνομιλία, μας είχε εκμυστηρευτεί ότι εάν δεν το έκανε αυτό θα είχε εκδώσει προσωπικά ο ίδιος πάνω από 90 βιβλία! Ανοίξατε ένα μεγάλο κεφάλαιο, Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου…

    Ναι γιατί εγώ υποδέχθηκα στην Αθήνα τον Αλέξη Ασλάνογλου και ελπίζω ότι τον φρόντισα στην Αθήνα και εκδοτικά…

 

     Είναι ένας παρεξηγημένος και κατατρεγμένος ποιητής και πέθανε μόνος του, αβοήθητος και ξεχασμένος από όλους. Είναι αυτή η μοίρα των ποιητών;

   Η μοίρα των ανθρώπων. Οι ποιητές είναι όπως είναι όλοι οι άνθρωποι, μόνο που βλέπουν κάτι παραπάνω. Αυτό που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης «πες μας ποιητά στον αιώνα σου τι βλέπεις» ισχύει πάντοτε. Και οι ποιητές σώζονται όταν είναι καλοί ποιητές, γιατί είναι λίγο λοξοί. Ένα από τα επίθετα που αποδίδονται στο θεό Απόλλωνα είναι λοξός. Η λέξη λοξός σημαίνει ότι βλέπει τα πράγματα με άλλο πρίσμα. Στη γλώσσα τη λαϊκή μπορεί να σημαίνει και τρελός.

 

    Σε μια προσωπική του αφιέρωση ο Ασλάνογλου σας έγραφε «Στον αγαπημένο μου Γιώργο. Γιώργο μου, όλα από εσένα και για σένα.»

    Είχα την μεγάλη τύχη να κάνω παρέα με σπουδαίους ποιητές και κυρίως ανθρώπους. Εγώ δεν ξεχωρίζω τις λέξεις μεγάλος ή σπουδαίος άνθρωπος και σπουδαίος ποιητής. Άλλοι τα μπερδεύουν λέγοντας ότι ο καλλιτέχνης είναι διαφορετικός από τον ποιητή, δηλαδή μάλλον ένας καλλιτέχνης είναι διαφορετικός ως άνθρωπος από τον καλλιτέχνη. Δεν το πιστεύω, πρέπει απαραίτητα να υπάρχει μια αρμονία…

 

    Έχετε ασχοληθεί και με τη δημοσιογραφία.

    Τώρα έχω σταματήσει. Δεν θέλω να δημοσιογραφήσω. Θέλω να ασχολούμαι πια με λιγότερα πράγματα και ιδίως με τη ποίησή μου, τις εκδόσεις μου, τις εκδόσεις, όπου δεν κυκλοφορούν μέχρι τώρα μόνο δικά μου προσωπικά βιβλία, υπάρχουν άλλοι διακόσοι τίτλοι που βρίσκονται στον κατάλογο των εκδόσεων της «Οδού Πανός» και των εκδόσεων «Σιγαρέτα», γιατί ο πραγματικός τίτλος των εκδόσεων μας είναι Περιοδικό και Εκδόσεις «Οδός Πανός» και Εκδόσεις «Σιγαρέτα».

 

    Πότε ξεκίνησε την έκδοσή του το περιοδικό;

    Το 1981, αλλά από το 1980 ξεκινήσαμε το πρώτο βιβλίο, το οποίο προηγήθηκε και μετά βγήκε το περιοδικό.

 

   Ποια από τις ιδιότητές σας αγαπάτε πιο πολύ, αυτή του δημοσιογράφου, του ποιητή, του συγγραφέα ή του εκδότη;

   Εγώ προσωπικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα από τις έννοιες αυτές. Τις σέβομαι βαθύτατα. Φυσικά, η πιο υψηλή έννοια από όλες αυτές είναι η λέξη ποιητής, αλλά δεν θα πω εγώ αν είμαι ποιητής ή όχι. Θα ήθελα να το πουν οι άλλοι, οι θεατές σας, οι αναγνώστες μου. Και εσείς που μου το λέτε, θα ήθελα επίσης να μας το πει ένας άλλος. Και αυτό νομίζω ότι είναι το καλύτερο από όλα, για να μη μιλούμε για κάτι το οποίο είναι πάντα πολύ υψηλό.

 

    Θεωρείται συγκυρία στη ζωή σας το ότι γνωρίσατε το Μάνο Χατζιδάκι και μάλιστα συνεργαστήκατε μαζί του γράφοντας όταν μελοποίησε πολλά και τα ποιήματά σας.

    Προτού γνωρίσω το Μάνο Χατζιδάκι είχα γνωρίσει το Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος μίλησε για μένα πολύ θερμά. Και ήταν ο πρώτος Αθηναίος καλλιτέχνης που μίλησε γραπτώς σε εφημερίδες προτού βγάλω βιβλίο, για την ποιητική μου τέχνη και τα τραγούδια που έκανα μαζί του. Έκανα περίπου δεκαπέντε τραγούδια με το Γιάννη Μαρκόπουλο που ελπίζω κάποτε να βγουν σε ένα CD.Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένα πρόσωπο που η μουσική του έχει σφραγίσει την εφηβεία και τα παιδικά του χρόνια. Μιλώ για το «Πώς το λεν τον ποταμό», το τραγούδι της «Ευρυδίκης» τραγούδια που παίζαν τα ραδιόφωνα, το οποία ραδιόφωνα στα σπίτια μας τα είχαμε πάνω σε ψυγείο, το οποίο είχε πάγο μέσα και από τη θερμότητα του ραδιοφώνου έλιωνε περισσότερο ο πάγος που ήταν στο πάνω μέρος του ψυγείου.

 

    Είναι συναρπαστική η διαδικασία της μελοποίησης των ποιημάτων, σαν αν αποκτούν φτερά οι στίχοι μέσα από το βιβλίο και να γίνονται κτήμα του κόσμου, να τραγουδιούνται, να μπαίνουν στην ψυχή του.

     Είναι σημαντικό αυτό, αλλά ο Χατζιδάκις δεν επέμενε πολύ στους ποιητές. Έκανε παρέα με σοβαρούς ανθρώπους που κατά σύμπτωση κάποιοι ήταν και ποιητές. Δεν έκανε αυτό που έκαναν άλλοι συνθέτες, οι οποίοι μάλιστα το έχουν πάρα πολύ συναντά στο βιογραφικό τους. Ο Χατζιδάκις, πίστευε ότι η ποίηση είναι αυθύπαρκτη. Κάποτε του είπα αυστηρά μπροστά στο Νίκο Γκάτσο ότι η ποίησή μου δεν χρειάζεται μουσική κάλυψη, πράγμα που του έκανε μεγάλη εντύπωση και γυρίζει και λέει «Νίκο, άκου τι λέει, θεωρεί τη μουσική πάνω στους στίχους – όπως είπα – μουσική κάλυψη, ούτε καν μουσική επένδυση!». Του είχε κάνει εντύπωση η σφοδρότητα της αντίδρασής μου πάνω στη μανία των συνθετών να παίρνουν επιτυχημένα τραγούδια ή ποιήματα, δηλαδή στην ουσία αυτή η άρνηση των ποιητών αν μου επιτρέπετε, γιατί ως άνθρωπος έξυπνος, λογικός και σοβαρός, κατάλαβε ότι χρειάζεται μια διαλλακτική συνέχεια στο θέμα. Ούτε, «άντε πάρε όλα τα ποιήματα να τα κάνουμε τραγούδια». Εμείς οι ποιητές είμαστε επηρεασμένοι – εγώ προσωπικά – και από τα δημοτικά τραγούδια και από τους στίχους του ρεμπέτικου και από το σινεμά…

 

      Αγαπάτε και εσείς το ρεμπέτικο όπως ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, που μάλιστα το τραγουδάει κιόλας με  επιτυχία και έχει συγγράψει και ανάλογου περιεχομένου πόνημα. Τι είναι για σας το ρεμπέτικο τραγούδι;

     Εγώ μεγάλωσα με τα ακούσματα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκα το ’48 στον Πειραιά, μια πόλη που είναι σημαδεμένη από το ρεμπέτικο. 

 

    Παρατηρούμε ότι κουβαλάτε τον Πειραιά σε όλα σας τα ποιήματα.

    Πάρα πολύ. Γι’ αυτό αγαπώ τη Θεσσαλονίκη, γιατί μοιάζει με τον Πειραιά και έχει θάλασσα. Και πιο συχνά έρχομαι εδώ στην πόλη σας, παρά στον Πειραιά, που απέχει το σπίτι μου δέκα χιλιόμετρα και λιγότερα  ίσως. Έρχομαι εδώ και αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, είναι συγκινητικά.

 

     «Οι περισσότερες μνήμες μας τελείωσαν το πρωί / δίπλα σε αποκοιμισμένα σώματα και ξεχασμένα τσιγάρα». Πάρμα 1972. Γιατί επιλέξατε αυτό το ποίημα να σας εκπροσωπήσει στο ηλεκτρονικό site στο ίντερνετ όπου παρουσιάζονται οι γραφές των ποιητών από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου; Σημαίνει κάτι ιδιαίτερο;

   Το επέλεξαν οι ίδιοι, κι όχι εγώ, γιατί είναι ένα ποίημα που έγραψα το 1972 και τυπώθηκε το 1973. Είναι από τα πρώτα μου ποιήματα και τα πιο ολοκληρωμένα, το οποίο γράφτηκε σχεδόν αμέσως, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο. Εάν πιστεύετε στη λέξη έμπνευση – εγώ πιστεύω πάντως και στέκομαι προσοχή σ’ αυτήν τη λέξη – το έγραψα από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να σταματήσω καθόλου. Έκανα μόνον μερικές μικροβελτιώσεις.

 

     Είναι η λογοτεχνία μια «Αντίσταση στα γεγονότα» όπως υποστηρίζει ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, στην ομώνυμη συλλογή που πρόσφατα κυκλοφόρησε; Μπορεί η ποίηση να αποτελέσει μια αντίσταση ή ενδεχομένως μια απάντηση στην παρακμή των καιρών μας;

    Τα καλά ποιήματα δεν έχουν σχέση ούτε με την εξουσία, ούτε με τα χρήματα. Η σπουδαιότητα  ενός ποιήματος που είναι γραμμένο με ταλέντο βγαίνει από την ψυχή και την αλήθεια του ίδιου του ποιήματος. Αυτό είναι αυτομάτως μια αντίσταση. Και μόνο που σε βάζει να σκεφτείς σοβαρά πράγματα σε έναν κόσμο που έχει καταντήσει τη γελοιότητα και το ψέμα σήμα κατατεθέν του. Όλοι νομίζουν ότι η ζωή των Ελλήνων είναι αυτά τα σαλονάκια ή τις βίλες που δείχνει η τηλεόραση. Ε, δεν είναι λοιπόν αυτά τα σκηνικά!

 

     Πρόκειται για έναν εικονικό κόσμο τελικά…

     Υπάρχει και αυτός ο κόσμος, αλλά αυτά τα σπίτια κατοικούνται στην ουσία από ανθρώπους που έχουν αισθήματα, που έχουν αίμα, που έχουν ασθενείς σε νοσοκομεία, που έχουν κοιμισμένους ή πεθαμένους στα νεκροταφεία, αν θέλετε, που συνεχώς σκέφτονται αυτούς που έφυγαν, ή προσπαθούν να τους κρατήσουν στη μνήμη τους και που προσπαθούν να γίνουν  καλύτεροι… Κάποιος δημοσιογράφος είπε για μένα ότι είμαι ποιητής των μικρών στιγμών των ανθρώπων, αυτών που δεν φαίνονται.

 

    Και των εξαιρετικών αισθημάτων, όπως υποτιτλίζεται το περιοδικό «Οδός Πανός», ένα «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων».

    Με την έννοια του ταλέντου και για να το ανυψώσω. Ασχολούμαι δηλαδή με όλα αυτά τα οποία δεν ασχολούνται οι άλλοι, τα περιττά. Αυτό που πετούν οι άλλοι.

 

    Αναφερθήκατε σε αυτούς που έφυγαν και θα ήθελα να θυμηθούμε τη Μαλβίνα Κάραλη, που δεν είναι πια κοντά μας, έφυγε χθες.

    Ναι, σήμερα γίνεται η κηδεία της. Είχα την τύχη να είμαι φίλος της και να με θεωρεί φίλο της. Όποτε ξεκίναγε μια εκπομπή αρχικά στο κανάλι που ήταν μόνο στην Αθήνα το «Seven X» με κάλεσε να πάω στην εκπομπή της. Θυμάμαι ακόμα τις ώρες στο πλατό. Όπου τη σταμάταγα για να πάω στην τουαλέτα, γιατί είχα πιει φραπέ και σταμάταγε όλο το συνεργείο σινεμά για πάω και πήγα τρεις-τέσσερις φορές. Και εν τω μεταξύ είχε κλείσει το αυτί μου από μια ωτίτιδα και δεν άκουγα καλά, σας μιλάω πρακτικά και επέμενε. Μετά όταν πήγε σε άλλο κανάλι στο Mega σε απευθείας μετάδοση μιλούσα από το σπίτι μου. Μετά σε ένα άλλο κανάλι από τον παλιό «SKY» πάλι το ίδιο. Και το χειμώνα προτού φύγει για την αρρώστια της από το «Extra channel» μου έκανε μια συζήτηση «Περί έρωτος» , την παραμονή του Αγίου Βαλεντίνου για να παιχτεί ανήμερα και μου λέει στην κουζίνα του σπιτιού μου «είμαι άρρωστη. Αύριο θα εγχειριστώ». Τελικά δεν εγχειρίστηκε στην Ελλάδα, εγχειρίστηκε στην Αμερική όπου πήγε. Και τελικά δεν εγχειρίστηκε, λένε διάφορα οι εφημερίδες. Και μου λέει «κάνε μια ευχή να γίνω καλά». Και της λέω «Μαλβίνα δεν έχεις τίποτα, θα γίνεις καλά». Και μετά την ρωτώ, «γιατί ασχολείσαι συνέχεια μαζί μου;» και γυρίζει και μου λέει το αφοπλιστικό «γιατί σε αγαπώ». Και έμεινα. Γιατί δεν την έβλεπα συχνά. Δηλαδή, το μόνο που με σκεφτότανε. Χθες το βραδύ φάγαμε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και μου εκμυστηρεύτηκε ότι κάποτε του ζήτησε ένα ποίημα και μόλις της αντέγραψα ένα και της το έδωσε χειρόγραφο, έσκυψε και του φίλησε το χέρι. «Από τον άλλο κόσμο – είπα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο – η Μαλβίνα θα βλέπει ότι είμαστε μαζί στο τραπέζι». Η Μαλβίνα είχε ταλέντο και παιδεία, την οποία περιφρονούσε. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης – που και αυτός πέθανε πριν από τη Μαλβίνα σε πολύ λίγο διάστημα – είχε γράψει φοβερά άρθρα, σχεδόν την έλεγε Τσάρλι Τσάπλιν, την έλεγε μεγαλοφυία, της έλεγε φοβερά πράγματα σε σειρά άρθρων του στο «Έθνος», κείμενα τα οποία αναφέρονταν στις εκπομπές της και αργότερα κυκλοφόρησαν σε βιβλίο. Η Μαλβίνα είναι σχεδόν σαν τη Στέλλα, που στο έργο με τη Μελίνα, δε θέλει γάμο, δε θέλει τίποτα, είναι σαν την Κάρμεν, σαν την Ηλέκτρα, σαν την Αντιγόνη. Ελευθέρωσε τις γυναίκες και τις έκανε επικίνδυνες και προκλητικές, όχι στο οικονομικό μέρος, εννοώ σε σχέση τους με άλλα πρόσωπα, αλλά σε σχέση με το τι μπορούν να κάνουν μόνες. Η Μαλβίνα ήταν μόνο μία. Δεν υπάρχει, ούτε θα ξαναγίνει. Μόνο σε κάποια ταινία του Αλμοδοβάρ μπορούμε να δούμε τη Μαλβίνα να υπάρχει – σαν ιδέα.

 

    Μέσα από τις σελίδες μιας εφημερίδας σχολιάζατε, κριτικάρατε, καυτηριάζατε με το δικό σας ιδιαίτερο τρόπο και περιγράφατε γεγονότα και καταστάσεις και μας γνωρίζατε πρόσωπα που δεν είχατε ίσως την τιμή να τα γνωρίσουμε προσωπικά φωτίζοντας το έργο τους, τις απόψεις τους αλλά κάποιες φορές και τις αδυναμίες τους.

     Εγώ ήμουν αγαπημένος γραμματέας του Τσαρούχη, γραμματέας και καλός φίλος. Ο Τσαρούχης ήταν μεγάλος καλλιτέχνης, μεγάλο πρόσωπο με τεράστια παιδεία. Ελάχιστα μέρη της παιδείας του έδειχνε, γιατί ήταν σοβαρός άνθρωπος αλλά αυτά που έδειχνε ήταν συγκλονιστικά. Με έχουν καθορίσει.

 

   Υπάρχουν πολλά  βιβλία από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» για τον Τσαρούχη, που συμπυκνώνουν ουσιαστικά όλη τη φιλοσοφία των λόγων και του καλλιτεχνικού του έργου.

     Και εμείς έχουμε κάνει στο περιοδικό «Οδός Πανός» ένα σχετικό αφιέρωμα. Μάλιστα, πρέπει να σας πω ότι είχα την τιμή να λάβω μέρος ως στρατιώτης, στις «Τρωάδες» σε μετάφραση του Γιάννη Τσαρούχη. Με είχε βάλει με στρατιωτική στολή και φύλαγα με τις Τρωάδες και ως υπαξιωματικός του ναυτικού στον Μενέλαου. Ο Τσαρούχης ήταν μια μεγαλοφυία, ανεπανάληπτος. Δυστυχώς χάθηκε. Μας είχε αφήσει τα βιβλία του. Τα ζωγραφικά του έργα του. Δεν μπορείτε επίσης να φανταστείτε πόσο σκληρός ήταν σαν δάσκαλος και καθόλου εύκολος σαν άνθρωπος. Γι’ αυτό ήταν γεμάτος αγάπη… Έχω ακούσει φοβερά πράγματα από τον Τσαρούχη και κατ’ ιδίαν με ενθάρρυνε πολύ στην καλλιτεχνική μου είσοδο στην Αθήνα και ο Τσαρούχης, όπως και ο Χατζιδάκις και κάποια άλλα πρόσωπα.

 

   Είστε αισιόδοξος για τη νέα γενιά των λογοτεχνών; Στο περιοδικό σας φιλοξενείτε συστηματικά πολλά καινούργια ονόματα;

     Τρέμω τη δημοσιότητα των μέσων ενημέρωσης, επειδή κάθε μέρα πρέπει να έχουν έναν διανοούμενο ή έναν λογοτέχνη ή έναν ποιητή, πολλές φορές εξευτελίζουν τις έννοιες αυτές, γιατί τα πρόσωπα που εμφανίζουν δεν έχουν καμία σχέση και καμία ιερότητα με αυτές τις λέξεις τις οποίες θέλουμε να λέμε. Πιστεύω ότι το ένστικτο του κόσμου είναι αλάνθαστο και είναι πολύ πιθανό να αποτύχουν με τον τρόπο που μιλάνε αυτά τα πρόσωπα μέσω τηλεοράσεως ή μέσω ραδιοφώνου, γιατί όπως ξέρετε μια συνέντευξη είναι δίκοπο μαχαίρι. Δεν σημαίνει ότι επειδή μου παίρνετε συνέντευξη εσείς, εγώ οπωσδήποτε πέρασα στα σπίτια και είμαι γνωστός στην όψη. Εάν εγώ σας λέω πράγματα σοβαρά που αγγίζουν τον κόσμο που μας βλέπει και αυτή τη στιγμή μπορεί να μαγειρεύει, να πλένει πιάτα ή να σφουγγαρίζει. Εάν αφήσει το σφουγγάρισμα για να ακούσει εσάς και εμένα κάτι σοβαρό λέμε και υπερασπίζουμε την έννοια της ποίησης και της λογοτεχνίας, μετά τον εαυτό μας. Γιατί έχουν τρομάξει τον κόσμο οι διάφορες φάτσες και τα μούτρα που βγαίνουν, τα οποία κάνουν τον κακόμοιρο στην τηλεόραση και παριστάνουν τον διανοούμενο και με το πίσω χέρι παίρνουν από εκατό μεριές λεφτά από διάφορες υπηρεσίες στις οποίες περνάνε απλώς και υπογράφουν.

 

     Θίγετε ένα μεγάλο θέμα που αφορά το αν τελικά το κράτος πρέπει να βοηθάει και να υποστηρίζει τους λογοτέχνες. Εσείς σήμερα στον «Επενδυτή» λέτε ότι δεν θέλετε καμία κρατική επιχορήγηση, αντιθέτως αν το κράτος θέλει να το κάνει μπορεί να εγγραφεί συνδρομητής στο περιοδικό σας!

     Ναι, όπως κάνουν όλοι οι σοβαροί άνθρωποι. Δε θέλω να έχω χρήματα από το κράτος.

  

    Συμβιβάζεται το κράτος και η εκάστοτε εξουσία με τη λογοτεχνία;

     Μα, η αιτία του κακού που υπάρχει στην Ελλάδα και στον κόσμο οφείλεται στους πολιτικούς που είναι στην κυβέρνηση. Δεν οφείλεται στην αντιπολίτευση. Οφείλεται στην υπάρχουσα κυβέρνηση του κάθε κράτους. Κυβέρνηση της Ουγκάντα, της Νιγηρίας, του Πακιστάν, της Ινδίας…

 

      Ποια πολιτική θα μπορούσε να περιμένει κανείς από το κράτος για το χώρο του βιβλίου;

      Το κράτος ετοιμάζεται να γίνει εκδότης ή επιχορηγεί μέσω των εκδοτών βιβλία τα οποία πληρώνει χρυσά. Σκεφτείτε ότι πάρα πολλοί εκδότες – δεν θα ήθελα να αναφέρω ονόματα – επιχορηγούνται στην ουσία από το κράτος. Ενώ εμείς αφηνόμαστε με το νόμο της εμπορικής κατάστασης - προσφοράς και ζήτησης. Αυτό είναι άνισο. Αλλά ταυτόχρονα εγώ δε δέχομαι να αναλάβω να εκδώσω ένα βιβλίο με λεφτά του κράτους – των φορολογουμένων. Υπάρχουν κάποιοι που το κάνουν. Δηλαδή δίνονται τεράστια κονδύλια, τεράστια ποσά, δισεκατομμύρια. Εκδότες των Αθηνών έχουν γίνει πάμπλουτοι με χρήματα του κράτους – των φορολογουμένων. Αυτοί συντρίβουν εμάς.

 

    Θα μπορούσατε να οριοθετήσετε μια Εθνική Πολιτική για το Βιβλίο;

     Θα είναι πρώτα πρώτα οι βιβλιοθήκες. Είχανε σκοπό να δημιουργήσουν 3.500 βιβλιοθήκες. Εν τέλει αγόρασαν μόνο για 500 βιβλιοθήκες, από τις οποίες δεν λειτουργούν και δεν υπάρχει ένας βιβλιοθηκάριος για να πάει ένα παιδί να πάρει ένα βιβλίο ή να διαβάσει το μεσημέρι ή το απόγευμα μέσα στη βιβλιοθήκη. Τα βιβλία παραμένουν κλεισμένα.

 

  Ο μεγάλος ποιητής της Θεσσαλονίκης Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος, μιλούσε επανειλημμένα για το θεσμό των λαϊκών βιβλιοθηκών.

   Η παιδεία, το γυμνάσιο και το σπίτι είναι τα πρώτα. Θα παρακαλούσα τους θεατές να παίρνουν απαραίτητα μια εφημερίδα την ημέρα στο σπίτι προτού πάρουν βιβλίο και να την αφήνουν πάνω στο γραφείο, στην κουζίνα, οπουδήποτε, στο τραπέζι που βλέπουν τα παιδιά, για να διαβάσουν πρώτα την εφημερίδα. Να μάθουν τι γίνεται στον κόσμο, με τον τρόπο της κάθε εφημερίδας.

 

    Γιατί χρησιμοποιείται το πολυτονικό σύστημα γραφής στις εκδόσεις σας;

   Χρησιμοποιούμε και το  μονοτονικό και το πολυτονικό, ανάλογα… Στο περιοδικό πολλά άρθρα πλέον είναι μονοτονικά καθαρά για πρακτικούς λόγους. Αγαπώ το πολυτονικό. Τελείωσα πολυτονικό γυμνάσιο. Τελείωσα το ’66 το γυμνάσιο. Δε με φοβίζει η ηλικία μου γιατί το μυαλό μου παραμένει νέο. Δηλαδή εξακολουθώ να έχω μυαλό 17-20 χρονών.

 

    «Σε προσκυνώ γλώσσα πολλά τα θαύματά σου» λέει στο «Τυφλό σύστημα» η  ποιήτρια Κική Δημουλά. Στον εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ηλεκτρονικής πληροφορίας, φοβάστε για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας;

     Η λέξη παγκοσμιοποίηση δεν με τρομάζει. Με τρομάζει η αδιαφορία του κόσμου, η βιασύνη με την οποία ζει, αυτή δηλαδή τη ζωή που του διδάσκουν τα μέσα ενημέρωσης. Κυρίως η τηλεόραση – επειδή είναι ο πιο ξεκούραστος τρόπος παρακολούθησης μιας άλλης ζωής – είναι η αιτία πολλών κακών. Δείτε πόσες εκπομπές, δηλαδή ντοκιμαντέρ στα μεγάλα κανάλια λείπουν. Μόνο η ΕΡ1 και ΝΕΤ. Το σίριαλ εάν δεν είναι σοβαρά με μια συγκεκριμένη ιστορία δηλαδή και είναι κωμικά είναι για κλάματα, είναι καλαμπούρι.

 

    Θα επιθυμούσατε να δείτε βιβλία σας στον κινηματογράφο ως σενάρια;

   Θα ήθελα, αλλά δεν μπορώ να ασχολούμαι μ’ αυτόν τον τομέα. Εγώ ασχολούμαι με το περιοδικό μου, με τις εκδόσεις μου, με τα ποιήματά μου, εσάς που μου μιλάτε και απαντώ στις ερωτήσεις σας. Αν δε μου τις κάντε δεν θα μιλούσα μόνος μου. Δεν μπορώ να τρέχω στα καφενεία και στα εστιατόρια για να βρω το σκηνοθέτη και τους παραγωγούς και τους πολιτικούς για να επέμβουν και να βάλουν το χεράκι τους για να ανεβάσουν ένα θεατρικό μου. Εάν θέλουν να το ανεβάσουν, εάν δεν θέλουν να μην το ανεβάσουν.

 

    Ποιους ποιητές θαυμάζετε και θεωρείται ότι σας έχουν επηρεάσει;

    Νομίζω ότι γνώρισα σπουδαίους ποιητές, αναφέρατε τον Χριστιανόπουλο, τον Ασλάνογλου, το Μιχάλη Κατσαρό, το Νίκο Γκάτσο, μ’ αρέσει ο Σταύρος Αντωνίου ένας πεζογράφος που πέθανε 50 χρονών – έχουμε τρία βιβλία του στις εκδόσεις μας, η Ζυράννα Ζατέλη, που ξεκίνησε από εμάς, ο Σφυρίδης, που ζει στη Θεσσαλονίκη – μ’ αρέσει πολύ και μάλιστα αυτό το βιβλίο που έβγαλε από τον «Καστανιώτη», η «Μεταμόσχευση νεφρού», τον οποίο είχα τη χαρά να δω χτες το βράδυ – και κυρίως μ’ αρέσει η εντιμότητα ορισμένων ανθρώπων όπως ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος που ζει στον Πύργο Ηλείας και ήταν στρατιωτικός γιατρός.

 

   Δεν αναφερθήκατε καθόλου στον Γιώργο Ιωάννου.

   Ναι, τον γνώρισα. Δεν ήμουν φίλος του, είχαμε συμφάει σε ένα σπίτι ένα μεσημέρι και είχαμε μιλήσει, βέβαια ο καθένας είχε τις δουλειές του στην Αθήνα. Τον έβλεπα σε διάφορους χώρους, σαν αγρίμι να τρέχει να προλάβει ορισμένα πράγματα και να μη θέλει να χαιρετήσει κάποιους που τον αναγνώρισαν. Αυτό είναι όλο. Κάνω παρέα στη Θεσσαλονίκη με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Βλέπω ανθρώπους που γράφουν στην Αθήνα. Βιαστικά μέσα στην πόλη κάποιο βράδυ σε κάποιο θέατρο. Λέω μια φράση τελευταία που έλεγε ο Τσαρούχης. «Έχω τόση δουλειά που με σκοτώνει». Και όλα αυτά που σας λέω τα λέω από αγάπη στο ρεαλισμό και την αλήθεια.

 

   Η περιφέρεια τελικά είναι αυτή που βγάζει αξιόλογους συγγραφείς και μάλιστα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και το αθηναϊκό κέντρο.

     Υπάρχουν σοβαρά πρόσωπα που γράφουν εξαιρετική λογοτεχνία. Δε φταίνε τα πρόσωπα αυτά εάν δεν τους καλούν στις τηλεοράσεις. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που πας ή δεν πας σε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Εμένα δεν με καλούν πια. Δε με ενδιαφέρει.

 

   Ποιους ξένους συγγραφείς αγαπάτε;

   Μ’ αρέσει ο Μέιλερ, ο Παβέζε, ο Τρούμαν Καπότε  και πολλοί άλλοι…

 

   Στον 21ο αιώνα και πάλι τα βιβλία στην πυρά. Το περιμένατε;

   Η τηλεόραση έχει τρελάνει τον κόσμο όταν του λέει τι περιέχει ένα βιβλίο. Εάν δεν είχε υπάρξει η δημοσιότητα γι’ αυτά τα βιβλία δεν θα μας απασχολούσαν σε τέτοιο βαθμό. Βέβαια, οι εκδότες και οι συγγραφείς χαίρονται να υπάρχει κάποια αντίδραση, γιατί το βιβλίο θα πουλήσει αντίτυπα. Μη νομίζετε επειδή γίνονται αυτά που βλέπουμε στις τηλεοράσεις, οι ίδιοι χαίρονται. Αυτό είναι αντίφαση. Δε χαίρομαι εγώ και εσείς. Πιθανό να είναι κακό βιβλίο να μην είναι καλό αντικειμενικά.

 

   Πως αντιμετωπίζετε το διεθνές διαδίκτυο ίντερνετ; Θεωρείτε ότι αποτελεί ευλογία ή κατάρα;

    Δε με απασχολεί παρ’ ότι στο βιβλιοπωλείο μου έχω e-mail στο όνομά μου και το περιοδικό είναι στο ίντερνετ γιατί κάποιοι μας στέλνουν το κείμενά τους. Το ίντερνετ δεν με ενδιαφέρει γιατί ο Έλληνας έχει τόσα άλλα να κάνει.

 

  Φοβάστε ότι η τεχνολογία αυτή είναι ικανή να απειλήσει σε κάποια στιγμή το τυπωμένο χαρτί;

   Όχι. Του Έλληνα του αρέσει να βγαίνει έξω και να κάθεται σε άλλα σημεία του σπιτιού του και όχι μπροστά σε μια οθόνη, όπως το να βλέπει τη βροχή, να απολαμβάνει τον αέρα, να περιμένει ένα τηλέφωνο. Κάποιοι, εκατό, ή διακόσιες χιλιάδες, θα ασχολούνται και μερικά παιδαρέλια που νομίζουν ότι το ίντερνετ είναι τα πάντα και κυρίως για να ταξιδεύουν στον κόσμο με εικόνες, διευθύνσεις και προσωπικές σχέσεις.

 

Βασίλης Λεβαντίδης για το www.elogos.gr