Το αβγό του Φούφουτου

Ρούλα Καραπάνου

 

Ο δόκτωρ Φούφουτος κόντευε να τρελαθεί από την χαρά του, όταν είδε τα πειράματά του να αποδίδουν καρπούς. Μερόνυχτα είχε δουλέψει για να φτάσει σ' αυτό το αποτέλεσμα. το σπίτι του το’ χε ξεχάσει , τις πιο πολλές νύχτες κοιμότανε για λίγο σ' ένα καναπέ στο εργαστήριό του. Ελάχιστα έτρωγε. Κανένα χάμπουργκερ στο πόδι και αυτό όχι ολόκληρο. Δυο δαγκωνιές, μάσαγε αφηρημένα και το υπόλοιπο ξεχνιότανε στην γωνιά του εργαστηριακού του πάγκου. Η γυναίκα του, η κυρία Βιβή είχε απογοητευτεί εντελώς. Άντρα είχε και άντρα δεν έβλεπε, χειρότερα από το να’ χε πάρε ναυτικό. Στην αρχή του’ χε ζητήσει διαζύγιο. ύστερα όμως το καλοσκέφτηκε, δεν την πολυσυνέφερε είναι η αλήθεια. Οργάνωσε λοιπόν την ζωή της αλλιώς. Βρήκε εραστή, ένα νεαρό λιμοκοντόρο, που τον χαρτζιλίκωνε βέβαια, και τον υπόλοιπο χρόνο που της απέμενε τον γέμισε με μπιρίμπα.

Ο καθηγητής κος. Φούφουτος δεν είχε ποτέ του ούτε φίλους ούτε κοινωνική ζωή. Από φοιτητής ακόμα ήτανε ένας μοναχικός και περίεργος τύπος. Όταν του μίλαγες και για τα πιο απλά πράγματα έδειχνε σα να μη καταλάβαινε. Ήτανε διαρκώς αφηρημένος, και πως να μην είναι; Το μυαλό του ήτανε συνέχεια κολλημένο σε κάποια εξίσωση ή κάποιο πείραμα. Σε ότι του’ λεγες απαντούσε συνήθως καταφατικά. Το όχι ήθέλε σίγουρα περισσότερες προσπάθειες.

Κάπως έτσι άλλωστε παντρεύτηκε. Δεν είχε προσέξει την πρόταση που του’ χε κάνε η Βιβή. Σίγουρα επρόκειτο για ένα περίεργο γάμο. Συνήθως είναι ο άνδρας που κάνει την πρόταση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Βιβή ήτανε από τις γυναίκες που δεν διαθέτουνε υπομονή. Κι ' ύστερα γάμος από αφηρημάδα είναι κάτι ασυνήθιστο. Ούτε λόγος βέβαια να ανακαλέσει το αφηρημένο “ναι”, ο φουκαράς κύριος Φούφουτος. Η Βιβή δεν είναι από τις γυναίκες που αφήνουνε τέτοια περιθώρια. Παιδιά δεν κάνανε, αν και είχανε περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε. Και πως να κάνουν, αφού σπάνια το κάνανε; Μάλιστα είχε τύχει μια δυο φορές ο κύριος Φούφουτος στην καλύτερη πάνω στιγμή να θυμηθεί κάποια εξίσωση.

"Εύρηκα!" φώναξε και εκσπερμάτωσε πρόωρα από την χαρά του. Μια άλλη φορά, ποιος ξέρει ποια εξίσωση "τον απασχολούσε," χ ψ " φώναξε, αλλά το αποτέλεσμα του επιστημονικού του ενθουσιασμού ήτανε εντελώς διαφορετικό. Απλώς του έπεσε. Κάπως έτσι είχανε τα πράγματα και η συμβία του πήρε τις αποφάσεις της. Μια μέρα ψάρεψε ένα λιμοκοντόρο φοιτητή σε μια καφετέρια. Κανείς όμως δεν είναι τέλειος παραδέχτηκε λίγο αργότερα η Βιβή. Ο μικρός είχε του κόσμου τις απαιτήσεις. του άρεσαν τα ακριβά! Αναπτήρες χρυσοί, ταμπακέρες ασημένιες, λακόστ μπλουζάκια, γυαλιά βόγκ. Βόγκαγε η κυρά Βιβή αλλά του τα’ αγόραζε γιατί είχανε είκοσι χρόνια διαφορά και δεν ήθελε να τον χάσει. Συν τοις άλλοις ήθελε και χαρτζιλίκι. Αμ' το άλλο. Ο νεαρός είχε αδυναμία στον Καβάφη. Η Βιβή εκτός από τον Εθνικό ύμνο και εκείνο το παιδικό ποιηματάκι "αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας σου καμάρι", δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με την ποίηση. Από ανάγκη όμως για να μην του χαλάσει χατίρι άρχισε να αποστηθίζει δυο τρία ποιήματα του μεγάλου ποιητή. Επειδή δε λίγο τα καταλάβαινε, η εκμάθησή τους έγινε παπαγαλία.

Ο τζιτζιφιόγκος ήθελε σώνει και καλά κατά την διάρκεια της συνουσίας η κυρία Φούφουτου να του απαγγέλλει Καβάφη. Τον ενέπνεε φαίνεται . Κάποια φορά πως μπέρδεψε η Βιβή τους στίχους, ανακάτεψε λίγο από τα κεριά, λίγο από τα τείχη, και ένα κομμάτι από το "απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" (πράγμα που αποδεικνύει και τις ατέλειες της μεθόδου παπαγαλία). Του’ πεσε του νεαρού αυτόματα. Έξαλλος την παράτησε στα κρύα του λουτρού και καθώς έφευγε της φώναξε όλο στόμφο "απολείπειν ο Θεός Αντώνιον κι ' εγώ εσένα" και καθώς κτύπαγε την πόρτα με δύναμη συμπλήρωσε "κουφάλα". "Στα τσακίδια" του απάντησε αυτή, όμως σίγουρα αυτός δεν την άκουσε, η πόρτα είχε ήδη κλείσε πίσω του. Έτσι είναι οι νέοι. Από φύση βιαστικοί και γρήγοροι, δύσκολα τους προλαβαίνεις. Έκτοτε η κυρία Φούφουτου εγκατέλειψε το σεξ και το’ ριξε στα χαρτιά με πάθος πρωτόγνωρο. Και είναι κρίμα γιατί ήτανε σχετικά νέα ακόμα. Ο άνδρας της, ο αξιότιμος κύριος καθηγητής την πέρναγε δέκα ολόκληρα χρόνια. Μέτραγε ακριβώς μισό αιώνα ζωής. Τα μεγάλα προβλήματα αρχίσανε όμως απ' όταν του μπήκε η έμμονη ιδέα να βρει το φάρμακο για το AIDS. τρία χρόνια τώρα έπεσε με τα μούτρα στην έρευνα. Στο σπίτι του πια, πήγαινε ίσα για ν' αλλάξει ρούχα και τα απαραίτητα. Η Βιβή ούτε άφηνε τα τραπουλόχαρτα από τα χέρια όταν αυτός έμπαινε. Σήκωνε μόνο τα μάτια μέσα στο ντουμάνι από τους καπνούς των τσιγάρων και έλεγε απλά: "Α, εσύ είσαι; "

Μα μη νομίσετε πως στεναχωριότανε ο κύριος καθηγητής. Ίσα που τον βόλευε έτσι , γιατί εύρισκε την ησυχία "ου. Όπως όλοι οι άντρες δεν άντεχε την γκρίνια και τα παράπονα. Στα τρία χρόνια απάνω είδε επιτέλους τους κόπους του ν' ανταμείβονται . Ο καθηγητής κύριος Φούφουτος είχε στηρίξει τις έρευνές του πάνω σε μια μεγαλοφυή έμπνευση. "Ποιο είναι το πρόβλημα αυτής της αρρώστιας;" σκέφτηκε. Ότι οι άνθρωποι γίνονται πετσί και κόκαλο". Αποφάσισε λοιπόν να βρει το αντίδοτο. Κα δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτόν τον επάρατο ιό του AIDS, αλλά τουναντίον προσπάθησε να κατασκευάσει κάτι που να’ χει τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα. Αντί να αδυνατίζει τον άνθρωπο να τον παχαίνει !

Όταν επιτέλους είδε τα ποντικάκια του, που χρησιμοποιούσε σαν πειραματόζωα να παχαίνουν υπερβολικά, κατάλαβε πως βρισκότανε σε καλό δρόμο. Θυμήθηκε το μουρουνέλαιο που η μάνα του του’ δινε με το ζόρι και σκέφτηκε πόσο πιτσιρικάδες θα γλίτωναν πια απ' αυτό το μαρτύριο. Υπολόγισε επίσης, πως η ανθρωπότητα θα τον ευγνωμονούσε, μια και μ' αυτή την ανακάλυψη, αγελάδες, χοίροι , κοτόπουλα και τόσα άλλα είδη θα πάχαιναν γρήγορα και ανέξοδα.

"Λύνω το πρόβλημα του υποσιτισμού. Ο τρίτος κόσμος θα γλιτώσει από την πείνα" σκέφτηκε όλο ενθουσιασμό. Ήθελε όμως να σιγουρευτεί, δοκιμάζοντας το πείραμά του και σ' άλλα είδη πριν κάνει τις επίσημες ανακοινώσεις του σε κάποιο συνέδριο. Του’ ρθε η φαεινή ιδέα να δοκιμάσει και σ' ένα αβγό. Τρελάθηκε από Τη χαρά του όταν είδε το αβγό να μεγαλώνει μ' απίστευτα γρήγορο ρυθμό. Στις οκτώ το πρωί άρχισε το πείραμά του. Καθότανε απέναντι και το παρακολουθούσε επί ώρες. Ήτανε τόσο αφοσιωμένος που το σάντουιτς έμεινε ανέγγιχτο και ούτε καφέ δεν ήπιε. Αυτός που συνήθως έπινε καμιά δεκαριά βαρύ-γλυκούς την ημέρα.

Κατά τις τρεις το πρωί το αβγό είχε γίνε σαν καρπούζι και εκεί του φάνηκε πως σταμάτησε να μεγαλώνει . Τρελός από ενθουσιασμό ο κύριος καθηγητής αισθάνθηκε την ανάγκη να μοιρασθεί από την χαρά του με κάποιον. Συχνά η μεγάλη χαρά είναι το ίδιο αφόρητη με τον μεγάλο πόνο. Εξάλλου διαπίστωσε πως πείναγε αφόρητα, αφού όλη μέρα είχε ξεχαστεί, χωρίς να βάλε μπουκιά στο στόμα του και το αφημένο σάντουιτς στην γωνία του πάγκου είχε γίνει πια ακατάλληλο προς βρώση. Έτσι αποφάσισε να πάει στο σπίτι του κι’ ας ήτανε τόσο περασμένη η ώρα.

"Η γυναίκα μου θα χαρεί να της το δείξω" σκέφτηκε. Βρήκε λοιπόν μια χαρτονένια κούτα, το συσκεύασε επιμελώς και ξεκίνησε για το σπίτι του. Φευ όμως. Το σπίτι του είχε γίνε εδώ κα καιρό όπως είπαμε λέσχη και η κυρία Φούφουτου σήκωσε τα μάτια της και του είπε αδιάφορα "καλά, άστο εκεί, έχω δουλειά τώρα" όταν της είπε "Βιβή, έλα να δεις ένα τεράστιο αβγό κότας". Η απογοήτευση του καθηγητή ήτανε μεγάλη, η πείνα του ακόμη μεγαλύτερη, η κούρασή του ξέσπασε με μιας. Άνοιξε το ψυγείο, το βρήκε άδειο. Ίσα που βρήκε ένα κομματάκι τυρί, το έφαγε με λίγο ψωμί, ξεραμένο κι’ αυτό, "σπίτι είναι εδώ η ..." μουρμούρισε χωρίς να τελειώσει τη φράση του και πήγε για ύπνο. Την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος ονειρεύτηκε τη γυναίκα του. Τα τραπουλόχαρτα ήτανε λέει σα ζύμη από κέικ στα χέρια της και δεν ξεκολλάγανε με τίποτα.

Στο μέσα δωμάτιο οι κυρίες συνέχιζαν το παιχνίδι τους, μεσ' τους καπνούς και στα τσιγάρα, αφοσιωμένες λες και κάνανε κάποια ιεροτελεστία. Με τα βραχιόλια τους να κουδουνάνε κάθε φορά που κάποιο παχύ και πλαδαρό χέρι απλωνότανε για να τραβήξει χαρτί από το κέντρο του τραπεζιού. Και τότε έγινε κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί. "Βρε Βιβή, ξεράθηκε το στόμα μου", είπε η κυρία Ευτέρπη, η πιο ευτραφής απ' όλες.

"Και μένα με τραβάει το στομάχι μου απ’ την πείνα" συμπλήρωσε η κυρία Ευανθία, που κι’ αυτής τα κιλά δεν ήτανε ευκαταφρόνητα.

Εδώ που τα λέμε, εκτός από τη Βιβή που πρόσεχε πολύ τη διατροφή της και ήτανε μια καλοδιατηρημένη σαραντάρα, όλες οι άλλες κυρίες, έξι στο σύνολο, ήτανε χοντρές, πλαδαρές, με προγούλια και στομάχια, σκέτες φυσούνες ακορντεόν από τις δίπλες. Άλλωστε όλες τους μετράγανε από πενήντα κι’ επάνω. Και συμπτωματικά ήτανε όλες τους χωρίς άντρα. Γεροντοκόρες, ζωντοχήρες και χήρες.

Τι να κάνει η Βιβή, σηκώθηκε ανόρεχτα, "εμένα μη μου βγάλετε χαρτί" είπε. Ότι είχε τελειώσει η παρτίδα, ξημέρωνε κι’ όλας. Όμως στο ψυγείο δεν υπήρχε τίποτα, και πως να υπάρχει; Η Βιβή κάθε βράδυ ξημέρωνε στην πράσινη τσόχα, το πρωί ξύπναγε μεσημέρι , οι φιλενάδες της καταφτάνανε οι άρρωστες κατά τις τρεις, που να βρει καιρό για ψώνια.

Τότε καθώς έψαχνε απελπισμένα μπας και ανακαλύψει τίποτε μπισκότα, κράκερ ή τσιπς, πήρε το μάτι της το ανοιγμένο κουτί με το τεράστιο αβγό που είχε κουβαλήσει ο άντρας της. "Τι είναι τούτο;" αναρωτήθηκε. "αβγό κότας μου είπε ή νομίζω; Και τι σόι κότα είναι αυτή που κάνει τόσο μεγάλα αβγά;" Όμως δεν χρειάστηκε πολύ για να πάρει την απόφασή της. "Όπως και να’ χει αβγό είναι " σκέφτηκε και διάλεξε το πιο μεγάλο τηγάνι της. Πέντε λεπτά αργότερα η τεράστια ομελέτα μοσχομύριζε. Βρήκε και κάτι φρυγανιές, "κάντε διάλειμμα" τους φώναξε από την κουζίνα". Ο χοντρές κυρίες πέσανε με τα μούτρα . "Τι νόστιμη που είναι! " έλεγε η μια μπουκωμένη. “Μχ,” έκανε όλο ευχαρίστηση η δεύτερη μασουλώντας, “τέτοια ομελέτα δεν ξανάφαγα” η τρίτη καταπίνοντας. Η Βιβή τσίμπησε λίγο όπως πάντα, βρήκε και αυτή πολύ νόστιμη την ομελέτα της.

Όταν την άλλη μέρα ο κύριος καθηγητής είδε τα τσόφλια δίπλα στην χαρτονένια κούτα σήκωσε τους ώμους του. "Θα φτιάξω άλλο" σκέφτηκε και έφυγε για την δουλειά του. Δεν μπορούσε να φανταστεί την συνέχεια. Η γυναίκα του είχε λειτουργήσει ως νέα Πανδώρα ανοίγοντας αυτό το κουτί. Συμφορά είναι η καταλληλότερη λέξη γι ' αυτό που θα επακολουθούσε. Στις δύο χτύπησε το τηλέφωνο. Ήτανε η κυρία Ευανθία, η πιο παθιασμένη απ' όλες.

"Δεν θα’ ρθω Βιβή μου σήμερα" της είπε, "αισθάνομαι ένα φούσκωμα". Στο δεύτερο τηλεφώνημα λίγα λεπτά αργότερα ήτανε η κυρία Ευτέρπη, η πιο χοντρή από όλες. "Δεν θα μπορέσω σήμερα Βιβή μου, αισθάνομαι λίγο βαριά" δικαιολογήθηκε. Τα υπόλοιπα τηλεφωνήματα ήτανε παρόμοια. Καμιά δεν της έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες.

"Καλύτερα", σκέφτηκε η Βιβή," ευκαιρία να κάνω καμιά δουλειά". Ήτανε ακόμα στο κρεβάτι της. Τεντώθηκε μαχμουρλίδικα. Ήτανε ευχαριστημένη γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ρέντα. "Τις ξεπουπούλιασα τις κλώσες" σκέφτηκε με κέφι και σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. "Σήμερα θα πάω για ψώνια" έκανε τους υπολογισμούς της. Ψώνια για το σπίτι . Το ψυγείο ήτανε άδειο. τα ντουλάπια το ίδιο. Τα απορρυπαντικά τελειωμένα. "Να μη ξεχάσω και χαρτί τουαλέτας". Από την προηγούμενη είχε τελειώσει και χρησιμοποιούσε χαρτομάντιλα. "Και κανένα "ταγεράκι." χαμογέλασε, το πορτοφόλι της ήτανε γεμάτο από τα κερδισμένα. Όμως η καλή της διάθεση γρήγορα έμελλε να αλλάξει .

Την πρώτη κατραπακιά την πήρε μόλις ανέβηκε στην ζυγαριά της. Ήτανε το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έμπαινε στο μπάνιο κάθε που ξύπναγε. Τα’ χασε η Βιβή. "Μπα, θα χάλασε η ζυγαριά" καθησύχασε τον εαυτό της. Την έδειχνε δέκα κιλά περισσότερο! "Δε γίνονται αυτά" συμπλήρωσε φωναχτά τώρα και κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη του λαβαμπό. Η οδοντόβουρτσα στο χέρι της έμεινε μετέωρη σαν σήκωσε τα μάτια της στον καθρέφτη και τα μάτια της γούρλωσαν. Αυτό που αντίκρισε ήτανε απίστευτο.

Σαν να την είχανε φουσκώσει ! Τα μάγουλά της ήτανε σα να’ χε μαγουλάδες, ο λαιμός της σα να υπέφερε από θυρεοειδή. Ακόμα και τα δάχτυλα του χεριού της ήτανε πρησμένα.

Όχι, δεν καταλάβαινε, δεν μπορούσε να δώσε καμιά εξήγηση. Και την πιάσανε τα κλάματα, γιατί η Βιβή ήτανε κομψή και φιλάρεσκη γυναίκα. Και όσο πέρναγε η ώρα, τόσο και τρελαινότανε. Μέχρι το βράδυ, τελείως ανεξήγητα είχε πάρε είκοσι κιλά, είχε γίνε ξαφνικά χοντρή σαν τις φίλες της.

Βέβαια ούτε μπορούσε να φανταστεί πως ο χοντρές συμπαίχτριές της είχανε το ίδιο πρόβλημα και πως η κατάστασή τους μάλιστα ήτανε πιο τραγική. Είχανε γίνε τόφαλοι ! Ούτε από τις πολυθρόνες τους δεν μπορούσανε να σηκωθούν. Όμως και να το ήξερε λίγο θα την παρηγορούσε. Καμιά άλλωστε δεν πήρε την άλλη να της πει τον πόνο της. Το καρέ θα διαλυότανε για πάντα χωρίς εξήγηση.

Όσο πέρναγε η ώρα η απελπισία της γινότανε μεγαλύτερη. Τώρα είχανε πρηστεί και τα μάτια της, αυτά όμως από το πολύ κλάμα. "Κάποια αρρώστια θα’ ναι " σκέφτηκε. Θυμήθηκε την λέξη ελεφαντίαση, όμως τι στην ευχή, αυτό δεν γίνεται μέσα σε λίγες ώρες.

Σε κάποια στιγμή το μυαλό της πήγε σε κείνο το τεράστιο αυγό και στην χορταστική ομελέτα που έφτιαξε, το προηγούμενο βράδυ.

"Λες να’ τανε δυναμωτική;" αναρωτήθηκε. "Όμως τι λέω, εγώ ίσα που τσίμπησα δυο μπουκίτσες". Εκεί ήτανε που θυμήθηκε τον σύζυγό της και τον πήρε τηλέφωνο. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να του τα πει , να τον προειδοποιήσει , πως θα την αντίκριζε έτσι σ' αυτό το χάλι . Και σε ποιόν άλλον να τα’ λεγε; Ήδη έτρεμε από τον φόβο της μη την δει κανείς και είχε κλειδαμπαρώσει πόρτες κα παράθυρα. Δεν θα άνοιγε σε κανένα, ούτε στον ταχυδρόμο άμα λάχαινε, τόσο πολύ ντρεπότανε.

Την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνο ο καθηγητής κύριος Φούφουτος καμάρωνε το καινούργιο του επίτευγμα. Απέναντί του ήτανε ένα κουνέλι που ρουθούνιζε σαν λαχανιασμένο και τον κοίταζε αγαθά με τα στρογγυλά του μάτια. Το μέγεθός του είχε φτάσει στα όρια ενός μεγαλόσωμου σκύλου! Όταν χτύπησε το κουδούνι του τηλεφώνου ήταν ίσως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.

Ήτανε! Αυτό το τηλεφώνημα θα’ βαζε τελεία και τέλος στην ευτυχία του. Στην αρχή δεν καταλάβαινε. Η γυναίκα του την μια ούρλιαζε, την άλλη έκλαιγε. Καταριότανε την μοίρα της, τον εαυτό της, τον κόσμο και ξανά κλάμα και ξανά ουρλιαχτά. Όλα ανακατεμένα και γρήγορα, σαν ένας χείμαρρος καταρράχτη στ’ αυτιά του. Στο τέλος βέβαια κατάλαβε. Ευτυχώς ο φουκαράς δεν είχε προλάβει να πει λέξη. Ούτε για το πείραμά του, ούτε για την επιτυχία του ούτε για το τεράστιο αβγό του.

Ας τολμούσε. Οι έξι ύαινες θα τον ξέσκιζαν! Και η γυναίκα του η Βιβή, η έβδομη, θα του’ τρωγε και το μεδούλι! Έτσι έμελλε αυτή η καταπληκτική ανακάλυψη να μείνει στο σκοτάδι.

Το τεράστιο κουνέλι του, λίγες ώρες μετά έσκασε από το πάχος. Του’ χε δώσει μάλλον πιο ισχυρή δόση. Ίσως να ήτανε θηλυκό, να μην άντεξε από τον καημό του. Ε, έχει και η επιστήμη τις αποτυχίες της.

Ο καθηγητής δεν ανέφερε σε κανένα συνέδριο αυτό που’ χε πετύχει . Ούτε και σε κανέναν άλλο. Μόνο κάποτε τόλμησε και το πρότεινε σε κάποιον ασθενή του AIDS που βρισκότανε σχεδόν στο τελευταίο στάδιο της αρρώστιας του. Ο άνθρωπος απελπισμένος ήτανε, τι είχε να χάσει , δέχτηκε.

Το πείραμα πέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε. Ήτανε το πιο περίεργο θύμα του AIDS. Ο μοναδικός παχύς στα χρονικά. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να δώσουν καμία εξήγηση και ο καθηγητής κύριος Φούφουτος σφίγγα. Όσο σκεφτότανε την γυναίκα του που από τότε όλο και πάχαινε....

Άλλωστε ο καθηγητής είχε συνειδητοποιήσει βαθιά μέσα του, πως οποιαδήποτε ανακάλυψη πρέπει πρώτα απ' όλα να’ ναι ελεγχόμενη και το κυριότερο, να’ χει το αντίδοτό της. Αλλιώς μπορεί να γίνει μπούμερανγκ.

Από δω και πέρα, για χρόνια ολόκληρα θα’ ψαχνε να βρει το αντίδοτο. Όσο για την γυναίκα του, όλο και γινότανε πιο χοντρή. Μερικές φορές, χωρίς να το θέλει κρυφογέλαγε πίσω από την πλάτη της. Γιατί θυμότανε, πως κάτι μέρες μετά τον γάμο τους του’ χε πει: "Είσαι γέρος και άσχημος!"

Δεν το’ χε επιδιώξει , αλλά έχουνε και οι καιροί γυρίσματα.

 

 

Links: Η σελίδα της Ρούλας Καραπάνου

 

www.elogos.gr