Ένα Αφήγημα...

του Κώστα Ταβουλτσίδη

 

 

Ήμουνα , μια φορά και ένα καιρό , έξι χρονών και μου φαινότανε περίεργο λεει περισσότερο από όλα ένα πράγμα , η νύχτα , γι αυτό τα βράδια όταν σβήνανε στο σπίτι όλα τα φώτα και πλήρης σιγή γέμιζε τα δωμάτια μέχρι επάνω , άνοιγα το παράθυρο και έβγαινα να την εξερευνήσω.

Ξέρετε την νύχτα σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας , όπως αυτό που γεννήθηκα , συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Πρώτα από όλα όλοι κυκλοφορούν με ποδήλατα , όχι συνηθισμένα από αυτά που σήμερα ίσως βλέπετε στους δρόμους , αλλά παλαιού τύπου , βαριά , με σιδερένιους σκελετούς χρωματισμένα κατά προτίμηση μαύρα και σε μεγάλη ποικιλία κατασκευών με δύο με τρεις ή περισσότερες ρόδες. Εμένα αυτά που μου έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση ήταν βέβαια εκείνα με τη μια ρόδα , ήθελε βλέπεις μεγάλη δεξιοτεχνία η οδήγηση τους και θαύμαζα με πόση υπερηφάνεια προχωρούσαν όσοι τα οδηγούσαν και πόσο περιφρονητικά κοιτούσαν τους υπόλοιπους , ειδικά εμένα που καθώς δεν είχα ποδήλατο προχωρούσα με τα πόδια.

Όταν μια φορά τόλμησα να ρωτήσω γιατί όλοι έτσι “ο χρόνος κυλάει” μου έλεγαν θυμωμένα “δεν περπατάει” και φεύγανε φανερά εκνευρισμένοι που μπορεί κάποιος και κάνει τέτοιες ανόητες ερωτήσεις “εεε εσείς τελειώνει ο χρόνος;” φώναζα ξωπίσω τους αλλά μάταια , αναπτύσσανε μεγάλη ταχύτητα και εξαφανίζονταν. Έπειτα οι άνθρωποι την νύχτα δεν μιλούν πολύ , στην πραγματικότητα μιλούν σπανίως και είναι μεγάλη αγένεια να τους ενοχλήσεις εκτός αν έχεις κάτι πολύ σπουδαίο να πεις.

Ξέχασα να σας πω επίσης πως τις ώρες αυτές , στο μικρό λόφο πίσω από το χωριό μου , εμφανίζονται τριαντατέσσερα σπίτια μεσαιωνικού τύπου στα πλακόστρωτα μικρά δρομάκια των οποίων μου άρεσε πολύ να τριγυρίζω. Ένα βράδυ λοιπόν , οκτώ μήνες μετά , που έτρεχα εκεί μέσα ενθουσιασμένος γιατί κατάφερα επιτέλους να σκεφτώ κάτι σπουδαίο , συνέβη κάτι πολύ σημαντικό για μένα που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω , κάτι που όπως λένε οι μοίρες μου και τα γραμμένα θα συνέβαινε ούτως ή άλλως , αλλά εγώ εκείνο τον καιρό δεν γνώριζα , ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω πως τα νήματα που ξετυλίγονταν κάθε φορά που περπατούσα από τα χέρια μου και από τα πόδια μου δεν ήταν δικά μου , ήταν κάτι που έδινα πίσω και ότι με αυτό τον τρόπο οι μοίρες μου με κρατούσαν καλά στα χέρια τους.

Τη μέρα εκείνη λοιπόν στρίβοντας ένα δρομάκι , έτυχε να πέσει επάνω μου ένας ποδηλάτης με μια ρόδα , από αυτούς που θαύμαζα , με αποτέλεσμα να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο πέτρινο οδόστρωμα , αναγκάστηκε λοιπόν να μου δώσει την ρόδα του αφού όπως ήταν φανερό , έτσι ήταν της τύχης μας να γίνει. Από τότε πολλά μυστήρια ξεδιαλύθηκαν , κατάλαβα για παράδειγμα , ότι καθένας δεν γυρνούσε άσκοπα εκεί μέσα αλλά είχε μια δουλειά να κάνει. Άλλος έπρεπε να μεταφέρει τις μέλισσες από τα λουλούδια στις φωλιές τους , άλλος να κοιμάται κάτω από τα δέντρα , άλλος να μαθαίνει στις σκιές πως να πέφτουνε πίσω από τους ανθρώπους και εγώ έπρεπε να κάνω βόλτες και να παρατηρώ ότι μου φαινόταν πως άξιζε την προσοχή μου. Εμένα μου άρεσε να παρατηρώ τις σκιές.

Οι σκιές , δεν είναι γνωστό , αλλά είναι πολύ υπομονετικές και πολύ ευαίσθητες , καταλαβαίνουν τι νοιώθουμε από τον τρόπο που περπατάμε ή από το πως στεκόμαστε και περιμένουμε , ποιος ξέρει ο καθένας τι , κάτω από το φως του φεγγαριού. Όταν δε , δεν έχει φεγγάρι , μπορούν και ξαποσταίνουν λίγο στην πηγή , δίπλα στο ποτάμι. Παρότι έχουνε πολλά να πούνε προτιμούν να στέκονται σιωπηλές και να βρέχουν τα πόδια τους , στη συνέχεια εγώ βαριέμαι και τσουλάω μέχρι το δάσος. Από όλα περισσότερο στο δάσος μου αρέσουνε οι βάρκες , προχωρούνε πέρα δώθε ανάμεσα στα δέντρα και σε ύψος εννιάμισι μέτρων πάνω από το έδαφος , ενώ σέρνουν πίσω τους είτε άγκυρες , είτε δίχτυα , είτε αιθέριες υπάρξεις , νεαρής όμως ακόμη ηλικίας που μαθαίνουνε να πετούνε και να προσανατολίζονται. Τις νύχτες που η άπνοια είναι απόλυτη , πράγμα που σημαίνει ότι η θάλασσα είναι λάδι , οι βάρκες στέκονται ακίνητες , αν βάλεις κάτω το κεφάλι στο χώμα και αφουγκραστείς καλά τις ακούς “βζζζζζζ” “βζζζζζζζ” να έρχονται εκατοντάδες πυγολαμπίδες και να στέκονται κατά ομάδες , προτιμώντας κυρίως να πλέκονται με τα δίχτυα ή να χορεύουν με τα πνεύματα του δάσους ερωτικούς χορούς. Τότε το σκοτάδι φωτίζεται από ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα τα δίχτυα παίρνουν φωτιά και όσοι κοιμούνται κάτω από τα δέντρα ξυπνούν για να θαυμάσουν , ξυπνούνε για να δούνε το πιο ωραίο όνειρο.

Τα όνειρα είναι πολύχρωμες φυσαλίδες που βγαίνουν μέσα από τα μαλλιά τους και όπως καταλαβαίνεται αυτός είναι ο λόγος που κοιμούνται συνέχεια , για να ονειρεύονται. Όταν ένα όνειρο σου αρέσει μπαίνεις μέσα και γίνεται σαπουνόφουσκα , αν φοβηθείς η φούσκα σκαει και πέφτεις απαλά σαν φύλλο ή σαν φτερό στο χώμα. Αν πάλι μείνεις νηφάλιος , όπως μετά από καιρό έμαθα να κάνω εγώ , η σαπουνόφουσκα ανεβαίνει με ταχύτητα προς τα επάνω και φτάνοντας στο ύψος που είναι οι βάρκες αρχίζει να επιπλέει όπως σημαδούρα ή όπως πάπια που κοιμάται στο μέσο ταραγμένης λίμνης. Με αυτό τον τρόπο μπορείς να γνωρίσεις τους ψαράδες. Είναι απλοί άνθρωποι και πρόσχαροι , μερικές φορές βέβαια νευριάζουν με τις πυγολαμπίδες που τους καινε τα δίχτυα αλλά στα ψέματα , γιατί είναι ψαράδες και οι ψαράδες πρέπει να νευριάζουν όταν τους καινε τα δίχτυα , όπως οι μαμάδες πρέπει να νευριάζουν όταν τα παιδιά τους δεν κάθονται ήσυχα ή όπως οι ποιητές πρέπει να νευριάζουν όταν τα ποιήματα τους δεν μένουν φρόνημα στο γραφείο τους , αλλά κολλάνε τα μούτρα τους στο παράθυρο και κοιτάνε τους περαστικούς να σουλατσάρουν.

Από τους ψαράδες έμαθα για τις φουρτούνες , οι φουρτούνες έρχονται τις νύχτες που έχουμε πανσέληνο. Είναι τότε που δυνατός αέρας σηκώνεται και η βροχή πέφτει με τις κανάτες από τον ουρανό , είναι τότε που κάνεις τις πιο όμορφες βόλτες με το ποδήλατο σου. Μια τέτοια ημέρα , συνεπαρμένος όπως ήμουν από την βροχή ξεχάστηκα , δεν γνωρίζω πόση ώρα περιπλανιόμουν ή προς ποια διεύθυνση , γνωρίζω όμως ότι έφτασα στο τέλος του δρόμου. Εκεί βρίσκεται ένας γκρεμός , πέρα από τον γκρεμό είναι η άβυσσος , από το χείλος του γκρεμού ξεκινάει μια ξύλινη γέφυρα , το άλλο της άκρο μπαίνει σε μία μικρή σπηλιά που στέκεται μετέωρη στο μέσο της αβύσσου , η σπηλιά είναι αρκετά μικρή , τόσο που να χωράει μέσα της ένα ολόκληρο κήπο , ο κήπος τριγυρίζει μια έπαυλη του προπερασμένου αιώνα. Στον κήπο αυτό ένας μαυροντυμένος κομψός άνδρας χορεύει ταγκό με μια γυναίκα. Πρόκειται βεβαίως για τον θάνατο που χορεύει με τον έρωτα το φλογερό ταγκό της ζωής.. Ο θάνατος παρά τα όσα αντίθετα προσπαθούν να διαδώσουν είναι νεαρός άνδρας απίστευτης καλλονής , ο χορός του είναι μαγευτικός και η έλξη του απίστευτη , εάν σε κοιτάξει στα μάτια πρέπει να μπεις στην έπαυλη. Εκεί διάφοροι καλλιτέχνες πίνουν το τσάι τους και συζητούν. Το ότι είναι καλλιτέχνες το καταλαβαίνεις εύκολα από την μηχανική εμφάνιση τους , οι συζητήσεις τους περιστρέφονται γύρω από την στριφογυριστή σκάλα που υπάρχει στο κέντρο του δωματίου και καταλήγουν στο υπόγειο.

Στο υπόγειο το σκότος είναι απόλυτο , ένας μονότονος θόρυβος κάποιας μηχανής ακούγεται στο βάθος. Αν κλείσεις τα μάτια το νοιώθεις , όλα τα μυστήρια του κόσμου βρίσκονται εκεί μέσα , μόλις ανοίξεις τα μάτια το κεφάλι σου φλέγεται το δωμάτιο φωτίζεται αμυδρά και ο ήχος από το κλάμα ενός μωρού σου τρυπάει τα αυτιά , πρόκειται για την στιγμή που γεννιούνται οι ποιητές, με δάκρυα στα μάτια και μια απορία στο πρόσωπο.

www.elogos.gr