Σίμος Τσακίρης: "Δύο κείμενα"

 

Ένα περιστέρι δρόμος

…και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα κίτρινο τηλεφώνημα του ανακοίνωσε τον ξαφνικό θάνατο του Πνευματικού του. ήταν να τον κλαις, να τον κλαίμε, να τον κλαίνε. έφτιαξε στα γρήγορα καφέ. έριξε μέσα μιάμιση μεζούρα κονιάκ, έκατσε στη βεράντα, έσβησε το τσιγάρο του, το οποίο αγνοώ πότε άναψε, μες την κοντινότερη μολόχα του μπαλκονιού και βάλθηκε να μετακινήσει τα σύννεφα με το βλέμμα του. ενώ συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, η γειτόνισσα του Λάκη θυμήθηκε το πιάνο της. η μάνα της γειτόνισσας την εμμηνόπαυσή της. ο πατέρας της γειτόνισσας τον έρωτά του με τον Αξιωματικό Υπηρεσίας στο Χαϊδάρι ‘παρουσιάστε’. και τα σύννεφα παρέμεναν τόσο καρφιτσωμένα, που η γαστρίτιδα του Λάκη άρχισε πάλι ν’ αυθαδιάζει.

και να φανταστείς πως οι φίλοι του Λάκη έπλητταν, αν και ήταν ακόμη ζωντανοί. εντωμεταξύ, οι νεαρές κοπέλες της συνοικίας του είχαν την καθιερωμένη τους συνάντηση, όπως κάθε τέταρτη ώρα και μέρα της εβδομάδας, προκειμένου να στεγνώσουν τα βρεγμένα τους βρακάκια. ο γέρος πλανόδιος πωλητής ψεύτικων δαχτυλιδιών, που είχε πεθάνει 2 Απρίληδες πριν, είχε ρίξει σ’ ερμαφρόδιτη κατάθλιψη τον ηλιοκαμένο παιδεραστή της πλαϊνής προς τα χωραφάκια γειτονιάς, του οποίου παιδεραστή η μόνη πια παρηγοριά ήταν να χαζεύει πωλήτριες σε σούπερ- μάρκετς να χτυπούν στις ταμειακές μηχανές τους την τιμή πιστολιών για μαλλιά και ενίοτε για μυαλά, αλλά ώρες- ώρες ο παιδεραστής παρηγορούνταν και με το να μιμείται τις γάτες της πρασιάς του Λάκη. έτσι έκανε και απόψε. οι ειδήσεις είπαν ότι ο κιθαρίστας πάνω απ’ το γαλακτο- ζαχαροπλαστείο εμπλέκεται σε τελετές μαύρης μαγείας και ότι η κοκκινομάλλα φαρμακοποιός, δίπλα απ’ τον πρώην ομοφυλόφιλο και νυν αξιοπρεπή οικογενειάρχη χασάπη της γειτονιάς, είναι έμπορος μαλακών ναρκωτικών, με επιχειρηματικές βλέψεις στις αμφεταμίνες και σ’ αλοιφές για αιμορροΐδες. ο καφές με το κονιάκ σώθηκε. τα σύννεφα έκαναν του κεφαλιού τους. η καστανιά στην πρασιά της διπλανής πολυκατοικίας του Λάκη έθρεψε από τα νυχτερινά του αποτσίγαρα. «ας ήμουν, τουλάχιστον, ο Τόνυ Παλαντίνο», σκέφτηκε ο Λάκης και μια γκριζοπράσινη κουτσουλιά του παρασημοφόρησε τον δεξί ώμο. πόσο ελεύθερα πετούν στις μέρες μας τα περιστέρια!

 

 

Ζήτημα ενός δευτερολέπτου

Και τη στιγμή που σήκωνα το μπουκάλι της μπύρας μου προς το παράθυρο για να κάνω πρόποση στον γκρίζο ορίζοντα, έπιασε μπόρα. Τινάχτηκα απ’ την καρέκλα του γραφείου μου, έκλεισα όλες τις μπαλκονόπορτες του 4ου ορόφου, αφού σιγούρεψα το ότι δεν είχα απλωμένα ρούχα στη βεράντα και κατέβηκα για να κλείσω και τις μπαλκονόπορτες του 3ου ορόφου. Έκλεισα τις δύο του σαλονιού και πήγα να κλείσω την τρίτη μπαλκονόπορτα της κουζίνας. Στις ρίζες αυτής της μπαλκονόπορτας ήταν αραδιασμένα όλα τα ζευγάρια των παπουτσιών μου, που τα αφήνω εκεί για να αεριστούν και μπροστά απ’ αυτά το λαμαρινένιο έπιπλο της παπουτσοθήκης. Η βροχή δυνάμωνε. Απ’ τον απέναντι κίτρινο 3ο όροφο βγήκε η γυναίκα: «πάχυνες», σκέφτηκα καθώς έβαζα το πρώτο ζευγάρι στην παπουτσοθήκη. Αυτή η γυναίκα κάνει συνέχεια δουλειές, πλένει τη βεράντα και τις τέντες της σχεδόν κάθε μέρα, τινάζει συνέχεια τα χαλιά και τα πατάκια της, τη βλέπω να μαγειρεύει για το μοναχογιό της και άλλα και δεν παλουκώνεται ποτέ κι όμως οι γοφοί της ολοένα και φουσκώνουν, είναι χήρα, ίσως η μοναξιά κάποιους ανθρώπους απλά να τους πρήζει, γιατί η γυναίκα του κίτρινου 3ου ορόφου χαμογελάει όλη την ώρα. Απ’ τον διπλανό ροζ 4ο όροφο βγήκε η γυναίκα για να χαριεντιστεί με την άλλη του λευκού 5ου ορόφου, με την οποία από εκεί που ήμουν δεν είχα οπτική επαφή. Το κάνουν συχνά αυτές οι δύο να χαριεντίζονται εξ αποστάσεως με κακές καιρικές συνθήκες, καλό βίτσιο. Απ’ το λαχανί 4ο όροφο μίας πολυκατοικίας στο βάθος της κοινόχρηστης πρασιάς βγήκε ο διοπτροφόρος άντρας με τη μικρή του κορούλα να χαζέψουν τη βροχή, που ‘χε πια και μπόλικο χαλάζι μέσα της. Η μικρή άρχισε να τσιρίζει από χαρά που έβλεπε χαλάζι. Η τσιρίδα της μ’ ευχαρίστησε. Η γειτονία άσπρισε. Το χαλάζι ήταν πλέον το μόνο που έπεφτε από τον ουρανό. Τα πάντα κροτάλιζαν κι είχε αρχίσει να με συνεπαίρνει η κατεψυγμένη αυτή μουσική όταν, σφηνώνοντας και το τελευταίο ζευγάρι παπουτσιών μες στο λαμαρινένιο έπιπλο, ένα χοντρό κομμάτι χαλαζιού ήρθε και προσγειώθηκε καρφωτά στο μέσο της δεξιάς μου παλάμης. Στοπ. Όλα ήταν ζήτημα ενός δευτερολέπτου. Το πώς άρχισα να φαντάζομαι το σύννεφο απ’ το οποίο ξεμύτισε αυτό το ακανόνιστης μορφής παγάκι, τις πρώτες του ‘τζερόνιμο’ κουβέντες προς τα άλλα παγάκια, τα σημεία της διαδρομής που διέσχισε μες στην χαοτική και αφιλόξενη ατμόσφαιρα και τη θέα που είχε σε κάθε ένα απ’ αυτά τα σημεία, την αποφασιστικότητα και την τρέλα της αυτοκτονικής του κατακόρυφης πτήσης, το αίσθημα της μοναξιάς που το συντρόφευε δίχως όμως να το πληγώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης και τελευταίας του εκδρομής- τι ειρωνεία: ήταν ημέρα

Κυριακή- μόνο και μόνο για να με συναντήσει και το πώς άρχισα να το ερωτεύομαι έτσι όπως έστεκε φοβισμένο μες στη ζεστή μου παλάμη να δακρύζει, ανήμπορο να ξεφύγει από τη μοίρα του και να σχηματίζει γύρω του ένα γλυκό, υδάτινο φουστάνι, το πώς άρχισα να το βλέπω να βυθίζει το κεφάλι μες στα βρεγμένα του σκέλια και να αφήνεται να χαθεί σιωπηλό και ανενδοίαστο, να μεταμορφώνεται σ’ ένα αδειανό, υδρόβιο φουστάνι, το πώς ένιωσα πως όλος ο έρωτας χωράει μέσα σ’ αυτήν την κηλίδα, πως αυτή η κηλίδα είναι ο έρωτας ούτε που το κατάλαβα. Όλα ήταν ζήτημα ενός δευτερολέπτου. Κι εγώ είμαι πια τρελά ερωτευμένος με τον έρωτα. Ζήτημα όλων των υπόλοιπων δευτερολέπτων.

 

www.elogos.gr

.