Έλενα Κυρίτση "ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ"

 

 

 

   Κόκκινο – κίτρινο, κόκκινο – κίτρινο, σε λίγο η τρελλή ταχύτητα που γυρνούσαν τα φύλλα του, αιχμαλώτιζε το πιο χαρούμενο, έντονο και ψυχεδελικό πορτοκαλί.

   Σύννεφα πορτοκαλί, βουνά, σπίτια, θάλασσες, δέντρα, αστέρια, λουλούδια, πουλιά, όλα πορτοκαλί. Αλλόκοτο πορτοκαλί. Πίδακες νερού πλημμύριζαν τον κόσμο πορτοκαλί.

   Ένα παιδί πορτοκαλί· μα ναι!

   Μ’ ένα σελοτέιπ στην πλάτη, λίγο τσαλαπατημένο και ζαλισμένο, άφηνε άτσαλα να πέφτει το βάρος του απ’ το ένα πόδι στο άλλο, σέρνοντας κάτι υπερμεγέθη πορτοκαλί (φυσικά) παπούτσια.

   Σα να το ‘χαν ψαλιδίσει άτεχνα αλλά ενθουσιωδώς απ’ το υπόλοιπο χαρτί.

   Παιδικό χέρι μάλλον κρατούσε το ψαλίδι. Πίσω του άφηνε ένα μωβ σπιτάκι και μια μουτζούρα μ’ ένα χρώμα ακαθόριστο και μουντό, όπως γίνεται όταν πολλά χρώματα ανακατεύονται μαζί. Οι μαρκαδόροι ήταν ξεθωριασμένοι και κυρίως τα μπλε. Μόνο ο πορτοκαλί έλαμπε από υγεία, κι εύρωστος άλλοιφε το χαρτί με χρώμα παχύ και λαμπερό.

   Το παιδί με το σελοτέιπ στην πλάτη τραβούσε το δρόμο του κυτώντας πάντα ψηλά μια κι έτσι είχαν σχεδιαστεί τα μάτια του. Οσφριζόταν με μια μεγάλη μύτη, τελείως στραβή και κρατούσε το μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο στόμα του κλειστό.

   Κυτώντας ψηλά τον ήλιο γι’ αρκετή ώρα άρχισε να νιώθει κάτι. Κάτι όμορφο. Πριν προλάβει όμως να το απολαύσει κι έχοντας έντονη την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, μια ισχυρότατη δύναμη σαν αποφασισμένος βοριάς που έπρεπε να φτάσει κάπου, τον έσπρωχνε πίσω, πίσω...

    Το παιδί καμπούριασε, μαζεύτηκε και αφέθηκε με μια μόνο σκέψη.

    Είχε φτιάξει μια ανάμνηση. Εκεί ψηλά, στον πορτοκαλί ουρανό, πλάι στον πορτοκαλί ήλιο κάτι είχε δεί· κάτι που δεν ήταν πια πορτοκαλί. Κάτι που υποσχόταν ανείπωτη ευτυχία...

    Όμως τα υπερμεγέθη παπούτσια κόντευαν να γλιστρήσουν, τα κρατούσε με τη δύναμη του μεγάλου δαχτύλου και με πολύ κόπο, όταν, τσακ! Το σελοτέιπ, κόλλησε.

     Η κλειστή γραμμή των ματιών άρχισε ν’ ανοίγει. Που κόλλησε; Μα που αλλού; Στο μωβ σπιτάκι.

     Οι ξεθωριασμένοι μαρκαδόροι άρχισαν να χορεύουν από χαρά, όλοι σε ζευγάρια, σχεδιάζοντας αχνές γραμμές που τέμνονταν, μέχρι που άδειασαν. Όλοι.

     Εκτός απ’ τον πορτοκαλί. Πλησίασε το παιδί και του ’βαλε ένα καπέλο. Ένα κωνικό καπέλο. Ύστερα το προέτρεψε να μπεί στο μωβ σπιτάκι, κι εκείνος χώθηκε ανάμεσα στα φύλλα της παραίσθησης. Το φουρφούρι έκοβε σιγά – σιγά ταχύτητα ώσπου άρχισε πάλι να λέει:

             

 

 

Έλενα  Κυρίτση για το www.elogos.gr

.