Δημήτρης Αθηναίος 

Γεννήθηκε 17-2-1973 στην Αθήνα, στους Αμπελοκήπους...

 


 

Monsoon

 

Έκανες μια ευχή;

Συγνώμη; είπα ξαφνιασμένος στα γαλλικά.

- Όταν ρίχνεις τα ντίγια στο ποτάμι και κάνεις μια ευχή τότε αυτή πραγματοποιείται.

Ήταν η πρώτη μου μέρα στο Χάριντγουαρ, αν και ήμουν ήδη εδώ και ένα μήνα στην Ινδία. Είχα έρθει για να δω το Ααρτι, την περίφημη τελετή, στο ιερό γκάτ το Χαρ-Κι-Παιρι. Με το σούρουπο, ρίχνουν από τα ιερά σκαλοπάτια βαρκούλες στον Γάγγη, φτιαγμένες από πλατιά πράσινα φύλλα, γεμάτες με λουλούδια και ένα φυτίλι στην μέση, σαν προσφορά στον ιερό ποταμό.

Στο πρόσωπο της τρεμόπαιξαν χίλια χρώματα στο κόκκινο του ουρανού και των μαλλιών της.

Ναταλί. Και άπλωσε το χέρι της ακουμπώντας το στο στήθος μου, κάνοντας με να ανατριχιάσω.

Δημήτρης.

Λοιπόν έκανες μιά ευχή ή όχι; Γιατί η δική μου μόλις πραγματοποιήθηκε.

Τί εννοείς;

Έβαλε τα χέρια της μέσα στις τσέπες του φαρδιού βαμβακερού παντελονιού της, και κοίταξε προς το μέρος μου σκυφτά κλωτσώντας το χώμα σαν παιδί που μίλησε παραπάνω από 'τι έπρεπε.

Έχουν φύγει όλοι οι φίλοι μου τώρα που έρχονται οι μουσώνες, πήγαν νότια. Δεν ήθελα να φύγω αμέσως, ίσως αργότερα. Σπουδάζω ανατολική μουσική, στο Παρίσι. Μαθαίνω να παίζω το σιτάρ σ' ένα δάσκαλο εδώ.

Γύρισε το βλέμμα της στον ποταμό και συνέχισε επιτακτικά.

Η ευχή μου ήταν να μην είμαι άλλο μόνη μου… Και να που ήρθες.

Ο κόσμος στο γκάτ πύκνωνε ολοένα και πιο πολύ. Έσπρωχναν για να πλησιάσουν στα νερά. Η μυρωδιά από τα θυμιάματα ανακατευόταν με την μυρωδιά των λουλουδιών και του κόσμου. Ακούγονταν οι φωνές τους, σμίγοντας με τις ψαλμωδίες , βουτώντας στα νερά, ανάμεσα από τα αναμμένα ντίγιας που αναποδογυρίζονταν από τα ορμητικά ρεύματα. Άρχισα να ζαλίζομαι.

Θα πρέπει να φύγω, της είπα. Μένω στην διπλανή πόλη στο Ρίσικές και αύριο φεύγω για Άκρα.

Θα' ρθώ μαζί σου, εκτός και αν υπάρχει πρόβλημα. Μόνο να πάρω τα πράγματά μου από το άσραμ που μένω και φύγαμε.

Κανένας δεν μπορούσε να της πει ποτέ όχι, να της αρνηθεί κάτι. Και το ήξερε. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από μία γυναίκα που ξέρει την δύναμή της. Όπως θα το μάθαινα και εγώ.

#

Πέταξε το σακίδιό της στο πάτωμα και άνοιξε τον ανεμιστήρα. Το δωμάτιό μου στο '' Blue Hotel'' ήταν βαμμένο όπως και όλο το κτίριο σε βαθύ μπλε και έβλεπε σε μιά εσωτερική αυλή, εκτός από ένα παράθυρο πίσω με κάγκελα, που έβλεπε προς το βουνό. Τα μόνα έπιπλα ήταν ένα κρεβάτι, μιά καρέκλα σε άθλια κατάσταση και ένας κάλαθος αχρήστων γεμάτος με μπουκάλια από σιρόπια για τον βήχα που άφησε άδεια φεύγοντας πριν από μένα ένας άγγλος.

Πώς αντέχεις με τόση υγρασία; είπε ανάβοντας ένα τσιγάρο, από τα βαριά τα ινδικά. Άγγιξε τον τοίχο, σκύβοντας ελαφρά στο κρεβάτι. Σκαλίζοντας με το δάκτυλό της την μπογιά , βρήκε από κάτω ένα παλιότερο άσπρο χρώμα. Και γύρισε και με κοίταξε απαιτώντας προσοχή.

Λοιπόν, ξαναρώτησε.

Δεν την αντέχω αλλά δεν έχω άλλη επιλογή.

Πιστεύεις στο κάρμα;

Δεν ξέρω σε τί πιστεύω.

Ο ανεμιστήρας νόμιζες ότι θα ξεκολλούσε, γυρίζοντας μ' ένα δαιμονισμένο θόρυβο στο ταβάνι, στέλλοντας κατά καιρούς στο πάτωμα μικρά φύλλα μπογιάς. Η μυρωδιά της υγρασίας σε διαπερνούσε.

Έλυσε τα μαλλιά της κάνοντας έτσι εντονότερη την αντίθεση με το άσπρο ξεμάσχαλο φανελάκι που φορούσε. Το στήθος της σχεδόν εφηβικό.

Ξαφνικά το πρόσωπό της ηρέμησε. Τότε μόνο πρόσεξα το τίκκα, το κόκκινο σημάδι στο μέτωπο και ένα κόσμημα στην μύτη της.

Με τα δυό της χέρια άγγιξε το δικό μου πρόσωπο. Μυρίζανε λάδι καρύδας.

Θα σε φροντίσω εγώ είπε σχεδόν μητρικά, σε μία φάση από αυτές που έμαθα αργότερα να αναγνωρίζω.

Μου χαίδεψε το πρόσωπο κάνοντάς με να αναζητάω το χέρι της την αφή της τα λεπτά δάχτυλά της. Έβγαλε τα ρούχα της μένοντας γυμνή, με ανοικτά παράθυρα, στο μισοσκόταδο του δωματίου. Το φιλί της γρήγορο , παιχνιδιάρικο, πειρακτικό. Και ξανά τα χέρια της να απλώνονται πάνω μου να γδύνουν άγρια, βίαια, να ξαπλώνει η ίδια πάνω μου με σκόρπιες κινήσεις να την νοιώθω παντού. Το στήθος της ξαναμμένο, σαν γροθιά να κτυπάει στο δικό μου, κάνοντάς με να ανατριχιάσω.

Την έσφιξα κρατώντας την από τους καρπούς κάνοντάς την σχεδόν να πονέσει και να αφήσει ένα αναστεναγμό ταυτόχρονα. Me plait beaucoup, ψέλλισε για να μπω στο παιγνίδι, άγρια και τρυφερά μαζί.

Τίποτα δεν είχε σημασία πια στον κόσμο εκείνη την στιγμή. Υπήρχε μόνο για μένα, σαν να είχε γεννηθεί αυτό το πλάσμα μόνο για μένα και τώρα μπορούσα να την κάνω ότι θέλω. Την ένοιωθα να πάλλεται σε κάθε μου κίνηση να ανταποκρίνεται σε κάθε μου θέληση, φτάνοντας δυνατά στην κορύφωση, μ' ένα ταυτόχρονο, παρατεταμένο οργασμό.

Η πρώτη αίσθηση που επέστρεψε ήταν η ακοή. Ο θόρυβος του ανεμιστήρα και βήματα στον κάτω όροφο.

Ύστερα μύρισα τα βαριά θυμιάματα απ' τα διπλανά δωμάτια ανάμικτα με την υγρασία. Και ύστερα τίποτα.

#

Το κυβερνητικό λεωφορείο που βρήκαμε, έχοντας χάσει το τρένο, έκανε τόσο πολύ θόρυβο που δεν μπορούσες να ακούσεις ούτε τις ίδιες τις σκέψεις σου. Χωρίς τζάμια στα παράθυρα, μόνο κάτι λινάτσες από παλιές σακκούλες και χωρίς πόρτες. Αφού μπήκαν μέσα όλοι ο βοηθός χτύπησε δυό φορές στην λαμαρίνα, σημάδι ότι όλα είναι εντάξει και ο οδηγός αγγίζοντας μιά φορά ένα μικρό πλαστικό ναό του Shiva μπροστά του και ύστερα το στήθος και το μέτωπο διαδοχικά, γκάζωσε.

Για έντεκα ώρες ταξιδεύαμε σταματώντας σε κάθε χωριουδάκι στο δρόμο. Ο θόρυβος της μηχανής συναγωνιζόταν την μουσική ενώ κάθε τόσο ανεβοκατέβαιναν άτομα σχεδόν χωρίς να σταματήσει το λεωφορείο. Άλλοτε οικογένειες ολόκληρες με μπόγους και πραμάτιες, άλλοτε ακόμα και με ζώα , με ψάθινα κλουβιά ή κλεισμένα, ζωντανά ακόμα, σε σακκούλια. Σε κάθε στάση ξυπόλητα πιτσιρίκια έμπαιναν στο λεωφορείο κουβαλώντας γλυκά, πανέρια σκαρφαλωμένα στα κεφάλια τους γεμάτα με καθαρισμένα κομμάτια μάνγκο, νερό, αναψυκτικά.

Η Ναταλί καθόταν στον πάγκο της διπλανής σειράς δίπλα σε μια γριά που κρατούσε στα χέρια της μάλλον το εγγόνι της. Ήμασταν σχετικά μπροστά , δυο-τρεις σειρές πριν τον οδηγό. Έμοιαζε να μην την νοιάζει ο θόρυβος κοιτάζοντας παντού διερευνητικά και χαμογελώντας που και που στο πιτσιρίκι. Αυτό άρχισε να παίζει με τα μαλλιά της δείχνοντας στην γιαγιά του το κόκκινο χρώμα τους με θαυμασμό. Αυτή τα άγγιξε και τα ακολούθησε ως τις ρίζες τους, απαλά και επιδέξια όπως κάνουν ολόκληρες γενιές γυναικών στην οικογένειά της. Βγάζοντας ένα ψαλιδάκι από το σακκίδιο, η γαλλίδα έκοψε μία μπούκλα και την έδωσε στον μικρό. Αυτός θριαμβευτικά την έδειξε στην γιαγιά του και την έβαλε στην τσέπη του.

Μ 'ένα απότομο φρενάρισμα σταματήσαμε σ 'ένα πρόχειρο εστιατόριο στον δρόμο. Ο οδηγός μας είπε ότι έχουμε 10 λεπτά για τουαλέτα και τσάι.

Ο μικρός πήρε την Ναταλί από το χέρι και κατέβηκαν τρέχοντας πρώτοι από το λεωφορείο. Κάθονταν σ' ένα τραπέζι όταν τους βρήκαμε και έπιναν αναψυκτικά. Μας γέμισαν στα τσίγκινα ποτήρια τσάι μασάλα και η γριά έβγαλε από τον μπόγο της νάαν, το παραδοσιακό τους ψωμί. Ένας από τους σερβιτόρους μας έφερε μαζί σαμόζες, γεμιστές με μπαχαρικά και πατάτα, που ο μικρός και η γιαγιά του καταβρόχθισαν αμέσως.

 

Τελικά δεν μου είπες τί κάνεις στην Ινδία, μήπως ψάχνεις κάτι;

- Δηλαδή όλοι όσοι έρχονται εδώ πρέπει να ψάχνουν κάτι; Απλώς ταξιδεύω ως τον Σεπτέμβριο που πρέπει να είμαι στο Νεπάλ. Είμαι γιατρός και θα δουλέψω εκεί σε μιά μικρή κλινική για τα παιδιά.

Ίσως δεν ξέρεις τί ψάχνεις ακόμα, γι' αυτό. Έχει σχεδόν ένα χρόνο που ταξιδεύω και ξέρω ότι μπορεί να παίρνουμε απαντήσεις όταν δεν έχουμε κάνει ακόμα τις ερωτήσεις. Σαν δισκέτα γραμμένη.

Ο μικρός με τράβηξε από το μανίκι και μου έδειξε το λεωφορείο. Σχεδόν όλοι είχαν μπει μέσα και κόρναρε δαιμονισμένα.

#

Μπήκαμε στην Άκρα αργά το απόγευμα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, ηλεκτρισμένη. Ο ουρανός σκεπασμένος.

- Έτσι είναι πάντα πριν να κτυπήσει ο μουσώνας, είπε ο ξενοδόχος στ' αγγλικά με βαριά ινδική προφορά. Το νοιώθεις να σε πλακώνει κατάψυχα. Μην βγείτε, απόψε θα αρχίσει να βρέχει.

Η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη, με δυσκολία αναπνέαμε. Τα ρούχα κολλούσαν πάνω στο σώμα σαν δεύτερο δέρμα. Λουσμένοι στον ιδρώτα ξαπλώσαμε κάτω από τον ανεμιστήρα που έστελλε τον ζεστό αέρα κατά πάνω μας. Ανήσυχοι βγήκαμε στην αυλή. Σε λίγο χοντρές σταγόνες άρχισαν να πέφτουν και ξαφνικά, κατακλυσμός. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιο πράγμα, παντού νερό, μάταια προσπαθήσαμε να μην βραχούμε ώσπου να διασχίσουμε την αυλή.

Σας το είπα, έτσι απότομα αρχίζει και μπορεί να συνεχίσει για μέρες ή να σταματήσει έτσι απότομα, απρόβλεπτα. Θα σας φτιάξω λάσσι αν θέλετε για να δροσιστείτε.

Τα ρούχα στέγνωσαν σχεδόν αμέσως και αντί να δροσίσει, η ατμόσφαιρα έγινε ακόμα πιό αποπνικτική. Και παντού η μυρωδιά της υγρασίας, όχι της βροχής ή του χώματος, της υγρασίας κλειστού ερμαριού που ανοίγεται μετά από χρόνια.

Βρεγμένη ήταν ακόμα πιό όμορφη καθώς ερχόταν αργά από απέναντι με τα τζιν παντελόνια και το ίδιο χτεσινό φανελάκι να την διαγράφει.

Δες τί βρήκα στα ράφια. Νομίζω είναι στα ελληνικά. Ο ιδιοκτήτης λέει πως τα αφήνουν οι τουρίστες που περνάνε από εδώ.

Το βιβλίο ήταν "Ο τελευταίος πειρασμός" στα ελληνικά όντως. Ποιός μπορεί να ταξίδευε στην Ινδία μ' ένα τέτοιο βιβλίο;

- Λοιπόν, είναι ;

- Ναι, είναι του Νίκου Καζαντζάκη.

Ξέρεις του μοιάζω νομίζω, δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερη.

Το ξέρω.

#

Το ρίκσιο έτριζε καθώς προσπαθούσε να αποφύγει τις λακκούβες και τα αυτοκίνητα, με τον οδηγό να κάνει αργά, σταθερά πετάλι στην άκρη του δρόμου. Πλησιάζαμε στο Τάζ. Ανάμεσα στα στενοσόκακα φάνηκε η πρώτη πύλη. Με νοήματα συνεννοηθήκαμε με τον οδηγό να μας περιμένει ενώ μπήκαμε μέσα. Δυό-τρεις πλανόδιοι με καρτ-ποστάλ και πρόθυμοι "ξεναγοί" μας πολιόρκησαν για λίγο και ύστερα μας προσπέρασαν αδιάφορα.

Μέσα στους καταπράσινους κήπους ήταν γεμάτο από τουρίστες, ινδούς και ξένους, ενώ στο βάθος φάνηκε η μεγάλη κόκκινη πύλη που άνοιγε την θέα στο Τάζ. Απ' έξω κοιμόταν ένας γέρος, ντυμένος στα πορτοκαλιά, με ξεφτισμένο τουρμπάνι, ξυπόλητος. Σαν αυλαία που άνοιξε φάνηκε το Τάζ Μαχάλ.

Δεν μοιάζει με τις φωτογραφίες, καθόλου, μου είπε. Είναι ο πόνος προσωποποιημένος. Σαν ένα δάκρυ.

Στον χρόνο. Σαν ένα δάκρυ στο μάγουλο του χρόνου είχε πει κάποτε ένας ποιητής.

Πρέπει να την αγαπούσε πολύ. Ή να αγαπούσε τον εαυτό του πολύ.

Γιατί;

Δεν απάντησε. Το μαυσωλείο απλωνόταν στον ουρανό και οι γραμμές του χάνονταν στο γκρίζο φόντο του πρωινού. Κάθισε στο παγκάκι , γυρίζοντας την πλάτη στο Τάζ.

Βγάλε μου μια φωτογραφία, θέλω να την έχεις.

Χαμογέλασα ειρωνικά.

Εμένα με ρώτησες;

Μαθαίνουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας μέσω των άλλων. Και αυτό το λέω για σένα, είπε συνοφρυωμένη.

Δεν μπορώ τις φιλοσοφίες για αυτογνωσίες. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν απλά.

Σου είναι πιο εύκολο να αγαπήσεις ιδέες, έτσι δεν είναι; Μια σχηματισμένη ουτοπία.

Της έσφιξα τα χέρια για να πονέσει. Δοκίμασε να τα τραβήξει αλλά δεν την άφησα. Θα' θελα να την χτυπήσω αλλά συγκρατήθηκα.

Γιατί δεν με χτυπάς; ,είπε διαβάζοντας την σκέψη μου. Πού ξέρεις μπορεί να μ' άρεσε.

Άφησα τα χέρια της ελεύθερα και πήραν αμέσως το κανονικό τους χρώμα. Εκείνη σαν κατάδικος που του βγάζουν τις χειροπέδες έτριψε τους καρπούς της και πηδώντας στο γρασίδι, έκανε νόημα να την ακολουθήσω στο Τάζ.

Έλυσα τα κορδόνια μου και έδωσα τα βαριά μου παπούτσια μαζί με τα σανδάλια της στον φύλακα, μ' ένα μπαξίσι για να μας τα προσέχει και ανεβήκαμε τα σκαλιά.

Ένοιωθα τις πλάκες κάτω από τα πόδια μου, το μάρμαρο λείο από τα χιλιάδες πόδια που έχουν περάσει. Πλησίασα τις κατάλευκες κολόνες, εκεί όπου στεκότανε. Πήρε το χέρι μου, μπλέκοντας τα δάκτυλά της με τα δικά μου, κάνοντας το χέρι μου να φαίνεται τεράστιο κάτω από το δικό της. Το πλησίασε στην πέτρα χωρίς να την αγγίζει.

Νοιώθεις την ανάσα του; Είναι ζωντανό.

Μια ζεστή αύρα αναδυόταν από την κολόνα. Σαν σώμα ζεστό ακολούθησα τις καμπύλες. Λίγο πιό πέρα άρχιζαν σειρές από λουλούδια κόκκινα και πράσινα τόσο τέλεια εντοιχισμένα που δεν ξεχώριζαν με την αφή. Σήκωσα πάνω το βλέμμα μου. Το πιό γλυκό λευκό αγκάλιαζε τις αραβικές επιγραφές δίνοντας τη θέση του στους γνωστούς τρούλους.

Το σκοτεινό εσωτερικό ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο, γκρούπ από τουρίστες που έβγαζαν φωτογραφίες, ξεναγούς με σημαιάκια που τους φώναζαν να συγκεντρωθούν, όλων των ειδών ανθρώπους που πουλούσαν ή ζητούσαν κάτι. Τα περίτεχνα κενοτάφια του αυτοκρατορικού ζεύγους άστραφταν στα φλας. Οι πραγματικοί τάφοι, απλοί, λιτοί, βρίσκονται από κάτω σε μία κρύπτη, σύμφωνα με την παράδοση των μουγκάλ αυτοκρατόρων.

Βγήκαμε έξω και κατευθυνθήκαμε στην πίσω πλευρά που βλέπει στον ποταμό. Ένα κοπάδι από νεροβούβαλους ήταν μισοβυθισμένο στα νερά του Γιαμούνα ενώ στο βάθος φαινόταν η Άκρα τυλιγμένη σε αιθαλομίχλη.

Μισοακουμπώντας στον χαμηλό τοίχο, κρατώντας αντίσταση πάνω του με τα δυό χέρια, με ρώτησε αν βλέπω το Κόκκινο Φρούριο.

-Ναι, εκεί κάτω.

-Έχει ένα μικρό δωμάτιο εκεί που βλέπει προς το Τάζ Μαχάλ. Εκεί ήταν φυλακισμένος από τον ίδιο τον γιό του ο αυτοκράτορας, μετά που σχεδόν χρεωκόπησε το βασίλειο για να κτίσει το μαυσωλείο για την μοναδική γυναίκα που αγάπησε ποτέ. Ως τον θάνατό του έβλεπε το Τάζ από μακριά , περιτριγυρισμένος από τα είδωλα στους καθρέφτες που υπήρχαν σε κάθε τοίχο.

Γύρισε και με κοίταξε. Έστριψα το βλέμμα μου αλλού αλλά την ένοιωσα να με αγγίζει.

Στο τέλος είχε ερωτευτεί μία ιδέα, τα είδωλά της. Τα αισθήματα δεν χρειάζεται να τα φωνάζεις, μόνο να τα ζεις. Είναι ιδανικά. Ακόμα και η ζήλια, το μίσος…

Όχι, ψέλλισα. Είχε αγαπήσει μια γυναίκα, όχι μια ιδέα. Μια γυναίκα πραγματική, όχι άυλες οπτασίες. Άλλωστε πως μπορεί το μίσος να είναι ποτέ ιδανικό;

Και τί είναι η αγάπη; Αν δεν υπήρχε το μίσος πώς θα την αναγνωρίζαμε;

#

Ο Νικ και ο Άριαν ήταν αυτό που λέμε "κολλητοί", σχεδόν αυτοκόλλητοι τύποι. Είχαν ξεκινήσει από την Ολλανδία με ένα deux chevaux τροποποιημένο από τον Νικ , για την Αυστραλία! Έμεναν στην ίδια πανσιόν μ' εμάς, στο ισόγειο. Ο Νικ ήταν μηχανικός σ' ένα κατάστημα με μηχανές στο Άμστερνταμ, που ειδικευόταν στα ταξίδια υπεραποστάσεων. Εδώ και δύο χρόνια μάζευαν χρήματα για να μπορέσουν να ξεκινήσουν. Ο Άριαν ήταν φωτογράφος και κάθε τόσο έπρεπε να στέλλει στο περιοδικό που δούλευε και τους σπόνσαρε επίσης, φωτογραφίες με μικρές αναφορές. Τον περισσότερο καιρό έμεναν κλεισμένοι στο δωμάτιο καπνίζοντας τα μικρά ινδικά τσιγάρα, περιμένοντας να κοπάσει η βροχή για να ξαναξεκινήσουν. Ο Νικ καθόταν στα πλαϊνά τραπέζια, στην βεράντα έξω από το δωμάτιό τους έχοντας απλωμένους χάρτες με μαρκαρισμένη την διαδρομή. Είχαν περάσει από Γερμανία , Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, ξυστά από Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη , Ιράν, Πακιστάν ως την Άκρα.

Στο Ιράν σχεδόν μας χάριζαν την βενζίνη, στο Πακιστάν μας συνέλαβαν ώσπου να έρθει ένα εξάρτημα του αυτοκινήτου και ύστερα περιμέναμε δύο μέρες στα σύνορα με την Ινδία για να τους πείσουμε να μας αφήσουν να μπούμε στην χώρα.

Ακολούθησα με το δάχτυλο τον δρόμο στον χάρτη. Σταμάτησα στο Βαρανάσι.

-Πότε φεύγετε;

-Αύριο ελπίζω, αν σταματήσει λίγο η βροχή.

-Τότε θα' ρθούμε μαζί σας, πετάχτηκε από πίσω μας η γαλλίδα, βάζοντας την Κόκα Kόλα που κρατούσε πάνω στο χάρτη.

#

Ακόμα και στην έρημο, δεν είσαι ποτέ μόνος. Όταν νυχτώνει τα πάντα ξυπνούν. Ήμουν μακρυά από τα τείχη της Τζαϊσαλμέρ όταν άκουσα να μιλάνε για πρώτη φορά για το Βαρανάσι. Το όνειρο του οδηγού μου ήταν, όταν έρθει η σωστή στιγμή να γίνει αναχωρητής και να πάει όταν νοιώσει το τέλος στην ιερότερη πόλη των ινδουιστών για να πεθάνει.

Γιατί έτσι επιτυγχάνεται η Μόκσα, η απελευθέρωση από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και του θανάτου, Σαμσαρα.

Ποτέ δεν πρόκειται όμως να νοιώσεις, να καταλάβεις το darshan, μου είπε.

Τί είναι αυτό;

Η ευλογία των θεών που υπάρχουν, τους βλέπουμε σ' όλη την πόλη.

Πολλές φορές μπορεί να είναι δίπλα σου, μπροστά αλλά να μην τους αναγνωρίσεις, γιατί δεν είσαι έτοιμος. Χρειάζεσαι κάποιον που να βλέπει.

Πού θα τον βρώ;

Θα σε βρει αυτός. Έτσι γίνεται πάντα.

#

Η βροχή είχε σαρώσει τα πάντα, πολλές φορές ακόμα και το οδόστρωμα.

Προσπεράσαμε ένα λεωφορείο που είχε πέσει σ' ένα χαντάκι και λίγο πιο κάτω ένα άλλο που το έσπρωχναν για να ξεκολλήσει από την λάσπη. Ξαφνικά, ένα κιτρινόμαυρο ρίκσιο εμφανίστηκε από το πουθενά πηγαίνοντας κατά πάνω μας. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως είδα την Ναταλί να χαμογελά. Ο Νικ έστριψε απότομα αποφευγόντάς το. Με μια γρήγορη κίνηση του έβγαλε το καπέλο και τ' ανακάτεψε τα μαλλιά. Αυτός γέλασε. Με την γλώσσα της έπαιξε για λίγο με τ' αυτί του, δαγκώνοντας ελαφρά τον λοβό, όσο ν' αφήσει ένα σημάδι. Ο Άριαν τράβηξε μια φωτογραφία στα γρήγορα χαμογελώντας.

Δεν είναι φοβερός ; μου δήλωσε. Καταπληκτικά αντανακλαστικά -συνέχισε - παλιά, οδηγούσε και σε αγώνες.

#

Φτάσαμε ξημερώματα στο Βαρανάσι. Από τις παρυφές της πόλης, ένα μουντό χρώμα άρχιζε και έτρωγε τα πάντα. Και όσο πιό πολύ κόντευες την παλιά πόλη, τόσο έβλεπες την εικόνα της εγκατάλειψης, της φτώχειας. Έμοιαζε μια πόλη φάντασμα, όχι η πόλη του Φωτός όπως ονομάζεται. Η λάσπη πλημμύριζε τα πάντα. Τα ρίκσιο κόρναραν ασταμάτητα και οι αγελάδες, ισχνές, ταλαιπωρημένες έκαναν τόπο να περάσουν. Ξεφορτώσαμε τα σακκίδια και συνεχίσαμε με τα πόδια για να βρούμε μέρος να διανυκτερεύσουμε. Το Raja Guest House, κοντά στα γκάτ, είχε μια ταράτσα απ' όπου μπορούσες να δεις όλο το Βαρανάσι, τον ιερό ποταμό, την απέναντι έρημη και καταραμένη όχθη, τις χρυσές κορυφές των ναών.

Παιδιά, πάμε έξω. Θέλω να κατεβώ στον ποταμό, είπε τινάζοντας από τις τσέπες του τζιν της κάτι ρούπιες.

Προσεκτικά αρχίσαμε να χανόμαστε στα μικρά δρομάκια, κατεβαίνοντας τα γλιστερά σκαλοπάτια. Δυο-τρία πιτσιρίκια μας πήραν στο κατόπι, γελώντας και τραβώντας μας απ' το μανίκι.

Give me a rupee? Pencil for school?

Έκανα νόημα πως όχι, και αυτά εξαφανίστηκαν χαχανίζοντας σε μια στοά.

Στήλες καπνού σκαρφάλωναν στον βαρύ ουρανό, πάνω από τα σπίτια που κατηφόριζαν στον Γάγγη. Πλησιάζοντας στα γκάτ, το μαύρο κυριεύει τα πάντα φωλιάζοντας στην στάχτη και στα απομεινάρια του καμένου ξύλου. Τα σπίτια γύρω, σαν ποντικοφωλιές, αμίλητα, αθόρυβα, διάτρητα από παράθυρα χωρίς εικόνα.

Ένα μπουλούκι ξεπήδησε από ένα σοκάκι μπροστά μας κουβαλώντας ένα σώμα τυλιγμένο σε σάβανα πηγαίνοντας, μάλλον γρήγορα, προς το Μανικαρνίκα Γκάτ.

Ακολουθήστε τους, φώναξε ο Νικ -τρέχοντας από πίσω τους- αυτοί ξέρουν τον δρόμο στα σίγουρα…

Πριν προλάβω ν' αντιδράσω η Ναταλί τον άρπαξε από το χέρι και χάθηκαν στα σκοτεινά δρομάκια. Τεράστιοι κορμοί δέντρων φάνηκαν στοιβαγμένοι στα πλαϊνά των δρόμων. Παράγκες ξυλοκόπων παραδίπλα.

"Ράμ, Νάμ, Σάτα, Χέι" Ο Ράμ είναι η αλήθεια.

Οι ψαλμωδίες χάνονταν γύρω μας ενώ το σώμα βυθίστηκε στιγμιαία στον ιερό ποταμό και τοποθετήθηκε στον σωρό από ξύλα. Η φωτιά το κάλυψε γρήγορα. Μόνο τα πόδια διακρίνονταν λίγο. Ο Άριαν προσπαθούσε να μυρίσει τον καπνό που ερχόταν κατά πάνω μας. Έβγαλε την φωτογραφική του και την έστρεψε προς την πυρά. Οι φωνές των συγγενών έγιναν στριγγλιές και ένας ινδός, ξυπόλητος, γυμνός από την μέση και πάνω, ήρθε ήρεμα προς το μέρος μας. Άπλωσε τα μαυρισμένα του χέρια προς την κάμερα και μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε.

Ανεβήκαμε και πάλι τα μαύρα σκαλιά του γκάτ και τον ακολουθήσαμε μέσα σ' ένα μπακάλικο. Σακκιά γεμάτα με ρύζι και φακές έφτιαχναν ένα χαμηλό τοίχο που χώριζε στα δύο το δωμάτιο. Ένας γέρος με πουκάμισο και γυαλιά φάνηκε πίσω από τα σακκιά. Ο συνοδός μας του είπε κάτι στα γρήγορα και μας έκανε νόημα να πλησιάσουμε. Γέμισε δυό σακκούλια με ρύζι και φακές και ένα μικρότερο με διάφορα μπαχαρικά. Πληρώσαμε τον έμπορα και βγήκαμε πάλι στο δρόμο. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε και πάλι στο γκάτ από άλλη μεριά όμως. Τον ακολουθήσαμε σ' ένα από τα σπίτια που είχαμε δει πριν, σχεδόν πάνω στο νερό. Σκοτάδι. Ανθρώπινη οσμή ανάμιχτη με την μυρωδιά ούρων και καπνών από θυμιάματα. Το μάτι άρχισε να αναγνωρίζει σκιές στις γωνιές του δωματίου. Ακίνητες, απάνθρωπες. Είχαν έρθει εδώ για να πεθάνουν. Άφησε τις σακκούλες σε μιά γυναίκα που μάλλον είχε αναλάβει το μαγείρεμα. Μας κοίταξε και ένωσε τα χέρια της σαν σε προσευχή. Ο ινδός άγγιξε τότε την κάμερα του Άριαν δίνοντας του την "άδεια" να βγάλει φωτογραφίες. Ο ολλανδός ήταν παγωμένος, πισωπάτησε. Ένοιωσε ένα χέρι να τον τραβάει από το παντελόνι. Η φωτογραφική άστραψε μόνη της στο δωμάτιο φωτίζοντας το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου. Ήταν παραμορφωμένος, χωρίς μύτη, με πυώδεις πληγές στα σκελετωμένα μπράτσα, βυθισμένος στα περιττώματά του. Η φωτογραφική γλίστρησε από τα χέρια του, δίνοντας δύο στροφές στον αέρα, πέφτοντας χωρίς θόρυβο στο πατημένο χώμα.

Μάζεψα την φωτογραφική και τράβηξα τον Άριαν έξω. Ο ινδός είχε εξαφανιστεί.

 

Οι βάρκες γεμάτες με τουρίστες ανέβαιναν με κόπο αντίθετα στο ρεύμα. Τα νερά ήταν φουσκωμένα και μόνο περίπου οι μισές βαθμίδες ήταν διακριτές. Ναοί και σπίτια ξεπρόβαλαν, μισοβυθισμένα, από τα βρώμικα νερά. Εκατοντάδες πιστοί λούζονταν ευλαβικά, κατανυκτικά στα σκοτεινά νερά, συντροφιά με τις αγελάδες που πηγαινοέρχονταν στα σκαλοπάτια. Μια παρέα παιδιών πηδούσε με θόρυβο από μια στέγη, κάνοντας ακόμα και ένα sadhu , ένα ιερό άνδρα, ασκητή, να τους κοιτάξει με την άκρη του ματιού του. Μερικές γυναίκες πιο πέρα έπλεναν γελώντας ρούχα, βυθισμένες ως τα γόνατα στο καφέ υγρό.

Προχωρήσαμε σπρωγμένοι από τον κόσμο στο κύριο γκάτ. Μια-δυο αγελάδες κάθονταν στην ψηλότερη βαθμίδα, αδιαφορώντας για την βαβούρα γύρω τους. Ένας sadhu, μας κοίταξε για λίγο και ύστερα κατέβηκε τα σκαλοπάτια για να βυθιστεί με την σειρά του στα νερά. Φορούσε μόνο ένα πανί γύρω από την μέση του με ένα εντυπωσιακό τίκκα από άσπρες και κόκκινες γραμμές ζωγραφισμένο στο μέτωπό του. Το πρόσωπο ήταν σκαμμένο, έντονα ανάγλυφο, με ψηλά ζυγωματικά, βαθουλωτά μάτια. Ψηλόλιγνος, ηλιοκαμένος, με βυθισμένο στέρνο και με τα μακρυά μαλλιά του λυτά, έμοιαζε να είχε βγει από τις σελίδες του National Geographic.

Βούτηξες ή ακόμα;

Γύρισα ξαφνιασμένος για να δω τη γαλλίδα να μου χαμογελάει.

Θα σου συγχωρεθούν όλες οι αμαρτίες αν το κάνεις, συνέχισε.

Ήταν αλλαγμένη, αλλόκοτη. Σαν μόλις να είχε βγει από ύπνωση.

Κάπνισες τίποτα; ρώτησα με αφέλεια.

Τί σημασία έχει; Πατέρας μου είσαι ή νομίζεις ότι θα με ελέγξεις; Πάντως κρίμα που δεν βουτάς, χάνεις μια σπάνια ευκαιρία, είπε σαρκαστικά. Τότε θα μπορούσες να αμαρτήσεις από την αρχή, σκέψου το.

Μια φωνή ακούστηκε εκείνη την στιγμή από τις βάρκες με τους τουρίστες που διάσχιζαν τον ποταμό. Μια γυναίκα είχε δει το πτώμα ενός παιδιού να παρασύρεται από το δυνατό ρεύμα και είχε τρομοκρατηθεί.

Γιατί δεν το έκαψαν όπως τους άλλους και το έριξαν στο νερό; ρώτησε ο Νικ.

Γιατί έτσι δεν υποφέρει η μητέρα του βλέποντάς το να χάνεται, είναι πιό γρήγορο, του απάντησε ένας νεαρός ινδός .

 

Γρήγορα ξαναβρεθήκαμε στον λαβύρινθο της παλιάς πόλης ανάμεσα στα κρεμασμένα μετάξια και τον κόσμο που έσπρωχνε συνέχεια. Κατά διαστήματα σταματούσαν μπροστά από αγάλματα, ολοκόκκινα, στολισμένα με γιρλάντες λουλουδιών, αγγίζοντάς τα ξανά και ξανά, σκύβοντας, φωνάζοντας, ψάλλοντας. Ύστερα εξαφανίζονταν μέσα στους ναούς της πόλης με προσφορές και τάματα για τους θεούς.

Να ο Χρυσός Ναός, ο ναός του Shiva φώναξε η Ναταλί, το Κέντρο των Πάντων.

Ο κόσμος που περίμενε στην είσοδο γύρισε και την κοίταξε.

- Πάμε μέσα, πρέπει να μπούμε μέσα, είπε εκστασιασμένη.

- Δεν γίνεται , είναι μόνο για Χίντου της φώναξα.

Κρατώντας μια γιρλάντα από λουλούδια προχώρησε προς την είσοδο.

- Άνοιξε τα μάτια σου, είπε και την άφησαν να περάσει.

#

Έκλεισα τα φώτα και ξάπλωσα, ρίχνοντας τα σακκίδια στο πάτωμα. Οι άλλοι συνέχιζαν ακόμα να πίνουν την μια μπίρα μετά την άλλη στην ταράτσα του ξενώνα. Φαντάστηκα τί θα έκανε τώρα, πώς θα ακουμπούσε την μπουκάλα στα χείλη της, αφήνοντάς την μπύρα να τρέξει από το πηγούνι στο στήθος της, κάνοντας τις ρώγες της να σκληρύνουν. Ύστερα την σταγόνα που θα περνάει από το δαχτυλίδι που έχει περασμένο στον ομφαλό της , ως το εφηβαίο της, ξανθοκόκκινο, σε σχήμα διαμαντιού.

Στο δωμάτιο των ολλανδών ακούστηκαν γέλια, το τρίξιμο κρεββατιού και το ανοιγοκλείσιμο του διακόπτη. Μόνο ένα ξύλινο παραπέτασμα, σαν παραθυρόφυλλα χώριζε το δωμάτιό μας με το δικό τους. Κοίταξα από μια σχισμή μέσα. Το φως της τουαλέτας ήταν ακόμα ανοικτό. Η γαλλίδα γυμνή από την μέση και πάνω, χαχάνιζε νευρικά τραβώντας γουλιές από την μπουκάλα. Ο Νικ της δάγκωνε τις ρώγες και έγλειφε το στήθος της ενώ ο Άριαν της ξεκούμπωνε το τζιν. Η βαριά μυρωδιά του χασίς διαπερνούσε το παραπέτασμα, πλημμυρίζοντας το δωμάτιο μου. Θυμήθηκα το τερρέιρο του Πάι Φελίπε στο Ρίο. Την Τελετή των Παιδιών, το κάλεσμα των πνευμάτων μπρος στον βωμό με τα αγάλματα των αγίων, της Ουμπάντα. Πάντα ντυμένοι στα άσπρα, χορεύοντας συνέχεια ώσπου το πνεύμα να εισχωρήσει μέσα σου. Στην είσοδο το άγαλμα του Εσιού, στα κόκκινα στολισμένο με κέρατα, σε στύση. Η γλώσσα της άγγιξε τα χείλη του Νικ και έπαιξε διψασμένα στο στόμα του. Άφησε την μπουκάλα να πέσει στο πάτωμα και στηρίχτηκε στον λαιμό του καθώς ο Άριαν της κατέβαζε το παντελόνι στα γόνατα. Το χέρι του χώθηκε στο εσώρουχό της κάνοντάς την να τιναχθεί μ' ένα σπασμό προς τα πάνω. Εκείνη άπλωσε το δικό της στο παντελόνι του Νικ ανοίγοντας το φερμουάρ, ψάχνοντας στα τυφλά. Με μια κίνηση έλυσε την ζώνη του και τον πλησίασε στο στήθος της. Ο Άριαν της έβγαλε τελείως το τζιν και έσκυψε στα σκέλια της. Η γλώσσα του έπαιξε κυκλικά, δαγκώνοντας τούφες - τούφες τις τρίχες της, πλησιάζοντας τα χείλη της. Σήκωσε τα πόδια της ελαφρά και άρχισε με ρυθμική κίνηση να μπαίνει όλο και πιό βαθειά. Με κοφτή ανάσα ο Νικ κρατούσε την κεφαλή της δίνοντας της ρυθμό ενώ τον κρατούσε από τους μηρούς μπήγοντας τα νύχια της βαθειά στο δέρμα, κάνοντάς το να ματώσει. Ο φωτογράφος σηκώθηκε, πετάγοντας στα γρήγορα τα ρούχα του, βάζοντας τα πόδια της στους ώμους του, κάνοντάς την να τραβηχτεί στιγμιαία . Το προσκέφαλο του κρεββατιού χτυπούσε δυνατά στον τοίχο, μ' ένα διαολεμένο τρίξιμο. Οι δύο ολλανδοί σηκώθηκαν. Ο Νικ ξάπλωσε ανάσκελα, κάνοντας νόημα στην Ναταλί. Άρχισε να κουνιέται αργά πάνω του, προσεκτικά στην αρχή, κοιτάζοντας τον ανεμιστήρα που ψευτογύριζε. Ο Άριαν άρχισε να βγάζει φωτογραφίες. Θυμήθηκα τον γέρο σήμερα στο γκάτ. Απανωτά φλας. Η γαλλίδα έφερε το χέρι της μπροστά στα μάτια της, τυφλωμένη. Άρχισε να κουνιέται όλο και πιο γρήγορα. Ο ολλανδός της φώναξε απότομα να φύγει το χέρι της. Έμοιαζε να μην ακούει. Βρισκόταν αλλού, παραδεισένια Ουρί την περιτριγύριζαν, φτερωτοί δράκοι που απομακρύνονταν σε μια κόκκινη θάλασσα.

"Τα πάντα γυρίζουν. Δεν νοιώθω τίποτα πια. Τίποτα δεν έχει σημασία. Όλα είναι εδώ και πουθενά. Ποιά είμαι; Γκάνες βοήθα με. Από το Λίνγκα βγαίνει φως. Ποιοί είναι αυτοί μαζί μου; Μια τεράστια λεπίδα γυρίζει από πάνω. Διψώ. Καταιγίδα μέσα στο δωμάτιο; Θεέ μου δεν βλέπω πια."

Ο φωτογράφος της τράβηξε το χέρι, στρίβοντάς το πίσω στην πλάτη της. Άφησε μια κραυγή. Την έσπρωξε μπρούμυτα πάνω στον άλλο, κρατώντας πάντα το χέρι της καρφωμένο πίσω. Την πλησίασε φέρνοντας πίσω τα πόδια της. Ο Νικ την κρατούσε τώρα μπροστά του από τους ώμους, αυξάνοντας τον ρυθμό του. Τα κόκκινα μαλλιά της έπεσαν μπροστά κρύβοντας τα μάτια, αγγίζοντας το στέρνο του. Προσπάθησε να την φιλήσει. Ο φωτογράφος άνοιξε με τα χέρια τα πόδια της περισσότερο και με φόρα μπήκε μέσα της κόβοντάς της την ανάσα. Όχι φώναξε η γαλλίδα. Προσπάθησε να ξεφύγει. Την έσφιξε δυνατά, ρίχνοντας το βάρος του στην μέση της αναγκάζοντάς την να παραδοθεί κλαίγοντας. Arrete, je te supli'. Οι δράκοι πλησίαζαν, ένοιωθε τα χνώτα τους, ένοιωθε τα νύχια τους να την ξεσκίζουν και ο κόσμος να χειροκροτεί, να παρακολουθεί, να ηδονίζεται με τον πόνο της, με το αίμα της, με την ψυχή της. Ο Νικ τελειώνοντας τσίμπησε με τα νύχια τις ρώγες της, ξυπνώντας την για δευτερόλεπτα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως κοίταξε προς εμένα. Λιποθύμησε. Ο φωτογράφος συνέχισε αδιαφορώντας, καταρρέοντας πάνω στην πλάτη της. Ο Νικ σηκώθηκε πετώντας και τους δύο με δυσκολία από πάνω του, άναψε ένα τσιγάρο και έκατσε γυμνός σε μια καρέκλα. Στο κρεββάτι τα δυό σώματα έμοιαζαν ένα.

Πήρε μια μπύρα από το πάτωμα και κατέβασε μια γουλιά, σκουπίζοντας αδρά, με την παλάμη του το πρόσωπό. Πλησίασε το κρεββάτι και τράβηξε τον φίλο του από τα μαλλιά, ταρακουνώντας τον λίγο, σαν για να τον ξεχωρίσει από τη γαλλίδα.

Σήκω, φεύγουμε.

#

Πήρα το σακκίδιό μου και κατέβηκα τις στενές σκάλες. Μόλις χάραζε και οι πιστοί είχαν αρχίσει να μαζεύονται στα γκάτ. Οι ολλανδοί είχαν ήδη φύγει.

Δεν θα μείνετε άλλο; ρώτησε ο υπάλληλος. Μήπως δεν σας άρεσε το δωμάτιο; Θα μπορούσαμε να σας δώσουμε ένα άλλο.

Όχι, το δωμάτιο ήταν εντάξει. Απλώς…

Φεύγεις;

Ήταν η γαλλίδα. Τα μάτια της κατάμαυρα και τα μαλλιά πιασμένα κότσο πίσω.

Ναι. Επιστρέφω στο Νέο Δελχί για να κανονίσω κάποια χαρτιά με την πρεσβεία.

Κοίταξε γύρω της. Δάγκωσε τα χείλη της αμήχανα και γύρισε σε μένα.

- Θα έρθω μαζί σου.

Καλύτερα όχι.

Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνη μου εδώ. Δεν νοιώθω καλά.

Την ένοιωσα να εξαϋλώνεται μπροστά μου. Δεν θα άντεχε άλλο.

Φεύγουμε σε μισή ώρα.