Δημήτρης Λιμνιώτης 

 Λέγομαι Δημήτρης και υπογράφω σαν Ένοχος. Μένω στη Θεσσαλονίκη και η σχέση μου με τη Λογοτεχνία είναι η σχέση ακρωτηριασμένου με το χαμένο του μέλος. Σπουδές σχετικές, καμία. Γράφω από ανάγκη, είμαι 1 μέτρο και 80-κάτι εκατοστά, Χριστιανός Ορθόδοξος και όλα τα παραπάνω απαρτίζουν το σχετικά φτωχό μου βιογραφικό. Άλλωστε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο φοβάμαι μην αγγίξει τα όρια της περιαυτολογίας και τούτο είναι κάτι που προσπαθώ, ματαίως, ν’ αποφεύγω.

 

 

 

Απόσπασμα από συλλογή “Τ’ ανείπωτα”

ΤΩΡΑ (Μικρό εισαγωγικό)

Θεσσαλονίκη 3/4/98 - 27/9/99

 

 

 

Τώρα

   H σιωπή σκλάβωσε τη φωνή που χρόνια ζητάμε πίσω

   Στις φωτεινές μάσκες της παιδικής αθωότητας

 

Τώρα

   Που είναι μετά απ το πριν και η φλέβα μας συνήθισε το ναρκωτικό του πόνου

   Δεν αντέχουμε πια στην χαρά παρά μόνο

      ψαχουλεύουμε στο πένθος

 

Τώρα

   Που η σκέψη μας αφήνει άγρυπνους να ψάχνουμ έξοδο

   Στους λαβύρινθους της δημιουργικής μας δυστυχίας

 

      Ένα χαρτί κ ένα μολύβι

             γέφυρα για τους νυχτερινούς εφιάλτες

      Όνειρα που μαστιγώνουν την ύπαρξη

      Ανασταίνουν αγίους κρυμμένους βαθιά στα σωθικά μας

 

Η Τέχνη μάγισσα και μας καταράστηκε

Κ εμείς

       παιδιά αθώα που δε μεγαλώσαμε

 

 

 

 

 

 

ΝΥΧΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Θεσσαλονίκη 29/6/99-15/10/99

Άφησε πίσω την σκιά του    έφυγε

K’ αυτή μόνο στα ελάχιστα του μοιάζει

           Oύτε σ’ εκείνα τα πονηρά μάτια

           Mήτε στα βροντερά του γέλια

                         Και η κίνηση

                         Που χάθηκε η κίνηση;

 

Της απουσίας παρουσία τώρα πόμεινε

Kαι μάρτυρας

    Ότι χαμόγελο δε φιάνει

            Το θλιβό

            Σπασμωδικό μειδίαμα.

Μέσα στο ξύλο σάρκα

Μέσα στη σάρκα ξύλο

Δέκα η ώρα και ξυπνάς στο θάνατο.

 

Άφησες πίσω την σκιά σου κ’ έγινες

          Δίδυμος με της νύχτας τις σκιές

          Νύχτα Κυριακής του Νοέμβρη

          Σα να μετοίκησε το αύριο στο τώρα

                           Και η κίνηση

                           Που χάθηκε η κίνηση;

 

Εκείν’ η ώρα πάντα μου μένει

            Σα μια φριχτή ουλή στο πρόσωπο

            Από δυστύχημα που παρολίγο σώθηκα

            Δίχως - χρόνια μετά γυρνώντας στον καθρέπτη -

            Να γνωρίζω,

                              Αν

                              Μου ‘πρεπε ο γλιτωμός

                                                               Ή όχι.

 

 

 

ΑΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

 

 

 

Πως με παρέσυρ η έπαρση και χάθηκα

Είμ άνθρωπος              της αμαρτίας

Και της λησμονιάς

Γεννημένος στ άδικα χρόνια

                                      χλωμός

να παίρνω αργά το χρώμα του τσιμέντου

 

Κ όσο νοσταλγικά αφήνομαι

στην μετάλλαξη

τόσο

            - το νιώθω -

                                γίνομ ένα στη μαύρη-άσφαλτο

να λιώνω των μεσημεριών τις ώρες

κάτω απ’ τα βέβηλα πατήματα

κοπαδιών τυφλών-προβάτων

 

 

ΕΚΒΑΣΗ

Θεσσαλονίκη 20/8/99

 

 

Ρούφηξα του χρόνου ρωγοβύζι,

έκλεψα

και τώρα πρέπει ν’ αποδώσω όσα έκαμα,

αφού στο χρόνο τον πολύτιμο

κανείς δεν περισσεύει

μόνο ζητά,

όμως δεν παίρνει.

Μα εγώ τον βρήκα μπόσικο και τον κατάφερα

και τώρα μου ζητάει ν’ αποδώσω.

Όμως, αλίμονο που τίποτα δεν πρόκαμα

δρασκέλισε σα γίγαντας και χάθηκε

κι αντί να τον γιομίσω εγώ, μ’ άδειασε ‘κείνος.

 

 

 

ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ ΧΡΟΝΟΥ

1.

Χιλιάδες οι σκλάβοι χτυπούσαν στ’ αμόνια

Βαριά γιομάτη ρινίσματ’ ανάσα

                               φουσκωμένα πνευμόνια.

Δίχως αναπαμό

νυχθημερόν

εκεί κάτου στο κέντρο της γης

                          στα γρανάζια του χρόνου

                          στο ργοτάξιο του πόνου.

Ιδρώτας κι αίμα να γίνοντ’ ένα

αρδεύοντας τον πρώτο σπόρο

όσο να γίνει έφηβος

με μορφή σα χάλκινου κρίνου

που σκορπίζει ζωή

που σκορπίζει θάνατο

στο νέο σταυρωμένο

κι αναλύεται στην τριπλή του υπόσταση:

Ελπίδα ζωής

Φόβος θανάτου

Ανάστασης.

 

2.

Κοχλάζ’ ο πυρήνας κόκκινος

το νερό των σκλάβων

κάθε γουλιά μάγματος σα βάλσαμο

- Μην πιεις πολύ και τον πόνο συνηθίσεις

ύπουλα έρχεται να τον κρατήσεις

εκείνος σε ξεχνά, εσύ όμως ποτές

ότι συνέβηκε παλιά μοιάζει να ήταν χθες -

                Όσοι δεν άκουγαν πέθαιναν μόνοι

                 ρίχνωντας σάλια πάνω στ’ αμόνι.

Οι υπόλοιποι χτυπούσαν ακούραστα.

 

3.

Τ’ αμόνια να βγάζουν φωτιά

τα γρανάζια γυρνούσαν

ο χρόνος νικητής ξεκινούσε.

Όλοι πιο πάνω γέρναγαν

η απόλυτη παραμόρφωση

με μία μοναδική, βαθιά ρυτίδα

σκάμα π’ αρχίζει στ’ αχαμνά

κ’ έχει την άκρη του στο μέτωπο

- Όταν η ρυτίδα στα μάτια κατέβει

πεθαίνεις -

 

4.

Κ’ οι σφυριές συνέχιζαν

κάθε π’ απόκαμε κάποιος έπεφτε.

Ο δήμιος

με το βαρύ μεταλλικό πρόσωπο

το γυριστό δρεπάνι

του ‘παιρνε το κεφάλι

κι από τ’ ακέφαλο γυμνό κορμί

ευθύς γεννιόταν δύο

τ’ αποκεφαλισμένου πιο τρανοί

                - Ο θάνατος ενός κορμιού

                ποφέρει διπλό κέρδος -

                κάγχαζ’ ο δήμιος τρελός

                και ο φριχτός του μορφασμός

                θαμμένος μεσ’ τη μάσκα.

Τ’ ακέφαλα κουφάρια

θυσία στον πυρήνα

Τ’ ασώματα κεφάλια

τροφή στο λουλούδι

π’ ανθίζει και διψά για γνώση.

Απλώνει τις ρίζες του πάνω στη γης

κάθε κλωνί μία ψυχή

ξεκινά το ταξίδι στη μήτρα

παίρνει τ’ ακέφαλο κουφάρι του πυρήνα

και μεγαλώνει.

Οι πόνοι της γέννας αφόρητοι

και το μικρό δίχως κρανίο

Οι πόνοι της μάνας αφόρητοι

για το τέρας που κουβαλούσε

έμβρυο δίχως κρανίο

δίχως γνώση.

Όσο να νηλικιωθεί

φυτρώνει κεφάλ’ ανθρώπινο

και παίρνει γνώση

γερνά κ’ η γνώση δουλεύεται

αβγαταίνει

ωριμάζει

καρπός έτοιμος το κεφάλι π’ αποδίδεται

στο λουλούδι που γερνά

και διψά για σοφία.

Τ’ ακέφαλο νεκρό κορμί

εγκυμονεί δυο σκλάβους

            - Ο θάνατος του ενός

            θα φέρει διπλό κέρδος -

 

5.

Τ’ αμόνια να βγάζουν φωτιά

τα γρανάζια γυρνούσαν

ο χρόνος συνέχιζε νικητής

το τατού της φθοράς

και του γήρατος.

 

 

 

ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

Θεσσαλονίκη 27/9/99

 

Γύμνιος ο Σάτυρος πίσω στα ξέφωτα

ξαδιάντροπα βατεύει μια μαινάδα

κ’ αυτή χαροπαλεύει μεσ’ τα τριχιά του μούσκουλα

ριγμένη βίαια μπρούμυτα σ’ ένα χαλί με μούσμουλα

κάτω στο περιβόλι.

Γύρω τους στήνουνε χορό

βρώμικοι τρεις διαόλοι

κ’ ο τέταρτος απ’ το σωρό

το ρίχνει στον αυνανισμό.

Χοροπηδούν κ’ αγάλλονται

στο στέμμα της πανσέληνου

Πρησμένα πέη που πάλλονται

ένα ματσάκι σέλινου

- ο αυνανίζων -

τοποθετεί προσεκτικά μεσ’ το πρωκτό του

που σίγουρα βοήθησε να πιάσει το ρυθμό του.

Και τώρα πια μπορεί

τα δέοντα ν’ αποδώσει και στο δημιουργό του.

 

Βαριά τα στήθια της μαινάδας χτυπάν

πατώντας τον καρπό.

Δίπλα της ο μικρούλης Παν

έπιασε τον διπλό αυλό.

Η μελωδία πλώνεται γοργά στην πλάση

οι κατακόκκινοι μαστοί μοιάζουν τσαμπιά κεράσι

ο Σάτυρος ν’ αγκομαχά στους τρυφερούς γλουτούς

πιο κει ο δαίμονας ηδονισμένος βγάνει αφρούς

από το στόμα.

Τούτη η νύχτα μαγική έχει πολύ ακόμα

μόνο ν’ αντέξουμε στη βρώμα.

Το μούσμουλο πια έχει λιώσει

η σκηνή της συνουσίας τελειώσει

κ’ ο αυνανίζων παραδίπλα επίσης.

Ολοι κοιτούν εκστατικοί καθώς

πρόκειται να γευθούν απ’ τους καρπούς της φύσης:

μούστο από μούσμουλο με γεύση έρωτος

και -που βρέθηκε, κανείς δεν ξέρει -

λιγοστό κοπανισμένο σέλινο

σε τούτα τα μέρη

και μάλιστα σε νύχτα με πανσέληνο.