Ηλίας Μπένης 

 Ονομάζομαι Ηλίας Μπένης. Γεννήθηκα πριν από 30 χρόνια την ίδια ημερομηνία με τον Σαλβαντόρ Νταλί (αυτό σημαίνει 11 Μαρτίου για όσους δεν ξέρουν από ζωγραφική). Το γεγονός έγινε στην ίδια πόλη που γεννήθηκε κι ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο (αυτό σημαίνει στο Βόλο πάλι για όσους δεν ξέρουν από ζωγραφική). Από μικρός είχα μεγάλη αγάπη στο διάβασμα και όταν δεν έπαιζα ή δεν ήμουν πάνω στο ποδήλατό μου, είχα πάντα ένα βιβλίο μπροστά μου. Έχω καταφέρει να είμαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μιλάει Ελληνικά, Αγγλικά, Ισπανικά και Ταϊλανδικά. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη (απ' όπου και γράφω αυτές τις γραμμές) στα 18 μου χρόνια σπουδάζοντας Μαθηματικά. Μετά την αποφοίτηση ακολούθησε μία μεγάλη περιπέτεια που περιλαμβάνει ένα ημιτελές διδακτορικό στη Λογική, μια εμπειρία στη ζωή της Αθήνας, μεταφράσεις, ταξίδια στην Αμερική και την Ασία, γεωργικά μηχανήματα, χαλιά στο Κασμίρ, κάκτους στην Αριζόνα και Ταϊλανδέζικα γλυκά με σκόρδο, γαρίδες και τσίλι.
Από μικρός είχα προσέξει στο σχολείο πως οι συμμαθητές μου βυθίζονταν σε ατέλειωτα χασμουρητά - αν και επιμελώς κρυμμένα - όταν ο δάσκαλος διάβαζε τις εκθέσεις μας στην τάξη. Επειδή δε μου άρεσε να κοιμούνται όταν με ακούνε και άμα φώναζα δυνατά 'Ξυπνήστε!' ο δάσκαλος θα με τιμωρούσε, αναγκάστηκα να γράφω τις εκθέσεις μου με τρόπο 'αφυπνιστικό'. Ίσως και ο Ρήγας Φεραίος (άλλος Βολιώτης κι αυτός) να είχε τέτοιους συμμαθητές και με την εξάσκηση συνέθεσε το 'Θούριο'.
Όποιον ενδιαφέρει τυχόν συνεργασία για Ταϊλανδέζικο εστιατόριο με καταπληκτικές σπεσιαλιτέ, ας μη διστάσει να επικοινωνήσει μαζί μου - σίγουρη επιτυχία.

 

 

ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΑ ΧΑΡΤΙΑ

 

Μπήκε στο δωμάτιο με τέτοια φόρα που κάτι χαρτιά πάνω στο τραπέζι ανέμισαν και πέσαν. Ο εκνευρισμός του ήταν ολοφάνερος. Στιγμές σαν κι αυτήν ένιωθε πως όλες του οι προσπάθειές στη ζωή ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένες να αποτύχουν. Σαν να πηγαίνεις να παίξεις χαρτιά με έναν επαγγελματία χαρτοπαίκτη: δεν υπάρχει περίπτωση, θα σε ξεπουπουλιάσει! Έτσι ένιωθε και τη ζωή του μέχρι τώρα: έναν αντίπαλο χαρτοπαίκτη. Κι η τράπουλα σημαδεμένη. Και τα ζάρια πειραγμένα.

Ένα γραφείο χωρίς ενδιαφέροντα, μια πόλη που δεν την άντεχε και σχέσεις που δεν τον γέμιζαν ήταν η πράσινη τσόχα που πάνω της παιζόταν το πόκερ της πιο πάνω τράπουλας. Του ήρθε στο μυαλό πάλι η σκέψη του αφεντικού του: μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με κοντά μαλλιά και μακριά, περιποιημένα νύχια. Όταν πρωτοπήγε στο γραφείο ταξιδιών που δούλευε, τον είχε καλωσορίσει με μητρικούς τρόπους και ενθαρρυντικά χαμόγελα. Μόλις όμως πέρασε ο πρώτος καιρός και εγκαταστάθηκε για τα καλά, οι μητρικοί της τρόποι έγιναν καταπιεστικοί και στα χαμόγελά της προστέθηκε μια καινούργια σαρκαστική γκάμα. Τον ειρωνεύονταν και τον παρατηρούσε δυνατά και μπροστά σε όλους! Ο τυχαίος κόσμος που τους άκουγε δεν τον ένοιαζε τόσο όσο οι συνάδελφοι του στο γραφείο… Μέσα στο μικρό κόσμο της δουλειάς αναπτύσσονται σιγά-σιγά προτιμήσεις και αντιπάθειες, έρωτες και ζήλιες, όλα τα συναισθήματα των ανθρώπινων σχέσεων. Η γυναίκα αυτή ήταν ξεκάθαρα ο πατέρας και η μητέρα στην άτυπη οικογένειά τους. Όσο κι αν τη δούλευαν πίσω απ’ τη πλάτη της, ένας ανοιχτός της έπαινος πάντα έδινε πόντους στον αποδέκτη και μια ειρωνεία της έκανε όλους τους άλλους που άκουγαν να κρυφογελάνε.

Έβρισε από μέσα του τη δουλειά και την πόλη με τα αιώνια μποτιλιαρίσματα και την ανοησία της. Πόσο θα ήθελε να έφευγε και να άφηνε αυτόν το μικρό κόσμο με τις μικρές συγκινήσεις του! Να άφηνε όλες τις μικροσυμπάθειες και μικροαντιπάθειες του γραφείου, την αφόρητη πόλη-κράτος όπου ίσα-ίσα επιβίωνε, τη σχέση του με τη Μαρία που δεν έδειχνε να γεμίζει κανέναν απ’ τους δύο… να πήγαινε μακριά, πέρα εκεί όπου το Σέλας υψώνεται στον ουρανό! Μετά σταμάτησε ξαφνικά: κάτι άρχισε να διαμορφώνεται πέρα βαθιά στην άκρη του μυαλού του… κάτι νεφελώδες και απροσδιόριστο… δεν μπορούσε να πει τι ακριβώς ήταν, παρά μόνο ένα αίσθημα σαν κάτι, κάπου, να είχε ξεχάσει. Τί όμως μπορεί να ‘ταν αυτό? Ζόρισε το μυαλό του αλλά αντί να κατεβάσει καμιά ιδέα ένιωσε να το διώχνει ακόμα πιο μακριά.

Κάτι, κάπου, είχε ξεχάσει… κάτι σημαντικό!

Αναστέναξε και παράτησε την προσπάθεια. Το βλέμμα του έπεσε σε μια εφημερίδα στην άλλη άκρη του δωματίου και είδε μια διαφήμιση κάποιας αεροπορικής εταιρείας (που την ήξερε ήδη πολύ καλά κι απ’ τη δουλειά του). Η χολωμένη του διάθεση είχε αρχίσει ν’ αλλάζει και κοίταξε τη φωτογραφία της διαφήμισης. Πάντα ήθελε να γίνει πιλότος! Να νιώθει ότι σκίζει με ταχύτητα τον αέρα, να κουνάει ένα μοχλό και το αεροπλάνο να ανεβαίνει στα σύννεφα, η πόλη από κάτω να γίνεται μικρή… Όπως και στο όνειρό του σήμερα που έβλεπε ότι ήταν αεροπλάνο και πετούσε καταπώς ήθελε. Ωραίο αίσθημα κι αυτό!

Η πόρτα που άνοιξε τον έβγαλε απ’ την ονειροπόλησή του. “’Ήρθες?” ρώτησε ο πατέρας του.

Αμέσως η διάθεσή του άλλαξε τελείως. “Καλησπέρα!” χαιρέτισε, νιώθοντας τη χαρά να φουντώνει μέσα του. Η μάνα του έβγαλε κι αυτή το κεφάλι της πίσω απ’ την πόρτα. “Είχα μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, όμως τώρα χαίρομαι πολύ που επιτέλους τέλειωσε”

“Καημένο παιδί, δεν είναι σωστό να κάθεσαι όμως τόσες πολλές ώρες στο γραφείο” τον ψευτομάλωσε ναζιάρικα η μάνα του. “Ναι” πρόσθεσε κι ο πατέρας του πιο σοβαρά, “μετά γυρίζεις κουρασμένος και το παραμικρό σ’ εκνευρίζει”.

“Μπα, τέτοιος δύστροπος που είμαι έτσι κι αλλιώς το παραμικρό μ’ εκνευρίζει. Ώρες-ώρες νομίζω πως μόνο εσείς μ’ αγαπάτε και νοιάζεστε για μένα. Πώς με αντέχετε? Αλήθεια, ξέρετε ότι είδα όνειρο πως είμαι αεροπλάνο?”

“Τι είδους?” ρώτησε ο πατέρας του.

“Ήμουν ένα Μπόινγκ και πετούσα στα 9.000 μέτρα και έβλεπα από κάτω τα σπίτια μικρά σαν ποντικάκια” είπε.

“Αν πετούσες στα 9.000 μέτρα δε θα τα έβλεπες καθόλου τα σπίτια” του είπε ο πατέρας του.

“Ε, τότε θα ήταν ίσως στα 9.000 πόδια. Θυμάμαι πάντως τη βελόνα να δείχνει κάτι με 9.000” έκανε μ’ ένα αγέρωχο κούνημα του κεφαλιού του. Το όνειρο ήταν ολοζώντανο τώρα και τον έκανε να αισθάνεται όμορφα.

“Κάτσε να σου φέρω το φαγητό σου” είπε η μάνα του και βγήκε.

Έμειναν μόνοι με τον πατέρα του στο δωμάτιο. “Θα βγεις απόψε με τη Μαρία?” τον ρώτησε.

Κατάλαβε πως μάλλον σκόπιμα έφυγε η μητέρα του λέγοντας σαν δικαιολογία το φαγητό. “Ναι, δεν ξέρω, θα βγω φαντάζομαι… Κοίτα, να στο πω στα ίσια: η σχέση μου με τη Μαρία πηγαίνει προς το τέλος. Ας μην καμωνόμαστε όλοι ότι δεν τρέχει τίποτα – πλησιάζει η ημερομηνία λήξης της”

“Τι να σου πω… είναι καλό κορίτσι, γιατί δεν κάνετε μια προσπάθεια ακόμα? Ξέρεις οι σχέσεις θέλουν πολλή υπομονή και δύναμη. ” του είπε ο πατέρας του.

“Είναι λεπτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην υπομονή και στη δειλία” του απάντησε, “Δύναμη στην προκειμένη περίπτωση, είναι να το πάρουμε πιο γρήγορα απόφαση και να μην προσπαθούμε πλέον να ενώσουμε δυο κομμάτια του παζλ που δεν ταιριάζουν. Η εικόνα που προκύπτει μετά είναι πολύ άχαρη”.

“Βλέπω είσαι φιλοσοφημένος” έκανε σκεφτικά ο πατέρας του. “Πότε θα βρεις το κομμάτι του παζλ που σου εφαρμόζει πλήρως?”

“Άραγε πότε? Ίσως και να μην υπάρχουν τέτοια κομμάτια παζλ και απλά ο κόσμος να συμβιβάζεται” απάντησε.

“Όλοι κατά βάθος πιστεύουν ότι υπάρχει το δικό τους το κομμάτι και όλοι το αποζητούν. Μην ακούς τι λένε μεγαλόφωνα – μέσα τους εύχονται να μη βγουν τα λόγια τους αληθινά”

 

 

Το απόγευμα με τη Μαρία κυλούσε δύσκολα. Βγήκανε να πιούν καφέ και προσπαθούσε να μη δείχνει ότι κοιτάζει τις άλλες κοπέλες στο δρόμο. Μιλούσαν λίγο χωρίς να λένε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον, χωρίς να παίρνει η συζήτησή τους καμιά ασυνήθιστη τροπή που να τους ξαφνιάζει ευχάριστα. Οι σιωπηλές στιγμές μεταξύ τους δεν είχανε αυτό το αίσθημα της ζεστής οικειότητας που έχει η σιωπή των ταιριασμένων εραστών ή των καλών φίλων, αλλά κάτι απ’ την αμηχανία του μαθητή μπροστά στο δάσκαλό του. Ή τουλάχιστον έτσι το ένιωθε αυτός.

Στην πραγματικότητα απ’ την αρχή της βόλτας τους προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να της πει ότι θα ‘ταν καλύτερο να διακόψουν. Όμως δεν έβρισκε το κουράγιο… σίγουρα θα την στεναχωρούσε, έστω και λίγο…, και μετά πώς να της το πει? Στα ίσια: ‘Ξέρεις νομίζω πως δεν ταιριάζουμε πια και η σχέση μας δεν είναι αυτό που ήταν στην αρχή’? Με ψέματα: ‘Έχω γνωρίσει μια άλλη κοπέλα και θέλω να είμαι μαζί της’? Στα πολύ ίσια: ‘Μαρία θέλω να σταματήσουμε’? Τα λόγια διαρκώς πνίγονταν στο στόμα του.

Η Μαρία φλυαρούσε καθώς περπατούσαν και ούτε που την πρόσεχε καθόλου. Το χέρι της μέσα στο δικό του ήταν τυπικό και άτονο – ένα τραπεζικό δάνειο σε μια επιχείρηση που πηγαίνει για πτώχευση. Με την άκρη του ματιού του έπιασε κλεφτά μια κοπέλα πιο πέρα, όπως μόνο οι άντρες ξέρουν να κάνουν χωρίς να το δείχνουν. Στην πραγματικότητα η Μαρία τον είχε καταλάβει ή τον είχε νιώσει που την πρόσεξε, όπως μόνο οι γυναίκες ξέρουν να κάνουν χωρίς να το δείχνουν. Συνέχισε να μιλάει, κι αυτός για μια στιγμή αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν είχε σχέση με την άλλη κοπέλα. Για μια στιγμή κάτι ανασάλεψε μέσα στο μυαλό του• κάτι γνωστό που ήξερε καλά… όμως τι? Ήξερε ότι ήταν εύλογο, ήξερε ότι ήταν οικείο, ήξερε ότι το ήξερε – κι όμως δεν ήξερε τι ήξερε! Με μια κίνηση του μυαλού του έπνιξε αυτή τη βασανιστική σκέψη. Δεν είχε νόημα να την κυνηγήσει άλλο γιατί δεν θα κατάφερνε να τη θυμηθεί – κι αυτό το ήξερε. Δίπλα του η Μαρία ένιωσε πως κάτι του συμβαίνει και για μια στιγμή γύρισε να τον κοιτάξει. Το χέρι της συνέχισε να συνυπάρχει με το δικό του.

Όταν φτάσαν στο σπίτι της, την αποχαιρέτισε για το βράδυ χωρίς να καταφέρει πάλι να της πει πως πρέπει να χωρίσουν. Πήρε μετά το δρόμο του με βαριά διάθεση, βάζοντάς τα με τον εαυτό του. ‘Σημαδεμένα χαρτιά’ σκέφτηκε, ‘χαρτιά που δε σ’ αφήνουν να κερδίσεις στο παιχνίδι της ζωής με τίποτα. Παίζω με σημαδεμένα χαρτιά’. Τον τσάτιζε και η άλλη σκέψη που του ερχόταν ξανά και ξανά σαν μια φωνή μεσ’ στον ύπνο του, μόλις ένα εκατοστό πιο κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά ένιωθε πως ήταν κάτι σημαντικό και κάτι που το ήξερε αλλά το είχε ξεχάσει. Αναρωτήθηκε πως γίνεται να ξέρει ότι το ξέρει. Μετά αναρωτήθηκε μήπως άρχισε να τρελαίνεται. Θυμήθηκε με κάποιο ρίγος εκείνο το γνωστό διήγημα που διάβασε παλιά, με τον άνθρωπο που ξύπνησε μεταμορφωμένος σε κατσαρίδα και ανησυχούσε για το πώς θα πάει στη δουλειά του. Με τη σκέψη της δικής του δουλειάς και με μια διάθεση κατσαρίδας μέσα του, γύρισε σπίτι και έπεσε για ύπνο.

 

 

Η επόμενη μέρα στο γραφείο κύλησε χωρίς να το καταλάβει, όπως κυλούν οι ώρες όταν νιώθεις πως δεν ενδιαφέρεσαι για τίποτα. Κάπως έτσι θα αισθάνονται κι οι αθλητές που ξέρουν πως το παιχνίδι είναι φτιαγμένο και το αποτέλεσμα προαποφασισμένο. Σημαδεμένα χαρτιά. Μετά τη δουλειά δεν είχε διάθεση να γυρίσει σπίτι. Δεν είχε ουσιαστικά όμως και κανένα φίλο για να βρεθούν. Περπατώντας τυχαία πέρασε από ένα καφέ και έτσι αναποφάσιστος και αβέβαιος όπως ήταν, τον τράβηξαν μέσα τα φώτα… μια αόριστη ελπίδα γνωριμίας και παρέας. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι μόνος. Ωραία θα ‘ταν να γνώριζε κάποιον… πώς γίνεται συνήθως στις ταινίες? Κάθεσαι και πίνεις το ποτό σου, κάποιος σε ρωτάει την ώρα ή σχολιάζει κάτι μεγαλόφωνα και γνωρίζεστε. Μπορεί να συναντήσεις έτσι και τον έρωτα της ζωής σου• αλλά θα μπορούσε να συμβιβαστεί μια χαρά ακόμα και με έναν καλό φίλο. Μια σερβιτόρα που θα έρθει να σου πάρει παραγγελία και θα σε κοιτάξει με ένα βλέμμα όλο ενδιαφέρον μεταβιβάζοντάς σου χίλιες-δυο ανομολόγητες σκέψεις με τα μάτια της, ενώ τα χείλια της θα λένε ‘μάλιστα κύριε, μια κόκα-κόλα’• ένας άγνωστος που θα αποδειχθεί ότι είναι μυστικός πράκτορας σε αποστολή και μέχρι να τελειώσει η μέρα θα του έχεις σώσει τη ζωή και αυτός από ευγνωμοσύνη θα σε μυήσει στα μυστικά της διεθνούς κατασκοπείας. Μπορεί και να φύγετε μετά για να κλέψετε κάτι έγγραφα που είναι κρυμμένα στα νησιά Κούκ… κάπως έτσι δεν γίνεται στις ταινίες?

Δυστυχώς η σερβιτόρα που ήρθε δεν έδειχνε να ουσιαστικά να ενδιαφέρεται και πολύ γι’ αυτόν. Τον άκουσε βαριεστημένα, του απαρίθμησε τη λίστα με τους καφέδες και έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει δεύτερη φορά. Όταν τον σέρβιρε δεν είπε τίποτα κι ο καφές ήταν χυμένος. Κοίταξε ολόγυρα ελπίζοντας να ξετρυπώσει κάποιον εν δυνάμει μυστικό πράκτορα. Τίποτα. Χωρίς να είναι ειδικός, ήξερε ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος απ’ τους αργόσχολους αυτούς να κάνει διπλή ζωή. Ξαφνικά ένιωσε μόνος και απογοητευμένος. Δεν ήξερε τι να κάνει στο μαγαζί και συν τοις άλλοις έπρεπε να πιει κι έναν καφέ χωρίς να τον θέλει πραγματικά. Αν είχε πάρει τουλάχιστον μια εφημερίδα…. ο διπλανός του είχε μια με αθλητικά, αν και οι μυστικοί πράκτορες σίγουρα δε διαβάζουν αθλητικά. Δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να του τη ζητήσει.

Δίνοντάς του τα ρέστα η σερβιτόρα είπε: ‘Σας ευχαριστώ πολύ κύριε’ με τον ενθουσιασμό και τη ζέση ενός on-line μηχανήματος τραπέζης. ‘Κι εγώ σ’ ευχαριστώ’ της είπε χωρίς να το εννοεί.

Πήγε σπίτι και βρήκε τον πατέρα του να μιλάει στο τηλέφωνο: “ …ναι, θα τα πούμε αύριο, καλό σας απόγευμα” τον άκουσε να λέει σε κάποιον και μετά να το κλείνει. Τον κυρίεψε ένας παράλογος φόβος ότι μιλούσαν γι’ αυτόν• ίσως να ήταν τρελός και να κανόνιζαν να τον κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα. Ένιωθε σα να κοντεύει να εκραγεί μέσα του. “Σε παρακαλώ” ζήτησε απ’ τον πατέρα του, “έλα να μιλήσουμε καθώς θα τρώω, δεν αντέχω άλλο”

Ο πατέρας του ήρθε κοντά του. “Έλα, πες μου, τι σου συμβαίνει”

“‘Έχω βαρεθεί” είπε “να φτιάχνω ταξίδια των άλλων και ποτέ να μην κάνω κι εγώ ένα”. Ξεφύσηξε θυμωμένα για μια στιγμή και μετά συνέχισε:

“Ξέρεις πόσο βασανιστικό είναι να βρίσκεις όμορφες και μακρινές τοποθεσίες για άλλους και εσύ να ξέρεις την Ταϊτή, το Μπαλί και το Μαυρίκιο μόνο από φωτογραφίες στα διαφημιστικά? Για μένα η Χαβάη και το Ρίο δεν είναι παρά μόνο ένας κωδικός στον υπολογιστή μου, ένα ποσό για το εισιτήριό τους – μετάβαση και επιστροφή συν φόρους αεροδρομίου. Δεν αγναντεύω τον Ειρηνικό από την κορφή ενός λόφου, δεν χορεύω με εξωτικές καλλονές”

Ξεφύσηξε άλλη μια φορά και μετά συνέχισε: “Θα’ θελα να δω το Γκραν Κάνυον από κοντά. Να το διασχίσω σ’ όλο του το μήκος, να δω αν είναι άραγε τόσο μεγάλο όσο λένε. Να κοιτάξω από ψηλά και να παρακολουθήσω τα παιχνίδια των ίσκιων στα βράχια του καθώς η μέρα περνά… Ξέρεις τι σημαίνει για μένα Γκραν Κάνυον? 1.370 δολάρια! Ακριβώς. Τόσο κάνει ένα πακέτο προσφοράς 4 ημερών που περιλαμβάνει: αεροπορικό ταξίδι στο Φοίνιξ της Αριζόνα με ενδιάμεσες στάσεις Νέα Υόρκη και Ντάλας, μεταφορά με λεωφορείο στο φαράγγι, περιήγηση με τραίνο και διαμονή σε τοπικό ξενοδοχείο παλαιού τύπου. Γκραν Κάνυον, το χαρτονόμισμα των 1.370 δολαρίων. Είμαι σαν μια τράπεζα που δίνω μπλοκ επιταγών τα οποία εξαργυρώνονται σε μακρινούς τόπους συνήθως με ποτό, χορούς, ψώνια και αμμουδιές. Είμαι ένας μάγος που δεν μπορεί να εξασκήσει τη μαγεία του στον εαυτό του”. Σταμάτησε για μια στιγμή γιατί είχε αρχίσει να εξάπτεται. Πήρε μια βαθιά αναπνοή για να ηρεμήσει και είπε: “Υπάρχει άραγε τόσο μεγάλο χαρτονόμισμα όσο των 1.370 δολαρίων?”

“Υπάρχει απ’ όσο ξέρω” του απάντησε ο πατέρας του. “Και πιο μεγάλο ακόμα”

“Εγώ μέχρι 100 δολαρίων έχω δει” είπε αυτός.

“Ναι, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε, γιατί τα μεγάλα χαρτονομίσματα έχουν σταματήσει να τυπώνονται πλέον και είναι πολύ σπάνια. Πάντως κυκλοφορούν των 500, των 1000, των 5.000, των 10.000 ακόμα και των 100.000 δολαρίων” του είπε ο πατέρας του.

“Σοβαρά μιλάς?” θαύμασε αυτός. “Και τι εικόνα έχει το χαρτονόμισμα των 100.000 δολαρίων?”

“Νομίζω τον Πρόεδρο Ουίλσον”.

“Αχ,… τι καλά που θα ’ταν να έβρισκα ένα τέτοιο στο δρόμο! Ή να έσωζα έναν εκατομμυριούχο από βέβαιο πνιγμό και αυτός από ευγνωμοσύνη να μου χάριζε έναν Ουίλσον! Θα ταξίδευα τότε σ’ όλα τα Γκραν Κάνυονς του κόσμου. Πάντως και με 10.000 ή των 5.000 δολαρίων συμβιβάζομαι!” είπε.

“Πάντως προς το παρόν θα πρέπει να συμβιβαστείς με εκείνα που έχουν τον Ουάσινγκτον! Ξέρεις, αυτά με τον αετό απ’ την άλλη!” απάντησε γελώντας ο πατέρας του.

Η κουβέντα άρχισε να του κάνει καλό. Σιγά-σιγά ηρεμούσε απ’ τα νεύρα και τη μελαγχολία του και άλλαζε διάθεση. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον πατέρα του με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον και θαυμασμό. Η κουβέντα του άρεσε.

“Αλήθεια, πως αποφασίστηκε ο αετός να είναι το σύμβολο των Ηνωμένων Πολιτειών?” ρώτησε.

“Με τον ίδιο τρόπο που υπήρξε και σύμβολο τόσων ακόμα κρατών, βασιλιάδων και στρατηγών φαντάζομαι” είπε ο πατέρας του. “Συμβολίζει τη δύναμη και την περηφάνια. Το ξέρεις ότι υπήρξε αντικείμενο διαμάχης στις νεοσύστατες τότε Ηνωμένες Πολιτείες για το ποιο πουλί θα διαλέξουν σαν σύμβολο?”

“Μα ο αετός ακούγεται πολύ ταιριαστός” είπε αυτός.

“Τον έχουμε συνηθίσει πια, γι’ αυτό. Όμως ως προς τον φαλακραετό που απεικονίζεται στη σφραγίδα της χώρας υπήρχαν αντιρρήσεις, κυρίως από τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν. Έλεγε πως είναι πουλί με ‘κακοήθη χαρακτήρα που δε βγάζει το ψωμί του με τίμιο τρόπο’ επειδή παίρνει από πίσω τα άλλα θαλασσοπούλια και τους κλέβει τη λεία. Αυτός πρότεινε σαν πιο ταιριαστό σύμβολο την άγρια γαλοπούλα. Κάποιος άλλος πρότεινε τον κούκο”.

“Γιατί τον κούκο?”

“Διότι είναι ο ξύπνιος όλων των πουλιών. Δεν κάνει δική του φωλιά αλλά αφήνει το αυγό του μέσα στη φωλιά κάποιου άλλου πουλιού που το περνάει για δικό του. Έτσι και οι Αμερικανοί σαν μετανάστες είναι, λέει, όλοι κούκοι: δεν έχουν δικό τους σπίτι και χτίζουν τα σπίτια τους στις φωλιές άλλων πουλιών” είπε ο πατέρας του.

“Πάντως σκέφτεσαι πάνω στα δολάρια και στα έγγραφά τους οι Αμερικανοί να είχαν κούκους και γαλοπούλες? Πλάκα έχει! Πολύ καλύτερος είναι ο αετός, γι’ αυτό και έγιναν τόσο ισχυροί. Αν είχαν υιοθετήσει τη γαλοπούλα θα ήταν σήμερα χώρα του τρίτου κόσμου. Ή θα τους είχε κατακτήσει το Μεξικό!” είπε αυτός με κέφι.

Ο πατέρας του κάτι απάντησε αλλά τα λόγια βγήκαν ακατάληπτα από το στόμα του. “Τί είπες?” τον ρώτησε, όμως ξαναπήρε πάλι μια ακαθόριστη απάντηση. Του φαινόταν σα να μιλούσε ο πατέρας του σε μια ξένη γλώσσα – και μάλιστα χωρίς καν να καταλαβαίνει σε ποια γλώσσα μιλάει. Για κάποιο λόγο τον γέμισε ανησυχία αυτό… Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, όμως τον τσίγκλιζε βαθιά μέσα του, τον έκανε να νιώθει ότι κάτι βασικό δεν είχε καταλάβει σωστά. Πήγε να ρωτήσει και για τρίτη φορά όμως σταμάτησε. Το αίσθημα αυτό πως κάτι, σε κάποιο κρίσιμο σημείο ξέχασε, του είχε ξαναγυρίσει. Και μαζί του γύρισαν όλοι οι βασανισμοί που το συνόδευαν.

Πέρασε την υπόλοιπη μέρα του χωρίς να κάνει κάτι το ιδιαίτερο και χωρίς να σκεφτεί κάτι σπουδαίο. Αν έγραφε ημερολόγιο, δεν θα είχε τι να γράψει για το κομμάτι αυτό της μέρας.

 

 

Ξημέρωσε Κυριακή. Στην αρχή δεν ήθελε να σηκωθεί καθόλου απ’ το κρεβάτι. Κάποιες μέρες σαν κι αυτή ευχαρίστως θα μπορούσε να μείνει ξαπλωμένος ατέλειωτα. Δεν είχε κουράγιο καλά-καλά ούτε για να περπατήσει – ευτυχώς που δε δούλευε σήμερα. Η μητέρα του έβαλε το κεφάλι της απ’ την πόρτα: “Είσαι έτοιμος?” τον ρώτησε.

“Έτοιμος για ποιο πράγμα?” της απάντησε νιώθοντας καλύτερα και μόνο που την έβλεπε.

Η μητέρα του απάντησε κι αυτή κάτι, αλλά δεν τo κατάλαβε. Τα λόγια της ακούγονταν ξένα στ’ αυτιά του. Συνέχισε να μιλάει για λίγη ώρα με ήχους ακατάληπτους μέχρι που την άκουσε καθαρά να λέει:

“Ξέχασες? Σήμερα είχαμε πει ότι θα πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο”

Η αλήθεια ήταν ότι το’ χε ξεχάσει τελείως. Όπως είχε σίγουρα ξεχάσει και κάτι άλλο, κάτι που τρεμόπαιζε λίγο πιο κάτω απ’ την επιφάνεια της συνείδησής του και δεν έλεγε ποτέ να βγει παραέξω. Μήπως είχε δώσει παλιά κανέναν όρκο και δεν τον κράτησε? Μήπως οι γονείς του κρύβαν κάτι? Σαν τα όνειρα που δεν τα θυμόμαστε, αλλά ξέρουμε ότι κάτι είδαμε στον ύπνο μας. ‘Αυτό είναι’ αποφάσισε. ‘Θα είδα κάποιο όνειρο και δεν θα το θυμάμαι’. Μ’ αυτήν την παρήγορη σκέψη κατά νου άρχισε να ετοιμάζεται για τη βόλτα.

Μετά από λίγη ώρα είχαν μπει όλοι τους στο αυτοκίνητο και ξεκινούσαν. Ο πατέρας του ανακοίνωσε πως θα παίρνανε και κάποιον άλλον επιβάτη μαζί τους. “Πού θα πάμε?” ρώτησε τους γονείς του.

“Θα πάμε στο βουνό” απάντησε η μητέρα του.

Στο βουνό? Ένιωσε πως είχε κάτι να κάνει μ’ αυτό που ξέχασε. Εκείνο το βασανιστικό αίσθημα ξαναγύρισε ενισχυμένο. Αν μπορούσε λίγο να συγκεντρωθεί με το σωστό τρόπο για να το θυμηθεί… όμως κάθε φορά που πήγαινε να το πιάσει, αυτό σαν ψάρι γλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια του!

Σε λίγο το μικρό αυτοκίνητο τους σταματούσε σε κάποιο σπίτι και ένας άντρας που τον έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Όλη αυτήν την ώρα δεν είχε προσέξει πως η μητέρα του καθόταν πίσω μαζί του. Ο άγνωστος άντρας τον κοιτούσε επίμονα. Μήπως ήταν κανένας γιατρός? Αυτό είναι, πηγαίνουν να τον κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα πάνω στο βουνό για θεραπεία, τα λογικά του δε θα’ ναι καλά… ‘ας με κλείσουν λοιπόν, τι έχω να χάσω?’ σκέφτηκε. Ο άγνωστος άντρας έβρισκε τέτοιο ενδιαφέρον σ’ αυτόν που δεν είχε μάτια για τίποτ’ άλλο.

“Βάλτε τη ζώνη σας” του είπε ο πατέρας του.

“Τι? Ποια ζώνη,… α ναι, τη ζώνη” έκανε αυτός.

Δεν τον ενοχλούσε το βλέμμα του αγνώστου όσο ήταν μαζί με τους γονείς του. Έλπιζε μόνο να τον επισκέπτονταν συχνά στο ίδρυμα γιατί αυτούς μόνο είχε για στήριγμα. Η Μαρία σίγουρα δε θα περνούσε ούτε μια φορά να τον δει… σίγουρα θα εκπλαγεί μόλις μάθει ότι είναι τρελός• μετά θα πει: ‘δεν είναι δυνατόν!’ και μετά: ‘εγώ πάντα το ’λεγα ότι αυτός δε στέκει καλά στα μυαλά του’

Το αυτοκίνητο συνέχισε να προχωράει και μετά από μερικές ώρες ταξιδιού στην επαρχία πήρε έναν ανηφορικό δρόμο. Να που έκανε και κάποιο ταξίδι τελικά! Βέβαια δεν ήταν και τόσο εξωτικό όσο έλπιζε… τέλος πάντων, δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα στη ζωή – ειδικά αν δε στέκεις καλά στα μυαλά σου, όπως θα ‘λεγε κι η Μαρία. Ένιωθε πάντως αρκετά καλά και αναρωτιόνταν πόσο θα κρατούσε η θεραπεία του και πότε θα ξανάβλεπε το γραφείο ταξιδιών. Έπρεπε να είχε ειδοποιήσει πως θα πάρει άδεια κάποιες μέρες. Ίσως στο ίδρυμα πάνω στο βουνό να θυμόταν και αυτό που είχε ξεχάσει, ίσως τα φάρμακα που θα του δώσουν να το ξαναφέρουν στη μνήμη του.

Ο πατέρας του έδειξε ένα βουνό εκεί κοντά που ερχόταν όλο και πιο κοντά τους και είπε: “Να, εκεί είναι”.

“Άντε υπομονή, φτάνουμε πια” είπε η μητέρα του.

Ο πατέρας του απάντησε πάλι κάτι το ακατάληπτο. Απορούσε πως μπορεί και βγάζει τέτοιους ήχους με το στόμα του. Μετά κι ο άγνωστος άντρας άρχισε να βγάζει τέτοιους περίεργους ήχους. Το αίσθημα που τον βασάνιζε ξαναδυνάμωσε σε πολύ έντονο βαθμό. Δεν ένιωθε όμως απειλή ή ανησυχία. Είχε στυλώσει το βλέμμα του πάνω στο βουνό που πλησίαζε και παρατηρούσε ασάλευτος.

Μέσα στ’ αυτοκίνητο οι άλλοι τώρα μιλούσαν διαρκώς μεταξύ τους. Μιλούσαν? Μάλλον δεν ήταν και το σωστό ρήμα! Δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ αυτά που έλεγαν. Τον έπνιγε όμως ένα αίσθημα προσμονής και ανυπομονησίας καθώς το αυτοκινητάκι σκαρφάλωνε με δυσκολία την πλαγιά και ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα θυμόταν αυτό που τόσο καιρό είχε ξεχασμένο… Πέρα μακριά είδε καθαρά ένα ποντικάκι να βγάζει το κεφαλάκι του από μια τρύπα στα βράχια. Αυτό του θύμισε ότι δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα και έβγαλε μια κραυγή χαράς. Άρχισε να ξύνει ανυπόμονα με τα νύχια του καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε.

Βγήκε έξω λίγο σαστισμένος, λίγο χαρούμενος, λίγο περίεργος, λίγο απ’ όλα. Οι μυρωδιές της βουνίσιας πλαγιάς όλο πεύκο και θυμάρι γέμισαν τα ρουθούνια του. Ανοίγοντας το ράμφος του έβγαλε άλλη μια κραυγή χαράς και έκανε μερικά βήματα στο χώμα. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα πέσει μπροστά, όμως γρήγορα βρήκε ότι ανοίγοντας τα φτερά του μπορεί να ισορροπεί και να ελέγχει την κίνησή του. Τα μάτια του άνετα διέκριναν σπουργίτια και ποντικάκια πολλά χιλιόμετρα πιο πέρα. Αφέθηκε να πέσει μπροστά και καθώς έφτανε σε οριζόντιο επίπεδο, μ’ ένα δυνατό πλατάγιασμα των φτερών του πέταξε στον αέρα και ανέβηκε στο κλαδί ενός πεύκου εκεί κοντά. Αμέσως έριξε τη ματιά του προς τα κάτω και το βλέμμα του συναντήθηκε με τρία ανθρώπινα βλέμματα που κοιτούσαν προς τα πάνω. Από πάνω ο ήλιος μεσουρανούσε σ’ έναν καταγάλανο ουρανό και η κορφή του βουνού με την βραχώδη πλαγιά δέσποζε πάνω στο όλο σκηνικό. Με ένα τελευταίο χαρούμενο κρώξιμο, κάτι σαν ιαχή νίκης και κάτι σαν αποχαιρετισμός, υψώθηκε προς τα μέρη των αετών.

 

 

Το αυτοκινητάκι γυρνούσε απ’ το βουνό μεταφέροντας τρεις συγκινημένους και άφωνους επιβάτες. Οι δύο ήταν ένα άτεκνο ζευγάρι με όλα τα δυνατά συναισθήματα των γονιών που βλέπουν το παιδί τους να είναι ευτυχισμένο αλλά και να φεύγει μακριά: χαρά που το βοήθησαν και στεναχώρια που το έχασαν για πάντα. Ο τρίτος ήταν ο υπεύθυνος μιας οργάνωσης προστασίας άγριων ζώων που κι αυτός προτιμούσε να μένει σιωπηλός. Εξάλλου πριν λίγο είχαν όλοι τους θαυμάσει ένα μεγαλόπρεπο και σπάνιο θέαμα: το αγέρωχο πέταγμα ενός αετού πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων προς τη βουνοκορφή. Είχαν καθίσει και τον παρακολούθησαν μέχρι που έγινε μια μικρή κουκκίδα και σιγά-σιγά εξαφανίστηκε τελείως πετώντας πέρα μακριά. Είχαν μείνει ακόμα λίγο παρόλο που δεν έβλεπαν τίποτα, πείθοντας τον εαυτό τους ότι τα ελαφρά παιχνιδίσματα των ματιών πάνω στην πλαγιά του βουνού μπορεί και να είναι η μορφή ενός αετού που πετάει. Σκέφτηκαν όλοι τους το ίδιο πράγμα: πως αυτός σίγουρα θα τους βλέπει τώρα με την εκπληκτική όραση που έχουν οι αετοί, θα μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις ανάκατες εκφράσεις στα πρόσωπά τους.

Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο άντρας απ’ το ζευγάρι: “Όπως και να το κάνουμε, οι αετοί είναι υπέροχα ζώα” είπε.

“Ναι, σίγουρα, πολύ όμορφα” είπαν οι άλλοι δυο ταυτόχρονα, σα να περίμεναν αυτήν την ευκαιρία να μιλήσουν.

“Και το πέταγμά τους είναι τόσο αριστοκρατικό” ξαναείπε αυτός.

“Ναι, είναι δυνατό και αγέρωχο…” συμφώνησε η γυναίκα του.

“Εμ, δεν είναι τυχαίο που οι Αμερικανοί τον διάλεξαν για σύμβολο της χώρας τους. Γι’ αυτό ίσως έγιναν οι κυρίαρχοι του πλανήτη” συμπλήρωσε και ο υπεύθυνος του κέντρου άγριων ζώων.

“Πάντως σκεφτόντουσαν να διαλέξουν και την άγρια γαλοπούλα για σύμβολο” είπε ο άντρας απ’ το ζευγάρι. “Λέγαν ότι ο αετός δεν – τέλος πάντων, ας την αφήσουμε αυτή τη κουβέντα. Θαρρώ ότι θα μας λείψει τώρα” είπε. “Τον είχαμε συνηθίσει ξέρετε, τον έχουμε στο σπίτι μας – ‘είχαμε’ θα ‘πρεπε να πω μάλλον – όχι απλώς από μικρό πουλάκι, αλλά προτού καν γεννηθεί”

Ένας σιγανός αναστεναγμός απ’ τη μεριά της γυναίκας του υπογράμμισε αυτά τα λόγια. Τα μάτια της ξανακοίταξαν για μια ακόμα φορά προς τη βουνοκορφή μήπως και δουν καμιά κουκκίδα να πετάει.

“Πώς έγινε αυτό?” ρώτησε ο άλλος άντρας.

“Τον βρήκαμε σε μια εκδρομή που κάναμε σ’ αυτό το βουνό” συνέχισε ο άντρας απ’ το ζευγάρι. “Σκαρφαλώναμε στην πλαγιά και πέσαμε πάνω στη φωλιά με το αυγό μέσα. Η μαμά του ήταν λίγο παραπέρα• για την ακρίβεια καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω, χτυπημένη απ’ τα σκάγια κάποιου κυνηγού προφανώς για να εξασκηθεί στο σημάδι, ίσως και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο”. Ξεφύσηξε καθώς θυμόταν την ανακάλυψη εκείνης της μέρας. “Είχαμε ακούσει το ‘μπαμ’ μερικές ώρες πριν. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε με το αυγό. Τελικά το μαζέψαμε πολύ προσεκτικά και το πήραμε σπίτι μας. Το βάλαμε σ’ ένα κουτί με βαμβάκι πάνω στο καλοριφέρ. Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε και να ειδοποιήσουμε οποιονδήποτε το αυγό είχε αρχίσει να ραγίζει. Θα τη θυμάμαι για πολλά χρόνια εκείνη την ημέρα…”

“Να τον βλέπατε πως ήταν όταν βγήκε απ’ το αυγό!” είπε η γυναίκα του νοσταλγικά. “Άσχημος, σαστισμένος και ζαρωμένος, σκέτη γλύκα!”

Ο άντρας της συμφώνησε κι αυτός με τη σειρά του: “Δεν έμοιαζε καθόλου γι αετός έτσι όπως τους ξέρουμε. Αφού στην αρχή σκεφτόμασταν ότι ήταν κούκος που τον έβαλαν οι γονείς του μέσα στην αετοφωλιά και τον κλωσούσε η αετίνα νομίζοντας ότι είναι κάποιο δικό της αυγό”

“Πάντως μετά τον αγαπήσαμε πολύ” είπε η γυναίκα του. “Τον υιοθετήσαμε κανονικά. Κι αυτός μας αγαπούσε ξέρετε…”

“Ναι,” συμφώνησε κι ο άντρας της “ώρες-ώρες νόμιζες πως αυτό το πουλί καταλάβαινε τη ζωή μας, τη δουλειά μας, αυτά που του λέγαμε – γιατί του μιλούσαμε κανονικά ξέρετε – σαν να ήταν κι αυτό άνθρωπος…”

“Όλα τα πουλιά που μεγάλωσαν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες νομίζουν ότι είναι άνθρωποι. Μόλις βγουν απ’ το αυγό τους κοιτάζουν το πρώτο κινούμενο αντικείμενο που θα δουν και ταυτίζονται μαζί του. Ξέρετε το γνωστό πείραμα που είχε κάνει ο Λόρενζ με τα χηνάκια που μόλις βγήκαν στον κόσμο τον είδαν και νόμισαν πως είναι η μαμά τους?” είπε ο άλλος άντρας.

“Καλά και δεν καταλαβαίνουν ότι αυτός είναι άνθρωπος και αυτά είναι κάτι άλλο?” ρώτησε η γυναίκα.

“Όχι, δεν το καταλαβαίνουν. Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές ζώων που νόμισαν ότι είναι άνθρωποι. Ο νους του ζώου λειτουργεί διαφορετικά απ’ το νου των ανθρώπων. Προσαρμόζουν φαίνεται τη συνείδηση του εαυτού τους καθώς και τα διάφορα ερεθίσματα που πέφτουν στην αντίληψή τους για να ταιριάζουν με την εικόνα που έχουν ήδη δεχτεί. Σε μικρότερο βαθμό, αυτό συμβαίνει και με μας τους ανθρώπους: δεν προσαρμόζουμε τις ψυχικές μας στάσεις και τα συμπεράσματα για να ταιριάξουν με τα αξιώματα που έχουμε ήδη σχηματίσει για τον εαυτό μας, για κάποιον άλλον, για τον κόσμο γενικά?” απάντησε ο υπεύθυνος του κέντρου άγριων ζώων.

Το αυτοκινητάκι συνέχισε να κατηφορίζει προς την πόλη. Πάνω στο βουνό ένας αετός ανακάλυπτε τον κόσμο. Του φαινόταν πως μόλις είχε ξυπνήσει από ένα βαθύ όνειρο. Κάτι με ανθρώπους και σπίτια και γραφεία… τέλος πάντων, δεν είχε σημασία. Μετά από λίγο καιρό ούτε που θα θυμόταν τίποτα.

“Πάντως χαίρομαι τελικά που ένιωσε την αληθινή του φύση και πέταξε προς την πατρίδα του, την πραγματική του πατρίδα” είπε ο άντρας από το ζευγάρι. “Όσο κι αν τον αγαπούσαμε δεν θα μπορούσε να ζήσει μαζί μας, δεν ανήκει στον κόσμο μας. Ανησυχούσα μήπως του κάναμε κακό που τον βάλαμε στη ζωή των ανθρώπων. Μήπως ατρόφησαν τα φτερά του και δεν μπορεί πια να πετάξει ή μήπως δε θα θέλει να φύγει από μας”

“Ναι” είπε και η γυναίκα του “δεν πετούσε καθόλου, ουσιαστικά έκανε μόνο μεγάλα άλματα σαν κοτόπουλο. Κάποιες βόλτες του γύρω-γύρω από το σπίτι δεν είχαν καμιά σχέση με το ξακουστό πέταγμα του αετού. Είχαμε στεναχωρηθεί πια που το εξανθρωπίσαμε με τέτοιο τεχνητό τρόπο το πουλί. Ξέρετε, ακόμα και στο κουτί του στρώσαμε εφημερίδες με διαφημίσεις αεροπλάνων μήπως νιώσει κάτι και συγκινηθεί”.

“Και με βουνά και με ποντικάκια!” συμπλήρωσε ο άντρας της. “Μέχρι και μία φωτογραφία με το Γκραν Κάνυον του έβαλα που την πήρα απ’ το γραφείο ταξιδιών που δουλεύω. Τελικά είπαμε: πρέπει οπωσδήποτε να τον πάμε πίσω στο σπίτι του και να τον αφήσουμε ελεύθερο. Εμάς θα μας άρεσε να μας έπαιρναν οι αετοί από μωρά και να μας είχαν στο δικό τους κόσμο σα τον Ταρζάν?”

“Εμένα ναι, πολύ θα μ’ άρεσε” είπε ο υπεύθυνος του κέντρου προστασίας άγριων ζώων με χαρούμενο βλέμμα στα μάτια του “αρκεί να μου μάθαιναν και να πετάω βέβαια!”

 

[email protected]