Χρήστος Σαρδέλης 

 

Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας το 1953. Σε ηλικία 15 ετών βρίσκομαι στην Αθήνα και εργάζομαι σε μπακάλικο με μισθό 25 δραχμές την εβδομάδα. Εκεί ανακαλύπτω την κοινωνία και τις διαφορές της και γίνομαι μάρτυρας χειροπιαστών γεγονότων. Το 1970 μοιραία ακολούθησα το δρόμο της ξενιτιάς προς την μακρινή και, στην παιδική ακόμα φαντασία μου, μαγική Αυστραλία. Σε ένα μήνα, αντί για μεγάλα σαλόνια και κάτι τέτοια που είχα στη φαντασία μου διαπίστωσα ότι θα μένω σε σπίτι ξύλινο με λαμαρίνα για σκεπή. Αντί για δουλειά βρέθηκα σε εργοστάσιο να κόβω 700 ζευγάρια σόλες για παπούτσια την ημέρα. Περιττό να αναφέρω ότι από την Ελληνική κοινωνία της οποίας ένιωθα κομμάτι αναπόσπαστο βρέθηκα στο γκέττο της εδώ ελληνικής παροικίας. Μέσα στην Ελληνική παροικία βλέπω και ζω καταστάσεις τις οποίες όταν έχω χρόνο τις μετατρέπω σε μελάνι και χαρτί ή σε ηλεκτρονικά σήματα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας μου κατά την άφιξή μου εδώ κατάφερα να μάθω την Αγγλική και να σπουδάσω μεταφραστής, που είναι και το κύριο επάγγελμά μου σήμερα. Εδώ σ’ αυτή την άκρη της γης ζώ όλα αυτά τα χρόνια με μια μόνο σύντομη επιστροφή στην Ελλάδα. Μετά από πολλή περισυλλογή κατέληξα στο συμπέρασμα ότι για μένα η Ελλάδα δεν είναι οι πέτρες της, η θάλασσά της και τα τουριστικά μέρη της, είναι ιδέα. Και σαν ιδέα δεν περιορίζεται σε χώρο, είναι παντού. Όπως και να έχει το πράγμα εδώ είμαι, ζώ, αναπνέω, παρατηρώ και καμιά φορά, όταν έχω όρεξη και χρόνο γράφω.


 

Η ΦΑΡΜΑ

 

Oh baby ye ye ye, Oh baby ye ye ye, ακουγόταν από το ράδιο του αυτοκινήτου και τον ενοχλούσε τόσο πολύ που γύρισε το κουμπί απότομα και το έκλεισε. Χίλιες φορές να άκουγε σκέτο το θόρυβο των αυτοκινήτων στο Hume Highway και το ροχαλητό της Ντέζης παρά αυτό το χαζοτράγουδο.

Σε λίγο θα νύχτωνε και ο Κώστας ήταν ακόμα πολύ μακριά από τη Μελβούρνη και βιαζόταν να φτάσει γιατί το βράδυ είχε ραντεβού με το Θανάση το φίλο του, θα μιλούσανε για την νέα τους επιχείρηση, τη φάρμα με τα σκόρδα. Καλοκαίρι, ζέστη και ο απογευματινός ήλιος ήταν στις δόξες του και έκαιγε ακόμα περισσότερο τη ξεραμένη κίτρινη βλάστηση του τοπίου.

Ο δρόμος ήταν ευθύς για πολλά χιλιόμετρα, ούτε μια στροφή και γύρω, δίπλα, οι στρογγυλοί λόφοι έμοιαζαν σαν πορτοκάλια κομμένα στη μέση και βαλμένα ανάποδα.

‘Ευλογημένος τούτος ο τόπος που ήρθαν και αποίκησαν οι Εγγλέζοι’, σκεφτόταν, ‘ολόκληρες εκτάσεις άδειες και χωρίς ούτε μια πέτρα πουθενά, θα μπορούσε να κατοικηθεί, να γεμίσει ζωή είναι όμως οι ειδικοί που απεφάνθησαν από πολλά χρόνια τώρα ότι η Αυστραλία δεν μπορεί να συντηρήσει πολύ κόσμο λόγω έλλειψης νερού και οξυγόνου αλλά είναι και οι άλλοι ειδικοί που επιμένουν να διαλέγουν προσεχτικά ποιος έρχεται εδώ για να μην γίνουμε κουλουβάχατα. Για να το λένε αυτοί κάτι θα ξέρουν’. Αυτά σκεφτόταν όταν αποφάσισε να ξαναβάλει το ράδιο μήπως και σπάσει η μονοτονία της ευθείας και αυτή τη φορά έψαξε και βρήκε Ελληνικό σταθμό, ίσως, ίσως εκεί να άκουγε κανένα τραγούδι που θα του θύμιζε τα παλιά, την πατρίδα, το χωριό. Το άκουσμα όμως τον άφησε και πάλι με τη γεύση της απογοήτευσης. ‘Εκεί που καίω πιο πολύ εκεί το θέλω το φιλί, πιο χαμηλά πιο χαμηλά, πιο χαμηλά και μετά, θέλεις να κόψω τις φλέβες μου, θέλεις να με πατήσει το τρένο’… ‘Άστε στο διάολο κι εσείς μαλάκες’, είπε τόσο δυνατά που ξύπνησε η Ντέζη, ανασήκωσε τα εκατόν δέκα κιλά της, τον έβρισε, έγειρε πάλι το κουρασμένο της κεφάλι και συνέχισε να βλέπει τα όνειρα της. Έψαξε βρήκε μια κασέτα και… βρέχει φωτιά στη στράτα μου φωτιά που μ έχει κάψει… για τα φτωχά τα νιάτα μου κανένας δεν θα κλάψειΆναψε τσιγάρο.

‘Για τα φτωχά τα νιάτα μου μόνο η μάνα μου έκλαψε όταν ξενιτεύτηκα αλλά και αυτή δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινότανε τότε, ίσως και να πίστευε ότι ο γιος της τώρα που θα έφευγε και θα πήγαινε στα ξένα θα γινόταν μεγάλος και τρανός, Ωνάσης. Πόσο λάθος έκανε η κακομοίρα κι αυτή! Όχι μεγάλος και τρανός δεν έγινα αλλά χάθηκα, χάθηκα με όλη τη σημασία της λέξης. Τριάντα εφτά ολόκληρα χρόνια εδώ κι ακόμα νιώθω ξένος, όσο για τα παιδιά μου ας μην τα σκέφτομαι καλύτερα. Ούτε να συνεννοηθώ καλά καλά μαζί τους δεν μπορώ και είμαι αναγκασμένος να μιλάω τα εγγλέζικα που άρπαξα από δω κι από κει για να τους δώσω να καταλάβουνε τι θέλω να πω. Δε βαριέσαι, έτσι είναι η ζωή αλλά αυτή η φάρμα με τα σκόρδα ανοίγει μια άλλη πόρτα μια καινούργια ελπίδα για κάποια επιτυχία’.

Ο Θανάσης τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα έψαχνε το θέμα της φάρμας είχε περάσει όμως ένας μήνας από τότε που γέμισαν τη φόρμα για να τους παραχωρηθεί ένα μεγάλο κομμάτι γης του Στέμματος από την κυβέρνηση για να καλλιεργήσουν τα σκόρδα που θα τους έβγαζαν από τη μιζέρια και απάντηση δεν είχαν πάρει ακόμα, γι αυτό το βράδυ θα συναντιόντουσαν για να συζητήσουν.

 

 

‘Και βέβαια’, μονολογούσε κοιτάζοντας τις απέραντες χέρσες εκτάσεις, ‘και βέβαια η κυβέρνηση πρέπει να δίνει κομμάτια γης στον κόσμο που θέλει να την εκμεταλλευτεί, να την καλλιεργεί αλλά και για να δίνεται και ζωή σε αυτό τον τόσο άδειο τόπο’. Συνέχισε να κοιτάζει το τοπίο δίπλα από το μεγάλο δρόμο και το ένιωθε ξένο μετά από τόσα χρόνια, ακόμα αυτό τον τόπο δεν τον αισθάνεται δικό του, ακόμα είναι ο μετανάστης, ο ξένος, ο απέξω. ‘Πως να ήτανε άραγε πριν φτάσουν οι Ευρωπαίοι εδώ; Βέβαια ο δρόμος δεν υπήρχε αλλά τα βουνά και τα ρυάκια σίγουρα ήταν εδώ. Το άνοιγμα μπροστά με τα ψηλά δέντρα ήταν τόπος συνάντησης των αμπορίτζιναλ. Αν δεν κατοικούσαν εδώ, γιατί συνεχώς μετακινούνταν, οπωσδήποτε θα έσμιγαν τις ζεστές ημέρες σαν τη σημερινή για να ξεκουραστούν από το κυνήγι και να τα πουν. Φαντάσματα του παρελθόντος και αυτοί που ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν γιατί οι αχανείς αυτές εκτάσεις μπορεί να μην καλλιεργούνται αλλά κάποιοι φρόντισαν να τις κάνουν δικές τους για παν ενδεχόμενον. Έτσι οι αμπορίτζιναλ κάποια μέρα που αποφάσισαν να συναντηθούν εδώ σε αυτά δέντρα που ρίχνουν τη σκιά τους στο δρόμο τους περίμενε ο νέος ιδιοκτήτης με το ντουφέκι του έτοιμο για να υπερασπιστεί την γη του. Τη γη του, λες και την έφερε εδώ με το καράβι που ήρθε από την Αγγλία. Τους κυνήγησε από δω, τους κυνήγησε κάποιος άλλος από πιο κάτω μέχρι που τους ανάγκασαν να μπουν στην πόλη ή να πάνε στην έρημο, όσοι φυσικά γλίτωσαν από τους πυροβολισμούς και τις δηλητηριασμένες πηγές.

Αυτοί που έφτασαν στην πόλη θα μπορούσαν τουλάχιστον να κυκλοφορούν στους δημόσιους δρόμους, οι δρόμοι δεν άνηκαν σε ιδιώτες. Εκεί άρχισαν να περιφέρονται σαν θηρία σε κλουβιά, πολλοί ούτε καν μπόρεσαν να αντιληφθούν τι συνέβαινε, οι ‘καλοί’ ιεραπόστολοι όμως γνώριζαν τι συνέβαινε και τους μάζεψαν και τους έκαναν χριστιανούς. Μα ρε πούστη, τι κόσμος είναι αυτός που ζούμε; Πόση υποκρισία! Του παίρνεις του άλλου τη γη, τον κατακλέβεις, τον σκοτώνεις αλλά του λες να πιστέψει στη δική σου θεωρία, σε μια θρησκεία που είναι βασισμένη στο ‘αγαπάτε αλλήλους’ και στο ‘ο έχων δύο χιτώνας να δίνει τον έναν’. Μα, αυτό έκαναν οι άνθρωποι πριν έρθουν οι ιεραπόστολοι εδώ. Τίποτα δεν άνηκε σε κανέναν. Τίποτα, ούτε ιδιοκτησίες, ούτε σύνορα, τίποτα. Ήταν πραγματικοί χριστιανοί και οι έξυπνοι δεν τους πήραν μόνο τον έναν χιτώνα αλλά όλους.

Καλά όλα αυτά και η αδικία κατά των αμπορίτζιναλ βγάζει μάτι αλλά εγώ τι κάνω; Πέρασα τα πενήντα έφαγα τα καλύτερα μου χρόνια στην άκρη της γης και το μόνο που απέκτησα είναι ένα καλύβι. Και εμένα μου κλέψανε τη γη, γι αυτό φρόντισαν κάποιοι καπάτσοι πατριώτες μου στην Ελλάδα, και με φέρανε εδώ για να με εκμεταλλευτούνε άλλοι καπάτσοι και το κατάφεραν, χρόνια ολόκληρα και καλά έδωσα στα εργοστάσια, μου φάγανε την ψυχή και τα τρία δάχτυλα του δεξιού μου χεριού. Αν, αν καταφέρω και πιάσω την καλή τώρα με την ιδέα του Θανάση... Βέβαια, βέβαια καλά κάνει η βασίλισσα και δίνει γη στον κοσμάκη, τόσες εκτάσεις άδειες είναι. Ίσως η γη που θα πάρουμε εμείς να είναι πίσω από κείνα τα βουνά αλλά και αλλού ναι είναι δεν πειράζει. Ας είναι όπου θέλει δεν μου κάνει διαφορά από τη στιγμή που ξεριζώθηκα από το χωριό μου όλα είναι ξενιτιά. Αλλά και αυτός ο Θανάσης έχει κάτι ιδέες τρομερές! Το ερεύνησε καλά φαίνεται το θέμα και είδε ότι τα σκόρδα είναι το καλύτερο προϊόν για να κονομήσουμε. Υπάρχει μεγάλη έλλειψη στην Αυστραλία και γίνεται εισαγωγή από την Κίνα. Εκτός αυτού όμως όλο και περισσότεροι Αυστραλοί βρωμάνε σκόρδο όταν τους πλησιάζεις, απόδειξη ότι επιτέλους το ανακάλυψαν και αυτοί, νοστιμεύει το φαγητό αλλά είναι και θεραπευτικό, όλοι το λένε τώρα τελευταία αλλά η πεθερά μου είναι υποψιασμένη από χρόνια σε τέτοιο βαθμό που όταν μυρίζω σκόρδο μου έρχεται στο νου αυτή με τα κόκκινα μάγουλά της, την ευδιαθεσία της και την πολυλογία της, αποτέλεσμα της μακροχρόνιας σκορδοθεραπείας που κάνει.

Την ίδια δίαιτα ακολουθεί και η κόρη της από δω γι αυτό δεν έχει πρόβλημα υγείας και γι αυτό κοιμάται σαν αγγελούδι όπου βρεθεί κι όπου σταθεί και ροχαλίζει κιόλας. Μάλιστα, εκτός του ότι θα τα κονομήσουμε θα βοηθήσουμε και τους συνανθρώπους μας να έχουν καλή υγεία. Μα πως δεν το σκεφτήκαμε τόσα χρόνια; Τόσο στραβοί είμαστε!’’.

Και ενώ σκεφτόταν όλα αυτά στο βάθος του ορίζοντα φάνηκαν τα ψηλά κτίρια του κέντρου της Μελβούρνης, πλησίαζε.

‘Ε, καλά’, σκέφτηκε, ‘οι λεβέντες που έχουνε τα κτίρια αυτά είναι ματσωμένοι για τα καλά και σίγουρα δεν ξεκίνησαν να τα κάνουν όλα αυτά φυτεύοντας σκόρδα, αλλά και ο Myer από ένα μικρό μαγαζάκι ξεκίνησε και στο τέλος έκανε την αυτοκρατορία του. Δε βαριέσαι, δε με νοιάζει εμένα εγώ δεν θέλω τόσα πολλά εγώ να περνάω άνετα θέλω και να βοηθήσω λίγο και τα δυο παλιόπαιδα που κάθονται στο σπίτι άνεργα και τα δύο και προκοπή δεν πρόκειται να κάνουνε ποτέ.

Όταν έφτασε στο σπίτι του η ώρα ήταν ακριβώς εννιά και όπου νάταν θα παρουσιαζόταν και ο Θανάσης, αν ερχόταν γιατί τα ραντεβού για το Θανάση δεν σημαίνουν ότι σημαίνουν για τον περισσότερο κόσμο. Τηελφώνησε όμως και είπε ότι θαρχόταν την άλλη μέρα το μεσημέρι. Αυτή τη φορά κράτησε την υπόσχεσή του και στις μία ήταν εκεί. Το σπίτι του Κώστα είναι σε μια γειτονιά από εκείνες που οι μπροστινοί φράχτες είναι ή χαμηλοί ή ανύπαρκτοι και που τα παιδιά παίζουνε ακόμα κρίκετ στο δρόμο.

Όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητό του, μια αναπαλαιωμένη και αστραφτερή άσπρη Πόντιακ , η μπάλα που είχε χτυπήσει ο πιτσιρικάς batsman δυνατά κύλησε στα πόδια του. Του ήρθε κουτί, την έπιασε και μιμούμενος τους μεγάλους παίχτες του κρίκετ την πέταξε, o batsman δεν μπόρεσε να υπολογίσει την πορεία της χτύπησε τα ξυλάκια και αυτά πετάχτηκαν στον αέρα. Καμιά δεκαριά πιτσιρίκια έτρεξαν κοντά του και ήθελαν να τον σηκώσουν στα χέρια τους. Είχε καταφέρει να νικήσει τον καλύτερο batsman της γειτονιάς.

Σήκωσε τα χέρια του στον αέρα για να γιορτάσει και αυτός μαζί τους το θρίαμβο και έτρεξε προς το σπίτι του φίλου του ακολουθούμενος από το τσούρμο τα πιτσιρίκια που μόλις πρόλαβε να κλείσει έξω από την εξώπορτα, και από μέσα με σοβαρό ύφος τους είπε ότι είχε σοβαρή δουλειά και ότι θα έβγαινε πάλι έξω να παίξει μαζί τους και θα τους βοηθούσε να ισοπεδώσουν τον πολύ batsman.Οοοο. Αναφώνησαν εις χορόν οι πιτσιρικάδες απογοητευμένοι και γύρισαν στο παιχνίδι τους.

Ο Κώστας άκουσε τη φασαρία κατάλαβε ότι είχε φτάσει ο Θανάσης και βγήκε να του πει να έρθει μέσα και να αφήσει τα κωλόπαιδα που του σπάνε με τη μπάλα τους τα τζάμια κάθε εβδομάδα.

Η πόρτα του σπιτιού του Κώστα αλλά και ο ξύλινος τοίχος χρειάζονταν ένα καλό βάψιμο, η κρησάρα δεν εξυπηρετούσε πια το σκοπό της μιας και οι πολλές τρύπες επέτρεπαν στους κώνωπες, στις μύγες και σε άλλα έντομα να εισέρχονται και να εξέρχονται κατά βούληση. Μπήκαν στο σπίτι και η Ντέζη που καθόλου δεν εμπιστευόταν το Θανάση με τις μοντέρνες ιδέες του στις επιχειρήσεις στις οποίες παρέσυρε και τον ηλίθιο τον άνδρα της τον υποδέχτηκε με το ψυχρότερο ‘hello’ που μπορούσε να εκστομίσει. Πως ήταν δυνατόν να τον εμπιστευτεί; Παντρεμένος και χωρισμένος τρεις φορές αρραβωνιασμένος άλλες τρεις για να μην αναφέρουμε τις εφήμερες ερωμένες. Τύπος μποέμ που σίγουρα ξεγέλασε την επιτροπή και τον δέχτηκαν σαν μετανάστη στην Αυστραλία ενώ ακόμα και ένας στραβός θα μπορούσε να δει ότι ο Θανάσης δεν έκανε για μετανάστης – σκλάβος. Αυτός ήταν γεννημένος για άλλα και στην Αυστραλία δεν ήρθε για να δουλέψει, άλλα είχε στο νου του αλλά απογοητεύτηκε κι όμως έμεινε, βαρέθηκε να γυρίσει πίσω. Πέρασαν από το στενό διάδρομο με τα υπνοδωμάτια από τη μια μεριά στη σειρά και μπήκαν στην τραπεζαρία. Κάθισαν στο τραπέζι από φορμάικα που ήταν στη μόδα το 60 με τις καρέκλες με τα αργυρά πόδια και τα σφουγγαρένια μαξιλάρια και πλάτες καλυμμένα με πλαστικό.

‘Ουφφφ’, έκανε ο Κώστας, ‘επιτέλους ήρθες να δούμε τι θα κάνουμε έχει περάσει ένας μήνας και ακόμα τίποτα.

Δεν πρόλαβαν να καθίσουν και ακούστηκε η σφυρίχτρα του ταχυδρόμου ακολουθούμενη από το γάβγισμα των σκυλιών της γειτονιάς. Η κόρη του Κώστα ανέλαβε να παραλάβει την αλληλογραφία και σε λίγο εμφανίστηκε με τρία γράμματα στο χέρι που είχαν το όνομα του πατέρα της και του τα έδωσε.

Τα δυο πρώτα ήταν λογαριασμοί νερού και ρεύματος που τον έκαναν να δυσφορήσει ενώ το τρίτο ήταν και αυτό από την κυβέρνηση και συγκεκριμένα στην Υπηρεσία Της Αυτού Μεγαλειότητος, από το υπουργείο, ήταν ότι χρειάζονταν αυτή τη στιγμή , την πολυπόθητη απάντηση για την αίτηση που είχαν κάνει.

Με χέρια που έτρεμαν ο Κώστας άνοιγε το φάκελο και συγχρόνως τράβαγε την καρέκλα κοντά στο Θανάση για να μπορούν έτσι και οι δυο να διαβάζουν το γράμμα.

 

Dear Sirs,

Our Department has rejected your application for allocation of Crown land to you for many and diverse reasons but mainly because neither of you, the applicants, has served in the armed forces of Australia in a time of war.

You have every right to appeal our decision within 28 days from the date of this letter by writing to the Head of the Department…

 

Yours faithfully

 

Malcolm Onions

 

‘Καλά οι ανθρώποι είναι ηλίθιοι’, φώναξε ο Θανάσης που είχε τελειώσει το διάβασμα πρώτος.

Άρπαξε το γράμμα από τα χέρια του Κώστα και το ξαναδιάβασε σχεδόν εξ επαφής και πριν ακόμα τελειώσει έκανε νόημα να του φέρουν τηλέφωνο. Το τηλέφωνο όμως το είχε αναλάβει η κόρη του Κώστα και έπρεπε να επιστρατευτεί η απρόθυμη μάνα της για να της το αποσπάσει. Ακούστηκαν κάτι fuck… και άλλα παρόμοια πριν επανεμφανιστεί η Ντέζη στην τραπεζαρία με το λάφυρο.

Ο Θανάσης αμέσως πήρε τον αριθμό τράβηξε μια γουλιά καφέ και μια ρουφηξιά καπνό συγχρόνως και περίμενε απάντηση. Αφού οι υπάλληλοι, συνεπείς στη νοοτροπία των δημοσίων υπαλλήλων όλου του κόσμου, τον έκαναν πάσα ο ένας στον άλλον τελικά τον παρέδωσαν στον κ. Όνιονς.

Όταν ήρθε στο τηλέφωνο ο κ. Όνιονς, ο Θανάσης του εξήγησε με πολύ επίσημο και

ευγενικό τρόπο το σκοπό του τηλεφωνήματος. Ήταν ολοφάνερο ότι υπήρχε δυσκολία στην επικοινωνία των δυο ανδρών. Ο κ. Όνιονς θα τους δεχόταν στο γραφείο του σε λίγο για να τους εξηγήσει από κοντά αυτά που όπως φάνηκε δεν μπορούσε να τους εξηγήσει στο τηλέφωνο.

Πέρασαν πάλι το διάδρομο και στο σαλόνι τώρα είχε ξυπνήσει και ήταν ξαπλωμένος στον πλαστικό καναπέ ο γιος του Κώστα και κοίταζε τηλεόραση.

‘Dad, give us ten bucks, pay you back Thursday’, πρόλαβε και είπε στον πατέρα που σχεδόν έτρεχε πίσω από το Θανάση για να πάρει την στερεότυπη απάντηση. “Ναι καλά, ποια Πέμπτη, και που θα τα βρεις την Πέμπτη θα στα πετάξουνε από την τηλεόραση οι Αμερικάνοι που κάθεσαι και τους κοιτάς όλη μέρα;’

 

Ο Θανάσης αγνόησε τα παιδιά που όταν τον είδαν έτρεξαν κοντά του και μπήκε στο αυτοκίνητό του. Ο Κώστας αφού αλληλοβρίστηκε με το γιο της Αυστραλέζας γειτόνισσας που έχει αναλάβει να τον απομακρύνει από την γειτονιά και την Αυστραλία γενικότερα άνοιξε την πόρτα και μπήκε κι αυτός μέσα στο αυτοκίνητο.

Στο δρόμο δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα, όταν έφτασαν στο γραφείο του Υπουργείου που είναι υπεύθυνο για την παραχώρηση γης του Στέμματος σε όποιον ενδιαφέρεται ζήτησαν να δουν τον κ. Όνιονς και κάθισαν σε έναν καναπέ όπως τους υπέδειξε η νεαρή, όμορφη και ευγενικότατη κοπέλα της ρεσεψιόν.

Ο Θανάσης πήρε στα χέρια του ένα γυναικείο περιοδικό και το ξεφύλλιζε ενώ ο Κώστας περιεργαζόταν το χώρο μέχρι που η ματιά του στάθηκε σε μια φωτογραφία της βασίλισσας Ελισάβετ. Ήταν καμαρωτή καμαρωτή, καθόταν σε θρόνο με το δεξί της χέρι πάνω στο αριστερό και στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένη η αξιοπρέπεια η αυστηρότητα αλλά και η καλοσύνη μαζί. ‘Μμμ… καλή γυναίκα φαίνεται’. Μονολόγησε ο Κώστας αν γίνει τίποτα την τελευταία στιγμή και μας σώσει θα την αγαπώ για πάντα.

‘Ρε Άθα, η Ελισάβετ δεν φαίνεται διαφορετική στη φωτογραφία απ ότι στην τηλεόραση; Για κοίτα μια γαλήνη και μια ηρεμία που έχει το πρόσωπο της εδώ ενώ στην πραγματικότητα είναι αλογομούρα.

Ο Θανάσης δεν μίλησε, μόνο χαμογέλασε, περισσότερο γιατί έβλεπε ότι ο φίλος του έστω και σε δύσκολες στιγμές σαν αυτή δεν έχανε το χιούμορ του

‘Μα καλά τι έγινε τελικά, τι πολέμους μου λες τώρα, θα μου πεις τι διάλο θέλουνε;’ ρώτησε ο Κώστας

‘Τι να γίνει’, αποκρίθηκε ο Θανάσης και πέταξε το περιοδικό πάνω στο τραπέζι. ‘Εμείς ζητήσαμε γη από αυτούς τους ηλίθιους του υπουργείου και αυτοί λένε ότι δεν έχουμε πολεμήσει για την Αυσταλία λες και εμείς ήρθαμε για πόλεμο εδώ, μετανάστες είμαστε δεν είμαστε μισθοφόροι. Σε λίγο εμφανίστηκε ο κ. Όνιονς και με τους ευγενικούς Εγγλέζικους τρόπους του και τους κάλεσε να περάσουν στο γραφείο του.

Ο Θανάσης σηκώθηκε και νευρικά έπαιζε μια χούφτα κέρματα στην τσέπη του ενώ ο Κώστας ακολουθούσε όπως ακολουθεί κάποιος τον γιατρό που έχει άσχημα νέα για κάποιο δικό του πρόσωπο και θέλει να μάθει.

Κάθισαν στις καρέκλες που τους προσφέρθηκαν και ο εκπρόσωπος του κράτους έβγαλε ένα φάκελο από το συρτάρι του. ‘Κοιτάξτε’ τους είπε κοιτάζοντας μια τον έναν και μια τον άλλον, ‘για να πάρετε γη του Στέμματος πρέπει να έχετε πολεμήσει για την Αυστραλία και απ ότι μπορώ να συμπεράνω από την αίτηση σας εσείς δεν έχετε πολεμήσει πουθενά. Αυτός είναι ο νόμος, sorry’.

‘Μα εμένα με κάλεσαν με κλήρο να πάω να πολεμήσω στο Βιετνάμ’, είπε ο Κώστας.

‘Ναι, αλλά δεν πήγατε’, τον διέκοψε ο κ. Όνιονς.

‘Μα αν πήγαινα δεν θα ήμουνα εδώ σήμερα θα με είχανε φάει οι Βιετναμέζοι αλλά εκτός αυτού, η βασίλισσα στην οποία ανήκει αυτή η γη έχει πολεμήσει για την Αυστραλία;’ απάντησε και ρώτησε συγχρόνως ο Κώστας που τώρα τον έπνιγε το δίκιο και σιγά σιγά συνειδητοποιούσε ότι και αυτό το όνειρο του θα έμενε όνειρο και τιποτ’ άλλο.

Συνέχισε, ‘και τι τη θέλει τη γη η βασίλισσα και τι θα πει δεν έχω πολεμήσει για την Αυστραλία;

Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στην Αλβανία πολεμώντας δίπλα στους συμμάχους, αυτό δεν μετράει’;

Η υπόθεση ήταν πια χαμένη το γνώριζαν και οι δυο και το γεγονός αυτό έδινε την ευκαιρία στον Κώστα να εκφραστεί ελεύθερα να τα πει στο κράτος που αυτή τη στιγμή το αντιπροσώπευε ο κ. Όνιονς.

‘Και γιατί με κατηγορείται τώρα, κύριε εκπρόσωπε του κράτους, ότι δεν πήγα να πολεμήσω στο Βιετνάμ; Αφού πολύ καλά γνωρίζετε ότι ο πόλεμος αυτός ήταν άδικος, όλοι το λένε τώρα.

Τόσο αίμα χύθηκε, τόσα εγκλήματα γίνανε και στο τέλος οι ΄καλοί δημοκράτες’, οι ‘απελευθερωτές’ χάσανε. Αλλά βλέπω κι αυτούς που πήγανε και πολέμησαν για την Αυστραλία στο Βιετνάμ και επέστρεψαν οι περισσότεροι είναι άρρωστοι από κάτι σκόνες που τους ρίχνανε οι σύμμαχοί μας οι Αμερικάνοι.

‘Ακούστε, ακούστε, σας παρακαλώ’ ξαναδιεόκοψε ο κ. Όνιονς, εγώ δεν είμαι υπεύθυνος γι αυτά εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι στη φόρμα που συμπληρώσατε δεν γράψατε ότι πολεμήσατε για την Αυστραλία και αυτό σας αποκλείει από το δικαίωμα να πάρετε γη που ανήκει στο Στέμμα για να την εκμεταλλευτείτε, αυτό λέει ο νόμος, sorry και πάλι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε αν επιμένετε είναι να μια έφεση στον διευθυντή της υπηρεσίας αν και δεν νομίζω ότι θα πετύχετε τίποτα”.

Ο Κώστας όμως ίσως επειδή έβλεπε την ευκαιρία αυτή σαν την τελευταία στη καριέρα του σαν μετανάστης επέμενε, δεν το έβαζε κάτω.

‘Εντάξει κύριε Όνιονς, εντάξει, το παραδέχομαι ότι δεν πήγα να πολεμήσω για την Αυστραλία όταν αυτή με κάλεσε να κάνω το καθήκον μου, εντάξει αυτό το δέχομαι, δείλιασα, αλλά είμαι τραυματίας άλλου πολέμου δεν βλέπετε τα τρία δάχτυλα του δεξιού μου χεριού που λείπουν μου τα έφαγε η μηχανή στο εργοστάσιο. Σίγουρα, κ. Όνιονς, σίγουρα πρέπει να υπάρχει κάποιο ελαφρυντικό για μένα.

‘Με συγχωρείτε πάρα πολύ αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω, είπε ο κ. Όνιονς και άρχισε να ανακατεύει κάτι χαρτιά που ήταν απάνω στο γραφείο του. Κίνηση που σήμαινε:

‘Κύριοι δεν σας αντέχω άλλο, φύγετε.’

Ο Κώστας επέμενε και ήθελε να εξηγήσει στον κρατικό υπάλληλο γιατί δεν πήγε στο Βιετνάμ ενώ ο Θανάσης που γνώριζε καλύτερα την Αυστραλέζικη νοοτροπία και τον τρόπο που λειτουργούν οι κρατικοί μηχανισμοί, είχε ήδη σηκωθεί, είπε ‘thank you’ στον κ. Όνιονς άνοιξε την πόρτα μόνος του και βγήκε έξω αφήνοντας το Κώστα να εξηγεί τα ανεξήγητα.

Όταν βγήκε και ο Κώστας έξω από το γραφείο βρήκε το Θανάση να γελάει.

‘Τι γελάς ρε χάχα;’ του είπε ενοχλημένος.

‘Είναι να μην γελάω με τις γκάφες που έχεις κάνει στη ζωή σου; Ρε σε καλέσανε να πας στο Βιετνάμ και δεν πήγες, μου τα έχεις πει, τα ξέρω. Κορόιδεψες το κράτος, ξεγέλασες και τους γιατρούς της επιτροπής γιατί μια ώρα πριν τις ακτίνες είχες καταπιεί 6 ελιές αμάσητες και όταν σε εξέτασαν έπαθαν τραλαλά γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν τι ήτανε αυτά τα μαύρα σημάδια στο στομάχι σου και τώρα, σήμερα, από αυτό το ίδιο κράτος ζητάς να σου δώσει γη. Τρελοί είναι; Για μαλάκες τους περνάς; Αν κάνανε όλοι οι πολίτες της Αυστραλίας αυτό που έκανες εσύ, σήμερα η γη που ζητάμε δεν θα άνηκε στη βασίλισσα αλλά στους κομμουνιστές του Βιετνάμ.’

‘Και που ανήκει στη βασίλισσα τι διαφορά κάνει; Για τον εαυτό της την κρατάει και δεν την δίνει σε κανέναν. Την κρατάει λες και πρόκειται θα έρθει εδώ να φυτέψει σκόρδα’ αποκρίθηκε ο Κώστας. ‘Αλλά κι εσύ δεν είσαι καλύτερος και συ λιποτάχτης είσαι, και σένα σε καλέσανε να πας αλλά προτίμησες να παντρευτείς τη Μαρία και να το παίζεις οικογενειάρχης για να την εγκαταλείψεις, βέβαια αργότερα, και συ χέστης είσαι’.

‘Καλά ρε μην κάνεις έτσι, αλλά αν πηγαίναμε μια βόλτα στο Βιετνάμ και γυρίζαμε ζωντανοί, που πολύ αμφιβάλλω, τώρα θα γινόμαστε φαρμαδόροι αλλά δεν πειράζει που δεν μας δίνει τη γη της η βασίλισσα για να φτιάξουμε τη φάρμα με τα σκόρδα έχω κάτι άλλα σχέδια είσαι’;

‘Πήγαινε με στο σπίτι μου και παράτα με στην φτώχεια μου καημένε. Κάνε μόνος σου λίρες. Εγώ παραιτούμαι’.

 

Χρήστος Σαρδέλης

[email protected]