Γεώργιος Βελλιανίτης 

 Βελλιανίτης Γεώργιος του Χαραλάμπου γεννηθείς στο Γάϊο Παξών το 1945 απόφοιτος του τότε Γυμνασίου καί ήδη συνταξιούχος, κάτοικος Νέου Φαλήρου Πειραιώς πατέρας δύο παιδιών καί δύο εγγονιών. Γράφω ποιήματα αλλά καί στίχους τραγουδιών αρκετούς από τους οποίους έχω μελωποιήσει.

 

 

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

 

Μία συνάντηση

δίνει απάντηση

σε ερωτήματα.

 

Μπορεί να δείξει

μιά όποια λύση

στά πρώτα βήματα.

 

΄Οταν τη θέλεις

δε λογαριάζεις

τα όποια σύνορα.

 

Έχει ενδιαφέρον.

Δρόμο ανοίγει

μέσα στο σήμερα.

 

Κάποια συντάντηση

χωρίς απάντηση

κρύβει παγίδα.

 

Είναι στιγμές

πούρχεται λές,

η καταιγίδα.

 

Όπως καί νάχει

είναι μιά μάχη.

Δίνει ελπίδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΗ

 

΄Ηταν μεσημέρι του Μάη,

καυτερό.

 

Εγύρισα το βλέμμα

το πρόσωπο να ιδώ,

Δεν είδα δάκρυα στα μάτια,

μα πόνο δυνατό !

 

Μούγινε η καρδιά κομμάτια

κι απόμεινα να κοιτώ,

τα φωτεινά σου μάτια....

 

Αγάπη μου

έφυγα 'πό σένα.

Με πήρανε

τα δόλια τα ξένα.

Θέλω να δώ

το φως της ομορφιάς.

Θέλω να βρώ

τόνειρο της χαράς.

 

Δυό κόκκινα γαρύφαλλα

που μούδωσες πριν φύγω,

μαράθηκαν στου χωρισμού

την καταιγίδα.

Κάθε χαμόγελο έσβησε

μα μένει η Ελπίδα !

 

΄Ηταν μεσημέρι του Μάη,

καυτερό ........

 

(Μελωποιημένο)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ

(τιμή στους Έλληνες της διασποράς)

 

Θυμάμαι από μικρό παιδί ακόμα,

μέσ' στη ζωή προτίμησες την τιμή καί τον κόπο.

Δεν εβρέθηκε ποτέ ούτ' ένα στόμα

που να μην πεί γιά σένα καλό λόγο.

 

Σε ξένα χέρια από τότε δούλεψες

λίγο ψωμί, μία υπόληψη να κερδίσεις.

Βρήκες χίλια δυό εμπόδια. Επάλεψες,

τίμια, υπερήφανα, σαν καλός άνθρωπος να ζήσεις.

 

Bρέθηκες αρκετές φορές χωρίς στοργή.

Αντίκρυσες πολλών ασυνειδήτων την οργή,

μα πάντα στάθηκες στο λόγο σου πιστός.

Από τη στάση σου έφεγγε της ευπρεπείας φώς!

 

Πολλούς ανθρώπους γνώρισες καί έμαθες πολλά.

΄Αλλους καλούς, άλλους κακούς, σαν λέγομε ξύλα στραβά.

΄Ολα τα εμπόδια μ' υπομονή προσπέρασες.

Σού δωσ' η τύχη άχυρα. Καί σύ της χαμογέλασες !

 

Με καλωσύνη στην καρδιά επροχωρούσες.

Με τόσες πίκρες, βάσανα, τα πάντα προσπερνούσες.

Να φτάσεις κεί, ώς της ψυχής το μεγαλείο,

που τόσο λίγοι φτάνουνε απ' της ζωής το μεταλλείο !

 

Συνέχισες το δρόμο σου, μ' αγάπη, καλωσύνη.

Δεν έδειχνες βαρειά καρδιά, ούτ' άσχημη βιασύνη.

΄Ηθελες πάντοτε να δίνεις σ' όλους τη χαρά,

που τόσο λίγοι ξέρουνε να δίνουνε χωρίς παρά.

 

Από νωρίς του κόσμου την εκτίμηση,

την έλαβες χωρίς ποτέ να δείξεις περηφάνεια.

΄Ηθελες να προσφέρεις σ' όλους την αγάπη,

μιά που αυτήν σου στέρησε η τρομερή ορφάνεια.

 

Με τη βοήθεια του Θεού μαζί σου,

οφέλη από τους κόπους σου απέκτησες πολλά.

Καί με το χαρακτήρα σου λές στον κόσμο "θυμίσου".

Εγώ σου φέρνομαι καλά κι ας φέρθηκες σκληρά !

 

Τράβα το δρόμο σου παιδί μου τιμημένο,

σ' όλους τους άλλους δίνοντας παράδειγμα λαμπρό.

΄Οπου κι άν βρίσκεσαι, πάντα Kαλή σου ΄Ωρα.

Τέτοιους ανθρώπους λαχταρά να έχει κάθε Χώρα !

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝ' ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ........

 

ΧΟΡΩΔΙΑ: Χρυσή Ηλιαχτίδα

                   Γλυκειά μου ελπίδα !

 

΄Εν' απόγευμα του Ιουνίου

Σε είδα ! Σε είδα !

Εστεκόσουν στην αυλόπορτα του κήπου

ντυμένη χρυσοκόκκινη στο Φώς του ΄Ηλιου.

Σε είδα !

 

ΧΟΡΩΔΙΑ: Χρυσή Ηλιαχτίδα

                   της ζωής μου ελπίδα!

 

΄Ησουν η ομορφώτερη Νεράιδα

Αγάπη μου γλυκειά.

Σε χαιρέτησα, μα τα χείλη σου δεν μίλησαν

Σε χαιρέτησα, καί τα μάτια σου μου γέλασαν !

 

΄Εν΄ απόγευμα του Ιουνίου

Εστεκόσουν στην αυλόπορτα του κήπου

ντυμένη χρυσοκόκκινη στο Φώς του ΄Ηλιου !

 

ΧΟΡΩΔΙΑ: Σε είδα ! Σε είδα !

                   Χρυσή Ηλιαχτίδα !

 

Ολόθερμα τα χείλη μας ! Το πρώτο μας φιλί !

Τόσος καιρός, που πέρασε

Ανάμνηση μας έμεινε.

Εκείνο το απόγευμα, του Ιουνίου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

 

Ένα περιστέρι βρέθηκε νεκρό.

΄Ηταν έν' αστέρι είκοσι χρονώ.

Μία μάννα κλαίει καί μοιρολογεί,

λέει πονεμένα: Πάει το παιδί.

 

Βρέθηκε χαμένο σ΄ ένα πέλαγο.

Κανείς δεν εσκέφθηκε το δράμα του.

Ο καθένας έχει το φορτίο του

που δεν τον αφήνει καθαρά να δεί.

 

Χάθηκ' η ζωή του χωρίς να τη ζήσει.

Πουθενά δε θέλησε κάτι να ζητήσει.

Αποκλεισμένο πέρασε σ' έρημο λειβάδι

ώσπου τέλος χάθηκε σε βαθύ σκοτάδι.

 

Στ' άψυχο το χέρι υπάρχει το σημάδι.

΄Εκαν' η κατάρα τον κόσμο ρημάδι.

Πώς βρέθηκε το παιδί σε αυτό το δρόμο.

Πώς η μοναξιά του νίκησε τον τρόμο.

 

Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.

΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.

Η καμμένη μάννα κλαίει, μοιρολογεί,

όλο μουρμουρίζει: Πάει το παιδί.

 

Θυμάτ' από τότε, πριν πολύ καιρό,

τότε που το είχε ακόμα μωρό.

Λέγανε τ' ανάστησε. ΄Εδωσε την ψυχή της

να το δεί να στέκεται στη ζωή μαζί της.

 

΄Ολα πιά γκρεμίστηκαν. Χάθηκαν τα όνειρα.

Η ελπίδα έσβησε.΄Εμεινε στο ράφι.

Αναπάντεχα έγινε τ' όνειρο εφιάλτης.

Ιστορίες άδικες η ζωή μας γράφει.

 

Πατέρας αμίλητος. Βαρύς, σκυθρωπός,

μαζί με τους άλλους το ίδιο κι αυτός.

Κανείς δεν εσκέφθηκε ποτέ του να πεί

πως θάφευγ' απότομα το καλό παιδί.

 

Κάποιος φίλος λέει: Ποτάμι που κυλάει.

Μα ο διπλανός του ούτε κάν μιλάει.

Σκέπτετ' ότι ίσως κάτι θα μπορούσε

κάτι πιά να έλεγε τότε, όταν ζούσε.

 

Κάτι είχ΄ αρπάξει. Κάτι είχε δεί.

Μα δεν ήταν σίγουρος. ΄Ισως νάχε λάθος.

Τότε εφοβήθηκε δυό λόγια να πεί.

Τώρα το κατάλαβε. Τού λειπε το θάρρος.

 

΄Ενα παλληκάρι κείτεται νεκρό.

΄Ητανε καμάρι, είκοσι χρονώ.

Τώρα η μάννα κλαίει, κλαίει, μοιρολογεί.

Κάποιος δίπλα λέει: Κρίμα το παιδί.

 

Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,

νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:

΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.

΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.

 

Θέλουμε μιά λύση. Να βρεθεί το πώς,

ώστε στο σκοτάδι να φανεί το φως.

Χωρίς κάποια μάννα να μοιρολογεί,

μ' ένα παλληκάρι θαμμένο στη γή.

 

΄Ενας άλλος πάλι στη γωνία κλαίει,

ενώ μιά στιγμή ακούγεται να λέει.

Να μην περιμένεις ποτέ απ' τους άλλους,

πολύ περισσότερο από τους μεγάλους.

 

Στη ζωή καθένας μόνος προχωράει.

Στα προβλήματά του κανείς δε χωράει.

Αυτός μόνο έχει όλη την ευθύνη.

Δεν αφήνει άλλον να τον κατευθύνει.

 

Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.

΄Ενα περιστέρι είκοσι χρονώ.

Μαζί με τη μάννα που μοθιρολογεί,

κλαίνε πονεμένα όλοι το παιδί.

 

Μιά φωνή ακούγεται: Εδώ σταματάει;

Ποιός θα έχει άραγε, τη σειρά να πάει;

Μα θα περιμένουμε με δεμένα χέρια,

να πέφτουν στα σπίτια μας νεκρά περιστέρια;

 

΄Αλαλη η ομοίγυρη. Πού να είναι σίγουροι.

Κάπου η κατάπληξηξ, κάπου το παράπονο,

πώς μπορούν ν' αντισταθούν σ' έναν κόσμο άπονο.

Πώς, με τί βοήθεια, που σ΄αυτά είν΄ άγουροι.

 

Του μεροκάματου οι άνθρωποι απλοί,

έχουν γυμνά τα χέρια τους καί την καρδιά αγνή.

Τη μοίρα δεν περίμεναν τόσο να τους λαβώσει,

απρόσμενα ο θάνατος διπλά να τους σκλαβώσει.

 

΄Ισως κάποιος νάλεγε ότι δεν αρκεί,

στη δουλειά να τρέχεις, χωρίς να προσέχεις,

το στραβό, το ίσιο καί το κάθε τί.

Το κακό στη στήνει, στη γωνιά εκεί.

 

Μπροστά τους παλληκάρι βρίσκεται νεκρό.

Λεβεντιάς κλωνάρι, είκοσι χρονώ.

Τώρα τούτ' η μάννα, κλαίει, μοιρολογεί.

Αύριο ποιός ξέρει, ποιά ακολουθεί;

 

Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,

νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:

΄Οχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.

΄Οχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.

 

Πόσα χρόνια άπρακτα, άρα θα περάσουν!

Πόσ΄ αμέριμνα παιδιά, τη ζωή θα χάσουν!

Ποιός ο φόρος της ζωής, θάναι γιά την άγνοια.

Πιό το κόστος πιά αυτής, που τη λέν' Παράνοια!......