Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη 

 Γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Ιστιαίας, στην Εύβοια, όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Από το 1960 κατοικεί στην Αθήνα, για να συνεχίσει τις σπουδές της και αργότερα εγκαθίσταται μόνιμα, κάνοντας δεύτερη Πατρίδα της την Αττική γη. Σήμερα το 2002 ασχολείται μόνο με τη λογοτεχνία, όνειρο παιδικό της. Έχει δημοσιοποιήσει δεκαεπτά ποιητικές συλλογές. Ποιήματα και διηγήματά της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Λαμβάνει μέρος σε ποιητικά συμπόσια και σε πανελλήνιους διαγωνισμούς, όπου και βραβεύεται. Είναι μέλος της  Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ποιήματά της ανθολογούνται και αναφέρεται το βιογραφικό της, στη διαρκή Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μιχάλη Σταφυλά.

 

 

 

Συγχορδίες μαγικές

(Από την προς έκδοση
 ποιητική συλλογή
«Μαγικές Συγχορδίες»)

 

Απόλαμπρο φως της φαντασίας
παιχνίδισμα γίνεσαι στον αιθέρα.
Και   ω, Ηδονή

        ω, Πληρότητα

        ω, Αρμονία πολύχρωμων μελωδιών.

Συγχορδίες μαγικές!...
Στιγμές συναρμονούσες
με της φύσης τις πνοές...
Ονείρατα και μέθη της ψυχής.
Έκσταση και έκταση,
στου αχανούς τις κορυφές!...
Συνάζονται οι θύμησες
στης Κασταλίας τις πηγές...
Κι οι Μούσες,
άφθαστου κάλλους δίνουν μορφές
στις λέξεις και στους λογισμούς
ξέχωρα ιδωμένες όλες.
Θαυμαστές!...
Εξαίσια σμιλευμένες
απ’ τους ποιητές.

 

 

 

 

 


 

Μείνετε εκεί

 

Φαιές σκιές του χθες
κι εικόνες με κόκκινο του αίματος
ζωγραφιστές.
Φωνές σπαρακτικές
ώρες και μέρες μου ολογυμνές.
Πικρά της μοναξιάς μου αναφιλητά
και μοιρολόγια σιωπηλά.
Μείνετε εκεί... στο χτες,
Η λήθη ας μας σκεπάσει...
Ας σας αγγίξει άνεμος λυτρωτικός.
Ο ίδιος άνεμος
που οδοφράγματα γκρεμίζει.
Μείνετε κει,
φαιές σκιές του χθες,
μαζί με τους τριγμούς
π’ αγγίξαν το κορμί μου
και ζήταγα να κλάψω,
Μείνετε εκεί...
Γύσισα τη σελίδα μου στο σήμερα
και άλλαξα στίχο...
Γράφω το στίχο της χαράς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ωδή

 

Τρέχω να στείλω ωδή
στο δειλινό...
Να στεφανώσω ύστερα
το φως το αυγινό!
Πώς;
Πού το στίχο μου να γράψω;
Πού ν’ ακουμπήσω;
Τριγύρω μου ακούω,
κραυγές και οδυρμό...
Δεν έχω άλλο δάκρυο,
ούτε φωνή, ούτε λυγμό
και το παιδί του Αφγανιστάν
λέει πεινώ, λέει διψώ.
Το πρόσωπό του τρομαγμένο.
Μαύρο γαρύφαλλο
στο λασπωμένο το νερό
Πνίγεται...
Τούτο το δειλινό,
2001.
Φοβάμαι να ονειρευτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μη φύγει η ώρα

 

Φωτεινές διαδρομές...
Γαρδένιες γύρω ολολευκές,
Αγγέλων φωνές
κι εκείνο το όνειρο,
το παλιό μου το όνειρο,
να ταξιδεύει τρέχοντας,
μη φύγει η ώρα...

 

Φωτεινές διαδρομές,
βροχή απ’ ασημένιες συλλαβές
και εσπέριες καμπάνες...
Κάλεσμα λύτρωσης
και απολύτρωσης,
έρχομαι
τρέχοντας, μη φύγει η ώρα...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απόψε

(Επίθεση στο Αφγανιστάν)

 

Ο φόβος κι ο τρόμος
χαράσουν τις λέξεις μου.
«Φόνους εκδίκησης μην κάνετε!»
Αφήστε τον Ήλιο μαζί μας,
μην τον αγγίζετε...
Μην προσπερνάτε
«τις πολλαπλές του φλόγες».
Αφήστε και το φεγγάρι
να βασιλεύει πελώριο ασημοχρυσό,
σε χαρούμενες πολιτείες,
με πολλά σπίτια ολολευκά,
με παραθύρια,
προς τη μεριά της θάλασσας...

 

Όχι άλλες φωτιές
Όχι άλλες κραυγές οδύνης...

 

10-10-2001

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κάποτε

 

Κάποτε, είχαμε μοιραστεί,
το κόκκινο μαζί, το ρουμπινί,
το ολόλευκο του υάκινθου
και το γαλάζιο τ’ ουρανού...
Πολλές φορές,
γίναμε και οι δυο μία στροφή
σ’ ένα ποίημα,
ενός μεγάλου ποιητή...
Μάνα εγώ,
κόρη εσύ,
έχουμε κλάψει κάποτε μαζί...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο καλπασμός του γαλάζιου αλόγου

 

Τρομαχτική η τιμωρία του Αθώου...
Καταδίκη σε στέρηση
Μελανιά στο τραπέζι τα άνθια...
Ο Ιούδας...
Οι φονιάδες...
Ο κριτής...
Τα δάκρυα...
Το αντίδοτο στα δάκρυα...
Θεριεύει το μολύβι,
και τρέχει γαλάζιο άλογο
απάνω σε λευκές τροχές,
σπέρνοντας κρεμ τριανταφυλιές...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ζωγραφίζω

 

Κάθομαι στην Πέτρα,
εκεί που φύτρωσσα
τη μέρα της «Αποκάλυψης».
Με κατακλύζει το φως του φεγγαριού
και βλέπω τον κόσμο.
Τον ζωγραφίζω με τ’ ασημένιο του χρώμα.
Τοποθετώ μαργαρίτες
στις πλαγιές και στους κάμπους.
Σαν ξημερώσει θα τις χρωματίσεις.
Θα φωνάξω και τα πουλιά,
να τραγουδήσουν...
Έχει τόση ανάγκη ο κόσμος,
από μουσική, χρώματα
και διάφανες λάμψεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Εξουσιαστής

 

Ο Εξουσιαστής, ο Κυρίαρχος
με τις «επηρμένες πτέρνες»
και τη «σχιζόφρενη κεφαλή»
ξεχνάει τον Άρχοντα του Σύμπαντος,
επίσης τη Σοφία και τη Δικαιοσύνη.
Ξεχνάει πως υπάρχει Κόλαση...
Ξεχνάει πως υπάρχει Παράδεισος...

 

Κύριε!  Τί θέλει απογίνει;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ζωή, πότε, πότε πικρή...
Δεν ήξερα την αστραπή.
Έκλεινα πάντοτε στην θλίψη, το κουμπί
Επίστευα πως ήταν πανηγύρι η ζωή.
Θαύμα πως ήταν...