Νίκος Απόμακρος 

 Αυτό που με εκφράζει καλύτερα είναι το οτι οταν το σκοτάδι δεν αρκεί για να τρομάξω... αρκούν οι χειρότερες αναμνήσεις μου...μα τουλάχιστον το κενό δεν είναι ορατό... ειδάλλως δεν θα αντίκρυζα τίποτε άλλο εκτός από αυτές... ο εφιάλτης της ζωής μου ξεκίνησε από ένα όνειρο... ένα τόσο όμορφο βράδυ πριν πέντε χρόνια... κι ένα τόσο άσχημο πρωινό ξύπνημα...

 

 

 

Προσωρινό Ταξίδι

 

Απόψε η ψυχή μου δεν είχε φαντασία

στο λυκόφωτο ολοσχερώς αφέθηκε

φαντάσματα και ξωτικά ερωτεύτηκε

και κοιτώντας το φεγγάρι άκουγε

την ανάσα των δέντρων γερασμένη

των φύλλων τραγουδιάρικο το θρόισμα

την έκρηξη απ’την σταγόνα

σαν έπεφτε στο χώμα...

Οι ψίθυροι του δάσους προκαλούσαν δέος

ταξίδια σε μύρια παραμύθια

δίχως σκόνη μαγική για βοήθεια

με μόνο φόβο μες την νύχτα

ένα φεγγάρι να λέει την αλήθεια

τους ίσκιους κουνώντας τριγύρω

σαν δείκτες για τον χρόνο

που σου έχει απομείνει

μέχρι ν’αρχίσουν και πάλι να ξυπνούν

στο φως το βαρετό...

οι βαρετοί πολίτες γήινοι...

 

 

 

 

 

 

Η μικρούλα Ρένα

 

Κουνιέσαι ακόμα στην καρέκλα...

Μα τι κοιτάς επιτέλους παππού;

Τα μάτια σου καρφωμένα

Στην μικρούλα Ρένα...

 

Κι αυτή ανέμελα κοιμάται

Δεν γνωρίζει... δεν φοβάται...

Γιατί δεν στρέφεις τα μάτια σου αλλού...

Γιατι δεν μου μιλάς παππού;

 

Η καρέκλα σιγά σιγα σταματάει

Στα πόδια σου επάνω πατάει...

Μα δεν πονάς παππού..

Μήπως μου 'χεις θυμώσει;

Έρχομαι να σ'αγκαλιάσω

 

Σ'αγκαλιάζω ζεστά

Μα εσύ παγωμένα

Κοιτάζεις ακόμα

Την μικρούλα Ρένα

Κι αυτή πάνω στην ώρα

Τα μάτια ανοίγει

Σε βλέπει.. με βλέπει... χαμογελάει...

 

Σου κλείνω τα μάτια...

Κι όμως πίσω από τα βλέφαρα

Είναι ακόμα καρφωμένα

Στην μικρούλα Ρένα

Που ανέμελα κοιμάται

Δεν γνωρίζει... Δεν φοβάται...

 

 

 

 

Οδύσσεια Ψυχή

 

Λίγα χρόνια... αιχμάλωτη στο σώμα...

στην γοργόνα φυλακή του κόσμου

ζούσες, οδύσσεια ψυχή μου μα ακόμα

τα νοσταλγούσες, ξέρω, τα φώτα της Ιθάκης.

Περήφανη, πανούργα, σοφή ή ταπεινόφρων

το πως ο χρόνος σ'άλλαζε εσύ αποδεχόσουν

μάγεψες μάγισσες παράκουσες σειρήνες

μα για μια στιγμή δεν έζησες

για την στιγμή ως σου'παν

και τώρα που πλησίασες

μετά από τόσα χρόνια

μ'ασπρισμένα τα μαλλιά

και προδωμένο δέρμα

φοβάσαι το πλήρωμα του χρόνου

εσύ που με Θεούς και Κύκλωπες γελούσες

που την ζωή σου Δούρειο έκανες

στον Θάνατο να φτάσεις

τώρα αυτός σου μοιάζει ξενικός

φοβάσαι την Ιθάκη

άλλαξε πρόσωπο θαρρείς...

με νέα Τροία μοιάζει...

 

 

 

 

 

 

Τα Χειρότερα Μάτια

 

Τα χειρότερα τα μάτια

έχουν μέσα την ελπίδα

σπασμένη σε κομμάτια

και στο κενό σου λένε "πήδα"

γιατί έχουν τον φόβο γι'αδερφό

την ευτυχία σε άγνοια

και την τύχη καραβόπανο με άπνοια...

Τα χειρότερα τα μάτια

δεν έχουν χρώμα

έχουν δει όλη την βρώμα

κι έχουνε μείνει άδεια

σαν κελιά απ'όπου δραπέτευσαν

γλυκόλογα και χάδια...

Τα χειρότερα τα μάτια δεν μιλάνε

κι όταν τους μιλάς δεν σε κοιτάνε

κρύβουν την αλήθεια γιατί δεν τους άρεσε η θέα

μα τα χειρότερα απ'όλα μάτια

ειν' αυτά που λένε ψέμματα ωραία...

 

 

 

 

 

 

Όλα Κάπου Χάνονται

 

Στο φως χάνονται οι σκιές

όπως κι οι ελπίδες στο σκοτάδι

όπως το παληκάρι στην αγάπη

και στον ήλιο το φεγγάρι

όπως οι καημοί στην μουσική

και στον χορό η φυλακή...

όλα κάπου χάνονται...

κι οι λέξεις που νεκρώνονται

σ'ένα ποίημα φάντασμα

οπού ποτέ δεν λογαριάζεται

το στοιχειωμένο νόημα

κι όμως ο καθένας γατζώνεται

απ'τ'ανάπηρο το χέρι

του μονόφθαλμου ποιητή πειρατή

που τις σκέψεις του αραδιάζει

σ'ένα καταραμένο ημερολόγιο

κι ο κόσμος τον θαυμάζει

γιατί μέσα στους τυφλούς...

ένας μονόφθαλμος αυθαδιάζει...

Στο φως χάνονται οι σκιές

όπως στους τυφλούς οι ποιητές

κι οι ελπίδες στο σκοτάδι

εκεί που οι λέξεις οι γραπτές...

νεκρώνονται...

 

 

 

 

 

Καληνύχτα Μητέρα

 

Νομίζω πως για πάντα θα'σαι

στο σπίτι μας και θα κοιμάσαι

μητέρα...

αγαπάω εσένα, το χιόνι που λιώνει

την σκόνη που λάμπει την μέρα

σαν την σκορπάς στον αέρα...

Το ξέρω πως για μένα σκουπίζεις

την καρδιά μου ραγίζεις

σαν φεύγεις για ψώνια...

μου γεννάται υπόνοια...

μα μες την καρδιά μου...

σε μια μεγάλη γωνιά μου

σ'ένα κρεβάτι τεράστιο στρωμένο

εκεί πάντα θά'σαι

και θα κοιμάσαι

εσύ... ένα πρόσωπο

το πιο αγαπημένο

κι όταν θα μου λείπεις

θα κοιτάζω νύχτα και μέρα

την λάμψη που θα υπάρχει στον αέρα

στη σκόνη... στο χιόνι...

Καληνύχτα μητέρα...

 

 

 

 

 

 

Η Σειρήνα

 

Κοίταξα τα μάτια της και σκάλωσε η σκέψη

Στου ξενοδοχείου των οργίων τη σειρήνα

Στο γυμνό της κορμί έπαιζα μπάλα με το βλέμμα

Έντονα μου θύμιζε ενός παλαιοπωλείου τη βιτρίνα…

Περήφανο εκεί…στην μοναξιά του

Στεκόταν το κουτάλι

Παλιό μα ασκούριαστο και χρήσιμο ακόμα

Στο βαθύ των αναμνήσεων πιάτο βυθισμένο

Θυμόταν τα στόματα που τάιζε κι ας ήταν θυμωμένο

Μέχρι που μια μέρα λύγισε…

Καθώς θυμήθηκε ενός παιδιού το στόμα…

 

 

περισσότερα στις σελίδες του Απόμακρου...