Μιχάλης Αρβανίτης 

   Γεννήθηκα στην Αθήνα την τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη...

 

 

 

In memoriam

 

 

Ότι χάνεται απλά και ταπεινά, ότι σβήνει δίχως θόρυβο, χωρίς να αφήνει ίχνη και κραυγές, ότι διατηρεί, μέχρι τέλους, την απόκοσμη αξιοπρέπειά του, καταλαμβάνει μια θέση ανάμεσα στα πολύτιμα · ανάμεσα σ'εκείνα τα ανταλλάξιμα είδη που δέχεται η τελειότητα κι η αρμονία στις σπάνιες συναλλαγές τους.

 

Κάτι παλιό και κλασσικό μέσα στον αφόρητο μοντερνισμό · Κάτι που δεν θα υπάρχει πια. Αλήθεια, τι πιο οδυνηρό από το να βλέπεις κάτι να ξεψυχά; Ακόμη κι ο ίδιος ο θάνατος προκαλεί λιγότερο πόνο. Το ξεψύχισμα όμως, δεν είναι απλά ο προθάλαμος του θανάτου · είναι η ένταση και το μάταιο ενός χαμένου αγώνα, το πεπρωμένο κάθε τι ανθρώπινου. Μόνο εκεί, φανερώνεται η δύναμη κι η αξιοπρέπεια

 

Έτσι λοιπόν θα γίνει...

 

Τα βήματά μου θα χαθούν για τελευταία φορά στο δρόμο της μεραρχίας · θα κατέβω με παιδική αφέλεια το πλακόστρωτο με τις νεραντζιές,  κοιτώντας προς την θάλασσα · θα χαϊδέψω απαλά τα σκονισμένα κάγκελα που το κυκλώνουν  · θα μυρίσω την τελευταία άνοιξη που αργοπεθαίνει στο πλευρό του, που σκορπά τα ομορφότερα αρώματα αντί κύκνειου άσματος. Όχι, δεν θα κλάψω · δεν ταιριάζει το κλάμα για αποχωρισμό · θα ταίριαζε το τραγούδι, όμως που κουράγιο; Ποια μελωδία θα νικούσε μια τέτοια συγκίνηση;

 

Το ξέρω · το μόνο που ταιριάζει είναι η χαρά · η αυθόρμητη, η αγνή χαρά των παιδιών που έπαιζαν στο προαύλιο, τις ώρες των διαλειμμάτων. Αυτό το αβίαστο συναίσθημα που λύτρωνε τα πάντα · αυτή η ένταση που ξεχείλιζε από τις φωνές, από το γέλιο, από τα ποδοβολητά · αυτή η μεγαλοπρέπεια ενός κτιρίου που στέκει ατάραχο εκεί για χρόνια · αυτή η ένταση που σου προκαλούσαν τρία χρώματα καθώς ένωναν το πεπρωμένο τους σε δυο μεγάλα υφασμάτινα πανιά · το λευκό, το γαλάζιο, το κόκκινο· οι δυο σημαίες, χρόνια φιλιωμένες κυμάτιζαν αμέριμνες κάτω από τον ίδιο ουρανό · κάτω από την ίδια στέγη. Τα παραθυρόφυλλα που έκλαιγαν γοερά από τύψεις σαν έκρυβαν το φως · κανείς δεν τ' άκουσε ποτέ μέσα σ' αυτή τη φασαρία της ευτυχίας. Θ' αλλάξουν όλα τώρα · ο θλιμμένος τους σκοπός · σκοπός σε ερειπωμένο φυλάκιο. 

 

Κατηφορίζω, λοιπόν, αργά · όπως και πριν από χρόνια · τον καιρό που το πρωτοεπισκέφθηκα · απαλλαγμένος πια από δειλία και φόβο · ψύχραιμος και έτοιμος να ζυγιάσω αυτό που χάνω. Προσπαθώντας, μάταια, να πειστώ πως όλα αλλάζουν · κι αν όντως όλα αλλάζουν, είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο; Κλείνω τα μάτια και το βλέπω. Αληθινά τόσο όμορφο · η μορφή του, αποτύπωμα στην ψυχή · σκοτεινή εικόνα, αρνητικό φωτογραφίας που ζωντανεύει και πνίγεται μέσα στο χρώμα. Τα ανοίγω. Η μαρμάρινη επιγραφή · την ψηλαφίζω έτσι όπως θα διάβαζε κάποιος που δεν βλέπει · τα σκαλιστά γράμματα φανερώνονται ένα ένα · στριμώχνονται το ένα πίσω από το άλλο και σχηματίζουν τρεις ξένες λέξεις · ξένες για τους πολλούς · για μένα τόσο οικίες · ψιθυριστά, τις αφήνω να γλιστρήσουν από τα χείλη · Annexe · Du · Piree · έτσι το λένε.

 

Έτσι το λέγανε... γιατί από στιγμή σε στιγμή θα σβήσει · απλά κι ήσυχα

 Κι όπως ο ήλιος θα βυθίζεται αργά στη θάλασσα, θα χαθεί κι αυτό στην ανυπαρξία · είναι λίγο πριν το τέλος που φανερώνονται τα ομορφότερα χρώματα · τα πιο λαμπερά και σπάνια · λάμψεις που γεννιούνται από στιγμιαίους ιριδισμούς · αποχρώσεις που ζουν λίγο, προικισμένες με το άφθαρτο της τελειότητας · είναι λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι που ανακαλύπτεις πόσο πολύτιμο είναι το φως.

 

Και τι θα κερδίσεις λοιπόν αν με τυφλώσεις τώρα; μ'όλα αυτά που έμαθα και είδα;

 

Θα ανέβω τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου · θα σπρώξω με δύναμη τη σιδερένια πόρτα, που θα με καλωσορίσει σαν άλλοτε. Κι εκεί στην ησυχία του κήπου, στη σκιά των δέντρων θα ακούσω νοερά βήματα και γέλια · θα γυρίσω την πλάτη στο παρόν και θα γελάσω μ' αυτά που έζησα. Με τις ατελείωτες γλυκές περιηγήσεις σε άγνωστους ήχους κι εικόνες, σε γαλλόφερτες γλωσσικές γιορτές που κατέληγαν πάντα σε πνευματική μέθη · στην οποία εθίστηκα κι είναι αργά να γιατρευτώ. Θα χαθώ στα εκφυλισμένα ρο που ακούγονται σαν γο, στην πανδαισία του ελ και του λα · θα τραγουδήσω λα λα λα παραδομένος στην ευτυχία · θα τριγυρίσω, άσκοπα όπως πάντα, σε ημιφώτεινες λέξεις που κολλούν στην γλώσσα και δεν βγαίνουν παραέξω · θα χαθώ σε λεξικά αναζητώντας την terra incognita · θα γράψω και θα σβήσω ατέλειωτες φορές · θα παιδευτώ με τους τόνους και τις σεντίγ · θα μοιράσω τη χαρά μου σε δυο γλώσσες · θα ατενίσω τις ατέλειωτες πεδιάδες και θα χαθώ στην ομορφιά του Λίγηρα · θα υποκλιθώ νικημένος στο σε λα βι · θα μάθω ότι ο θάνατος είναι γένους θηλυκού και θα καταλάβω γιατί όλοι καταλήγουμε εκεί · θα ερωτευτώ φαμ και θα υποφέρω από αμούρ · θα αγναντέψω την θάλασσα από την βεράντα του πρώτου ορόφου · θα γνωρίσω την ποίηση της ζωής και των βιβλίων · θα ονειροπολήσω το τελείωμα της μέρας που χάνεται πίσω από το τζάμι · θα νιώσω ότι ταξιδεύω ακίνητος με απίστευτη ταχύτητα · θα νιώσω στα κλεφτά την ηδονή σε θεοσκότεινες σοφίτες, με τον φόβο μην ανακαλυφθώ ή μην αργήσω · θα ξεγλιστρήσω σαν κλέφτης σε κλειστές βιβλιοθήκες υπνωτισμένος από το άρωμα των παλιών βιβλίων και του χαρτιού · θα κλειστώ στην τουαλέτα για να αποφύγω την ανία του μαθήματος που αντιπαθώ · θα πετάξω από χαρά σαν δω τον πίνακα ανακοινώσεων · θα νιώσω ρίγος σαν ανέβω εκείνη την ξύλινη, σκοτεινή και στενή σκάλα · θα ακούσω το άηχο της έκστασης · θα ονειρευτώ · θα γιατρευτώ από τα δεινά των αριθμών και των εξισώσεων · θα δώσω άσυλο σε ιδέες που είχα αποκηρύξει · θα νιώσω μαγεία στο άκουσμα του τρε μπιέν · θα χαχανίσω στα κρυφά πνίγοντας την επιθυμία για χάρη του σεβασμού · θα νιώσω ζουά αλλά και ζουισάνς · θα μοιράσω την ψυχή μου σε κομμάτια για να την δώσω σε όσους γνώρισα εδώ...

 

Κι είναι το οικείο βλέμμα της που ξέρει να κρατά τις αποστάσεις· που ξέρει να κρατά τον χρόνο και τις ισορροπίες · να κρατά τα πάντα σε δυο στιβαρά χέρια · να χαμογελά σπάνια και φειδωλά σαν αρχαϊκό άγαλμα μαρμαρωμένο για πάντα από το καθήκον. Θα χαιρετήσω, λοιπόν, την Έρρικα. Θα ρίξω μια κλεφτή ματιά προς τα μέσα, να θαυμάσω την πραότητα, την σοφία και την βιβλιοθήκη του Μαρσέλ · μια νηφαλιότητα που κρύβεται πίσω από ένα σκοτεινό γραφείο · εκεί που αισθάνεσαι τον χρόνο να σταματά, χαζεύοντας κι εκείνος - όπως εγώ- τα βιβλία. Θα φύγω, χωρίς να τους ενοχλήσω για να χαθώ όπως παλιά στα αριθμημένα δωμάτια. Θα μπω στο οκτώ, στο δεκατρία ή στο έξι · θα χαιρετήσω σαν άλλοτε την ημιφώτεινη αίθουσα, θα αφήσω τα βήματά μου - ξέπνοα πια- να χαθούν μέσα στο τρίξιμο του πατώματος · θα αφουγκραστώ την ευτυχία στους τοίχους και στις ψηλές, ξύλινες πόρτες. Θα καθίσω, στο δεύτερο θρανίο, με το ένα χέρι πάνω στην λεία -αλλά τόσο κρύα-  επιφάνεια, θα χαμογελάσω και θα περιμένω · θα την περιμένω. Θα έρθει όπως παλιά, βιαστική, θα περάσει γρήγορα από το διάδρομο που σχηματίζουν τα θρανία και θα μυρίσω το άρωμά της που θα σπαταληθεί στο κενό. Θα είναι όπως πάντα καλοντυμένη, χαμογελαστή, πειστική. Θα οπλίσει το χέρι  γρήγορα · και με την κιμωλία αυτή θα φιλήσει με φθόγγους και γράμματα τον πίνακα · μ'εκείνα τα όμορφα, στρογγυλά γράμματα που μεταμόρφωναν τον ασβέστη σε στιγμιαίο νόημα. Θα χαμογελά σε όλους η Μαρία, είτε είναι χαρούμενη είτε όχι, θα δίνει κουράγιο και θα χαρίζει απλόχερα θέληση · γοητευτική, πειστική, περίσσευμα ομορφιάς και χάρης · ο ιδανικός οδηγός για περιπλανήσεις σε σελίδες και λέξεις · στα διαλείμματα σκυμμένη πάνω από γραπτά, χαμένη στον μικρόκοσμό της κι εγώ εκεί κοντά να την πειράζω · όχι από κακία · όχι · από ευγνωμοσύνη. Την ίδια που χρωστώ και στην Σοφία, στον Γιώργο και στον Αντρέα.  

 

Και θα χτυπήσει το κουδούνι για τελευταία φορά. Όλα θ'αλλάξουν, θα χαθούν ή θα μεταλλαχθούν · τα πάντα θα βρωμίσουν υποψία και σκεπτικισμό · κι ένα πουρκουά θα μας βασανίζει · θα μας τυραννά για λίγο ή πολύ · θα έρχεται και θα φεύγει με τις αναμνήσεις, σαν παλλόμενος αστέρας λίγο πριν σβήσει οριστικά. Θα μουσκεύει από τα δάκρυα, θα στεγνώνει και θα ξαναγίνεται νωπό. Ένα γιατί που ζητά απάντηση, μια αναίμακτη δολοφονία, χωρίς μάρτυρες · με άγνωστο θύτη ·  και θύμα, κάτι τόσο δικό μας · αυτή τη μικρή όαση, σε μια πόλη ελάχιστα φιλόξενη. Θα σταθώ όρθιος, λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, σαν αντίλαλος  σε άδειο σπίτι · μέσα σ' αυτό που χάνεται, θα γράψω μια λέξη πάνω στο θρανίο · ο ήχος μονότονος · μολύβι πάνω σε πλαστικό · πέντε γράμματα · adieu · ή μήπως · merci

 

Μιχάλης Σ. Αρβανίτης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χαρούμενα Πρωινά

                                                      

                                                                             Στον Χρήστο.                      

  

Τα πρωινά μελαγχολώ. Ανοίγω αργά τα μάτια μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, οι βλεφαρίδες τινάζονται απότομα και το βλέμμα περιφέρεται μηχανικά στο μπεζ ταβάνι που έχει σαπίσει από την υγρασία. Σιγά σιγά οι αισθήσεις ξυπνούν μαζί μου. Ακούω τα βήματα του πατέρα μου που φεύγει για τη δουλειά, το δύσθυμο τόνο της φωνής του όταν καλημερίζει την μητέρα μου, το χτύπημα της πόρτας που κλείνει πίσω του. Από τότε που ο αδερφός μου έφυγε από το σπίτι, ο πατέρας κλείνει την πόρτα όλο και πιο δυνατά.

 

 Προσπαθώ να σηκωθώ από το κρεβάτι, στηριζόμενος στα χέρια μου, τα οποία τον τελευταίο καιρό έχουν δυναμώσει πολύ. Με κινήσεις σπασμωδικές, άρρυθμες πηγαινοφέρνω σώμα και χέρια νευρικά, μέχρι να κάτσω στην άκρη του κρεβατιού με τον κορμό μου σε ορθή γωνία με τα πόδια · αυτά, παραμένουν ασάλευτα, μουδιασμένα. Εκεί στην άκρη, στο τέλος του δικού μου κόσμου, ιδρωμένος, κουρασμένος πριν καν αρχίσω να κάνω κάτι, κοιτώ τους τοίχους που για χρόνια με κρατούν όμηρό τους. Οι τοίχοι με καλύπτουν για το δικό μου έλλειμμα θέλησης. Εννιά χρόνια πριν · το ατύχημα. Από τότε, μένω κλεισμένος εδώ, νεκρός αλλά και αναπόφευκτα ζωντανός. Δεν μπορώ πια να περπατήσω. Δεν μπορώ να κάνω το παραμικρό βήμα χωρίς την βοήθεια των άλλων · ουσιαστικά, χωρίς την βοήθεια της μητέρας μου.

 

Εκείνη, περνά την μέρα της στην κουζίνα κοιτώντας νωχελικά μέσα από ένα μικρό παραθυράκι, σε σχήμα και μέγεθος φινιστρινιού, που βλέπει στον δρόμο. Εδώ και εννιά χρόνια έχει πάψει να περιμένει, έχει πάψει να ελπίζει · απλά ονειροπολεί. Το βλέμμα της άδειασε από ελπίδα. Κοιτά από συνήθεια · ζει μηχανικά. Η συντροφιά της, ένα ραδιόφωνο από εκείνα τα παλιά που μοιάζουν με μπαούλα και στο άνοιγμά τους αντί για θησαυρούς βρίσκεις νότες. Το αγαπά πολύ, το περιποιείται, το καθαρίζει, το στολίζει με δαντελωτά τραπεζομάντιλα · είναι φορές που μιλά μαζί του ψιθυριστά  Κουβεντιάζει ξεψυχισμένα με το άψυχο, άψυχη κι εκείνη αφού δεν ελπίζει. Ο πατέρας διαμαρτύρεται για το μέγεθός του, για τον χώρο που πιάνει στο τραπέζι, για τις απόκρυφες συνομιλίες με την γυναίκα του. Εκνευρίζεται και θεωρεί ότι η μητέρα έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα… «Εδώ και χρόνια» της λεει με ένα στόμα σχεδόν κλειστό και μάτια γουρλωμένα «δεν ξέρεις τι κάνεις, δεν ξέρεις τι σου γίνεται…σε βαρέθηκα, σας βαρέθηκα όλους…»

 

Το εν λόγω ραδιόφωνο κατέχει δικαιώματα που κανείς άλλος δεν έχει σ’αυτό το σπίτι · μπορεί να τραγουδήσει, να γελάσει, να συζητήσει. Όλοι οι άλλοι, βρίσκονται βυθισμένοι σε μια υποχρεωτική κατήφεια λόγω της κατάστασής μου · λόγω της κατάντιας μου.

 

Τα πρωινά κυλούν αργά. Μόνο τον χειμώνα, η κατάστασή μου χειροτερεύει. Νιώθω τα πόδια μου παγωμένα, σαν να κρέμονται από το σώμα μου, έτοιμα να κοπούν. Η μητέρα μου ακούει τις ειδήσεις των επτά κι έρχεται στο δωμάτιο · με βοηθά να σηκωθώ, μου χαμογελά, με καλημερίζει. Χαϊδεύει τα μαλλιά μου με τα κοντά, απεριποίητα χέρια της και νιώθω κι εγώ για μια στιγμή σαν όλους τους άλλους · ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Με βοηθά να ντυθώ και τα μικρά, χωμένα στις κόγχες, μάτια της με κοιτούν σαν να θέλουν να μου δώσουν κουράγιο. Δεν μιλά πολύ κι όμως την καταλαβαίνω. Μοιράζει ελπίδα από αυτήν που δεν έχει κι έτσι χρεώνεται τις προσδοκίες των άλλων · τις δικές μου · εκείνες τις απραγματοποίητες.

 

Πηγαίνουμε μαζί στο λουτρό. Με κρατά από τα χέρια, με γδύνει, μου λεει να μην ντρέπομαι… «εγώ σε γέννησα χαζούλη, σ' έχω δει τόσες φορές γυμνό. Το ξεχνάς αυτό;» Κι όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε;…Καμιά φορά την λερώνω κατά λάθος · κίτρινες σταγόνες πάνω στα χέρια, στα ρούχα της, χλωμά, ασθενικά δάκρυα, σπαταλημένες εκκρίσεις, ανεξέλεγκτη ροή κι όλα αυτά ένα λάθος, ένα δικό μου λάθος, ένα λάθος που μου μοιάζει γιατί πνίγομαι στην ανοχή των άλλων, ένα λάθος αξεπέραστο, πολύπλοκο, απειλητικό, ένα λάθος που μου θυμίζει πολλά την ώρα που θέλω να ξεχάσω τα πάντα · σιχαίνομαι τον εαυτό μου · την ζωή μου. Εκείνη με καταλαβαίνει. Κάνει πώς δεν συμβαίνει τίποτα, πώς όλα είναι εντάξει, αλλά το βλέπω, είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης κι ας χαμογελά. Σκουπίζει με βιασύνη τα χέρια πάνω στα ρούχα της και μ’αγκαλιάζει. Βουτά τα δάκτυλά της στα μαλλιά μου · με καθησυχάζει… «Ηρέμησε μικρό μου, όλα θα γίνουν όπως παλιά…» Ξέρω πως λεει ψέματα, όμως μ’αρέσει τόσο πολύ να την ακούω.

 

Το πρωινό κυλά αργά. Οι ώρες φεύγουν η μια πίσω από την άλλη, δίχως βιασύνη και το σκηνικό της ζωής μου μένει το ίδιο. Δίχως εκπλήξεις, χωρίς αναμονές και επισκέψεις. Το τηλέφωνο, βυθίζεται κι αυτό με τα χρόνια σε μια επώδυνη απραξία · μοιάζει φιμωμένο, νεκρό. Ζω με την αναμονή του τηλεφωνήματος, με την έντονη, φορτισμένη διέγερση μιας μάταιης αναμονής. Το οξύ χτύπημα της συσκευής, η γλυκιά ανθρώπινη φωνή που ταξιδεύει μέσα από μπλεγμένα καλώδια θα μπορούσαν να με αποφορτίσουν, να με ηρεμήσουν · κι όμως παραμένει εκνευριστικά σιωπηλό. Με ξέχασαν όλοι · ή μάλλον, με θυμούνται σπάνια. Συγγενείς, φίλοι, συμφοιτητές,  ξέρουν ότι δεν υπάρχει γιατρειά για την περίπτωσή μου. Λίγες φορές αυτές που με θυμούνται. Νοιάζονται για μένα, έτσι λένε, μ'εκείνη την αδιάφορη φωνή · φωνή δίχως αντίκρισμα, δίχως πίστη… « Μαθαίνουμε ότι είσαι μια χαρά, ότι πας καλύτερα… Εσύ σε λίγο θα τρέχεις… Να’ρθεις να μας δεις σε πεθυμήσαμε…» Θα τρέχω; Σε λίγο θα τρέχω; Πώς; Με τα χέρια; Ή μήπως πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι; Πόσο καλά ξέρουν να χαρίζουν ψεύτικες ελπίδες, να παραμορφώνουν την αλήθεια. Κι όμως. Κατά βάθος χαίρομαι που έστω και για λίγο, η εικόνα μου σχηματίζεται και μένει στο μυαλό τους · που έστω και σπάνια δείχνουν ότι δεν με ξέχασαν. Με πόσα λίγα χαίρομαι πια.

 

Στο δωμάτιο, η τηλεόραση μένει ανοικτή τις πιο πολλές ώρες της μέρας. Άνθρωποι χαρούμενοι, παραλίες και λαμπεροί ήλιοι, παραδεισένια τοπία · όλα ξεπηδούν από την μικρή οθόνη για να θρυμματιστούν απότομα στα νεκρά πόδια μου. Άνθρωποι που περπατούν, που τρέχουν, που κινούνται ασταμάτητα και με ασύλληπτη ευλυγισία, άνθρωποι  που αγαπούν και αγαπιούνται, που κάνουν έρωτα, που χορεύουν · άνθρωποι που με κοιτούν, που μου γνέφουν, ίσως και με μια ανάλαφρη ειρωνεία, που με προσκαλούν και με προκαλούν. Κι εγώ πάντα εδώ. Αμίλητος, ακίνητος, ανάπηρος. Η λάμψη του ήλιου και της χαράς με συναντά, νοθευμένη μέσα από το φίλτρο του καθοδικού σωλήνα. Δεν ζητώ τίποτα παραπάνω από αυτό που δεν έχω, τίποτα παραπάνω από αυτό που είχα κι έχασα. Τίποτα παραπάνω από την μεγαλοσύνη του φυσιολογικού· μια βόλτα, μόνο · σε κάποιο δάσος, σε κάποια παραλία · οπουδήποτε. Χέρι με χέρι, πρόσωπο αγαπημένο, ακούγοντας τα βήματα που θα σπάνε την σιωπή της ευτυχίας. Μακριά από τα βλέμματα των άλλων που κοιτούν το παράξενο, το διαφορετικό, το ιδιάζων. Μα πώς κοιτούν έτσι! Μπροστά τους, ένα περίεργο ζώο, πληγωμένο και ασταθές · μια δυσαρμονία, μια παρέκκλιση από την κοινή αισθητική. Μπροστά τους, εγώ…

 

Το μεσημέρι έρχεται πάντα στην ώρα του, όπως και η μητέρα μου στο δωμάτιο για να μου το θυμίσει. Είναι η ώρα του φαγητού. Με κρατά από το χέρι και πηγαίνουμε προς την κουζίνα. Τα βήματά μου βαριά · τα πόδια μου σέρνονται στο πάτωμα, μπερδεύονται μεταξύ τους, θορυβούν, αυθαδιάζουν στο κάλεσμα της λογικής. Όλο το σώμα μου κουνιέται, ταλαντώνεται αφύσικα, σπασμωδικά, πότε αριστερά πότε δεξιά. Μοιάζω με ακυβέρνητη βάρκα σε μανιασμένο ωκεανό. Εκείνη με κρατά, με σέρνει. Αν μ’αφήσει θα πέσω · αν μ’αφήσει θα χαθώ. Στο διάδρομο, σε μια παλιά, σκονισμένη κορνίζα η φωτογραφία του αδερφού μου · όχι, δεν θα σταματήσω · δεν θα κλάψω · χάθηκε κι αυτός · πέταξε μια φθηνή δικαιολογία κι εξαφανίσθηκε · είπε ότι τον έπνιγε η δουλειά, ότι τον κούραζαν οι αποστάσεις, ότι έπρεπε να απομονωθεί για λίγο για να τελειώσει τη διατριβή του · ποια διατριβή; Της υπεκφυγής ή της δειλίας του; Έφυγε μακριά για να ξορκίσει το κακό...

 

Τρωω αργά. Δεν ελέγχω τόσο καλά τα χέρια μου. Τα νιώθω αφύσικα δυνατά. Οι κινήσεις μου αργές, συγκρατημένες. Τρωω μόνος. Ποτέ δεν ήμουν μόνος στο τραπέζι. Τρώγαμε μαζί μόλις γυρίζαμε από το σχολείο. Τρέχαμε, σπρωχνόμαστε, αγωνιζόμαστε για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο τραπέζι. Σχεδόν πάντα, τον νικούσα στο τρέξιμο και καθόμουν πρώτος και θριαμβευτής. Για χρόνια, ο αδερφός μου κι εγώ, τρώγαμε την ίδια ώρα, διαβάζαμε μαζί, παίζαμε παρέα · νιώθαμε κοντά, αχώριστοι… νιώθαμε αδέρφια…"μοιάζουμε στον Δάμων και στον Φιντία", μου έλεγε και χαμογελούσε. Έφυγε ο δειλός · την πιο κρίσιμη στιγμή. Φοβάται, να δει την αλήθεια κατάματα · φοβάται να ομολογήσει ότι ο αδερφός του είναι ανάπηρος. Λες και η αναπηρία είναι  μεταδοτική. Πιστεύει άραγε, ότι είναι το μοναδικό που έχει να πει για τον αδερφό του; Μόνο αυτή η λέξη, πια, με χαρακτηρίζει; Ανάπηρος και τίποτα άλλο; Τα δάκρυα κυλούν και πέφτουν στο πιάτο · η μασημένη μάζα γρατζουνά τον λαιμό μου, αρνείται να κατέβει…

 

Κι η ώρα περνά…Ο θόρυβος από την πόρτα · τα βαριά βήματα στον διάδρομο. Ο πατέρας που με χαιρετά, που με χαϊδεύει απαλά στα μάγουλα.

 

- Πώς τα πέρασες σήμερα; Τι νέα;

 

Τι νέα βρε μπαμπά! Κούραση. Όλη την μέρα τρέξιμο, στη δουλειά, στη σχολή. Τρέξιμο, τρέξιμο. Τι ερώτηση. Πώς τα πέρασα σήμερα, λοιπόν; Κλεισμένος στο δωμάτιο, χωρίς κάποιον να μου κάνει παρέα, χωρίς…

 

- Τα ίδια μπαμπά, του απαντώ χαμογελαστά. Εσύ;

 

Μου χαμογελά. Πόσο θα ήθελε, να ακούσει μια διαφορετική απάντηση. Να του διηγηθώ κάτι συνταρακτικό. Κάτι που θα τάραζε τον γαλήνιο ρυθμό της καθημερινότητας · κάτι που θα ακουγόταν σαν θαύμα… «…Μπαμπά, μπαμπά περπατώ ξανά…» Αχ βρε μπαμπά, ακόμη περιμένεις; Τίποτα, δεν θα αλλάξει · ας συμβιβαστούμε · ας συνηθίσουμε.

 

- Σου έφερα την εφημερίδα σου. Ορίστε…

 

- Σ’ευχαριστώ.

 

Φεύγει. Σε λίγο, θα φαει και θα απομονωθεί οικειοθελώς στο σαλόνι. Θα βυθιστεί στην ονειροπόληση. Θα καθίσει στην κουνιστή πολυθρόνα, με κλειστά μάτια και κακή διάθεση, μέσα στο σκοτάδι, να ονειρευτεί το θαύμα που δεν θα γίνει, να θυμηθεί τις παλιές ευτυχισμένες μέρες. Να γυρίσει τον χρόνο την στιγμή του ατυχήματος και να πατήσει φρένο. Να βρεθεί ξανά στο αυτοκίνητο, να κόψει ταχύτητα, να αποφύγει το εμπόδιο · νοερά. Να σκεφτεί τι πήγε στραβά, τι έφταιξε και έχασε τον έλεγχο. Κι η ώρα θα περάσει. Το σπίτι θα βυθιστεί στο σκοτάδι. Η μητέρα μου θα είναι συνεχώς στην κουζίνα, ο πατέρας στο σαλόνι κι εγώ εδώ. Άλλη μια μέρα που θα με χαιρετήσει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο υπεροψίας και ανωτερότητας · άλλη μια μέρα που θα χαθεί, που θα γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μου · ή μάλλον μέσα από τα πόδια μου. Και θα έρθει η ώρα να κοιμηθώ, να γδυθώ, να μπω μέσα στο πάπλωμα. Να ξεχάσω και να κοιμηθώ γαλήνιος. Τα χέρια της που με χαϊδεύουν, η μορφή του αδερφού στα μάτια μου κι αυτό το βράδυ. Κι ενώ θέλω να κλάψω, τα χείλη μου ασυναίσθητα, απλώνουν, ανοίγουν. Ένα χαμόγελο που σχηματίζεται. Είμαι ζωντανός. Ναι, ζω!

 

 

 

Μιχάλης Σ. Αρβανίτης

[email protected]

 

 

 

Περισσότερα  στην προσωπική σελίδα του Μιχάλη Αρβανίτη