Χρήστος Μπελλές 

 Γεννήθηκε στη Χίο. Είναι διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών, με πλούσιο συγγραφικό και ερευνητικό έργο. Διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κοινωνιολογία. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Άρκυες», «Φρυκτωρία», «Χιμαιρικό Σεργιάνι», «Αίμα Πινελιά», στον εκδοτικό οίκο «Νέα Σύνορα» - Α.Α. Λιβάνη και «Γνόφος» στον εκδοτικό οίκο «Ιωλκός». 

Για το ποιητικό του έργο έχει αποσπάσει τρία πρώτα πανελλήνια βραβεία:

-         Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός»

-         Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης

-         Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης  

 

 

 

Από τη συλλογή «Χιμαιρικό Σεργιάνι»

 

 

Οι ουτοπίες μου

 

Μπορώ να νιώθω βαθιά μέσα μου:

 

Τ’ αβάσταχτο παράπονο του παροπλισμένου καραβόσκαρου

στ’ αδιάβατα του λιμανιού ….

 

Του τάφου την ανείπωτη σιωπή,

την παγωνιά του …

 

Τον ορυμαγδό

από του ήλιου μου την προσθαλάσσωση

μες σε χρυσές πομφόλυγες

από συντρίμμια, θρύψαλα, αλμυρό νερό,

στα κράσπεδα του πέλαγου …

 

Την παρουσία του θανάτου,

που ελλοχεύει στις αιμασιές την Άνοιξη,

σαν κατεβαίνει να στολίσει το περβόλι μου …

 

Τη δύναμη του κεραυνού,

που όλο θέλω να γευτώ,

ν’ αγγίξω …

 

Τη θλίψη της γοργόνας,

κείνο το μοιρολόι της,

μες στο ιριδισμένο

απ’ το λιόγερμα

πλακόστρωτο της θάλασσας.

 

Την αέναη παρουσία του Θεού,

απέριττη καλημέρα

απ’ τα χείλη Του

στη χαραμάδα ο ήλιος ξημερώματα …

 

Μη βιαστείς να με χαρακτηρίσεις

για τούτα

τα ουτοπικά σεργιάνια μου …

Για τους χιμαιρικούς περίπατούς μου …

Μέσα απ’ αυτούς:

-   Σε γνώρισα…

-   Αντάμωσα τη ζωή …

-   Αντίκρισα το θάνατο …

 

-   Συγκρούστηκα με το Θεό μου …

-   Μέσ’ απ’ αυτούς, συνάντησα τον εαυτό μου …

 

Έλα ν’ απλώσουμε τα χέρια μας

να αγκαλιάσουμε τη γης …

Έλα να γιομίσουμε τους ουρανούς

πράσινα ιριδίσματα…

Το μόνο κόκκινο

να’ναι εκείνο της ψυχής μου …

να’ναι για Σένα …

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιώματα

 

 

Μικρό παιδί ορκίστηκα

να γίνω κυπαρίσσι,

έτσι...

για να’ μαι αγέρωχος 

τ’ αψήλου,

για να μεθώ

φεγγάρια - θάνατο...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από τη συλλογή «Αίμα Πινελιά»

 

 

Μάνα - Παναγιά

 

Λατρεύω το σώμα

που γεννάει το Θαύμα,

τη Ζωή,

το Θεό,

την Άνοιξη...

 

Ο έρωτας αποκορύφωση αγάπης

κι επιστέγασμα·

του μύστη η εμπασιά στο Ιερό...

Αλήθεια,

ποιος θα τολμούσε να ’ναι χυδαίος

μπρος στην Παναγιά

και ποιος... ανέραστος;

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανάσταση

 

Μέσα στο σπίτι μου αναστήθηκε ο Χριστός

μόλις εψές τη νύχτα

Τον είδα και Του μίλησα

ακόμη και Τον άγγιξα ... θαρρώ ...

εγώ ... εγώ ... εγώ ... ο φαρισαίος

... ο φαρισαίος μέχρι εψές

... εγώ, που Τον εσταύρωσα

... εγώ, που δεν Τον πίστεψα ποτέ.

 

Κρατάς απ’ το ’να χέρι τα γυαλιά σου

και τα ζητάς για μια στιγμή,

τα βάζεις με τον εαυτό σου...

Σαράντα χρόνια Σε ζητώ

μες στις γραφές,

μέσα στις καμαρούλες του μυαλού,

μες στης ζωής μου τα παντού.

Σαράντα χρόνια ζω κοντά Σου

μες στο περβόλι τ’ ουρανού,

σαράντα χρόνια μου μιλάς τη γλώσσα ...Τη δικιά Σου ...

 

 

 

 

 

 

 

 

Από τη συλλογή «Γνόφος»

 

 

Πύργος  Βυζαντινός

 

…Την Πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων

εν ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν

 και  ου φεισόμεθα της ζωής  ημών…                             

                                                            Κωνσταντίνος Δραγάσης - Παλαιολόγος

 

Εμπρός μου ο πύργος ο χιλιόχρονος…

Το μέτρο της ασημαντότητάς μου, εμπρός μου…

Ο ήλιος στην καμπύλη της λυκαύγειας…

 

Μόλις σε μιαν απόσταση αίματος θυμωμένου

η κραυγή των σιδηρόφρακτων πολεμιστών:

…εάλω η Πόλις!!!

 

Επέκεινα ο φρυκτωρός βιγλίζει παγωμένος

τ’ Αρχιπέλαγο

μ’ ένα μαβί τριαντάφυλλο στο μέτωπο…

 

…Εάλω η Πόλις!!!

Μόλις σε μιαν απόσταση πορφύρας, σκιών, μύθου, συνείδησης…

μόλις σε μιαν απόσταση ριπής… πολέμου…

 

…Εάλω η Πόλις!!!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από τη συλλογή «Φρυκτωρία»

 

 

 

 

Αγάπη - Φόβος

 

Ένα φεγγάρι αλαφιασμένο

γιόμιζε νεύματα

το πέλαγο...

Μ’ άστρα κεντούσε το κορμί σου

η νύχτα... του καλοκαιριού...                                                       

" Σε αγαπώ... σε αγαπώ "...

   ψιθύρισα.

" Φοβάμαι... φοβάμαι "...

   μ’ αποκρίθεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

Φοβάμαι

 

Την κορυβαντική σιωπή των βράχων,

φοβάμαι,

των βουνοκορφών τη στωικότητα,

τες θίνες της απουσίας

στα μάτια σου...

 

 

 

 

 

 

 

Από τη συλλογή «Άρκυες»

 

 

Υποθήκη

 

Πυράκτωσε τα χέρια σου

μες στη φωτιά

στιγμάτισε  τον κόσμο σου

μ’ αυτά…

Είσαι εικόνα του Θεού

κι ομοίωση… 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανθρωποι…

 

Εξοστρακίστε τον ...

Με κούρασε ν’ ακούω

είναι... δίκαιος ...

 

Αρχίζουν λίγο-λίγο να στενεύουν

οι γραμμές των οριζόντων σου ...

 

Καταψηφίστε τον ...

Ξέρεις ... μου φαίνεται

αγέρωχος ...

 

Όλο και πιότερο σμικραίνουν

οι γραμμές των οριζόντων σου ...

 

Περιφρονήστε τον ...

Κείνη ... η φωνή του απ’ το βιολί

κι αυτή του ... η αυτάρκεια ...

 

Ξεκάθαρες πια,

τόσο κοντινές,

οι αιμασιές των οριζόντων σου ...

 

Σταυρώστε τον ...

Είναι Θεός

κι αυτό αρκεί ...

Σταυρώστε τον ...

 

Άρκυες

οι γραμμές των οριζόντων σου

υψώθηκαν μεμιάς,

βρόχι ανήμερο - συρμάγκαθο ...

Κι απόμεινε

ολάκερος ο κόσμος σου

μόλις δυο μέτρα γης ...

κι εσύ ... το άχθος της ...