Νικηφόρος Δημητρίου 

 Το όνομα Νικηφόρος Δημητρίου χρησιμοποιείται για λόγους ομοιομορφίας της συγκεκριμένης ιστοσελίδας. Το πρόσωπο που έγραψε τα παρακάτω δεν επιθυμεί να συνδεθούν με οποιοδήποτε όνομα ή ψευδώνυμο αλλά να παραμείνουν ανυπόγραφα. Η αντιγραφή και διανομή τους είναι ελεύθερη χωρίς κανέναν περιορισμό, πέρα από την επιθυμία αυτού που τα έγραψε να αντιγράφονται και να διανέμονται ως σύνολο, χωρίς μεταβολές και χωρίς να τους αποδίδεται οποιοδήποτε όνομα συγγραφέα, επιθυμία η οποία γνωρίζει ότι μπορεί να γίνει ή να μη γίνει σεβαστή.

 

 

 

2000

 

Στις παλιές τις δόξες αναδιφώντας ψάχνουμε την ψυχή μας

Τις παλιές τις δόξες και τους αγώνες λάβαρα υψώνουμε δικαίωσης

Λες κι η ζωή έχει τέρμα

Λες κι οι αγώνες δικαιώνονται

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

 

Δόξα τω θεώ, η εκκλησία του χωριού μου εκσυγχρονίζεται. Ο θεός πλέον θα είναι πιο κοντά στους ανθρώπους και θα μπορεί να πραγματοποιεί το έργο του υπό καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η εκκλησία του χωριού μου απέκτησε κλιματισμό!

 

            Αν το γνώριζε ο θεός ίσως να μην χρειαζόταν να κουραστεί τόσο και να ιδρώσει όλες τις προηγούμενες ημέρες, ώστε να μην χρειαστεί ξεκούραση την εβδόμη ημέρα. Τότε όμως ο άνθρωπος δεν θα είχε λάβει την εντολή να αναπαύεται την έβδομη μέρα από τα έργα των χεριών του και ίσως να μην είχε καταφέρει να καθήσει και να σκεφτεί, οπότε δεν θα είχε ανακαλύψει τον κλιματισμό. Άρα, ο κλιματισμός τοποθετήθηκε στην εκκλησία μας ως απόδειξη της σοφίας του δημιουργού των πάντων. Έτσι, έγινε και η Mitsubishi εικόνα του ζωντανού θεού και σύμβολο πίστεως και ελπίδας, προτύπωση του παραδείσου επί της γης, σύμβολο που θα δείχνει σε γενεές γενεών ότι ο παράδεισος θα είναι δροσερός το καλοκαίρι και ζεστός τον χειμώνα.

 

            Γι’ αυτόν λοιπόν τον τόσο μεγάλο σκοπό οι προσφορές των πιστών έγιναν σύμβολο τρανό στους τοίχους της εκκλησίας των πιστών. Οι χειροποίητες εικόνες ήταν κάποτε ζωντανά βιβλία διδαχής του ποιμνίου, ελπίδα και φόβητρο των κατηχουμένων. Πλέον, η εκκλησία δοξάζει τον θεό και τον άνθρωπο με τρόπο πιο εκλεπτυσμένα συμβολικό· με τον μινιμαλιστικό συμβολισμό του αγίου κλιματιστικού. Στο παρελθόν θα χρειαζόταν ν’ απεικονιστεί ο άγιος Φουτζίτσου να προσφέρει ένα κλιματιστικό στην Θεοτόκο, για να ζεστάνει την σπηλιά, προκειμένου να πεισθεί το εκκλησίασμα για την παντοδυναμία του θεού. Τώρα αρκεί η όψη του τηλεχειριστηρίου στα ροδαλά χέρια του παπά για να αισθανθεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα την θεία χάρη.

 

            Οι εκκλησίες υμνούσαν και υμνούν και τα έργα των ανθρώπων και προσφέρουν χώρο στους φτωχούς και τους ανάπηρους –ενίοτε και στους σακάτηδες– προκειμένου υπό την σκιάν του μεγαλοδύναμου να επαιτούν προς δόξαν των ανθρώπων, οι οποίοι μπορούν έτσι να δείξουν την ευσπλαχνία τους πιο κοντά στο άγρυπνο βλέμμα του κυρίου τους και να λυτρωθούν.

 

            Οι εκκλησίες έδιναν και δίνουν αναπτυξιακές προοπτικές στο ποίμνιο, που εργάζεται με ζήλο για την δόξα του θεού. Κι αυτός τους ανταμείβει πλουσιοπάροχα, προσφέροντάς τους τα μέσα για την απόκτηση του επιούσιου άρτου, με επιταγές, οι οποίες είναι μεγαλύτερες όσο μικρότερος είναι ο κόπος των χεριών και όσο μεγαλύτερη είναι η συμβολή του πνεύματος. Έτσι, εξυμνείται η θεϊκή εξουσία, καθώς ο δημιουργός των πάντων με τον λόγο έχτισε τον κόσμο.

 

            Τώρα που το κλιματιστικό θα λειτουργεί χειμώνα-καλοκαίρι προς ενίσχυση της πίστεως του ανθρώπου, περισσότερες ψυχές θα σωθούν. Περισσότεροι άνθρωποι θα συγκεντρώνονται στις εκκλησίες, όπου η φώτιση, η θεία χάρη και ο εξαγνισμός θα προσφέρονται στους πιστούς μέσα από λιβανιστήρια που θα καίνε οικολογικό κάρβουνο και με λιβάνι που δεν θα βλάπτει το όζον. Ο οίνος δεν θα περιέχει διοξίνες και ο άρτος θα είναι ολικής αλέσεως.

 

            Τώρα που η εκκλησία απέκτησε κλιματισμό μπορώ να κοιμάμαι πιο ήσυχος τις νύχτες. Για να ξοδεύονται χρήματα για κάτι τέτοιο πάει να πει ότι χόρτασαν όλοι οι πεινασμένοι και ξεδίψασαν όλοι οι διψασμένοι· όλοι οι ανυπόδητοι έχουν υποδηθεί και όλοι οι γυμνητεύοντες έχουν πλέον δεύτερα και τρίτα ιμάτια στις αποθήκες τους, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να δώσει ο έχων δύο χιτώνας τον έναν. Κανείς πλέον στον κόσμο δεν πεθαίνει από έλλειψη φαρμάκων ή από ανυπαρξία επαρκούς ή υγιεινής τροφής και νερού· κανείς δεν στερείται και όλοι ζουν αγαπημένοι επί του προσώπου της γης και θα μπορέσουν να εμφανιστούν καθαροί, φορώντας Lacoste, Benetton και Timberland, ενώπιον του προσώπου του θεού κατά την ημέρα της κρίσης. Κι αυτός, ευχαριστημένος, θα ξεκουραστεί πίνοντας την Coca-Cola και απολαμβάνοντας το Βig-Mack, που θα του προσφερθούν αντί αναίμακτης θυσίας από τους ανυμνούντες πιστούς…

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΤΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

 

Χάσαμε το δεσμό μας με τη φύση

Είμαστε τα εκτρώματά της· δεν είμαστε

η εξελιγμένη μορφή της

Χάσαμε το δεσμό μας με τη Γη

Κι όμως, αυτή θα μας δεχτεί

στην αγκαλιά της

23.01.1994

 

 

 

 

 

 

 

 

Λευκασμένες πέτρες, σπαρμένες στην αιώνια ακροθαλασσιά

λείες, απ’ ατόφιο μάρμαρο φκιασμένες, παιχνίδι των κυμάτων

Κόκκαλα γυμνά, απ’ του ήλιου και του νερού την αψιά υφή,

μάρτυρες χρόνων ηρωικών και μακρυσμένων

Άσπρα καύκαλα, κούφια, ωσάν τη νίκη του μετάλλου πάνω στη σάρκα,

κι από τα κυλισμένα κεφάλια και τα αίματα,

που πορφύρωσαν τα χώματα και τα χορτάρια, πιο μάταια

Χρόνια ηρωικά, που μοιάζουν να ξανάρχονται

σαν οι αιώνες τα κρύψουν μες στης λήθης τους το πέπλο

και μνημονεύονται σαν τέτοια

 

Λευκές συνειδήσεις, λείες απ’ του καιρού τα χάλαρα

και της συνήθειας τη θανατερή πληγή

Κουρασμένοι διαβάτες, που σαν περάσαν κάποτες απ’ την Αθήνα

λησμόνησαν να περιδιαβούν τον περίβολο του Παρθενώνα

αρκούμενοι στων υπογείων τη μούχλα

και σε μια γαγγραινιασμένη αλήθεια

12.05.1994

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Άλλη μια απ’ τα ίδια

Ο ιππότης έπαιξε με το θάνατο

την τελευταία παρτίδα σκάκι

της ζωής του, την απ’ αρχής χαμένη

Το δήθεν απρόσεκτο τίναγμα του μανδύα,

που προορίζονταν να ρίξει το παιχνίδι

στην ανυπαρξία και το κουφάρι

ανέλπιστα να σώσει απ’ τα νύχια του Χάρου,

του άραχλου και σκοτεινού,

του ατάραχου,

έπεσε στο κενό και πάλι·

μόνο φανέρωσε την αγωνία του τέλους

 

Αιώνες τώρα, το ίδιο αυτό παιχνίδι

παίζεται ως το τέλος

Μα απ’ τα κλαδιά του δέντρου,

της φωλιάς το στήριγμα,

πάντα θα ξεγαντζώνεται η ψυχή

υπακούοντας στης ζωής τον υπέρτατο όρο

Και τα αιώνια τα ερωτήματα

θα μένουνε για πάντα στον αέρα,

να υψώνονται και να παφλάζουν

στων κυμάτων τον αφρό

ή στης μαλακής αμμουδιάς το πέπλο,

χωρίς απάντηση

08.07.1994

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πόσα λόγια ξοδεύτηκαν άδικα

Πόσες πράξεις αυτοθυσίας

επιταγές χωρίς αντίκρισμα,

Της ζωής το ξόδεμα,

προσδοκώντας την ανταμοιβή

σε μιαν άλλη ζωή,

σ’ έναν άλλο κόσμο

Οι πολύτιμες στάλες

της ζωής του παρόντος χρόνου

μαζεύονται και γίνονται ρυάκι

λεπτό, κρυστάλλινο, ανεκτίμητο

αλλά χάνονται ή λερώνονται

σε ανάξιους τόπους

Πόσες επιθυμίες αναβαλλόμενες

ή στην πυρά ριγμένες,

προσφορά σε όραμα απατηλό

Πόσες ζωές ξοδεύτηκαν άσκοπα

και χάθηκαν οριστικά

χωρίς το χρέος τους να το ξοφλήσουν

20.01.1995

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υπάρχουν κάτι ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες

–μ’ ένα λόγο, καλλιτέχνες–

που απορροφώνται πιο πολύ

απ’ τ’ αριστουργήματά τους

απ’ όσο, ίσως, θα άρμοζε

Τους ξετρελαίνουν οι φανφάρες,

των φιλοτέχνων κυριών οι έπαινοι

και τους δυσαρεστούν οι ψόγοι

του έργου τους, του αισθητικώς τελείου

από ακαλαίσθητους αγροίκους

 

Συχνά επισκέπτονται τις διάφορες

αίθουσες τέχνης,

τις δεξιώσεις και τα κοσμικά

και συζητούν περί της τέχνης

και χαμογελούν, φωτογραφίζονται,

κάνουν δηλώσεις

 

Είναι η πνευματική μας ηγεσία

–ας πούμε, έτσι, δίχως καλαισθησία–

Είναι ίσως μια ελίτ διανοουμένων,

με κύρος αδιαμφισβήτητο,

με μύτη λεπτή και υπερυψωμένη

απ’ των ανθρώπων τα προβλήματα

αποκομμένοι

Χωμένοι στο κενό της

δημιουργικότητάς των

26.04.1995

 

 

 

 

 

 

 

 

Περπατώντας προς τη χαρά των εδώδιμων

σκόνταψα ελαφρά στα απομεινάρια

του βίου

Ανακάλυψα ξανά

το σκουριασμένο καροτσάκι

που σέρνει τη μιζέρια

και τα ευγενή σκουπίδια

του κόσμου

Συνάντησα τη δυστυχία της

ύπαρξης (δεν με άγγιξε)

και πάλι απομακρύνθηκα

μ’ ευγένεια, αφού προσέφερα

το ελάχιστο

που δεν ήταν δικό μου

 

Σ’ ένα υπόγειο βρωμερό

που αναδίδει μια ευγενή δυσωδία

–έτσι με κατάντησαν, είπε, τα παιδιά

μου– δεν υπάρχουν πλέον όνειρα

ή προσδοκίες

Αν υπήρξαν,

χαθήκαν προ πολλού

31.05.1995

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πάει ο καιρός που ο ήλιος έβγαινε μονάχος του

Πάει ο καιρός που μόνος κριτής εκείνος

έφτιαχνε την άνοιξη και το φθινόπωρο,

το καλοκαίρι και το χειμώνα,

τις κρύες και τις ζεστές μας μέρες

Ο καιρός της βασιλείας του πέρασε

 

Αύριο, μια ώρα πριν τελειώσει η νύχτα,

μιαν ώρα πριν μας εύρει το ξημέρωμα,

το νόμο της ανάγκης του θα τον νικήσουμε

Εμείς θα τον σηκώσουμε τον ήλιο

10.03.1996

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ

 

Θα κατακτήσετε εξουσία

που δεν διανοείστε

 

Ο θεός θα σκύψει

και θα σας φιλήσει

τα πόδια με ευλάβεια

 

Θεέ της άβυσσος,

για πού τραβάς σαστισμένος;

 

Άρχοντα των Δυνάμεων,

από πού έρχεσαι

και πού σ’ ορίζει

το βλέμμα σου το

σκοτεινό;

 

Το σύμπαν θ’ αναταραχτεί,

θα σφαδάσει ολόκληρο απ’

τον κόκκο τον βγαλμένο

απ’ τα σπλάχνα του

και τρέμοντας θα

γονατίσει κι αυτό

στην υπέρτατη ισχύ σου

 

Σε τούτα τα δοξαστικά,

γίγαντα,

θα κοιτάξεις με τη συγκατάβαση

της θεϊκής σου εξοχότητας

 

Η ουσία όλη θα σου υποτάσσεται,

αήττητε,

 

Άνθρωπε, Υπέρτατε

Ακόμα δεν το πιάσαμε το

νόημα Είμαστε σ’ έναν

μετέωρο βράχο σε μια

άκρη του σύμπαντος

σκαλωμένοι σαν τα βρύα

σ’ ένα πετραδάκι κυματόδαρτο

αδιάκοπα στο χείλος της

καταστροφής κι ακόμα

δεν το πιάσαμε το μήνυμα

 

Ίσως η έννοια του θεού

να ικανοποιεί

και να βολεύει πολλούς

 

Δεν πιάσαμε το νόημα

ακόμα και πάμε αυτή

την εύθραυστη ύπαρξη

να την καταστρέψουμε

οι ίδιοι πριν της ώρας

της… Ακόμα δεν το

πιάσαμε το νόημα

γιατί είμαστε πιο ανόητοι και

από τα βρύα σ’ αυτό το πετραδάκι

 

Οι ηλίθιοι… προσπαθούν να

κατακτήσουν και να εξανδραποδίσουν

αλλήλους

 

Εάν καταφέρουν να επιβιώσουν

της ανοησίας τους

τους ζηλεύω που θα κυριαρχήσουν

πάνω σε δυνάμεις που δεν μπορούν

ακόμα να συλλάβουν

 

Τι ανόητο που θα φαντάζει τούτο το

κράτος της δαιμονοληψίας και της

ματαιοφροσύνης

 

Τι πρωτόγονη η ηθική μας…

03/1996

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν με θαμβώνει πάθος

κανένα· εγώ την λύραν

κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι

σιμά εις του μνήματός μου

το ανοικτόν στόμα

 

Εγώ, τραχιά, γεμάτος πάθος, το τύμπανο χτυπάω

του άγριου πολέμου και στέκομαι σκυφτός

πάνω απ’ του μνήματός μου το ανοικτό στόμα·

κλαίω τη σφαγή, το θάνατο, την αδικία, τον πόνο,

πράγματα που δεν έλειψαν ποτέ,

ούτε για μια στιγμή, από κανέναν τόπο

κάτω απ’ τον ήλιο

κάτω από το θεό, που βρέχει επί δικαίων και αδίκων

05.04.1999

 

 

 

 

 

 

 

 

Έχουμε δει τα αποστεωμένα πρόσωπα

ετοιμοθάνατων μικρών παιδιών

Έχουμε δει την πείνα και την αρρώστια

να θερίζει απ’ άκρη σ’ άκρη την υφήλιο

Ουρλιαχτά μικρών παιδιών έφτασαν μέχρι τ’ αυτιά μας

Δεν θελήσαμε να τ’ ακούσουμε

ούτε τα νιώσαμε ποτέ,

ακόμα κι αν δακρύσαμε

για μια στιγμή

 

Υβριστές! Ζώντας μια εύθραυστη επίφαση ευτυχίας

Μονάχος ζει ο καθένας τη χαρά ή τη θλίψη

05.04.1999

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέντε χρονών ο Ράτκο

Έπαιζε με την καινούργια μπάλα

που του δωρίσαν φέτος τα Χριστούγεννα

Ξανθό παιδάκι, όμορφο, με γαλανά ματάκια

Το σπίτι του φτωχό· δεν είχε τηλεόραση

Έτσι, δεν είχε μάθει τι είναι πόλεμος,

ούτε και θα το μάθει

Μια έξυπνη βόμβα τον σκότωσε προχθές

05.04.1999

 

 

 

 

 

 

 

 

ΩΔΗ ΣΕ ΕΝΑ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΟ

 

Πέταξες ξανά προτού να φέξει

–τα φτερά σου ατσάλινα, βουβά–

άδειασες και πάλι το φορτίο

πάνω από την πόλη, στα τυφλά

 

Σε μια νύχτα σπάσαν τα γεφύρια

Τρεις ανεμοστρόβιλους σκορπάς

Πάλι στο λιμάνι θα γυρίσεις

και γεμάτο πια ξαναγυρνάς

 

Έμβλημα στο κράνος σου ασημένιο

–μαύρος αετός της συμφοράς–

Οιωνοί ομηρικοί σ’ ακολουθούνε

τις καρδιές σαν τις αναζητάς

 

Μάτι παγωμένο στον κυκλώνα

σύννεφο σε κρύβει σαν περνάς

Αίματα και σάρκες δεν τα βλέπεις

μες στις παραλλήλους που γυρνάς

 

Έφυγες κι ακόμα σε προσμένω,

πριν να ’ρθει και τούτο το πρωί

Ξέρω· θα ξανάρθεις αν με χάσεις

κι ας μην είμαι παρά μόνο ένα παιδί

16.05.1999