Ισίδωρος Έπικος 

Γεννήθηκα το 1976 και από τότε αρχίζει το οδοιπορικό μου… tο ταξίδι μου συνεχίζεται ρουφώντας όλες τις σταγόνες που πέφτουν από το ποτήρι της ζωής.

 

 

 

 

Ο ΚΛΟΟΥΝ

 

Ανθρώπινες διαφάνειες

στο κοίλωμα ενός δέντρου,

που τα γέρικα του κλαδιά

και οι παλιές του ρίζες,

σαν απολιθωμένες αναλαμπές σκέψεων,

σαν βαλσαμωμένα πηγάδια ονείρων,

στέκονται αμίλητα

και αντικρίζουν

το λυσσασμένο από ζωή

και άλλες φορές από θάνατο

πρόσωπο της πλάσης.

Ανέκφραστο καμιά φορά

βυθίζεται στη λύπη,

μεσ΄ το βαρύ χειμώνα της απλότητας,

ενός τόσο πολύπλοκου αισθήματος ζωής.

Και άλλες φορές αυθόρμητα

τόσο φυσικά, με τόσο χάρη

αποτυπώνεται το πάθος και το χρώμα,

σε ονειρικές, κρυστάλλινες στιγμές

ανάμεσα στο όραμα και στην πραγματικότητα,

αφήνοντας

την κλεψύδρα του χρόνου,

να είναι σταματημένη

κάπου στο γκρίζο ορίζοντα

της ξεχασμένης μέρας που έσβησε.

 

9/12/1996

 

 

 

 

 

ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΠΟΝΟΥ

 

 

Στις θάλασσες του ουρανού

ο χρόνος σταματάει.

Και η μέρα ένα κενό

που σε ρουφάει εντός της.

Ανεμοστρόβιλος σωστός

ο χρόνος που καταρρέει.

Αδύνατος και δυνατός

θρεμμένος από θλίψη.

Και η ύπαρξη

που χάθηκε,

σαν σπίρτο που έχει σβήσει,

στης θύμισης τον οίστρο

έρχεται για να ζήσει.

Χαμόγελα και στιγμές

στην καταιγίδα, πια χαμένα.

Που άμοιρη και άσπλαχνη

δύσκολα κοπαίνει.

Μέρος των στοιχείων της

ο πόνος και η κατάρα.

Αισθήματα, ευχές και δάκρυα,

που πολύ θα ήθελες

να ήτανε, ένα ψέμα.

 

9/6/1997

 

 

 

 

 

ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

 

 

Χορεύω

με τις φλόγες της φωτιάς.

Το πένθιμο

το βάλς της μοναξιάς.

Αγγίζω

τα ίχνη της σκιάς τους,

που σαν άμορφο θέατρο

στολίζουνε τον τοίχο.

Λιωμένο κερί,

λιωμένη ζωή.

Οπτασίες,

που παίρνουν σάρκα και οστά

στα μάτια της σκέψης μου.

’ψυχα πράγματα,

που μπορείς να τα κοιτάς,

που μπορείς να τα αγγίζεις,

χωρίς μια λέξη

ή μια ματιά

να σκοτώνει

αυτό που ζεί και υπάρχει.

 

26/9/1996

 

 

 

 

ΕΙΚΟΝΑ

 

 

Τα κόκκινα τριαντάφυλλα,

μεσ΄ το δοχείο

με το νερό,

που είναι θολό,

από τα μαύρα δάκρυα

των ματιών

με τις ραγισμένες κόγχες,

κυλάνε στο ανάγλυφο πρόσωπο,

ρυτιδιασμένο

απ΄ τα σημάδια του χρόνου.

Δύο χρώματα,

δύο στιγμές.

Μια ανάμνηση

από το χτές,

που σβήνει

στους ομόκεντρους κύκλους,

της ουσίας, που λέγεται νερό.

Η ανάσα βγαίνει βαριά.

ακούγεται στην πρωινή ομίχλη

να σκάει στο ξύλο του τραπεζιού,

που έχει χάσει

το χρώμα της ζωντάνιας.

Μια μελαγχολία

τόσο μα τόσο γλυκιά

έχει εισβάλει στις ίνες του,

έχει αγγίξει

και τις άκρες

της δικιάς μου ψυχής,

καθισμένος και χαμένος

στην ακουαρέλα των σκεψεών μου.

 

12/6/1996

 

 

 

 

 

Περισσότερα στην προσωπική σελίδα του Ισίδωρου Έπικου...