Νίκος Γεωργόπουλος 

 Αντι-Βιογραφικό

    Γεννημένος στην Πάτρα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 νιώθω ότι ανήκω σε μια «περίεργη» γενιά χωρίς όνομα. Μια γενιά χωρίς δική της ταυτότητα που βιώνει τον χρόνο μεταβατικά. Νοσταλγούμε ήδη το παρελθόν με γεροντική συνέπεια και συγχρόνως αγχωμένοι κυνηγάμε την επιβεβαίωση της ύπαρξης μας σε όλες τις εκδοχές της ζωής. Προσπαθούμε να είμαστε μέσα στο παιγνίδι αποδεχόμενοι όρους που πριν κάποια χρόνια αντιπαλέψαμε τουλάχιστον θεωρητικά στις συνευρέσεις μας. Κάποιοι από εμάς, ανακαλύπτουμε την ματαιοδοξία μας σχετικά νωρίς, και ξορκίζουμε την αποχαύνωση όντας είρωνες και αυτοσαρκαζόμενοι. Κάποιοι άλλοι, αυτοικανοποιούμαστε με «πλαστικά» υποκατάστατα και οικονομικούς δείκτες, και μηρυκάζοντας διαφημιστικά σπότς και φτηνές ατάκες ξορκίζουμε την ανυπαρξία μας στις βεγγέρες και τις φιέστες. Κάποιοι ακόμα κυκλοφορούμε χρόνια τώρα στην απέναντι όχθη, ποιητές, επαναστάτες, ρομαντικοί, ερωτευμένοι, ταξιδιάρες σκιές, όλες οι φυλές της σκέψης και της αμφισβήτησης ανακατεμένες σε ένα εκρηκτικό μείγμα ικανό να κλονίσει κάθε μικροαστική σιγουριά, να σβήσει κάθε πλαστικό χαμόγελο, να ερεθίσει επαναπαυμένες συνειδήσεις και γιατί όχι, που και που, να «διαφθείρει» απονήρευτες νεανικές ψυχές με ιδέες και ανέφικτα όνειρα.
Και εγώ κομμάτι της γενιάς μου ταξιδεύω τον χρόνο αποφεύγοντας τις ευθείες γραμμές, με καμπύλες και α-συνέχειες ζωγραφίζω την πορεία μου στον χρόνο. Που και που τον ταξιδεύω ανάποδα για να κρυφτώ στην θαλπωρή των αναμνήσεων και κάποιες άλλες στιγμές τον προσπερνώ και εφορμώ στο μέλλον με όνειρα. 
Οι λεπτομέρειες της πορείας αυτής γίνονται στίχοι, σκέψεις που αποτυπώνονται στο χαρτί, με στόχο να με αμφισβητήσουν, να με υπέρβουν και να απελευθερωθούν από την δύναμη της συνήθειας που παραφυλά σε κάθε μου βήμα, έχοντας απώτερο σκοπό να μοιραστώ αυτήν την πορεία με συνταξιδιώτες με τους οποίους δεν συναντήθηκα ακόμα

 

 

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 

Οι αναμνήσεις περιπλανώμενοι τροβαδούροι

στα γνώριμα καλντερίμια του χτες

ντύνουν με νότες το παρόν της ψυχής που κρυώνει.

Στα πόδια του κόσμου προσκυνάει το όνειρο

που υφάνθηκε σ’ αργαλειούς φαντασμένους.

Ξεχασμένες ψυχές στα απόβλητα

καταβάλουν προσπάθειες μάταιες

για να σώσουν το δίκιο που πνίγεται

σε βυθούς λασπωμένους και άδικους…

Και οι σειρήνες της νιότης μας, γερασμένες πουτάνες

σουλατσάρουν αδέσποτα σε φανάρια που σβήνουν.

Προσπαθώ να σωθώ απ’ τα μάτια σου

που γλυκά με ρουφάνε βαθιά τους

στις στοές των τρελών ξαναβρίσκομαι

και είναι ο πόνος το φως στο σκοτάδι.

Είναι άδειο το βλέμμα μου σήμερα

δεν κοιτάει πουθενά, δεν στοχεύει

και οι φίλοι στο δρόμο κουράστηκαν…

Συντροφιά την σκιά μου σ’ ανήφορους

συργιανάω βαθιά στο μυαλό μου

σε κορμιά γυναικών που δεν γνώρισα

ξεκουράζω το βλέμμα του κόσμου.

Οι αναμνήσεις χορεύοντας λιώνουνε

σαν τον πάγο χωμένο στον ήλιο

κουρασμένες στιγμές να ιδρώνουνε

προσπαθώντας να ζήσουνε λίγο.

Κάπου μέσα μας ξέμπαρκα όνειρα

σ’ αποβάθρες φτωχές κολλημένα

βουτηγμένοι αλήτες στα απόνερα

αγναντεύουν στο βάθος το ψέμα.

 

 

 

 

 

 

H ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

 

Στα όνειρα που σκάλωσαν στ’ αστέρια

χαρίζω ένα ρυθμό αλγερινό

μια αναπνοή, στην πρώτη της πρεμιέρα,

ένα ταξίδι που δεν έχει τελειωμό.

Έτη φωτός, και τόσα πανηγύρια,

έχω απόσταση, και χάνω τον ρυθμό,

μια θηλυκιά πανέμορφη ελπίδα,

σημάδια έρωτα μ’ αφήνει στον λαιμό.

Σ’ αβέβαια της ηδονής, κόκκινα φώτα,

σέρνω την νύχτα μου κι αυτή με ξεγελά

μια ηλιακτίδα εισχωρεί κρυφά απ’ την πόρτα

κι από τις γρίλιες ξαναφεύγει στα κλεφτά.

Μούσα της μοναξιάς, έλα κοντά μου,

ταξίδεψε στα μάτια μου, και φέρε φως

σβήσε μου την σκιά απ΄τα βλέφαρα μου

να γίνω μονομιάς, νεράιδας γιος.

Μούσα που ενέπνευσες, τα πρώτα μου τα πάθη

τράβα μπροστά και σύρε τον χορό

κάλεσε τα στοιχειά του Ωκεανού, απ’ τα βάθη

άνοιξε το κρασί του Πειρατή να το γευτώ.

Μια ανάμνηση παλιά σαν οπτασία

σκάει στο κύμα, και επιπλέει στον αφρό,

μοιάζει της λησμονιάς να’ ναι σειρήνα

και με ρωτά… αν θα γυρίσω να την βρω.

Που’ στε Θεοί και Δαίμονες συνάμα,

που κρύβεστε σαν ποντικοί να μην σας δω

λύστε τα μάγια που μου κανε η Χάνα

η μάγισσα η μικρή από την Βηρυτό

Έξω καιρός - κόντρα στην κόντρα -

να λέω στον ναύτη ‘ κράτα γερά ’

αυτά είναι της θάλασσας ακόρντα

κ’ εμείς του Ποσειδώνα η σπορά.

Εν Πλω ….Φλεβάρης ’98

 

 

 

 

 

 

 

 

ΥΠΑΡΧΕΙΣ

 

Υπάρχεις… βαθιά στο μυαλό μου

οφθαλμαπάτη που σβήνεις το φως μου

περπατάς στης καρδιάς μου τους χτύπους

μου μιλάς με παλιούς και μονάκριβους ήχους

Και γλεντάς και γελάς… και…

…Υπάρχεις…

Σ’ αναμνήσεις που δεν θέλουν να σβήσουν

και στο χτες, στο μετά και στο τώρα, και…

…Υπάρχεις…

σαν πληγή που δεν λεει να κλείσει

σαν το χέρι που δεν θέλει ν’ αφήσει

το λουλούδι της νιότης ν’ ανθήσει

κυβερνάς τα σκοτάδια του νου μου

και κρατάς τα κλειδιά του κορμιού μου

Ανεκπλήρωτη αγάπη,

μοναχικό μου τοπίο,

ένα σύμπαν φτιαγμένο για δύο

ένας πόθος που ξερνάει μιζέρια, και…

…Υπάρχεις…

Μες στην τρέλα της σκέψης,

θέλεις μαύρες τρύπες να θρέψεις

και υπάρχεις και μόνο γι’ αυτό

ένα ήλιο που θέλω να δω

να προλάβεις να κλέψεις.

 

 

 

 

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

 

Σαλπάρισες απόψε τα μεσάνυχτα

στο ανοιχτό το πέλαγος μονάχο

μπουνάτσα θάλασσα, ουρανός καθάριος

κι ο φαροφύλακας σε χαιρετάει από το βράχο

Παλιό σκαρί με ιστορία μπόλικη

στο Περσικό, στον Πάναμα, στην Κίνα

πολλά πληρώματα φορτώσανε στα αμπάρια σου

τον έρωτα, τον θάνατο, την πείνα.

Δεκαεπτά ψυχές σε συνοδεύουνε

στο τελευταίο ετούτο το ταξίδι

τα όνειρα κολλάν στις λαμαρίνες σου

σαν το κοράλλι και τι στρείδι.

Ο γέροντας ο ναύτης που ξεμπάρκαρε

στον μόλο αγναντεύει την σκιά σου

δακρύζοντας το χέρι του εκκίνησε

και η ματιά του ακολουθεί τ’απονερά σου.

Ο κάθε σου μπουλμές μία ανάμνηση

και η τσιμινιέρα ψιθυρίζει τον σκοπό σου

στις μακρινές Ινδίες εκινδύνευσες

να βρεις από καιρό τον διαολό σου.

Ξέρεις τον δρόμο αυτόν που χάραξες

στον γυρισμό θα νοσταλγήσεις

η γοητεία που έχουνε οι θάλασσες

σβήνει στον ντόκο αυτόν της θλίψης.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΗΝ ΒΑΡΔΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΜΙΓΟΥΝΕ ΜΕ ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

 

Παρέα την ανάγκη σου στο πέλαγος

ντυμένος την σκουριά της λαμαρίνας

ο νόστος πλημμυρίζει μες στα μάτια σου

στο ημερολόγιο σημαδεύεται ο μήνας.

Στην βαρδιόλα τα όνειρα αλλόκοτα

μπερδεύονται στην νύκτα και σκοντάφτουν

τα πρόσωπα που προσπαθείς να θυμηθείς

ίσως να μην υπάρχουν…

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

 

Ύπουλο

Νευρικό

Ατέλειωτο πάθος

Μια ροή σημείων αναφοράς

Στο άγευστο παρόν

Ένα παιδικό λάθος

Μια αγνή μυστήρια παρόρμηση

Η δύναμη της συνήθειας

Μια κηλίδα που σέρνεται

Μια εκδοχή της αλήθειας

Ωιμέ…!

Ο δρόμος της φυγής

Αποτυπωμένος στο καμβά της εμμονής μου

Ολιγόλεπτη διορία

Μια ύστατη προσπάθεια επανένταξης

Στο θέατρο σκιών

Στην σκιά του θεάτρου

Απροσδιόριστα σχήματα

Όνειρα στοιχειωμένα

Φουντώνουν την φλόγα

Η φλόγα ενός αχόρταγου

Αδηφάγου πόθου

Έρμαιο της πρωινής άπνοιας

Αλίμονο…!

Που είναι η έναστρη νύχτα

Το καρδιοχτύπι να τ’ ακούω στις φλέβες

Γιατί να παγώνει ο ιδρώτας

Να σφίγγω τα άδεια σεντόνια

Εισπνέοντας την τέφρα

Φτωχές μου νύμφες

Ερωμένες στις ατέλειωτες νύχτες

Ορφανά ξωτικά μου

Διαλυθείτε!

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΛΕΝΗ

 

Ψηλάφισα το όνειρο

με της ματιάς τ’ ανάλαφρο το χάδι

βυθίσθηκα στης αγκαλιά σου το σκοτάδι.

Ανάσανα το άρωμα

μέθυσα με τον χυμό που ρέει από το κορμί σου

ικέτης και προσκυνητής

στα χείλη σου, στο ολόδροσο φιλί σου.

Εχάθηκα για μια στιγμή πίσω από τα βλεφαρά σου

όταν τα μάτια σου έκλεινες

κυλούσα στα όνειρά σου.

Συντρόφεψα τον ίσκιο σου

και σε νανούρισα με ολόγιομο φεγγάρι

σε χάιδεψα, σε λάτρεψα

μέσα σου εβαπτίσθηκα του έρωτα την χάρη.

Ανέλπιστα μου χάρισες

το πιο γλυκό χαμογελό σου

είδα έναν ήλιο που ανέτειλε

μια αυγή στο προσωπό σου.

Ψιθύρισα τον πόθο μου

και ο πόθος μου ψιθύρισε εσένα…

Ελένη…

Φαντασία μου…

Αγαπημένη…