Μαίρη Γιωταξή 

 Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1981

Κύρια ενασχόλησή μου η σπουδή της θεατρολογίας

Μεγάλη αγάπη μου το γράψιμο

 

 

 

ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΒΟΥΣ ΠΑΡΟΝΤΕΣ

 

Γκρίζα, γυμνά, αξημέρωτα βράδια,

που το βλέμμα η ψυχή

να φωτίσει ξεχνά

Σαν αρρώστια

που τη σάρκα αργά τη βαραίνει

το κακό μου ωριμάζει, ξεσπά

 

Λογικά, πληκτικά και αδιάφορα στήνω

σε μια φράση τις λέξεις και τη ρίμα μετρώ

Με μια πένα νεκρή

από μήνες πνιγμένη

σε σωρό από σκέψεις και μελάνι φτηνό

 

Δυνατά, ηχηρά οι αισθήσεις νεκρώνουν

και η Μούσα να λείπει, η κατάρα βαριά

Σαν το πάθος που ψάχνεις με λαχτάρα να ζήσεις

και μετά σου τελειώνει

και πονάει βαθιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ήλιος βαμμένος στα χρώματα της ίριδας

και το γαλάζιο που τον συναντά

απέραντο και φωτεινό

Κάποια γωνιά του κόσμου αγγίζει το ξημέρωμα,

το φρέσκο αεράκι, που η αύρα του μυρίζει

κάτι αξεδιάλυτο, μα τόσο γνώριμο και καθαρό

 

Μια ώρα σαν κι αυτή γεννήθηκα

Πόσο φοβάμαι μια τέτοια ώρα μη χαθώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήνω το βλέμμα μου

να ταξιδεύει ελεύθερο,

δεν περιμένω τίποτα να δώ

ούτε να νιώσω τίποτα γυρεύω

Μένω τα βήματα της θάλασσας

για ώρες να μαντεύω

κι αυτή,

με την αλμύρα της να καίει

και ν’απλώνει

σ’ένα χορό που όσο κρατάει

με παγώνει

 

Ακολουθώ μια σκέψη που λυτρωτικά

μοιάζει νηφάλια, στρωτή

δεν προσκυνά στην κάθε έξη μου

ούτε διστάζει να φανερωθεί

Κι είναι σκοτάδι

κι αυτό το κύμα της

δε λέει να μείνει, να πιαστεί

Δεν το φοβάμαι που ακούραστο γλιστράει,

Είναι η Ζωή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αγγίζω το χρόνο που φεύγει

μαζεύω διλήμματα

Αφήνω τον κόσμο που ψάχνει

να βρεί ερωτήματα

και προχωράω

και δε μιλάω

σ’ένα δρόμο που όλοι χτυπάνε

κι ένα μίσος γυμνό κουβαλάνε

και σε πληγώνουν

και σε ματώνουν

γιατί δεν ξέρουν αλλιώς να πληρώνουν

κι εσένα λάθος ξανά σε χρεώνουν,

κι επιβιώνουν

 

Μαζεύω τη λύπη που βλέπω

να καίει τα μάτια μου

Φορτίζω με θάρρος

τα ήδη καμένα κομμάτια μου

και προχωράω

και δε μιλάω

κι αυτοί την πίκρα που κρύβεις γελάνε

και με μια νίκη φτηνή σε κοιτάνε

και σε πληγώνουν

και σε ματώνουν

γιατί δεν ξέρουν αλλιώς να πληρώνουν

κι εσένα λάθος ξανά σε χρεώνουν,

κι επιβιώνουν

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

 

Όλα χαθήκαν

όταν αυτή η λέξη

αυτή η σκέψη

τρύπωσε μέσα μας

κι ο σπόρος βλάστησε

κι έβγαλε ανθό πικρό

 

Κι έτσι μας βρήκαν

πλήθος τα κρίματα

και σε δυο βήματα

γύρω μας σκόρπισαν

κι ήτανε δίκαιο

ήταν γραφτό