Τάσος Κοσμόπουλος 

 Γεννημένος πριν από 49 χρόνια στην Αθήνα, ζω με τη γυναίκα μου και την κόρη μου επίσης στην Αθήνα, επαγγέλματος "εκτελωνιστής" (ακόμα...), έρχονται νύχτες που κάποιες σκέψεις με πνίγουν... Τις αποτυπώνω στο χαρτί... Λευτερώνομαι...

 

 

 

Αναζητήσεις

 

Τα βότσαλα πληγές γεμίσανε το σώμα
μα 'γω εκεί ακίνητος, καμώνοντας νεκρό,
τον γαλαξία τ' άπειρου, ανάσκελα θωρώντας,
αφέθηκα στα οδυνηρά, της μάννας γης τα χάδια,
ολόγυμνος, πρώτη φορά, κι ηδονικά ρουφώντας
κάθε σταγόνα αλήθειας στερημένης...

Μισό σχεδόν αιώνα -χρόνια για πέταμα-
στης πλάνης τον απύθμενο λαβύρινθο,
σα ναυαγός βολόδερνα τρελός, στο Θιάκι για να φτάσω,
τους αριθμούς παλεύοντας, τις λέξεις και τη στίξη...

Δεν πρωτοπάτησα ποτέ καινούργια μονοπάτια,
μόνο γρατζούνιζα χαρτιά, λες κι ήταν οι οχτροί μου,
τόπων ξένων ορίζοντες δεν έψαξα ποτέ,
στενούς δρόμους κι ανήλιαγους, ανίκανος ν' ανοίξω,
μαζί μ' όλους τους δύσμοιρους και ατυχείς αστούς,
ξερνώντας εκατάρρευσα στης πίκρας την οδύνη...

Ψάχνοντας άλλοθι να βρω, λίγο να πάρω πάνω μου,
σταμάτησα στ' ό,τι πολλοί, βαφτίσαν' ευτυχία...
Υγειά, φαμίλια κι έρωτα μ' αγάπη δουλεμένα
άπληστα με γεμίζουνε, δεν τα χορταίνω ακόμα.
...Μα φτάνουν άραγε αυτά ; Ειν' αρκετά ΄πο μόνα τους ;
Αυτός ειν' ο σκοπός λοιπόν κι εδώ είναι το τέλος ;

Δεν φτάνουν έτσι στις κορφές, δεν πρέπει να' ναι έτσι.
Ιδανικά και όνειρα, χιλιάδες χρόνια τώρα,
μ' αίμα και σάρκες σμίλεψαν, πλήθος του πνεύματος νεκροί,
...μαζί μ' αυτά ορθώνοντας την "ζήλια" μου στα ύψη !

Φτάνω στο τέλος, μα θα βρω, ελπίζω στη πορεία,
για κάπου αλλού μ' ένα σκοπό, θάρρος να ξεκινήσω,
στη λάγνα μετριότητα τη πλάτη μου να στρέψω,
με σαλεμένα τα μυαλά... ίσως να ξεχωρίσω.

 

 

 

 

Λιόγερμα

 

Και σκέπαζε το λιόγερμα με το μπλαβί του χρώμα
όσο το μάτι σου έφτανε στο πέρας του οριζόντου,
και κάτι σύννεφα βαριά, κρύβουν τον ήλιο που ζητάς,
την μόνη σου ελπίδα, να δεις αλλιώς τα πράγματα,
να ζήσεις...

Ώμοι γυρτοί, και σκυθρωπ' η μορφή μου
καθώς το βήμα σέρνονταν στο πετρωμένο χώμα,
ίδιο το ζώο 'ργώνοντας, ανάκατες οι σκέψεις
κι ο νους φουρτουνιασμένος.

Θ' αλλάξει κάτι λες ή ήρθε ο καιρός
να φέρουμε το τέλος ;

Παράλογο, τρελό, σ΄αυτό το σκούρο φόντο
ελπίδα να γεννιέται... Κι' όμως, να !

Τα μάτια της πανέμορφα, πλημμύρα στο γαλάζιο,
ίδια η πλανεύτρα θάλασσα, στου ζαφειριού το χρώμα...

Η μεταξένια χαίτη της στον άνεμο χορεύει,
σαν ηλιαχτίδες άταχτες που ο Απόλλων σαϊτεύει...

Τα χείλια της, ίδια τα κατακόκκινα ζωγραφισμένα ρόδα,
κι άρωμα νυχτολούλουδου το χνώτο της σκορπάει...

Το σώμα της θεσπέσιο, φαντάζει μου στα μάτια,
μάρμαρο ίδιο της Θεάς της Μήλου λαξεμένο...

Το είναι της, σκοπός ζωής κι ελπίδα μου συνάμα,
αρκεί να 'ρθεί στην σκέψη μου, με μιάς ...όλα φωτίζουν,
κι' ο κόσμος, στους ιριδισμούς του 'ράνιου τόξου πνίγεται,
μετά την καταιγίδα !

 

Φλεβάρης του 2000

 

 

 

 

 

 

 

Σκέψεις…

 

κι έγδερνε η πέννα
πάλευκο το δέρμα του χαρτιού,
ίδιο ατσάλι του υνιού
το χέρσο που οργώνει,
πασχίζοντας κι ’δρώνοντας
τις αγωνίες του γραφιά,
από το βάθος του μυαλού
στον ήλιο για να βγάλει.

 

Σκέψεις που βασανίζουν…

 

Κι έπλεε η πέννα σχίζοντας
τα χάρτινα πελάγη,
όμοια καρίνα καϊκιού
μέσ’ τη σκουριά πνιγμένη,
ρότα καινούργια ανοίγοντας

λυτρωτική, ποιος ξέρει ?
με Πρώτο την απόγνωση,
και άγνωστο το Πόρτο.

 

Σκέψεις που ταλανίζουν…

 

Και ξάφνου βόλι εκίνησε
του ταξιδιού τον δρόμο,
ζερβά στο στέρνο στόχευε
στη μέση της καρδιάς,
με μόνο θύμα ’λοίμονο,
επάνω στον καθρέφτη
ενός δειλού το είδωλο,

θρυμματισμένο πέφτει.

 

Σκέψεις που θανατώνουν…

 

Απρίλης του ’98

 

 

 

 

 

 

 

…Παράνοια '2001

 

Ορφανεμένοι λογικής, πολίτες δίχως αύριο
στης χαύνωσης τα πέλαγα μ' ένα κοντρόλ στο χέρι,
μ' άδειο το βλέμμα στο γυαλί, στου ριάλιτυ τα σώου
οικτίρουμε τους πάντες πιά, εξόν τους εαυτούς μας,
ρόλους πρώτους κατέχοντες, στη μέση της οθόνης !

Τέλειωσε ;

Βάλ' από το σκωτσέζικο το εθνικό πιοτί μας
και ψάξε για το θεϊκό του ντέρμπυ τον αγώνα…
Δεν θέλω άλλο να σκεφτώ -λες και το συνηθίζει-
γιομάτο αέρα το πετσί κι εκειούς που τρέχουν πίσω του
να δω μεσ' τον ιδρώτα, φτυσιές, βρισιές δωρίζοντες
σ' ένα αλλαλάζον πλήθος, αφιόνια της κερκίδας !

…Και τέλος !

Οι ειδήσεις, …δήθεν.

…Άγευστο επιδόρπιο, κενό περιεχομένου.
Καλοντυμένα μανεκέν για ώρες μας σερβίρουν,
σωρό άσχετα θέματα και χιλιοειπωμένα
φυλλάδων μυρικάζουνε, στα κιόσκια απλωμένων,
κάνοντας ζουμ στη γκλαμουριά, γνωστών και επωνύμων
μόδιστρων, καλλιτέχνιδων, ευεργετών και άλλων.

Κι' ακολουθούν αμέτρητοι…
πλήθος διαγκωνίζονται να προβληθούν στα μέσα,
παππάδες χρυσοποίκιλτοι κονκισταδόρες πρώτοι,
δικηγορίσκοι έγκριτοι περί πολλών τυρβάζουν
και ξεφτισμένοι βουλευτές σε νέα συσκευασία,
όλοι μαζί αλλοπρόσαλο και γραφικό συνάφι.

Στις μέρες μας αψήφιστα θεούς κι αγίους πλάθουμε
ανήκουστους, αταίριαστους και τόσο εμπαθείς,
ίσα για να γεμίσουμε το χάος του εντός μας…

Πλανεύτρα κοινή γνώμη…

Ποιος άρα διαφεντεύει την, αν ξεχυθεί στις ρούγες
μιας χώρας που υπνώθηκε στης ηδονής τα θέλω ;

Ψάξε πιο μέσα, πιο βαθειά αυτού που βλέπεις μπρος σου,
κι αν πίστη δώσεις σ' ότι σου, τα' αυτιά σου τραγουδήσουν,
μέσ' από φίλτρο πέρασ' τα της λογικής, της κρίσης
κι έτσι -φαντάζομαι- θα βρεις τον τρόπο να…

…να συλλογάσαι ορθά κι όμοια να κρίνεις μοναχός.

Μ' άλλους μαζί θα σφάλλεις, τ' η μάζα πάντα λάθευε
σαν απαχθείσα Ευρώπη, τον ταύρο αγκαλιάζοντας
στη Δύση για να φτάσει, άβουλη κι' άβγαλτη μαζί…
ως πλανεμένη πόρνη, στου νταβατζή 'πακούοντας
στο μώλο τις ορμήνιες.

Ευρώπη !

…μια ήπειρος παράνοιας, τρελλή γαλακτοφόρα,
θύτης τον χάρο σπέρνει πια, στ' ανύποπτα παιδιά της,
και θύμα η ίδια πλουτισμού, των κι' απ' τις δυό του 'κεανού
μεριές των αφεντάδων.

Τρέμω στη σκέψη, αλοίμονο, του τι μας περιμένει…

 

Φλεβάρης '2001