Έλενα Κυρίτση 

 Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967. Στη δεκαετία του '80 ασχολήθηκε με το θέατρο συμμετέχοντας σε σεμινάρια και παραστάσεις, ενώ ταυτόχρονα πήρε πτυχίο πιάνου και αντίστιξης. Έχει συνθέσει τραγούδια και μουσική για το θέατρο, συμμετέχοντας στο "Πολύτεχνο" στα πλαίσια των εκδηλώσεων "Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997". Το 1995 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή της "Γραφόμενα" από τις εκδόσεις "Παρατηρητής". Η μελοποίηση του Ιωσήφ Βαλέτ πάνω στα "Γραφόμενα" εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Biennale της Ρώμης το 1999. Η τέχνη που την καθορίζει, είναι η ζωγραφική. Η πορεία της σ' αυτό το χώρο είναι δημιουργική και συνειδητά μοναχική. Πήρε μέρος μόλις σε δύο ομαδικές εκθέσεις σε διάρκεια δεκαπέντε χρόνων.

 

 

 Η άγνοια

Το στήθος μου βαρύ
γεμάτο φαντασία
και πεταλούδες κόκκινες, γαλάζιες και κουτές
πιστεύουνε πως τα φτερά τους έχουν τόση αξία
που πάνω τους στηρίζονται, ως το διηνεκές, αιμόφυρτες ψυχές.

Η άγνοια τα χαράματα
γίνεται ιός το απόγευμα
και έμφραγμα τη νύχτα.

Είχα και φίλους κάποτε ωραίους,
τόσο ωραίοι ήτανε που έμοιαζαν από χαρτί φτιαγμένοι.
Αρνήθηκα πως ήταν χάρτινοι,
ύστερα από χιλιάδες χρόνια
όταν είδα πως δεν παίρναν φωτιά, δεν τσαλακώνονταν,
μόνο βάζαν φωτιά και με λύσσα τσαλάκωναν αυτοί.

Δυο κουταλάκια επάργυρα μου δώσαν σημασία.
Μία πετσέτα χνουδωτή με τύλιξε με αγάπη.
Κι ένα μικρό-μικρό φυτό με χάιδεψε στην πλάτη. Μόνον αυτοί.

 

 

 


 



Εκ γενετής

Μέσα στο μαλακό της κρανίο
είχαν βυθίσει κίτρινους βλαστούς.
Βολικό κηπάριο το μυαλό της
ξεχείλιζε από τη φύση των άλλων.

Δεντράκια από σταγόνες
άνθη θρασύτατα εγωϊστικά
και μπουμπούκια κλειστά όλο απαιτήσεις.
Παρ' όλα αυτά το περιπτειώδες κεφάλι ήταν σιωπηλό.
Εκ γενετής δειλό, κραυγαλέα ταπεινό.

 

 

 



 

 


Το τάβλι

Κάνεις θόρυβο· Σαν κοκάλινο πιόνι
Προχωράς με θόρυβο· Ξυπόλυτος, βαρύς. Κυτάς ψηλά.
Η ομπρέλα που σου ΄δωσε η πρωϊνή σου φίλη δεν σε σηκώνει πια
Κάνεις θόρυβο· Πολύ θόρυβο.

Υποκρίνεσαι αταραξία,
ενώ πέφτει το στερέωμα.

 

 

 

 

 

 

Το Νούμερο

Δεν ήθελα ν’ ανοίξω την πόρτα
που στέκεται ανάποδα και είναι από ύφασμα
και δέντρων καρπούς να ξεχάσω.
Αμφέβαλα όπου κι αν βρέθηκα.
Οι «ώρες» που μάζεψα δεν φτάνουν να χτίσω
με θάλασσας χώμα
μια πρώτη αγάπη.
Η ανάμνηση έρχεται –αν και σπάνια-
μπερδεμένη στα δάχτυλα, ανάμεσα σαν νήμα,
-αγοράζω όποια ρίζα πουλιέται-.
Πες μου εσύ του «θα ’θελα», μεγάλη αγάπη
κι ασύγκριτη,
τα δάχτυλά μου πώς να ελευθερώσω.
Δος μου το νούμερο να ησυχάσω.

 

 

 

 



ΕΥΑ

Μικρά ξωτικά, χρυσοποίκιλτοι χουρμάδες,
δέντρα από γυαλί, φρούτα από ασβέστη,
εγώ φτιαγμένη από άστρα,
Επιπλέω στον ουρανό
για μια σπασμένη γλάστρα,
κι επιπλέον, σ’ αγαπώ.
Ένα διαμάντι καλυμμένο με τεράστιους ιστούς,
ένας λόγος με υπόγειο ωκεανό,
ένα πλοίο τυλιγμένο σε κουβέρτα,
μεταφέρει ένα μαλακό, πεντακάθαρο ποτηρόπανο,
που πρέπει να σκουπίσει μια ψυχή,
πιτσιλισμένη απ’ τις σταγόνες
του μανιασμένου αφρού των πραγμάτων.

 

 

 

 

 



Το ραντεβού

Μου ’ταξες να φιλήσεις κορυφές βουνών,
να φτιάξεις λίμνες.
Να πιεις αχόρταγα από μαλακά χείλη πηγών.
Ανάμεσα στα λόγια, η τρυφερή πτυχή,
μου ’ταξες ραντεβού εκεί, ξέροντας
πόσο με σοκάρει η ζωή.
Μου ’πες θα ’ρθείς μ’ ένα δαδί αναμμένο
που καίγεται από έρωτα,
να ψάξεις στα παιχνίδια μου
στο σκοτεινό υπόγειο,
να βρεις ποιο είναι σπασμένο.