Νίκος Μάμαλος 

 Γεννήθηκα πριν 20 χρόνια στο νησί της Κέρκυρας και από μικρός είχα την τάση να ψάχνω για ερωτήσεις εκεί που όλα θεωρούνταν απλά και κατανοητά. Η μελέτη της λογοτεχνίας που άνοιξε έναν πανέμορφο κόσμο ιδεών και φαντασίας. Αγαπημενοι μου συγγραφείς : Nίκος Καζαντζάκης, Jorge Luis Borges, Η.P.Lovecraft, Edgar Allan Poe, Arthur Machen, Clive Barker, Lord Dansanie, Friedrich Nietzsche και πολλοί άλλοι........ 

 

 

Το Μπλε Δάκρυ

 

 

 

Λαχταρώ να μιλήσω

Με το φάντασμα ενός παλιού εραστή

Που πέθανε , προτού ο Θεός της αγάπης γεννηθεί..

 

 

 

Ημέρα πρώτη

 

 

1.

¨Ήταν γύρω στις δέκα όταν , για άλλη μια φορά ο μαύρος βυθός του εφιάλτη , ξέβραζε στην στεριά της παρόμοιας μελανής πραγματικότητας τον Μιχάλη .Η επαφή του με το κρεβάτι και με το χώρο του όλου δωματίου έπρεπε να τον καταλαγιάσει και σιγά , σιγά με τη γνωστή βασανιστική διαδικασία , να επιχειρήσει να τον ξεπεράσει . Δυστυχώς για αυτόν δεν θυμόνταν πότε είχε νιώσει γαληνεμένος τελευταία φορά.

Τα σχήματα των σεντονιών υποδήλώναν απλά , άλλον έναν ανήσυχο ύπνο . Άπλωσε διστακτικά το χέρι προς το γύρω χώρο σαν να ήλπιζε ότι κάποιος κοιμήθηκε δίπλα του για να τον προσέχει , έτοιμος να τον φιλήσει μόλις τον δει να κρυώνει . Το μόνο που ακούμπησε ήταν το στόμιο μιας μισογεμάτης μπουκάλας βότκας και στο άκουσμα της πτώσης της στο πάτωμα , προσπάθησε αλλά δεν βρήκε από πού να αντλήσει δυνάμεις για να την σηκώσει .

Το μόνο σίγουρο ήταν πως η θέα του όλου δωματίου δεν σου επέτρεπε να το σεβαστείς . Εκτός από τα πεταμένα δεξιά και αριστερά άπλυτα ρούχα , ένα παχύ στρώμα σκόνης είχε δημιουργηθεί πάνω κάθε αντικείμενο του δωματίου , που σε συνδυασμό με τις διάσπαρτες στάχτες από τσιγάρα , δημιουργούσαν ένα κλίμα εγκατάλειψης .

Προσπάθησε να θυμηθεί την ημερομηνία αλλά καταλαβαίνοντας το μάταιο της όλης προσπάθειας , αναζήτησε στο χώρο το κινητό του τηλέφωνο. Το γεγονός της εύρεσης του δίπλα στο μαξιλάρι του , του θύμισε επίπονα και τον σκοπό της εκεί παρουσίας του . Φοβόταν στην ιδέα ότι μπορεί να του έστελνε μήνυμα και να μην απαντούσε αυτός έγκαιρα . Ήθελε να γεύεται ατέλειωτα την σκέψη ότι , βρίσκεται κάπου και γράφει μόνο για αυτόν . Η Μαρία ……. Τα πάντα γύρω του καθρεφτίστηκαν στο χρώμα του αίματος …. Ο εφιάλτης τον αγκάλιασε με τις μαύρες φτερούγες του και τον έσφιξε δυνατά , καρφώνοντας χίλια ράμφη στο κεφάλι του …..Βρίσκονταν σε έναν έντονα σκοτεινό χώρο όπου το όποιο φως είχε άγνωστη πηγή . Κοιτώντας το γύρω χώρο παρατήρησε μια μορφή στο βάθος με γυρισμένη την πλάτη . Κοίταξε καλύτερα …Μα ναι!!! Πως ήταν δυνατόν να μην το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή ;; Η Μαρία ήταν …..Επιτάχυνε το βηματισμό προς αυτήν . Λίγο πριν την αγγίξει , ένα λευκό θανατηφόρο φως παρουσίασε , δεξιά και αριστερά του χώρου , ένα κοινό θεατών που με σαρδόνια γέλια γλεντούσαν την πτώση του στον κενό χώρο ανάμεσα σε αυτόν και αυτήν . Η ίδια η Μαρία με μια ακαριαία στροφή και κρατώντας έναν τεράστιο καθρέφτη , παρουσίαζε περήφανα , μπροστά στα μάτια του , την ίδια του την αδυναμία ….

Αυτή τη φορά ο αποδέκτης των δακρύων του ήταν το μαξιλάρι .Το σφίξιμο ήταν έντονο .Σύντομα ο Μιχάλης είχε εξαντλήσει τα όρια του και δεν υπήρχαν άλλα δάκρυα . Σκέφτηκε ότι αν πλέον συνέχιζε , θα έπρεπε ίσως να αρχίζει να ματώνει ….

Όσο και αν το κεφάλι του κόντευε να μετατραπεί σε παζλ ασύνδετων κομματιών , μάζεψε βιαστικά και βίαια κουράγιο από κάποιες γωνίες του μυαλού του και αφού ντύθηκε χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις , βγήκε στον έξω κόσμο . Όταν στάθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας ένιωσε σαν να αναζητεί μια νησίδα παραδείσου , στο κατώτερο επίπεδο της κόλασης …..

 

 

2.

Μερικές φορές , η απλή επαφή με τον κόσμο της καθημερινής πραγματικότητας αρκεί για να ενισχύσει το όποιο συναίσθημα κρύβεις καλά μέσα σου , ώστε αυτό να σε κυριεύσει . Και τα μάτια του κόσμου , που περνά από δίπλα σου , είτε μοιάζουν με αγγελικούς συμμάχους , καλεσμένους στη γιορτή σου , είτε ως δαίμονες που εξανεμίζουν κάθε προσπάθεια να χαμογελάσεις .

Η σημερινή Τετάρτη δε διέφερε σε τίποτα από τις προηγούμενες . Το γνωστό στρίμωγμα στον ηλεκτρικό , η μαζική έπειτα πορεία προς τα λεωφορεία και το ασταμάτητο μποτιλιάρισμα των δρόμων . Στο πανεπιστήμιο η κατάσταση ήταν κάπως παρόμοια . Ο Μιχάλης αναζήτησε τους φίλους του , οι οποίοι έτρεχαν ασταμάτητα , κρατώντας σημειώσεις και έγγραφα του πανεπιστημίου και ψελλίζοντας συνεχώς λέξεις όπως : εγγραφή , εξετάσεις , μαθήματα και διάφορα ονόματα καθηγητών . Ήταν τόσο απασχολημένοι που δε θέλησε να τους ενοχλήσει με τα δικά του .

Αφού άκουσε νωχελικός την παράδοση κάποιου μαθήματος , κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία . Η κίνηση του ήταν απλά μηχανική και καθώς δεν είχε όρεξη , κάπνισε δύο – τρία τσιγάρα και ανέβηκε στο χώρο της βιβλιοθήκης . Ο χώρος αυτός πάντα του άρεσε , ανάμεσα σε εγκυκλοπαίδειες , λεξικά και κάθε είδους κείμενα , θα μπορούσε να ξεχαστεί για λίγο . Εξάλλου η σχολή του είχε μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα , δεν έπρεπε να είναι παραπονεμένος για αυτό . Προτίμησε να διαβάσει κάτι σχετικό με την Επανάσταση των Ζαπατίστας στο Μεξικό . Λάτρευε τα γεγονότα που φώναζαν με μανία ότι δεν υπάρχει μόνο μετριότητα στον κόσμο, ότι όλα μπορούν να αλλάξουν και ότι ρομαντικοί άνθρωποι , κρατώντας τα αστέρια, θυσιάζονται για αυτή την αλλαγή . Χάθηκε ανάμεσα σε γλαφυρές διηγήσεις και βρήκε συμμάχους ανάμεσα στις γραμμές .

Όμως η ζωή που αναζητούσε εμφανίστηκε μόλις σήκωσε το κεφάλι του κοιτώντας προς την είσοδο της βιβλιοθήκης . Ένιωσε απίστευτη μοναξιά καθώς τα πάντα άδειαζαν στο μυαλό του και την θέση τους έπαιρνε ένα αργόσυρτο παράπονο . Στην είσοδο , ένα ζευγάρι φοιτητών αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν , ύστερα από κάποια πιθανόν χαρμόσυνη είδηση .

Ο Μιχάλης ζήλεψε….ζήλια ..τι μηδαμινό συναίσθημα …. η κορυφή της αδυναμίας … ζήλια…. Σκέφτηκε πως ο ίδιος , ποτέ δεν θα φιλούσε τόσο έντονα την Μαρία μπροστά σε κόσμο , μήπως και στενοχωρήσει κάποιον…. την Μαρία… Ποτέ δεν την είχε , ούτε πρόκειται . Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η ίδια ‘ Είσαι πολύ δειλός , ποτέ δεν θα ήθελα να σε έχω δίπλα μου ’….Νόμισε ότι από κάπου ακούγονταν το Julia Dream… . ‘‘ Όχι πάλι !! ’’, φώναξε… Όλοι τον κοίταξαν .Η κοπέλα στην είσοδο γύρισε να τον δει , του φάνηκε πως ήταν η Μαρία ….Σηκώθηκε βιαστικά επάνω και προχώρησε γρήγορα προς την είσοδο . Όσο πλησίαζε το ζευγάρι , ήταν σαν να έχανε στην πορεία του δρόμου , κάτι από τον εαυτό του . Όταν πέρασε τελικά από δίπλα τους , σκόνταψε στο πόδι ενός τραπεζιού και σωριάστηκε στο πάτωμα . Ο άγνωστος προσφέρθηκε να τον βοηθήσει . Ο Μιχάλης τον κοίταξε στα μάτια .. ‘‘Τι θα μπορούσε σκέφτηκε να τον καταβάλει , όταν κρατά τον παράδεισο στην αγκαλιά του’’ ;; Φαντάστηκε τον εαυτό του στην θέση του και δάκρυσε για τα ανεκπλήρωτα όνειρα του…. Σηκώθηκε μόνος του και ξεχύθηκε προς το διάδρομο . Ένιωθε σαν τυφλός που του μιλάνε συνεχώς για την ομορφιά των χρωμάτων , όταν αυτός είναι καταδικασμένος να ζει στο γκρίζο…..

 

 

3.

Ήταν λογικό μετά από αυτό ο Μιχάλης να μην μπορέσει να συνεχίσει την ημέρα του στο Πανεπιστήμιο .Η πορεία που είχε ακολουθήσει το πρωί επαναλήφθηκε με τον ίδιο συναρπαστικό και πρωτότυπο τρόπο αλλά αυτή την φορά με την αντίθετη κατεύθυνση : λεωφορείο – ηλεκτρικός – σπίτι . Απαιτούνταν άμεσο καθάρισμα καθώς σε λίγο το σπίτι δεν θα ήταν βιώσιμο . Ήταν επίσης ένας καλός τρόπος να κρατήσει απασχολημένο το μυαλό του . Μάζεψε τα διάσπαρτα ρούχα και καθάρισε το σημείο που είχε πέσει το πρωί η βότκα . Την σκόνη δεν την πείραξε , κατά παράξενο τρόπο ένιωθε ένα είδος συγγένειας μαζί της και την σεβάστηκε .

Σε μια γωνία είχε μαζευτεί σωρός από χαρτιά : φωτοτυπίες , φύλλα από τετράδια και τυπωμένες εικόνες . Προσπάθησε να τις ταξινομήσει και μετά να πετάξει ότι έβρισκε άχρηστο . Στίχοι μουσικής , εικόνες φαντασίας , σημειώσεις για το πανεπιστήμιο , και ποιήματά του…. ποιήματα .. τα είχε γράψει μόνο για αυτήν , αυτή του τα είχε υπαγορεύσει , χωρίς να το ξέρει η ίδια , και αυτό ήταν μαγικό.. άρχισε να διαβάζει το πρώτο που βρήκε

 

Μαρία, από βασίλισσα των παραμυθιών

Έγινες η σειρήνα των ονείρων μου

Και ταξιδεύοντας στη θάλασσα

Των ματιών σου, ξαναγεννιέμαι ως Θεός

 

Και το άλλο

 

Περνώ από χίλιες μυήσεις

Αγναντεύω αιώνιους ουρανούς

Από ανείπωτους κήπους σου μαζεύω

Πολύχρωμα λουλούδια

 

Η ζωή μου ήταν μια χαραμάδα που έγινε ηλιοβασίλεμα όταν σε γνώρισα

Και όμως δεν πρέπει να ανησυχώ

Δεν είναι παρά ένα κοίταγμά σου

Που όταν η λήθη μου σκεπάζει τα μάτια

Είναι το μόνο που με κρατά ζωντανό

Το μόνο………………

 

Ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά .Τα ξημερώματα

Τον πήρε τελικά ο ύπνος………..

 

 

 

 

 

 

 

 

Ημέρα δεύτερη

 

 

1

O ήλιος ζέστανε τους κόκκους της άμμου και η θάλασσα συναγωνίζονταν με την ηρεμία της την τελειότητά του . Κάστρα και τείχη , δημιουργήματα κάποιον παιδιών , στόλιζαν το χείλος της άμμου , εκεί που η θάλασσα ως αιώνιος εραστής πλησίαζε και κάθε φορά υποχωρούσε τρομαγμένη μήπως χαλάσει άθελα της την ομορφιά …

Σε μια άκρη της αμμουδιάς , κάποιο χέρι είχε αφήσει μια πανάρχαια , με έντονο στολισμό , κλεψύδρα . Οι άμμοι του χρόνου περνούσαν από μέσα της μετρώντας τους αιώνες . Όμως τι ειρωνικό αλήθεια , το κάτω μέρος της ήταν ελαφρά σπασμένο , τόσο , ώστε η άμμος που μετρούσε ευλαβικά τον χρόνο , να αναπαύεται τελικά στην απέραντη αμμουδιά …..

Δύο μορφές έκαναν την εμφάνισή τους . Ένα αντρόγυνο πιθανότατα . Μα ναι , ήταν η Μαρία….. ποτέ δεν την είχε δει τόσο φωτεινή…. το μπλε των ματιών της συναγωνίζονταν τον ουρανό και την θάλασσα καθώς όλο το σύμπαν καθρεφτίζονταν στις κόρες των ματιών της…. ποιος θνητός θα

μπορούσε να αντικρίσει τέτοια ομορφιά και να ζήσει για την διηγηθεί ;; Ο διπλανός της…. του κρατούσε το χέρι… έλαμπαν από χαρά και οι δύο . Η Μαρία και ο άλλος…… ήταν σίγουρα ευτυχισμένη μαζί του …..

Η θάλασσα , σαν νερό σε κουβαδάκι που το κουνούσε κάποιο παιδί , αγρίεψε απότομα και σε λίγο είχε μαυρίσει ξεβράζοντας φύκια στην αμμουδιά . Ο ουρανός δεν αντιστάθηκε , άρχισε να κλαιει …Μέσα σε ελάχιστο χρόνο , τα παιδικά κατασκευάσματα πέρασαν στην ανυπαρξία και τίποτα δεν θύμιζε πλέον τα γέλια που κάποτε σκορπίζονταν από πάνω τους….Στον χαλασμό που επικρατούσε τα μόνα που ξεχώριζαν ήταν , το ταξίδι της σπασμένης κλεψύδρας πάνω στα κύματα και το ζευγάρι που σφιχτά αγκαλιασμένο , πάλευε όλον τον κόσμο με τον έρωτά του…..

Ο Μιχάλης ξύπνησε φωνάζοντας , δεν υπήρχε όμως κάποιος δίπλα του για να τον ηρεμήσει στην αγκαλιά του ή να του σκουπίσει τον ιδρώτα , φιλώντας τον στο μέτωπο… Έπεσε από το κρεβάτι σπαράζοντας στο κλάμα .Ένιωσε σαν τον άμμο της κλεψύδρας , πνιγμένος να ταξιδεύει , με μόνη συντροφιά τα μαστιγώματα των κυμάτων. Η ζωή είχε γίνει αφόρητη και δεν είχε το κουράγιο να την υποστεί.

Σηκώθηκε σιγά , σιγά , στην αρχή μπουσουλώντας σαν μωρό που μάθαινε τα πρώτα του βήματα και άνοιξε την ντουλάπα .Πίσω από τα τζιν , χτύπησε ελαφρά τον τοίχο ώστε να ανοίξει μια μικρή κρύπτη . Έβγαλε ένα μικρό ασημί κουτί και το ακούμπησε στο κρεβάτι .Το άνοιξε διστακτικά σαν να είχε μέσα εκρηκτικά…. Από το παράθυρο οι πρωινές ακτίνες καλωσόριζαν το περιεχόμενό του……. ένα παλιό πιστόλι…..

 

 

2

H ιστορία του όπλου ήταν παντελώς άγνωστη . Ένα βράδυ του Δεκέμβρη , όταν ο Μιχάλης γυρνούσε σπίτι του , το είχε βρει , σε έναν έρημο δρόμο , πάνω σε μια σχάρα υπονόμου . Δεν το είχε παραδώσει τότε στην Αστυνομία . Έδειχνε αρκετά παλιό και μέσα του είχε μια σφαίρα . Δεν ήταν σίγουρος αν όντως δούλευε , τότε βέβαια δεν τον ενδιέφερε καθόλου , αλλά τώρα….. τώρα θα του άνοιγε τις πύλες……

Το ακούμπησε πάνω στο γραφείο του . Δεν ήξερε αν ήταν δύναμη αυτό που ένιωθε όταν το αντίκριζε , αλλά σίγουρα τον άδειαζε συναισθηματικά και αυτό ήταν καλό.. Ήδη έξω είχε αρχίσει να βρέχει και καθισμένος στην πολυθρόνα του , έφερνε στο μυαλό του τα κυριότερα περιστατικά της μέχρι τώρα ζωής του… οι γονείς , η αδερφή του , οι φίλοι … όλοι είχαν μια θέση μέσα του… Δίστασε στην ιδέα του στιγμιαίου πόνου , αλλά ο θάνατος θα τον αγκάλιαζε σαν στοργική φτερούγα και θα ήταν τόσο άψογα γρήγορος , ώστε να μην ενοχλήσει κανέναν . Θα έφευγε όντως από την ζωή ή θα την προσπερνούσε θαρραλέα ;;… Ίσως να την προέκτεινε αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές , σκέφτηκε . Θυμήθηκε κάτι ωραίο , που είχε διαβάσει σε έναν τοίχο : ‘‘H ζωή μου είναι μια ψευδαίσθηση , που κάποτε ονειρεύτηκε ότι μόνο αυτή υπάρχει και ξυπνώντας είδε ότι δεν υπήρχε καν όνειρο…αλλά έζησε για να το μάθει…’’. Είδε τα βιβλία του… γέλασε γιατί από μικρός σκέφτονταν να γίνει συγγραφέας και να γράψει για την ομορφιά του κόσμου… δεν άντεχε να σκέφτεται καν όμως ότι παραμένει ζωντανός , άρα ευάλωτος στον πόνο…

Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο και ξυρίστηκε , ξάπλωσε στο κρεβάτι καπνίζοντας ….το πιστόλι παρέμενε στη θέση του και τον περίμενε …ίσως το πιστόλι να ήταν ανύπαρκτο , όπως και η αισιοδοξία για το μέλλον του …..

 

 

3

Η βροχή είχε σταματήσει , αν και ο ουρανός παρέμενε σκοτεινός , δείχνοντας κατά κάποιο τρόπο έτσι την συμπαράστασή του . Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να καθυστερήσει άλλο . Θέλησε , απλά , να κάνει για μια τελευταία φορά τα πράγματα εκείνα που κάποτε αποτελούσαν την μοναδική του παρέα…. Έπαιξε μπάσο , άκουσε μουσική και άνοιξε για πολλοστή φορά τα αγαπημένα του βιβλία….τα αποχαιρέτησε όλα με ένα χαμόγελο… κάθισε στο γραφείο του . Πήρε βαθιές αναπνοές και αναστέναξε βαθιά όταν σήκωσε το όπλο.. το ακούμπησε στον κρόταφό του… η επαφή τον ανατρίχιασε , όμως δεν φοβήθηκε , ήταν έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη όταν…. όλα γύρω του άλλαξαν…..

Η πρώτη του σκέψη όταν αντίκρισε το γύρω χώρο , ήταν ότι δεν είχε ξανασυναντήσει πιο γαλήνιο μέρος . Το λιβάδι μπροστά του ήταν τεράστιο, διάσπαρτο από αγροτικά σπιτάκια . Τα τζάκια ήταν αναμμένα αν και δεν έκανε κρύο . Πρέπει να ήταν μεσημέρι και η φύση πανέμορφη γύρω του , τον μάγευε . Στην αρχή δεν παρατήρησε κίνηση αλλά αργότερα είδε παραδοσιακά ντυμένους αγρότες να επιδίδονται στις καθημερινές τους ασχολίες… Προχώρησε ελαφρά με σκοπό να συναντήσει κάποιον όταν , άκουσε μια φωνή να τον καλεί … η Μαρία … τον είχε ήδη αγκαλιάσει και ο Μιχάλης άρχισε να την φιλά …. ‘‘ Που είσαι Μιχάλη μου ;; Τόσο καιρό σε περιμένω ….’’ …‘‘Βρίσκεσαι εδώ και περίμενες εμένα ;; ’’…Φιλήθηκαν δυνατά και καθώς κυλίονταν στο υγρό χόρτο , βρήκαν στην σκιά μιας βελανιδιάς το ησυχαστήριο τους … ..Δεν κατάλαβε αν είχε κοιμηθεί , αλλά ήταν απόγευμα όταν ξανάνοιξε τα μάτια του… παρέμενε δίπλα του και τον χάιδευε… ‘‘ Ποιος μας χώριζε Μαρία , είπε , η μοίρα ή η ζωή ;; ’’ …Εκείνη χαμογέλασε… Ο Μιχάλης σηκώθηκε πάνω…. ‘‘ Μαρία … πόσο σε αγαπάω ..’’ Στο άκουσμα αυτής της πρότασης , όλα τα πουλιά των δέντρων σαν να δέχτηκαν ένα μακρινό κάλεσμα , άφησαν τα δέντρα και πέταξαν δυνατά . Την είδε να δακρύζει .. κάτι άλλαξε .. γονάτισε δίπλα της . Άρχισε να φυσά δυνατά και σε λίγα λεπτά να βρέχει με οργή.. στο πρόσωπό της είχαν δημιουργηθεί αυλάκια δακρύων και η Μαρία έτρεξε να χαθεί…. αγάπη , σκέφτηκε ο Μιχάλης ….. ‘‘ Γιατί ;;;; ’’ ούρλιαξε…και έπεσε στο χώμα κλαίγοντας….

Ένας μικρός θόρυβος ακούστηκε , σαν το άνοιγμα μιας παλιάς πόρτας ..Ένας χωρικός τον πλησίασε κρατώντας ένα φανάρι . Τον κάλεσε μέσα και η φωνή του φάνηκε απίστευτα οικεία …Ο Μιχάλης τον ακολούθησε μηχανικά και μόλις μπήκαν στο σπίτι , το λιτά διακοσμημένο , ο άγνωστος τον κάλεσε να καθίσει στο τραπέζι . ‘‘ Ποιος είσαι ;; ’’, τον ρώτησε ο Μιχάλης .Ο άγνωστος δεν απάντησε … Τον πλησίασε και του πρότεινε το χέρι , ο Μιχάλης επανέλαβε την κίνηση … Η επαφή του τρύπησε το μυαλό …… Βρέθηκε σε μια μαιευτική κλινική την ώρα που μια γυναίκα , πονώντας , καλούσε την ζωή να παρουσιαστεί ….Ήταν αδιανόητο….Το δωμάτιο καλύπτονταν από ματωμένα , φλεγόμενα φτερά …ο πόνος της μάνας συναγωνίζονταν τις κραυγές ..Κοίταξε ψηλά …ήταν ο ίδιος άγνωστος ..πέθαινε …..ήταν ένας άγγελος….. ο άγγελος της αγάπης … Ο επιθανάτιος ρόγχος του ταυτίστηκε με το άκουσμα του κλάματος του βρέφους και τα γέλια των γιατρών … έβλεπε την γέννα του.. κατάλαβε….. αφήνοντας το χέρι του , παραπάτησε και έπεσε…. έτρεξε προς την πόρτα , και το άγγιγμα της βροχής τον έστειλε πίσω…….

 

 

 

 

ημέρα τρίτη

 

 

Ξημέρωνε Παρασκευή…κρατούσε ακόμα το πιστόλι στα χέρια του.. ήταν όντως αληθινό… έκλαψε….. Το πιστόλι του ακούστηκε για μία και μοναδική φορά …. Για μια ανεπανάληπτη στιγμή είδε πολλά φώτα να τον κατακλύζουν… είχαν όλα ολοκληρωθεί πλέον… Στην κόκκινη λιμνούλα που σχηματίστηκε πάνω στο γραφείο του , ταξίδεψε για λίγο , πριν να βυθιστεί στο απέραντο κόκκινο , μια μπλε βαρκούλα….. το τελευταίο του δάκρυ για την Μαρία …. Μέσα στο δάκρυ αυτό καθρεφτίστηκε το πιο γλυκό του όνειρο…… ήταν και οι δύο αγκαλιασμένοι ………..