Φώτης Μότσης 

 Ο Φώτης Μότσης γεννήθηκε στο Ζωτικό, στη Λάκκα Σούλι.

Έζησε στα Γιάννενα, στην Ελβετία, στην Κομοτηνή, στην Αθήνα.

Από δεκαετίες στην Αργοναυπλία.

Έργα του: Ποίηση: ‘Κραυγές’ (Σείριος, 1974), ‘Απολογία των δρόμων’ (Ελ. Τύπος, 1983), ‘Το μικρό απέραντο’ (Ελλέβορος, 1999)           Πεζά:  ‘Υδράργυρος ρέων’ (Ελλέβορος, 2001)

 

 

Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή του Φώτη Μότση ΄Το μικρό απέραντο΄, εκδόσεις ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ, 2001

 

 

Ι

 

Πληθαίνουν με ταχύτητα εθνικής οδού

αυτά τα όνειρα /   κάθε που γινόμαστε

παιδιά /

κατεβαίνουν μολύβι από αρχαία νέφη

κατακλύζουν τα σκουριασμένα δάση

ξεσπάνε στην ανύποπτη επίπλωση

της πολιτείας του ύπνου μας

μοιράζοντάς την σε σοκάκια, στέγες

υπόγειους ορνιθώνες /

 

Της μιλάνε με βυζαντινά αγγεία /

ήχοι πλήρεις σπηλέων, τυμπάνων και σταλλαγμιτών

με τον υστερνό φθόγγο στο προζύμι του πλανήτη

μιλάνε κοφτά /   αναπνέοντας κάθε τρίτη συλλαβή

την πυρά που σηκώνει στην πλάτη του ο ήλιος.

Μιλάνε με λιθάρια, σφυρίζουν φιδίσια

τρώνε κομμάτια απ’τον πόνο μας

και γέρνουν πάνω στα όρη για έναν

βουβό ύπνο

 

Ησύχασε.

Μέχρι να ξανάρθουν θα 'χεις φύγει γι' άλλο

στερέωμα

θα 'χεις στραφεί προς άλλον

θάνατο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΙ

 

Γελάει

δεν ξέρει τι να πρωτοπεί /  τι να προλάβει.

Όπου να 'ναι δεν θα υπάρξει οίκτος

πια

λέξεις

ανεκτικά φαντάσματα /   ησυχασμένες πολιτείες

φίλοι και σημαίες

Ύστατα τριγυρίζει τη χαρά του

από ερημιά σε  μοναξιά

αναποδογυρίζει καφενεία

δανείζει ανεπιστρεπτί

όνειρα /   αφισσοκολεί όλους τους καθρέφτες

πάσας πρώην και νυν συνείδησης.

Ετοιμάζεται.

Βρίζει διάφανα,  αιμόφυρτα /  φορεί τη λέπρα

φιλάει άγια /   εκδίδεται μιας χρήσεως

για να επαναλειφθεί ως ταπεινή αμαρτία-

σάπιο δόντι σε χαλασμένο κρύο-

ξανά φιλάει άγια /   και πάλι

 

μέχρι που συνήθισε

Ασπάζεται το φως στα χείλη και

καληνυχτίζοντας

γυρνάει ήσυχα στο κάδρο του.

 

Κανείς, ποτέ, δεν πήρε είδηση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΙΙ

 

Τέτοιες ώρες ακριβώς

που πάνε για ύπνο τα μπαράκια.

Να ‘μαστε, λοιπόν, ωραίοι αλλόφρονες

με τη σφυρίχτρα του σταθμάρχη παραμάσχαλα /

ώρες κι αυτές μα την αλήθεια

να μην έχεις να διαλέξεις δρομολόγια

δώθε κείθε πίσω μπρος -

μονάχα :  τι θα κάνουμε;

Αλήθεια, ποιος

τις σπηλιές μας θα συμμεριστεί και

θα δεντροφυτεύσει ποιος

θα μας κινήσει

θα χει τίποτα να πει

και να ρωτήσει

 

τέτοια ώρα και με τη σφυρίχτρα

δίχως ράγες

 

γιατί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΧ

 

Η μέρα σου έμβρυο υπό έλεγχο

στην εντατική του ησυχασμένου σου είναι

ταξινομημένη σε πεζόδρομους /   αλήτες

πάσης φύσεως /   αναλγητικά και σταθμούς τραίνων

εγχάρακτα οικόσημα σε ασημένιες δραμαμίνες

για την ευυπόληπτη εμεσί σου στο μέλλον

καθώς /   ως θηλυπρέπων δικαστής

χαστουκίζεις την αγέλαστη συμβία σου

με τρία απανωτά ισόβια

στο πρόσωπο του πρώτου

φουκαρά

διασφαλίζων στύση για την επόμενη αργία

 

εν τέλει πεθαίνεις ξυπόλυτος /

χαμόμηλο, σκυλί

άσπονδε

οικουμενικέ μας εαυτέ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΙΙ

 

Φεύγεις

τρελλές αναθυμιάσεις απ' το τίποτα

ωραίο γυμνό μεσίστιο

σε τούτη τη χαρούμενη

ερημιά :

ένα φυτό που προσποιήθηκες κατάντικρυ στη μέρα

με στέρεο πάθος εσύ

πάνω στη ρίζα της βροχής.

 

σαν ξαναγεννηθείς

θα είσαι πάλι το νερό

που θα σε πλημμυρίσει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧVΙ

 

Τίποτα δεν περισσεύει.

Ούτ΄ εσύ

μήτε οι αιώνες

μες στη μια στιγμή τού ώς τώρα πουθενά :

μες στο θαμπό μου ήχο εγώ ανέραστος

με την ηχώ της σιωπής σου

που ολοένα και μου μοιάζει

καθώς μαζεύω τα υπόλοιπά σου

για να γραφούν ποιήματα :

παίρνεις τα μάτια μου

και με κοιτάζεις /

κάθε βραδυά  είσαι μοναδικά άλλη

εκεί που πέθανες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

XXII

 

Ήμουν εκεί /  στην άκρη των θυλών σου

σαν έμεινε σημάδια το κορμί σου

μόνο.

Ξεχτένιστη βροχή σε ξαναβρήκα

κι οι θάλασσες είχαν τελειώσει όλες

εκτός απ΄ τη βουή που σ’ανατρίχιαζε /  πάντα η ίδια

 

Ά, μη ρωτάς

με φτάνει που σε βρήκα ζωντανή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

XXIV

 

Σε κυνηγάω από θάλασσα σε θάλασσα

λέω θα βρω

σε ποιο νησί άπλωνες κρυφά τα αράγιστα ακόμα

ηβικά σου όνειρα

θα βρω τα χέρια

που σε σφίξανε γυναίκα

και σε κάνανε

λέω θα 'βρω τον πυθμένα

των ήχων σου /  των στεναγμών

και τη φλογέρα που τους έκανε

παρένθεση εσαεί

κι έκρηξη μέσα στις αρτηρίες

του ναυαγισμένου μου είναι

 

ώστε να μείνω

εκεί

σφαίρα ακατέργαστου σύμπαντος

στη φλέβα