Βαγγέλης Μπέκας 

 Ο Βαγγέλης είναι 25 ετών και ζεί στη Θεσσαλονίκη...

 

 

 

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΚΑΣΑΝΔΡΕΣ

 

 

 

Η ώρα είχε περάσει κι ο νέος συνέχισε να κάθεται οκλαδόν στην κορφή του βουνού και να αγναντεύει πέρα μακριά, τη θάλασσα, τα έλη, τον κάμπο, τα πουλιά που πέταγαν ανέμελα πάνω από όλα… Ξαφνικά σηκώθηκε αποφασιστικά και άνοιξε τα χέρια. Έκανε να πετάξει πάλι, μα ένοιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά… Κοίταξε κάτω ακριβώς, μίλια μακριά, στις παρυφές των απόκρημνων βράχων κι αντίκρισε την άβυσσο, κατακόκκινο από λάβα ποτάμι, να στροβιλίζεται και να τον καλεί, να κάνει βουτιά θανάτου…Τρόμαξε! Έκανε ένα βήμα πίσω, γονάτισε κι άρχισε να κλαιει αβίαστα. Και τότε λευκό περιστέρι φτερούγισε από το πουθενά, έκατσε πάνω στο κεφάλι του κι άρχισε να μιλά μ’ ανθρώπινη φωνή:

-“Γύρνα και κοίτα πως κυλλά η ζωή σου!” Γύρισε και είδε λίγα μέτρα πίσω του, δυο πελώρια μαρμάρινα αγάλματα, ένα για κάθε φύλλο, πιασμένα χέρι-χέρι, να αγναντεύουν στο βάθος την πλάση…

Και τότε είδε κοράκι, πίσσα κατράμι, φτερούγισε μέσ’ απ’ την άβυσσο, πέταξε από πάνω του κι έκατσε πάνω στο κεφάλι του αρσενικού αγάλματος. Ξάφνου άκουσε κρότο μακρόσυρτο και διέκρινε μια ρωγμή στα πόδια του αγάλματος. Ράγισαν, άρχισαν να υποχωρούν και τρόμαξε βλέποντας το άγαλμα να γέρνει επικίνδυνα προς τα μπρος. Για μια στιγμή αιωρούνταν πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του, τούτα τα άψυχα τέρατα. Δεύτερος κρότος, εκκωφαντικός, σηκώθηκε σκόνη, κρύφτηκε ο ήλιος και τα αγάλματα, παρασέρνοντας το ένα το άλλο, βούτηξαν στο κενό. Κραυγή βοήθειας άκουσε τότε απ’ το στόμα τους, μάταια όμως, άργησαν να ζωντανέψουν ξανά!…

Σύννεφο έγινε η σκόνη, απλώθηκε παντού και ‘κείνος έμενε άπρακτος και φοβισμένος. Τότε φάνηκε εκείνη! Έλαμπε! Οι ματιές τους με μιας τα είπαν όλα.

-“Που ήσουν;” τη ρώτησε.

-“Δε ξέρω, μα θυμάμαι πως ψάχνω μονοπάτι να κατέβω από δω. Βαρέθηκα τα ύψη, με κούρασαν πραγματικά και ‘μαθα πως δε πρόκειται ποτέ, να φτάσω έτσι στον ήλιο… Μα ο γκρεμός είναι τόσο απόκρημνος, που δεν υπάρχει δρομάκι να κατέβω…”, αποκρίθηκε εκείνη.

-“Πιάσε το χέρι μου και πέταξε μαζί μου!”

Άρπαξε το χέρι του και πήγαν στάθηκαν στην άκρη του γκρεμού αλλά ένοιωσε τα πόδια του να υποχωρούν από το φόβο, ότι δε θα τα καταφέρει. Και τότε, το περιστέρι που συνέχισε να κουρνιάζει στο κεφάλι του μίλησε πάλι.

-“Πάτα γερά και σίγουρα! Μη προσπαθείς να πετάξεις πάνω από κείνα που μοιάζουν απροσπέλαστα. Κάθε γκρεμός έχει το μονοπάτι του… Κάθε γκρεμό μπορείς να τον διαβείς… Ακολουθήστε με!”

Το περιστέρι πέταξε μπροστά κι εκείνοι αφού το ακολούθησαν, βρήκαν ένα δύσβατο κι απόκρημνο μονοπάτι κι άρχισαν την κατάβαση. Κατέβαιναν, κατέβαιναν κι η άβυσσος παραμόνευε με σιγουριά τα θύματά της…

Να σου μπρος τους, αρκετό δρόμο πιο κάτω, ένα καταπράσινο οροπέδιο και πάνω του χτισμένη μια αρχαία πολιτεία! Πέτρα, μάρμαρο, χρυσός σε κάθε γωνιά, σε κάθε κίονα, θέατρο, αγορά τούτης της Αιώνιας Πόλης. Ο κόσμος στους δρόμους να πίνει, να ερωτεύεται, να γεννά, να οργιάζει ακόμα… Στο βάθος, δυτικά, πάνω απ τις σκεπές των σπιτιών, έγινε ευδιάκριτος ένας μεγαλοπρεπής σημαιοστολισμένος πύργος… Εφόσον πλησίασαν αρκετά, αντίκρισαν μπρος του, ένα βωμό κι έναν ιεράρχη με μοβ χρυσοκεντημένα άμφια, ένα μακρύ κωνικό καπέλο στο κεφάλι και μια μάσκα αρλεκίνου που δάκρυζε και χαμογελούσε, για να κρύβει την αληθινή του όψη. Μπρος του πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο, άκουγαν ευλαβικά το κήρυγμα του. Άνοιξαν τα αυτιά τους να ακούσουν κι αυτοί τι έλεγε.

-“Ξεκινήσαμε απ’ το μηδέν και θα γυρίσουμε πάλι εκεί… Ανάμεσα σε τούτα τα δύο μηδέν, υπάρχει μονάχα το εγώ. Μονάχα εγώ κι ο κόσμος! Και η ευτυχία χτίζεται αρπάζοντας καθετί που ποθώ απ’ τον κόσμο αυτό όχι αύριο, μεθαύριο, μετά, αλλά τώρα! Κι αν κάποιος ποθήσει το ίδιο με εμένα, απλώνω το σπαθί και του κόβω το χέρι, όπως σφάζω τώρα αυτό το αρνίο, που ξεψυχάει βελάζοντας μπρος σας…”

Τότε όλο το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο, γονάτισε ψέλνοντας και προσκύνησε τον ιερέα και το Θεό του 6 φορές. Εκείνη ανατρίχιασε, κοίταξε κατατρομαγμένη το νέο κατάματα και ‘σφιξε το χέρι του, σα να του ζητούσε να κάνει κάτι. Ο νέος στράφηκε προς το νότο κι άρχισε να περπατά μέσ’ τα πλακόστρωτα στενά της Αιώνιας Πόλης προς στην άκρη του οροπεδίου, που κατέληγε σε νέο γκρεμό. Το περιστέρι είχε χαθεί από προσώπου γης. Εκείνοι συνέχισαν να προχωρούν βιαστικά, λες και κάποιος, κάτι τους κυνηγούσε, μέχρις ότου έφτασαν στο νότιο άκρο της πόλης. Κάτω στο βάθος, απλωνόταν ο κόσμος όλος, κι ο ανθρώπινος πολιτισμός, αγωγιάτης να σπρώχνει το άροτρο κι η γη να αιμοραγεί!…

Τότε άκουσαν από κάτω τους φτερουγίσματα και αντίκρισαν ένα πελώριο χρυσαφένιο δικέφαλο αετό, να πλησιάζει πετώντας σίρριζα στα απόκρημνα βράχια. Στο ένα του πόδι κρέμονταν καλά γαντζωμένος ο αρχιερέας και στο άλλο το κατάμαυρο κοράκι που χε κάτσει πάνω στο κεφάλι του αρσενικού αγάλματος.

-“Όλα τελείωσαν…”, είπε με φωνή που έμοιαζε με βοή καταρράκτη. “Οι βασιλιάδες τις Ανατολής έφτασαν μαζί με το Αρχηγό τους. Όλη η πλάση χτίζεται πάλι απ’ την αρχή…”

Πλησίασε κι άλλο, γύρισε τη ράχη του και το δεξί του κεφάλι τους έγνεψε να σκαρφαλώσουν στη ράχη του. Αν και τους είχε κυριέψει τρόμος, ακολούθησαν την προτροπή του και ‘κατσαν αγκαλιασμένοι και γυμνοί όπως πρώτα, στην ράχη του ακατανίκητου πουλιού. Άνοιξε τις φτερούγες του, πέταξε πρώτα ψηλά, πολύ ψηλά, ύστερα με μια βουτιά κατέβηκε απότομα, πλησίασε στην άβυσσο που συνέχιζε να στροβιλίζεται και να καιει, πέταξε μέσα της αρχιερέα και κοράκι, κι έπειτα πάλι ξαναπήρε ύψος και βάλθηκε να φτάσει στον ήλιο…

 

 

 

        [email protected]