Βασίλης Νικολάου 

 Ο Βασίλης Νικολάου ζεί στην Αμαλιάδα Ηλείας. Γεννηθηκε το 1978 και σπούδασε οικονομικά...

 

 

 

         Το μάτι της παίζει στο club.

 

         Το μάτι της έπαιζε στο club. Μπλε να ηλεκτρίζει. Φορούσε φακούς. Ξέρεις ψεύτικους. Η κάθε της προταση άρχιζε με ‘εε ναι’ λες και συμφωνούσε στο ότι θα διαφωνούσε μαζί σου αργότερα. Απ’αυτές που κράζεις στη παρέα αλλά εν γένει γουστάρεις τη παρακμιακή τους διάθεση να σου τα πρήζουν. Δύσκολη γκόμενα.  Έμενε ακόμα με τους δικούς της.  Από ανάγκη λέγαμε εμείς. Δεν έχει βρει το κατάλληλο άτομο να συζήσει, αυτόν που θα τη καταλάβει και θα τη δεχτεί όπως είναι, χωρίς να θέλει να την αλλάξει, έλεγε. Μαλακίες. Δεν είναι ριαλιτι σόου το ότι αυτοί που κατά καιρούς απαιτείς να σε προσέχουν δε σου κάθονται.  Φαντασμένη του κερατά ήσουν και θα είσαι.  Στη μικροζωή του να πιστεύεις ότι δε βράζεις στο ίδιο καζάνι με τους άλλους.   Ας μη σου τσαλακώσω τη πεποίθηση.  Θα το πάρεις μύτη όταν θα είναι αργά χωρίς τότε να σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο.   Σα τη παγωνιά που σου ξεραίνει τα χείλη. Τα ξεπετσιάζεις. Τα καταπίνεις η τα φτύνεις.  Γυρνάς από τα άλλο πλευρό της λεγόμενης καθημερινότητας σου και βγάζεις εισιτήρια στα Μετρά, σινεμά για να ξεχνάς αυτό που υποπτεύεσαι ότι σε βασανίζει, μπλουζάκια φιρμάτα για να σε ξεγελάς και πάει από μόνο του.  

         Πάντα ήθελες μπλε μάτια.  Το νύχτωμα και το ξημέρωμα κάποιου Ιούλη στο βλέμμα σου.  Μια χαρά κοπέλα θα ήσουν αν δεν αράδιαζες τέτοιες παπαριές.  Να νοικοκυρευτείς σα τις άλλες με το πακέτο και τη ζωή τη στάνταρ.  Θα είναι αργά αλλά δε θα’χει σημασία.  Μπορεί να σε αγάπησα μπορεί και όχι.  Αγάπησα. Σα να λέω ποιηματάκι στη πρώτη δημοτικού.  Το προηγούμενο βράδυ μένω ξάγρυπνος μήπως και ξεχάσω αυτό που δυο βδομάδες τώρα μου έχει αναθέσει η δασκάλα να παπαγαλίσω.  Μπροστά στα μάτια της, μάτια σου, να κελαρύζει μέσα μου σα τα γάργαρα νερά Λουτρακίου. Ενάμιση λίτρο. Να μη ξεστηθεί το προδικασμένο. Μπορώ να κομπιάσω άμα θέλω.  Η φυσικότητα υποθέτω είναι προσόν των ηθοποιών. 

         Και όσων πουλάνε ασφάλειες Ζώης, πυρός, περίθαλψης και σύνταξης.  Εγώ που είχα σπουδάσει τόσα να γυρίζω από πόρτα σε πόρτα, να σταυρώνω τους δικούς μου μπας και τους σώσω από το κυκεώνα που κατακερματίζει την υπόληψη τους και συμμαζεύεται από λογύδρια που ξεκινούν με έπαρση όπως: Σε περίπτωση απώλειας ζωής, οι καλοί ασφαλιστές δε λένε ποτέ τη λέξη θάνατος, ποιος θα καλύψει τα ανερχόμενα έξοδα του τραγικού αυτού συμβάντος.  Το μουνί της μάνας σου ρε, με παίρνεις την ώρα που πα να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου.  Άκουσα και αλλά τέτοια. Δε με χάλαγαν όμως.  Άρχισα να χώνω κοσμάκη και γω μετά από λίγο καιρό. Ρε συ ο γιος σου είναι κοκάκιας, ποιος θα σε θάψει άμα βρεθείς με το να πόδι στο τάφο.  Έκλεισα πολλές δουλείες έτσι.   Πήρα και βραβείο.  Και ένα ταξίδι στη Κρήτη. Που θα ξεκινούσε αεροπορικώς, έγινε πάρε καράβι αν θες, και κατάντησε αν πας Χανιά σε περιμένει ξενοδοχείο.

         Και τι σου ζήτησα δηλαδή; Μια νύχτα να περάσουμε μαζί. Προτού χαθούμε στις ζωές μας.  Έλπιζα να σε προλάβω εκείνο το βράδυ.  Μην ανοίξεις τα φτερά σου και το παίζεις άγνωστη σε μας που σε μεγαλώσαμε.  Το ελικοειδές ανεξίτηλο του χρόνου σημαδεύει αυτά που μας χωρίζουν, έλεγες.  Πάλι καλά που μίλαγα και ξένες γλώσσες.

          Στο λύκειο σε φώναζαν το θέατρο του παράλογου.  Ανίδεοι περί των καλλιτεχνικών, φάνταζε σωστό μόνο εκείνη τη στιγμή. Όπως και τα τσιγαριλίκια. Και η πουτάνα η μανά σου που κατέδωσε τον αδερφό σου μπας και βάλει μυαλό ο ανεπρόκοπος. Να γυρίζει με τα ξέκωλα. Να χρωστάει και στο τελευταίο καβαντζόπουστα. Πώς δε σ’ έβγαλε στο κλαρί με την αγάπη που του είχες. Είναι μικρή πόλη η Αμαλιάδα και αυτά μαθαίνονται εν τάχη. Θα σε πλήρωνα όσο όσο.  Από τα λεφτά του δηλαδή γιατί εμένα μου έκοβε και λίγο. Δε μου τα τρώγαν οι πουτάνες.  Ότι κάναμε, εγώ έπαιρνα λιγότερα. Ήξερα θα τον πιάσει το φιλότιμο τη μέρα που θα τον έχωναν μέσα και θα με άφηνε στην απ’εξω. Έχεις τίποτα άλλο να προσθέσεις; Ζητάω συγγνώμη από όλους και ελπίζω το σεβαστό δικαστήριο να λάβει υπόψη την ειλικρινή μεταμέλεια μου και τη πρόθεση μου να εκτίσω τη σωφρονίζουσα ποινή που ορίζει ο νόμος. Ντε και καλά ότι τα σκαρφίστηκε όλα μόνος του από τις αεροστεγείς σακούλες μέχρι τους διανομείς στη Στουτγάρδη.  Μου κράταγες κακία που δεν πήγα ούτε μια φορά να τον επισκεφθώ. Άμα τον δεις φίλησε τον μου σταυρωτά το πούστη.  Τον ήξερα το Κίμωνα, από τη καλή και από την ανάποδη που λένε, καταντημένο πουτανάκι σε όποιον θα του δώσε λίγο μαύρο για να χαρούν τα σκέλια του.  Σε δυο χρόνια που βγαίνει θα κάνει τα πάντα για να ξαναμπεί. Είναι αδερφός σου δε του κρατάς κακία άμα τον ξεγράψεις και συ μπορεί να αυτοκτονούσε. Ίδιος ο πατέρας σου, σας παράτησε με το ευρηματικότατο πάω για τσιγάρα και χάθηκε πάνω στον όγδοο μήνα που ήταν η μανά σου έγκυος με σένα. 

         Έκοψες και το χόρτο και μέσα στη τρελή χαρά βρόντηξες διάβασμα και φροντιστήρια για τις πανελλήνιες.   Ήσουν για άλλα εσύ.  Πίσω από μια ταμιακή μηχανή, πλαισιωμένη από τσίχλες, μπαταρίες, σοκοφρετες, ξυραφάκια και προφυλακτικά. Υπό το σκωπτικό βλέμμα όσων το έπαιζαν υπεράνω.  Αφού είναι αυτή εδώ, εμείς είμαστε σαφώς σε καλύτερη μοίρα.  Δε σε άγγιζε όμως.  Τίποτα δε μπορούσε να σε χαλάσει. Μάζευες τα φράγκα σου για ένα ζευγάρι μπλε μάτια. Και ας γέλαγαν οι άσχετοι που σε είδαν στο κλαμπ. Τι ξέρουν αυτοί; Ο οφθαλμίατρος, η μάνα σου, το μαγαζί με τα οπτικά, οι φίλες σου. Τι σκατά ξέρουν για το ποια είσαι;  Η πιραντελική σου διάσταση ήταν για όλους αυτούς σα τα δρακουλίνια που τρώγαμε μικροί.  Αυτό που συνήθως αναλώνεις διαφέρει ριζικά από εκείνο που περίμενες.  Έτσι μπορώ και κοιμάμαι τα βράδια.  Βλέπω και τηλεόραση.  Φόραγες πάντα ..μπα τι σημασία έχει για σένα…να σου γίνω μόδα ήθελα. Να μη με φοράς ώσπου να επανέλθω. Ήθελα και με έχεις μαζί σου όπου και αν τραβήξεις. Πιο πολύ αν μείνεις πίσω από τα μπλε σου μάτια στο κλαμπ, να πίνεις το μαρτινάκι σου νωχελικά, να κουνιέσαι στα μπιτ σα να δίνεις τάξη στο χάος που επιμένει να αδρανοποιεί τη δυνατότητα ερεθισμού των νευρικών μου κυττάρων. Περίλυπος. Να ακυρωθώ στο έλεος που μεστώνει σχεδόν ηδονικά την απουσία σου. 

         Εν μια νυχτιά όμως τα μάζεψες και την έκανες. Το μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα του Λειβαδίτη, ένα σιντί της μπεθ ορτον, δυο φούστες, μπλουζάκια, ένα τζην, τα στριγκ και ένα κουτί τσίχλες. Είχα υποτιμήσει τη φλασιά που έφαγες.  Και εγώ στη θέση σου θα’ χα πάρει ανάποδες. Σε έχασα για τέσσαρις μήνες.  Θέλησα να τρέξω από πίσω σου να σου αλλάξω ψυχολογία να τα σκεφτείς λογικά πράγματα. Του πούτσου δηλαδή, ούτε σε ταινία που παίζεται σε αίθουσες β’ προβολής και περνάει στο αζήτητα των χρεοκοπημένων βίντεο κλαμπ να ήμουν. Σορυ αλλά δε κάνω τέτοια. Βρες το δρόμο σου η ότι άλλα σκατά ψάχνεις. Γίνομαι λίγο κάφρος I know, τα μάτια σου όμως είναι ακόμα μπλε σε οποίο μήκος και πλάτος αν έχεις βρει ένα σπίτι να γυρνάς και να το νομίζεις δικό σου με νοίκι και κοινόχρηστα που αντέχει η τσέπη σου κοντά στη στάση λεωφορείου γιατί μηχανάκι δεν είχες καλά αυτοκίνητο δε το συζητάω θα έπαιρνες πολύ κοσμάκη στο λαιμό σου και ας λένε οι στατιστικές ότι οι γυναίκες είναι προσεχτικότεροι οδηγοί. Για τα μπάζα ήσουν πίσω από το τιμόνι.  Κάθε λακκούβα και γράνα επιστράτευε τον δικό της εφηβικό ερωτισμό να σε μαγνητίζει ώστε να σπας και να ξανασπάς της μάνας σου το παλιορενο.

         Πράσινο.  Που σιχαινόσουν. Τα βράδια που γύρναγες από το σούπερ μάρκετ, πτώμα από καλοσύνη και με γιαουρτάκια χωρίς λιπαρά για να μη κοιμηθείς θεονήστικη περιφερόσουν από δωμάτιο σε δωμάτιο με τα φώτα κλειστά. Το λαδί της ταπετσαρίας ήταν άστα να πάνε. Στο σκοτάδι έτρωγες, κατούραγες έβγαζες το μεικ απ, σκεφτόσουν τι δουλείες είχες να κάνεις, άλλαζες σε κάτι πιο απλό, ένα μακρύ τισερτ, σιγοσφύραγες το σκοπό από ένα τραγούδι που από καιρό σου τη σπάει. Στο σκοτάδι καθάριζες τους μπλε φακούς επαφής και τους τοποθετούσες στη θήκη τους. Βγήκε και μια βρώμα ότι αποπειράθηκες να αυτοκτονήσεις. Έσπασες ένα αδειανό μπουκάλι τεκίλα λέει και χάραξες τις φλέβες σου στους καρπούς. Ίσα για να μείνουν σημάδια γιατί δεν έκοψες  το πετσί σου  βαθιά.  Δυσκολεύτηκα να το πιστέψω σε φανταζόμουν όμως με τα χέρια σου χωμένα στις τσέπες, σα τα εντεκάχρονα που τριγυρίζουν στα φανάρια, να φοράς μακρυμάνικες μπλούζες χειμώνα καλοκαίρι καλύπτοντας το δήθεν μυστικό σου. Αν δε γκρεμοτσακιστείς ή  πυροβοληθείς  όλα τα άλλα είναι για το θεαθήναι, να τραβάς τη προσοχή του κόσμου.  Κάτι που βέβαια αρνιόσουν κατηγορηματικά. Κατέβαζες τη μούρη σου, πέρναγες τα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια σου πίσω από τα δυο κουνελήσια αυτιά σου γενικά μια έκφραση εγώ δε φταίω και κάνω ότι μπορώ.

         Τι άλλο υπάρχει στη ζωή σου που θα με ενδιέφερε να ξέρω;  Α ναι έμαθα και που μένεις.  Περιστέρι.  Πίσω από το γήπεδο μπάσκετ. Στη γεμάτη γλάστρες και αναρριχόμενα τετραώροφη πολυκατοικία. Ισόγειο.  Άλλαξες και το όνομά σου.  Είπα να σου κάνω μια έκπληξη. Στήθηκα έξω από τη πόρτα σου. Κάποιος από τα παλιά. Σίγουρα θα χαιρόσουν να με δεις, να μάθεις τι γίνεται στη πατρίδα, ποιος παντρεύτηκε ποιος χώρισε κ.α. Ούτε τη πόρτα χτύπησα. Στο δημοτικό λέγαμε ότι είχες γεννηθεί σε βάρκα και μου’χει μείνει η ιδέα. Ήταν κλειστά.  Περίμενα δυο μέρες. Ούτε για τσιγάρα δε πήγα. Μέχρι που οι ένοικοι φώναξαν την αστυνομία και αναγκάστηκα να πω ψέματα ότι ήμουν ο αδερφός σου και σε περιμένω γιατί έχω κλειδωθεί απ’εξω. Μια γειτόνισσα μου προσέφερε να μείνω σπίτι της ώσπου να γυρίσεις. Ευχαριστώ αλλά θα έρθει όπου να’ναι. Είχες πάει ταξιδάκι φαίνεται γιατί μπήκες με βαλίτσες. Η αλήθεια είναι ότι είχες αλλάξει πολύ. Μόνο τα μπλε σου μάτια αναγνώριζα. Εσύ όμως το διάλεξες να το παίξεις φοβισμένη. Ποιος είστε κύριε, αν δε φύγετε αμέσως θα καλέσω την αστυνομία, Εγώ είμαι βρε δε με θυμάσαι τόσα περάσαμε, Αμαλιάδα. Πρώτο Λύκειο, με το Κίμωνα έκανα παρέα. Εγώ κύριε ούτε από την Αμαλιάδα είμαι ούτε αδερφό Κίμωνα έχω. Έβγαλες και το κινητό σου και κάλεσες κάποιον. Φώναξες και βοήθεια. Φαίνεται ότι δεν ήθελες να σχετίζεσαι με το παρελθόν σου. Σε καταλαβαίνω. Και επειδή δε μου αρέσουν οι σκηνές και εκτιμώ το τι περνάς είπα να φύγω. Δε πειράζει. Εγώ σε καταλαβαίνω. Δε πρόκειται να σε ξαναενοχλήσω, μωρό μου. Μεταξύ μας όμως δε σώνεσαι έτσι από εσένα.  Η θεατρικότητα απαιτεί και τη κάλπικη απενοχοποίηση των όσων σε δυναστεύουν. Βλέπε μπλε μάτια. Νοερά μου σμπαράλιασες το είναι, εκεί που έσφυζα από χαρά όταν σε αντίκρισα, τώρα σα τα τσογλάνια που δεν έχουν τίποτα κρατήσει ανέπαφο δικό τους να προσδίδει σημασία στην ανιαρότητα τους σε παρακολουθώ. Κάποιες στιγμές βαριέμαι παραγνωρίζοντας την ανοίκεια θαλπωρή που συνδράμει με τη μιαρή επίγνωση της μαλακίας του τι κάνω εδώ και σε απροσιτοποιεί. Και με παίρνει από κάτω. Τα μαζεύω και τη κάνω. Ανεπιστρεπτί που λένε.

          Δε γαμιέται θα γυρίσω Αμαλιάδα. Στη δουλειά με έχουν κράξει άσχημα, όχι τίποτα άλλο δηλαδή ο διευθυντής μου έχει χοντρό βύσμα  και μπορεί να μη Διδυμοτειχιάσω από Σεπτέμβρη.  Σταματάω ένα ταρίφα, συνομήλικο, έχει τις μαύρες του και αυτός, του φταίνε όλα, θέλει να μάθει αν θα γινόμουν ποτέ ταρίφας αφού δηλώσει ότι είναι πολύ ψυχοφθόρα δουλεία.  Διπλοπαρκάρει σε ένα περίπτερο και με διατάζει να κατεβώ να του πάρω τσιγάρα, δεν έχει λιανά, πλήρωσε τα και θα τα βρούμε λέει. Πάρε ένα. Ανάβω και ρουφάω. Από πού είσαι ; Έχεις δουλείες εδώ; Ανεβαίνεις συχνά Αθήνα;  Προσπαθώ ν’απαντήσω με ένα ναι η όχι. Τρώει κόλλημα με τις στάχτες.  Στο τασάκι σε παρακαλώ γιατί από το παράθυρο γεμίζει το σαλόνι.  Με τα πολλά φτάνουμε Κηφισό.  Έλεγα να μη σου κρατήσω για τα τσιγάρα αλλά μου έκανες το μισό πακέτο.  Καλό ταξίδι.  Μου δίνει και μια κάρτα,  άμα λάχει και ανέβω ξανά να τον πάρω στο κινητό, όπου και να’ναι θα παρατήσει τη κούρσα για τη πάρτι μου, του πούστη δηλαδή δικό μου ταξί είναι, σε συμπάθησα, να’ σαι καλά, να προσεχείς, γάμα τις γυναίκες μωρέ όλο μπελάδες είναι, προχτές είχα κάτι αμερικανές, πιωμένες, τις παίρνω από το Insomnia, Παγκράτι, αν ξέρεις, η μια είχε τα μπούτια της ανοιχτά, όλα χύμα, τα μουνοχειλά της πρέπει να ζυγίζανε ίσα με τρία κιλά, ψωλόχυμα τελείως, καλά μη σε κρατάω, μη χάσεις και το λεωφορείο σου.   Εξετάζω το ενδεχόμενο να με ψιλογουστάρει. Λήγει το θέμα εκεί.

         Πάντως εσύ θα το έβρισκες πολύ tacky με το πουστράκο το ταρίφα.  Και αυτό με ενοχλεί αφάνταστα μπορώ να πω.  Οι απόψεις σου ήσαν στρουκτουραλιστικά ανεκλαϊκευτες. Λανσαρισμένες με τη πολυφασματότητα μιας και μόνο υποσκάπτουσας ερμηνείας.  Παίρνω άλλο ταξί και ψάχνω να σε βρω. Περιστέρι η Παγκράτι έμενες; Δε συγκρατώ τέτοιες λεπτομέρειες. Α ναι τι μαλάκας που είμαι, κοντά στο Ιnsomnia.  Έβρεχε θυμάμαι.  Κρύωνα. Σ’ένα άκρως μελαγχολικό τραπεζάκι στο Insomnia πίνω fredo. Και τεκιλα να ζεσταθώ. Η σερβιτόρα μου φέρνει ευγενικά λίγο μέλι μέσα σε σφηνακι. Το γλύφω στα χείλη μου να μην σκάσουν.  Αν δεν έχεις να πληρώσεις δε πειράζει, έρχεσαι συχνά εδώ, σε ξέρουμε, λέει.  Και το βιβλίο σου, άσχετα με το τι λένε, μου άρεσε πολύ, σα να σε ξέρω χρόνια, λες και τα δικά μου όνειρα σαρκώνονται στις σελίδες του, συμπληρώνει. Θα με περνάει για κάποιον άλλο.  Σε λίγη ώρα σχολάω, περίμενε με αν θες, να φάμε κάτι ίσως, αν θες βέβαια, εσείς οι συγγραφείς δεν πολύασχολείστε με τους κοινούς θνητούς. Καθώς μου μιλάς οι κόρες των ματιών σου διαστέλλονται  και το άσπρο τους, αυτό που απομένει, πυκνώνει και λάμπει. Σπουδάζω και δε σπουδάζω λογιστική στο ΤΕΙ του Πειραιά, μένω μόνη, γράφω, αλλά όχι όπως εσύ.  Πες μου για σένα, ποιoς είσαι. Δε νοιώθω ο εαυτός μου τελευταία, γυρίζω από δω και κει, έτσι για να μην είμαι μόνος.  

 

 

Βασίλης Νικολάου

vitadelta@hotmail.com