Μιχάλης Παπαντωνόπουλος 

 Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1980 στην Αθήνα, όπου και ζει. Τον Σεπτέμβρη του 2001 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή “ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ” (εκδ.ΔΩΔΩΝΗ).

 

 

ΜΝΗΜΕΣ

 

Ι

 

Αναπολώ το πατρικό χώμα της αυλής μου,

τα γέλια των παιδιών στους αραχνοϋφαντους δρόμους,

τις νεαρές γυναίκες που χάριζαν βλέμματα ωχρού ερωτισμού

στην αγορά,

το θρόισμα των βυθισμένων, φθινοπωρινών φύλλων

στα νερά του Μαίανδρου.

Θυμάμαι τις ευωδιές των κρίνων,

τις λαξεμένες εκκλησιές πάνω στους γαλήνιους μονόλιθους

τις εύπορες, αρχέγονες χώρες στο κέντρο του κόσμου.

Συλλογιέμαι τα πορφυρά υφάσματα, τ’ ατέλειωτα παζάρια,

τα μαρμάρινα αγάλματα, τους επιβλητικούς κίονες, τ’αργυρά

νομίσματα, τις χρυσαφένιες κούπες, που πίναμε κρασί.

Επικαλούμαι τη λιτότητα του ιερού της Άρτεμης, τους στίχους,

που απαγγέλλει ο Όμηρος στη δεξιά όχθη της κοίτης του

Σκαμάνδρου.

Γαληνεύω με τη θύμηση της απέραντης θέας απ’ τ’ απόκρημνα

βράχια του Αιγαίου.

Εντυπωσιάζομαι από τα ιμάτια των ξένων, που φτάνουν στο

λιμάνι.

Ανακαλώ στη μνήμη μου τις βαθιές, γόνιμες κοιλάδες,

την αλμυρή έρημο με τη χρυσοφόρο άμμο,

τη Λυδία λίθο,

τους κόλπους της Κίου.

 

Μιλώ για τη Μικρά Ασία.

 

 

 

 

ΙΙ

 

Διακρίνω τις ορδές των πεινασμένων λύκων να κατασπαράζουν

το σώμα μας

Οσφραίνομαι τον άνθρακα, τη σκληρή πραγματικότητα της στάχτης

Παραπατάω ανάμεσα στα σφαγμένα κουφάρια των κατατρεγμένων

Νιώθω τις τεντωμένες φλέβες του λαιμού της μάνας μου

Αφουγκράζομαι τις κραυγές των γλάρων , που πετούν χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας

Χαϊδεύω με τις άκρες των δαχτύλων μου τα τείχη της Εφέσσου,

τις αμυχές πάνω στο δέρμα του Μαρσύα

Αναζητώ στις πλίθρες τα κατάλοιπα ενός πολιτισμού

Εισβάλλω στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού αναζητώντας τα χνάρια των προγόνων μου

Θλίβομαι αντικρίζοντας σάβανα τυλιγμένα γύρω από τους κορμούς των κυπαρισσιών

Προσεύχομαι για την καιόμενη και λεηλατημένη Σμύρνη από τα στίφη των βαρβάρων

Γκρεμίζομαι από τις πολυσχιδείς ακτές στ’ απέραντα,βαθυγάλανα

νερά του Αιγαίου

Επιστρέφω σε μια άλλη χώρα

Ψηλαφώ τα σωθικά μου

Μετανιώνω που έφυγα και δεν πέθανα στον τόπο μου

Προσπαθώ ν’ ακρωτηριάσω κάθε μου μνήμη

Δαγκώνω τα χείλη μου

Δε μπορώ πια να μιλήσω

 

Γράφω για τη Μικρά Ασία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΕΔΡΟΣ

 

Ένας κέδρος λυπημένα σε κοιτάζει

Μια ανάσα μακρινή και ξεχασμένη

Ένας ήλιος φωτισμένος απ’ τα μάτια σου

Και μια ελπίδα τρυφερή μα νικημένη

 

Μια κραυγή σου με ξυπνάει τα χαράματα

Και με διώχνει απ’ της αγάπης σου το φως

Μες στην πόλη είναι νεκρά όλα τ’ αγάλματα

Και γυρνώ ανάμεσά τους σιωπηλός

 

Χρόνια τώρα ξεχασμένος απ’ τη μοίρα σου

Καθηλωμένος στων ματιών σου το βυθό

Κυνηγάω μία ώρα απ’ τη νύχτα σου

Για να διώξω απ’ τη ζωή μου το κακό

 

Ένας κέδρος πληγωμένος απ’ τα λάθη σου

Βυθισμένος στης απόγνωσης τον πόνο

Ξεψυχάω κάθε βράδυ μες στο χώμα σου

Η νύχτα προχωράει κι εγώ λιώνω

 

 

(Από την ποιητική συλλογή ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ

 

Πάνω στη μαρμάρινη ταφόπλακα

δίπλα από το λήκυθο με τα νεκράνθεμα

αφήνω ανάθημα στους φόβους σου

δυο λέξεις στοργικές:

“σε νιώθω”.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΕΝΟΣ ΚΕΡΙΝΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

 

                                                              Στην Τόνια

 

Μεγαλώνουμε

αλλάζουμε

κατασπαραζόμαστε

βυθίζουμε τα τραύματά μας στη σιωπή

νιώθουμε τα πρώτα δόντια της ευτυχίας

                                        βαθιά μέσα στο δέρμα μας.

Ρίχνουμε γέφυρες στ’ αστέρια

αλυσοδένουμε τους κομήτες

λικνιζόμαστε ηδονικά σ’ ένα βαλς ασθενικών αναμνήσεων

κάτω από τις πολύχρωμες εωθινές ανταύγειες της βροχής

στην αγκαλιά ενός κέρινου χειμώνα.