Μαρία Πισιώτη 

 

Της Ανδρομέδας ανταποκριτής

εδώ και 3000 χρόνια

καταγράφω

τη θλιβερή εγωπάθειά σας

που τείνει να μεταβάλλει

τούτη την όαση

σ' ένα κομμάτι μύθου


 

 

Θέλω να γελάς

 

Ουράνιο τόξο θα γενώ

τα σύννεφα βροχής

να εξαφανίσω.

Θέλω να γελάς.

Τα μαύρα νέφη της καρδιάς

με άνθη θα στολίσω.

Το παράπονο στα χείλη,

χαμόγελο ας γενεί,

κι ο πόνος σου στα

στήθη μου ας πνιγεί.

Θέλω να γελάς.

Ταιριάζει τόσο

στην τρυφερή μορφή σου.

 

 


 

 

Η Τρίτη υπόσταση

 

Το κορμί καταπονημένο.

Το πρόσωπο αυλακωμένο.

Η ψυχή τριάντα χρόνων γιαγιά.

Η σκέψη ώριμη.

Πετά.

Δεν έχει σίδερα ούτε αλυσίδες.

Δεκαεπτά χρόνων η καρδιά.

Εκεί σταμάτησε το ρολόι.

Ονειρεύεται κρυφά.

Σε λιβάδια σεργιανά.

Πράσινα, γαλάζια, δεν έχει σημασία.

Κάποτε κλαίει,

κάποτε γελά.

Μα νιώθει χαρά.

Ελεύθερη ακόμα

μπορεί και πετά.

Πετά.

Αυτό έχει σημασία.

 

 


 

 

Οι μάσκες

II

 

Στο σφιχταγκάλιασμα του φεγγαριού

εξανεμίστηκε η ελπίδα.

Το περίγραμμα της αχνοφαίνεται

στη χλωμή του όψη.

Ίσως κάποτε το αστρικό αγέρι

της ξαναδώσει φτερά.

Χάθηκε και η αγάπη.

Έγινε γκρίζο σύννεφο οδύνης.

Ραίνει τα σιδερένια προσωπεία.

Αβίαστα κυκλοφορούν οι μάσκες

στη τσιμεντένια ζούγκλα.

 

 


 

 

Δύσκολοι καιροί

 

Μπόλιασε η Χίμαιρα

τον ουρανό φαρμάκι,

τον χρόνο έπαρση

και φθόνο,

ύψωσε στον ιερό βωμό

την ευτέλεια της ύλης.

Το φθοροποιό εγώ

αγέρωχο στο θρόνο του

ορίζει τις τύχες των πολλών.

Η Σκύλα και η Χάρυβδη

δρέπουν τους καρπούς του.

 

 


 

 

 

Χειμερινή διαδρομή

 

Πανσέληνος χλωμή

το βήμα μου φωτίζει,

σε μονοπάτια άβατα,

χειμερινά.

Ανέγγιχτη εικόνα,

απόμακρη,

συγκαταβατική,

μειδιάς

καθώς

το έρεβος αγκαλιάζεις.

Μ’ ένα στεφάνι χλωμό,

παλεύω τα σκοτάδια.

Ν’ απαλύνω την καρδιά

που ντύθηκε στης μοναξιάς

τα πέπλα.

 

 


 

 

Σε μια στιγμή

 

Ήρθες!

Κρατώντας ένα λουλούδι.

Σου ψιθύρισα κάποιο τραγούδι.

Μου ‘πες: σταμάτα.

Σου είπα: κλείσε τα μάτια.

Άγγιξε το δείλι.

Αναφώνησες.

Τρόμαξα.

Γέλασες.

Έκλαψα.

Πέταξες.

Νύχτωσε.

 

 


 

 

 

Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ

 

Την κολυμβήθρα του Σιλωάμ

αναζήτησα.

Έτσι στην απομίμησή της

χρίστηκα.

Τα δυο παράλληλα σοκάκια να διαβώ

ορίστηκα.

Σε δυο κομμάτια, και άλλα δυο

κι ακόμα δυο...

χωρίστηκα.

Ώσπου νάτην εμπρός μου.

Λιτή, επιβλητική, απλή!

Εξαγνίστηκα.

 

 

 


 

 

 

Σε κρύψαμε ήλιε

 

Στο δέντρο της γνώσης

απόμειναν λίγα φυλλαράκια.

Οι αισθήσεις καταλύθηκαν

τεχνοκρατικά.

Η μια Βαβέλ μετά την άλλη

ορθώνεται στον ουρανό,

περήφανη για τα δάση

που αντικατέστησε,

για τις φωνές που χάθηκαν...

χάνονται στην αιθαλική πνοή της.

Σε κρύψαμε Ήλιε.

Είσαι μια σκιά στης

τεχνογνωσίας το λύχνο.

 

 

 


 

 

 

Η αλήθεια του 2000

 

Σαρώνονται οι αισθήσεις

με τεχνοκρατικούς ρυθμούς.

Ασύνδετες εικόνες, λέξεις,

νούμερα, ήχοι κυοφορούν

σ’ ένα λαβύρινθο.

Επεξεργασία βεβιασμένη,

αποτέλεσμα ρηχό

συντρέχουν τον ταχύποδα

χρόνο.

 

 


 

 

Ρούχο δανεικό

 

Με ρούχο δανεικό

κίνησα του κόσμου

τις ομορφιές ν’ αγγίξω.

 

Ένιωσα δάκρυα άτεχνα

κρυμμένα σ’ ένα γέλιο.

Είδα τον πύρινο κλοιό

να ζώνει την ελπίδα.

Υποσχέσεις απατηλές

να δίνουν τα σκουλήκια.

 

Με ρούχο δανεικό

κίνησα τον πονεμένο

χάρτη ν’ αλλάξω.

 

Το μοίρασα στις

πέτρινες καρδιές,

μήπως και σώσουν

ένα πράσινο φύλλο.

Ίσως μια πεταλούδα

αναστηθεί για χάρη του

δανεικού μου ρούχου.

 

Με ρούχο δανεικό

κίνησα του κόσμου

τις ομορφιές ν’ αγγίξω.

 


 

Της Αντιύλης το παιδί

 

Βαριά τα βλέφαρα

διαλέγουν το σκοτάδι.

Τόσο “φως” πώς ν’ αντέξουν!

Στο οπτικό τους νεύρο

αγκιστρωμένες ψηφίδες φωτός.

Ώρα να εγερθεί της Αντιύλης

το παιδί.

Κάτω απ’ το δικό του πρίσμα

ενώνονται οι ψηφίδες,

τόσο παράξενα

για τα δεδομένα της ύλης,

τα δεδομένα του φωτός.

Όμως τα μάτια γνωρίζουν.

Ποιος είπε ότι είναι ο καθρέφτης

της ψυχής?

Πάντα επιλέγουν τον χωροχρόνο

της αποκάλυψής τους!