Μάνος Πρίτης 

 Γεννήθηκα στην Αθήνα πριν από 39 χρόνια όπου και έζησα τα περισσότερα μου χρόνια. Κατοικώ μόνιμα πλέον στη Θεσσαλονίκη και εξακολουθώ να διοχετεύω την ενέργεια μου και τις εμπειρίες μου, στο χαρτί, μέσα από τη διαφορετικότητα στιγμών και τόπων. Γράφω μικρά κείμενα και κυρίως ποίηση. 

 

 

 

Η ΓΝΩΣΗ

 

Κάποτε, σε ένα από τα ταξίδια μου στην χώρα του ονειροκόσμου -ξέρεις φίλε μου- αυτήν την χώρα που το πέρασμα της ανοίγει την ώρα που η σιγαλιά απλώνει το πέπλο της σιωπής, και οι σκέψεις πιασμένες χέρι χέρι ξεκινούν τον χορό της θύμησης, αυτήν την ώρα που το κρυστάλλινο καράβι των θέλω μας αρχίζει να γλιστρά πάνω στην πολύχρωμη θάλασσα των αισθημάτων μας, με τα λευκά πανιά της φαντασίας μας και κωπηλάτες τις αναμνήσεις μας.

Μια τέτοια ώρα φίλε μου η σιγαλιά άπλωσε για μια ακόμα φορά το χέρι της σαν την αιώνια αγαπημένη, και με πήρε για ένα ακόμα ηδονικό ταξίδι.

Γιατί λησμόνησα να σου πω πως κάθε φορά που έρχεται στο δωμάτιο μου ντυμένη με τον αναρίθμητο πλούτο της σιωπής, ξυπνά μέσα μου την ηδονή, μια ηδονή που κάνει κάθε μου μόριο να πάλλεται τρελά.

Κάποτε της ζήτησα να μείνει για πάντα μαζί μου, να γίνει παντοτινή μου συντροφιά, μα γέλασε μαζί μου και μου ψιθύρισε πως δεν ήταν κτήμα και πως δεν μπορούσε να διαθέσει τον εαυτό της σε κανέναν από τους επισκέπτες του ονειροκόσμου προσωπικά.

Λυπήθηκα τότε σαν τον ερωτοχτυπημένο εραστή που λησμονήθηκε από την αγαπημένη του.

Μα με τον καιρό συνήθισα να την περιμένω να με επισκέπτεται τις ώρες που αυτή αγαπά, και να αφήνομαι στα μαγευτικά ταξίδια που σκαρώνει για μένα στη χώρα του ονειροκόσμου.

Ένα από αυτά τα ταξίδια θέλω να σου περιγράψω.

Το καράβι των θέλω μου γλιστρούσε αθόρυβα, με την φαντασία μου να φουσκώνει τα πανιά της, και τις αναμνήσεις μου να κωπηλατούν ρυθμικά κατευθυνόμενο προς τις ακτές του νησιού της γνώσης - αυτήν την ονομασία του είχε δώσει η σιγαλιά - Στο βάθος του ορίζοντα είχαν αρχίσει να διαγράφονται αχνά οι ακτές, σε αυτό το ταξίδι η θάλασσα των αισθημάτων μου ήταν γαλήνια σαν να την είχε μαγέψει και αυτήν η σιγαλιά.

Σύντομα είχαμε αράξει στην ακτή και για μια ακόμη φορά πιασμένοι χέρι χέρι με την αγαπημένη ξεκινήσαμε έναν περίπατο στους κήπους του νησιού.

Οι βράχοι στην ακτή ήταν διάφανοι και γυαλιστεροί, χωρίς να έχουν ούτε ένα ψεγάδι μέσα τους, ήταν καθαρά διαμάντια, και οι πέτρες ήταν μικρά διαμάντια που λαμποκοπούσαν στο φως του άστρου της σοφίας που έλαμπε παντοτινά πάνω από το νησί της γνώσης.

Τα λιβάδια στο εσωτερικό του νησιού ήταν σπαρμένα με πολύχρωμα λουλούδια που τα πέταλα τους ήταν καμωμένα από λογής λογής πέτρες.

Όλα σε αυτό το νησί ήταν διάφανα και έλαμπαν.

Κάποια στιγμή βλέποντας ένα ρόδο από κόκκινο διάφανο ρουμπίνι άπλωσα το χέρι μου να το κόψω, μα η σιγαλιά μου ψιθύρισε: «Μόνο το δώρο που θα σου δώσει ο αρχαίος σοφός προφήτης που μερικοί από τους ταξιδιώτες έλεγαν πως είναι ο χρόνος μπορείς να πάρεις.»

Για μια ακόμα φορά λυπήθηκα γιατί η σιγαλιά μου αρνιόταν κάτι που μου άρεσε πολύ.

Τότε με πήρε από το χέρι και οδηγώντας με πιο βαθιά στο νησί φτάσαμε σε μια μεγάλη πεδιάδα, εκεί στα πόδια μου απλωνόταν μια άλλη θάλασσα από πολύχρωμα λουλούδια-γνώσεις μόνο που αυτά δεν έλαμπαν και είχαν πάνω τους διάφορες ακαθαρσίες-στίγματα.

Γιατί είναι έτσι άσχημα; ρώτησα

Κάποιοι άνθρωποι κάνουν μόνοι τους το ταξίδι στον ονειροκόσμο - μου είπε - έρχονται μέσα από θάλασσες ταραγμένες με βδελυρά σκαριά και κλέβουν κάποια από τα λουλούδια-γνώσεις και μετά επιστρέφουν στον κόσμο του ήχου και της σάρκας και με τα κλεμμένα λουλούδια επιδεικνύονται για λίγο, και μετά τα πετούν σε μια άκρη της ακτής των αισθημάτων τους, και τα λουλούδια-γνώσεις μαραίνονται.

Και αυτοί αντί να τα ποτίσουν με το νερό της σκέψης τους τα εγκαταλείπουν στις σκοτεινές ακτές και μην έχοντας τροφή και το φως του άστρου της σοφίας στιγματίζονται και λερώνονται.

Τότε είπα στη γλυκιά σιγαλιά να παρακαλέσει, για μένα που την αγαπώ, τον αρχαίο σοφό προφήτη να με αφήσει να πάρω μερικά από αυτά.

Θα τα ποτίζω εγώ με το νερό της σκέψης μου και όταν θα έρχεσαι να με πάρεις στα όμορφα ταξίδια που μου χαρίζεις τότε εγώ θα τα έχω μαζί μου-της είπα-και θα τα φέρνω στο νησί της γνώσης στο άστρο της σοφίας για να γυαλίσει τις πλευρές τους με το φως του και να τα κάνει πιο πολύτιμα για μένα. Μα η απάντηση ήταν η ίδια.

Τραβώντας με απαλά κατευθυνθήκαμε προς έναν ναό που ήταν κτισμένος στην βάση του βουνού των απόκρυφων μυστικών.

Ο ναός ήταν κτισμένος από τα γυαλιστερά λουλούδια-γνώσεις που είχε συγκεντρώσει ο αρχαίος σοφός προφήτης στο πέρασμα του αναρίθμητου χρόνου, λουλούδια που άλλοι ταξιδιώτες είχαν ποτίσει με το νερό της σκέψης τους και είχαν γυαλίσει με το φως του άστρου της σοφίας.

Σε μια πέτρα διάφανη και πολύ πιο αστραφτερή που βρισκόταν στο κέντρο της αυλής του ναού της μάθησης θα βρίσκαμε το δώρο που είχε αποφασίσει να μου δώσει ο αρχαίος σοφός προφήτης.

Αυτήν την πέτρα λένε ότι την έβαλε εκεί ο Θεός-σύμπαν πριν ο αρχαίος σοφός προφήτης κτίσει τον ναό.

Πριν καν υπάρξει.

Πλησίασα αργά γιατί η πέτρα γυάλιζε υπερβολικά και γινόταν όλο και πιο αστραφτερή από το φως του άστρου της σοφίας, τόσο που με θάμπωνε και με ζάλιζε. Σκιάζοντας τα μάτια με τα χέρια μου φτάσαμε επιτέλους στην πέτρα όλης της σοφίας. Έτσι την είπε η σιγαλιά. Επάνω της διέκρινα κάτι που έμοιαζε με μια παλιά και φθαρμένη πένα. Αμέσως η ψυχή μου λυπήθηκε γιατί περίμενα να πάρω ένα από όλα αυτά τα γυαλιστερά λουλούδια-γνώσεις, μα αντί για αυτό θα έπαιρνα μια παλιά φθαρμένη πένα.       

Η σιγαλιά νιώθοντας την ταραχή μου, με μετέφερε γρήγορα στο καράβι, και η φαντασία φούσκωσε τα πανιά της και οι αναμνήσεις κωπηλατούσαν με ορμή, η θάλασσα των αισθημάτων μου άρχισε να ανατριχιάζει, και σιγά σιγά η ανατριχίλα έγινε ταραχή, μα η σιγαλιά που είχε οδηγήσει πολλούς στη χώρα του ονειροκόσμου ήταν έμπειρη στα ταξίδια και με την γνώση της καθοδηγούσε την φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου και έτσι φτάσαμε στο τέλος του ταξιδιού με ασφάλεια.

Τότε η μέρα άνοιξε τα μάτια της και η αγαπημένη αποτραβήχτηκε δίνοντας τη θέση της στους ήχους και τη σάρκα και εγώ - τι λύπη φίλε μου - απόμεινα να κοιτώ την παλιά φθαρμένη πένα που ήταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα χαρτί στη γωνιά του τραπεζιού μου.

Σαν σε ψίθυρο άκουσα τη σιγαλιά να μου λεει: «Ο αρχαίος σοφός προφήτης είναι λυπημένος μαζί σου, και από δω και μπρος θα σε παίρνω μόνο στα ταξίδια που η πένα του λόγου θα αφήνει σαν ίχνη πάνω στο χαρτί.»

Και χάθηκε.

Τώρα κάθε φορά που η αγαπημένη έρχεται εγώ σκαρώνω τα ταξίδια μας στον ονειροκόσμο αφήνοντας τα ίχνη της ψυχής μου με την πένα του λόγου πάνω στο χαρτί, και ελπίζω πως κάποτε θα ξανακάνουμε το ταξίδι στο νησί της γνώσης που τόσο πολύ με έχει μαγέψει, μην ξέροντας πως με τον καιρό αν ποτίζω τα ίχνη της πένας του λόγου με το νερό της σκέψης μου, αυτά θα γίνουν λουλούδια που κάποιοι άλλοι ταξιδιώτες καθώς θα τα δουν θα τα αναγνωρίσουν και θα τα πάρουν μαζί τους στο νησί της γνώσης και το άστρο της σοφίας θα γυαλίσει τις πλευρές τους, και ο αρχαίος σοφός προφήτης χρόνος θα τα πάρει για να τα βάλει στην θέση τους στο ναό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΛΟΓΟΣ

 

Σαλπάρω με το γοργοτάξιδο καράβι της φαντασίας μου για κόσμους ονειρικούς, κόσμους μαγείας και αρμονίας, εκεί όπου το απόκρυφο μπλέκεται με την πραγματικότητα σχηματίζοντας ανείπωτους κόσμους, χάνομαι μέσα τους και ριγώ καθώς περιδιαβαίνω τα μονοπάτια τους, συναντώ ιερείς και μύστες, μάγους και σοφούς, και κάπου κάπου μου αποκαλύπτουν και κάποιο μυστικό των θεών, καλά κρυμμένο από τα μάτια των ανθρώπων.

Συναντώ μυθικά πλάσματα, αερικά και δράκους, και ακούω ιστορίες για αρχαίους λαούς, ήρωες και πολέμους.

Έχουν τόση ομορφιά αυτοί οι κόσμοι που κάποιες στιγμές θέλω να βρίσκομαι ατελείωτα μέσα τους, ίσως να φταιει γι’ αυτό η ζωηρή φαντασία μου, ο κόσμος του πραγματικού μου προξενεί αισθήματα ανάμικτα λύπης και αποστροφής, δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί η θέληση μου με οδηγεί στους κόσμους του φανταστικού.

Σας τα λεω όλα αυτά για να καταλάβετε πως περίπου σκέφτομαι -είπα στους συνομιλητές μου.

«Ναι μα η ζωή είναι διαφορετική φίλε μου» είπε ο κύριος Πέτρος, «Και νομίζω» πρόσθεσε «ότι είναι πολύ προτιμότερη η πραγματικότητα από την ονειροβασία»

-«Συμφωνώ και εγώ» είπε ο Κώστας.

Μόνο ο καινούργιος συνομιλητής μας που είχε φέρει μαζί του ο Κώστας και μας τον σύστησε με το όνομα Άγγελος με κοίταξε με τα μάτια του να λάμπουν. Μέσα τους διέκρινα εκείνη την μυστηριακή φωτιά που καιει τον νου αυτών που τολμούν να ονειρεύονται την μέρα.

«Τι λες εσύ φίλε μου;» τον ρώτησα, ήθελα πολύ να μάθω την γνώμη του γιατί η λάμψη των ματιών μου προξενούσε εντύπωση.

Με κοίταξε για λίγα λεπτά σιωπηλός και εγώ βυθίστηκα σε εκείνα τα μυστηριακά του μάτια.

«Σκέφτομαι» είπε «πως τα ταξίδια που μας αναφέρατε πρέπει να είναι ενδιαφέροντα» η φωνή του είχε τη χροιά του ήχου που έρχεται από πολύ μακριά «πραγματικά θα ήθελα να ακούσω μια ιστορία από αυτές που έχετε ζήσει στους κόσμους που αναφέρετε», πρόσθεσε και τα μάτια του έλαμψαν με περισσότερη διαύγεια τώρα.

«Βέβαια» είπα «αν συμφωνούν και οι φίλοι μας τότε πολύ ευχαρίστως»

«Ναι» είπαν οι άλλοι απρόθυμα.

Αγνόησα την απροθυμία τους γιατί ήθελα να μάθω πως θα έβλεπε την ιστορία μου ο Άγγελος.

Καθώς άφηνα τις αναμνήσεις μου να ξεχυθούν φέρνοντας με στους κόσμους των ονείρων μου, ξανακοίταξα μέσα σε εκείνα τα μάτια που με μαγνήτιζαν, και για μια μόνο στιγμή μου φάνηκαν γνώριμα, πολύ γνώριμα.

Αμέσως οι εικόνες του νου μου απέκλεισαν κάθε σχέση μου με τον χώρο.

Για μια ακόμη φορά το γοργόφτερο άτι της φαντασίας μου ξεχύθηκε ασυγκράτητο. Στην αρχή όλα ήταν θολά - έτσι συνέβαινε πάντα - σιγά σιγά οι ακαθόριστες σκιές πήραν σχήμα.

Βρισκόμουν στους πρόποδες κάποιου βουνού και μπροστά μου ξετυλιγόταν ένα μονοπάτι που οδηγούσε προς την κορφή του που ήταν χαμένη μέσα σε μια ομίχλη που λαμπίριζε από το φως κάποιου άστρου που δεν έβλεπα.

Κοίταξα γύρω μου. Πίσω μου απλωνόταν μια πεδιάδα καταπράσινη γεμάτη από πολύχρωμα αγριολούλουδα, εδώ και εκεί συστάδες οπωροφόρων δέντρων ύψωναν τα κλαδιά τους που ήταν γεμάτα από λογής λογής καρπούς προς τον ουρανό, έμοιαζαν να προσεύχονται σε κάποιον Θεό που αγνοούσα.

Ένα ποτάμι όχι πολύ βαθύ κυλούσε τα ήρεμα νερά του πιο κει, στην κοίτη του ξεκουράζονταν πολύχρωμα βότσαλα που έλαμπαν και αυτά στο φως του κρυμμένου από τα μάτια μου άστρου.

Ξεκίνησα να ανηφορίζω στην πλαγιά του βουνού ακολουθώντας το μοναδικό μονοπάτι που έβλεπαν τα μάτια μου, ο δρόμος στενός μα η ανάβαση του εύκολη, σαν να με τραβούσε μια αόρατη δύναμη κάνοντας τα βήματα μου ανάλαφρα.

Η πορεία μου κράτησε λίγα λεπτά και βρέθηκα σιγά σιγά να κολυμπάω στην λαμπερή ομίχλη που κάλυπτε ένα μέρος του βουνού. Το μονοπάτι κατέληγε στην είσοδο μιας σπηλιάς. Καθώς την αντίκρισα έμεινα να την κοιτώ εκστατικός, δεξιά και αριστερά δυο κολώνες στήριζαν ένα αέτωμα. Οι κολώνες ήταν φτιαγμένες από καθαρό χρυσάφι και ήταν στολισμένες περίτεχνα με αμέτρητους πολύτιμους λίθους που ήταν τοποθετημένοι με τέτοια σειρά που σχημάτιζαν μυστικά σύμβολα που και αυτά λαμποκοπούσαν από το φως του κρυμμένου άστρου.

Το αέτωμα ήταν κατασκευασμένο από όνυχα που την καθαρότητα του δεν είχα ξαναδεί. Στο κέντρο του υπήρχαν καμωμένα δυο μάτια από καθαρά διαμάντια στο μέγεθος ενός καρυδιού, που έλαμπαν. Το αστραποβόλημα τους έριχνε αχτίνες φωτός μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς.

Προχώρησα στο εσωτερικό της σπηλιάς με δειλά βήματα και βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα, το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ήταν στρωμένο με ορυκτούς λίθους κομμένους σε σχήμα ρόμβων που εκπέμπανε το ίδιο εκείνο μυστηριακό φως. Κατά μήκος των τοιχωμάτων της σπηλιάς υπήρχαν θρόνοι καμωμένοι από λευκό μάρμαρο τόσο λευκό που με θάμπωνε, στις πλάτες τους ήταν γραμμένα ονόματα με μια γραφή που αγνοούσα την έννοια της.

Στο κέντρο υπήρχε ένας άλλος θρόνος απαράμιλλης ομορφιάς και μεγαλοπρέπειας, από την βάση του ξεκινούσε ένα μικρό ρυάκι που τα νερά του είχαν την λάμψη χιλίων ήλιων.

Στις όχθες του ανάμεσα σε όλες αυτές τις ουράνιες λάμψεις διέκρινα μια μορφή που καθόταν σε στάση διαλογισμού, πλησίασα και στάθηκα μπροστά της, ήταν ντυμένη με τους μανδύες των μεγάλων ιερέων μάγων που είχα συναντήσει στα ταξίδια μου. Τότε η μορφή ανασήκωσε το κεφάλι της και δυο αστραποβόλα μάτια με κοίταξαν, στο στήθος του ιερέα που είχα μπροστά μου μια λέξη ήταν κεντημένη με χρυσάφι στην ίδια μυστηριακή γραφή, ξαφνικά σαν να άνοιξαν τα μάτια μου το νόημα της ήταν πια ξεκάθαρο «Αγάπη» η λέξη άστραψε μέσα στον νου μου.

Τα μαλλιά και η γενειάδα του έδειχναν να είναι από λαμπερό μετάξι, και εκείνα τα μάτια που λαμπίριζαν ήταν τόσο γνώριμα, μα όσο και αν έψαχνα στη μνήμη μου δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού.

«Καλώς ήρθες στον ναό της αγάπης» είπε και άκουσα τη φωνή του που ήταν καμωμένη λες από μυριάδες γλυκόλαλα στόματα.

«Κάτσε εδώ δίπλα μου και εγώ θα σου αποκαλύψω το μυστικό αυτού του ναού» και μου έδειξε μια πέτρα δίπλα του.

Κάθισα, και τα μάτια μου καρφώθηκαν στα δικά του και χάθηκα μέσα σε αμέτρητους γαλαξίες που άλλαζαν μορφή, και περιστρέφονταν με τέλεια αρμονία γύρω από ένα τεράστιο άστρο που έλαμπε απερίγραπτα, το φως του έκανε τα αμέτρητα άστρα να λάμπουν.

«Το άστρο που βλέπεις είναι ο Ένας Θεός» άκουσα τη γλυκόλαλη φωνή να λεει «και τα άστρα που αποτελούν τους γαλαξίες είναι οι ψυχές που αγάπησαν και αγαπούν πραγματικά, βρίσκονται πάντα σε απόλυτη αρμονία με τον Έναν Θεό γιατί είναι πλασμένες από την ουσία του.

Είναι οι ψυχές που αγκάλιασαν τα πάντα γύρω τους, που έδωσαν την αγάπη με ανιδιοτέλεια μην ζητώντας να πάρουν τίποτε άλλο παρά μόνο το φως του Ενός Θεού, και οι θρόνοι που είναι κατά μήκος των τοιχωμάτων προορίζονται γι’ αυτούς. Θα ενθρονιστούν με όλες τις τιμές που τους αξίζουν όταν συμπληρωθούν οι καιροί της αναμονής, τότε που ο Ένας Θεός θα ολοκληρώσει το έργο του.

Τότε το φως του θα μοιραστεί στις ψυχές άστρα και ο Ένας Θεός θα πάψει να υπάρχει σαν μονάδα και θα αφομοιωθεί από αυτές που θα γίνουν βασιλείς και θα βασιλέψουν στους ανθρώπους δίνοντας τους το φως του Ενός Θεού»

«Και στον θρόνο που είναι στη μέση του ναού ποιος θα κάτσει;» ρώτησα

«Ο Λόγος, ο γιος του Ενός Θεού που ενσαρκώνεται από όλα αυτά που τα φωτισμένα μυαλά των ανθρώπων που αγάπησαν και αγαπούν πραγματικά μεταφέρουν στους αμέτρητους αιώνες κάνοντας τη γη που ζείτε όμορφη, που ανακουφίζουν τις καρδιές που κουβαλούν αβάσταχτα φορτία.

Όταν όλα όσα έχει αποφασίσει ο Ένας Θεός έρθουν στο τέλος τους, τότε που η αγάπη θα λάμψει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια σε όλες τις καρδιές, τότε ο Λόγος θα πάρει την υπόσταση που θα του δώσει το φως του Ενός Θεού που θα ξεχύνεται καθάριο από τις ψυχές των ανθρώπων και θα κάτσει για πάντα στο θρόνο που του έχει ετοιμαστεί από την αρχή των καιρών. Όταν αυτό συμβεί τότε κάθε πόνος, δάκρυ, αρρώστια και κακία δεν θα έχουν καμιά ισχύ πάνω στους όμοιούς σου, γιατί ο Λόγος θα τα κατακάψει με τη δύναμη της φωτιάς του στόματος του.

Και εσύ και οι όμοιοί σου που κρατάτε την πένα του Λόγου προσέχετε γιατί αν παραπλανήσετε τους ανθρώπους τότε η φωτιά του στόματος του Λόγου θα σας κατακάψει και θα βρεθείτε με όλα εκείνα τα βδελυρά πράγματα στους αμέτρητους αιώνες, γιατί ο Ένας Θεός σας επέλεξε για φάρους που φωτίζουν με το φως του τις ψυχές των ανθρώπων.

Πρόσεχε λοιπόν» είπε ο ιερέας του ναού της αγάπης, και η φωνή του ακούστηκε τόσο δυνατά μέσα στο μυαλό μου που όλες οι εικόνες θόλωσαν μπροστά μου. Τρόμαξα και έφερα τα χέρια μου στα μάτια μου για μια και μόνο στιγμή, όταν τα κατέβασα είδα τους συνομιλητές μου να με κοιτούν με δέος.

Χρειάστηκα λίγες στιγμές για να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν καθώς ο νους μου ήταν ακόμα θαμπωμένος από το μεγαλείο των όσων είχα δει.

Απέναντι μου δυο μάτια που έλαμπαν με κοιτούσαν και μέσα τους αναγνώρισα τη λάμψη των ματιών του ιερέα του ναού της αγάπης.

Σιωπηλός σηκώθηκα και έφυγα χωρίς να πω ούτε μια λέξη, καθώς μέσα στον νου μου αντηχούσε ακόμα η φωνή που έλεγε:

Πρόσεχε, πρόσεχε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΠΕΝΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

 

Μια άλλη μέρα καθώς διάβαζα τα ίχνη της ψυχής κάποιου άλλου ταξιδιώτη του ονειροκόσμου διάβασα μια όμορφη ιστορία, μια μάχη ανάμεσα στην «πένα του λόγου» και στο «ξίφος της μάχης» και νικητής αυτής της μάχης ήταν η «πένα του λόγου».

Τότε οι αναμνήσεις μου ξύπνησαν και καθώς περιδιάβαιναν τις ώρες που είχαν υπάρξει στάθηκαν σε κάποια άλλη μάχη που είχε δώσει η «πένα του λόγου»· αντίπαλος αυτή τη φορά ήταν ο χρόνος.

Όταν ο Ένας Θεός έδωσε στους ανθρώπους την γραφή και τους χάρισε την πένα ο χρόνος είχε πει πως οι άνθρωποι δεν άξιζαν την τιμή που τους έκανε.

«Η καρδιά τους είναι» είπε «και η ψυχή τους δειλή, γι’ αυτό πολλές φορές ζητούν τη λησμονιά, εγώ λοιπόν που τόσο καλά τους ξέρω θα πολεμήσω τα ίχνη της πένας, θα στέλνω τις ώρες και τις μέρες και τα χρόνια, και θα σβήνω τις αναμνήσεις τους, και θα φθείρω τα ίχνη της πένας κάνοντας τα να περνούν στον κόσμο των πραγμάτων που υπήρχαν μα δεν υπάρχουν πια, έτσι η μάχη ανάμεσα στην πένα και τον χρόνο είχε αρχίσει.

Οι ταξιδιώτες άφηναν τα ίχνη τους και κατέγραφαν τις γνώσεις τους στις αναμνήσεις τους, και ο χρόνος έστελνε τις ώρες και τις μέρες και τα χρόνια και τα ίχνη καλύπτονταν και περνούσαν στον κόσμο της λησμονιάς που είναι και ο κόσμος των πραγμάτων που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια.

Και οι καιροί περνούσαν, οι άνθρωποι, οι κόσμοι, οι Θεοί, όλα τα πράγματα που υπήρχαν δεχόταν επάνω τους τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια και περνούσαν στον κόσμο της λησμονιάς.

Και όλα έδειχναν πως ο χρόνος είχε δίκιο και πως είχε νικήσει την πένα.

Μια μέρα καθώς ο χρόνος περιδιάβαινε τους κόσμους καβάλα στις ώρες, είδε κάποιον άνθρωπο να σκαλίζει σε βράχους τα κυνήγια του και να φτιάχνει πολλές εικόνες από τη ζωή των ανθρώπων πάνω στην πέτρα, δεν του έδωσε όμως σημασία καθώς σκεφτόταν «Άφησε τον να κοπιάζει, θα στείλω τις ώρες μου και το έργο του θα περάσει στον κόσμο της λησμονιάς, και έστειλε τις ώρες του και το έργο του ανθρώπου πέρασε και αυτό στον κόσμο της λησμονιάς.

Κάποια άλλη φορά είδε έναν ταξιδιώτη να κατεργάζεται φλούδες κάποιων δέντρων για να μπορεί να αφήνει τα ίχνη εύκολα, μα ο χρόνος σκέφτηκε ότι θα στείλει τις ώρες του και το έργο του ανθρώπου θα περνούσε στον κόσμο της λησμονιάς.

Αργότερα είδε άλλους ανθρώπους που έπαιρναν τα δέντρα και κάποιες ουσίες της γης και κατασκεύαζαν λεπτά πράγματα που οι ταξιδιώτες έπαιρναν και πάνω τους άφηναν τα ίχνη της ψυχής τους με την «πένα του λόγου», άλλοι άνθρωποι τα έπαιρναν και βάζοντας πολλά μαζί κατασκεύαζαν κάτι που τα έλεγαν βιβλία.

Μα και πάλι σκέφτηκε πως θα έστελνε τις ώρες και τις μέρες και τα χρόνια και τα βιβλία θα περνούσαν στον κόσμο των πραγμάτων που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια, εκεί που οι ώρες που είχαν περάσει αναπαυόταν με όλα τα λησμονημένα πράγματα.

Μα οι ταξιδιώτες γίνονταν όλο και πιο πολλοί, και σαν να μην έφτανε αυτό άρχισαν και άλλοι άνθρωποι που δεν ήταν ταξιδιώτες να αφήνουν τα ίχνη τους, και τα βιβλία γινόταν όλο και πιο πολλά.

Καθώς τους παρατηρούσε να κάνουν τα έργα τους, είδε κάποιους άλλους που έπαιρναν τα βιβλία και τα διάβαζαν, και είδε τις ώρες που είχαν περάσει να παρουσιάζονται μπροστά στους ανθρώπους, και γεγονότα που ανήκαν στον κόσμο της λησμονιάς να περνούν για ακόμα μια φορά μπροστά από τα μάτια των ανθρώπων, και τις λησμονημένες ώρες να βγαίνουν από την θάλασσα της λήθης και να παίρνουν ζωή.

Και οι λησμονημένοι ήρωες καβαλούσαν ξανά τα άτια τους και ρίχνονταν στη μάχη και πάλι, και οι ξεχασμένοι βασιλιάδες ντύνονταν την μεγαλοπρέπεια τους και τα βασίλεια τους ζούσαν, ως και τις οπτασίες που είχαν πάρει μαζί τους στον κόσμο της λησμονιάς οι ώρες που πέρασαν έβλεπαν οι άνθρωποι, κάθε φορά που διάβαζαν τα βιβλία οι αναμνήσεις ξεχύνονταν και οι άνθρωποι γίνονταν κυρίαρχοι των ωρών που πέρασαν, και ένιωθαν τις αγάπες που είχαν περάσει, και μάθαιναν τις γνώσεις που είχαν χαθεί, και ανάσταιναν τους θεούς που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια.

Τότε ο χρόνος κατάλαβε κάτι που ήταν κρυμμένο καλά από τα μάτια του, πως οι άνθρωποι ήταν θεοί αφού μπορούσαν να του παίρνουν τις ώρες που είχαν περάσει και δεν υπάρχουν πια.

Από κείνη τη μέρα άρχισε να κτίζει τον ναό της μάθησης και εκεί άρχισε να μαζεύει όλη τη γνώση των ανθρώπων υπακούοντας στους νέους θεούς που είχαν γεννηθεί από την «πένα του Λόγου».

Και τώρα που στα λεω όλα αυτά φίλε μου ο χρόνος δεν είναι πια κυρίαρχος των ωρών γιατί η «πένα του Λόγου» τον είχε νικήσει και τον έκανε έναν αρχαίο σοφό προφήτη υπηρέτη των νέων θεών των ωρών που πέρασαν.

 

 

*Το κείμενο αυτό είναι εμπνευσμένο από το εξαίρετο διήγημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Πένα και ξίφος».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ

 

Έξω ο άνεμος ούρλιαζε ανάμεσα στα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, τραγουδούσε το μοιρολόι του, ένα παράξενο συναίσθημα διαπέρασε την  ραχοκοκαλιά του Καβούλ, τα Φώτα τρεμόπαιξαν αρκετή ώρα και μετά σταθεροποιήθηκαν πάλι.

« Πρέπει να βρω κάτι για φως » σκέφτηκε .

Σε λίγο είχε γυρίσει στο γραφείο του κρατώντας ένα κερί. Το έβαλε σε ένα κηροπήγιο, που μια παράξενη αλλοκοτιά τον είχε βάλει να το φέρει από την αποθήκη και να το αφήσει στο γραφείο. Κάθισε πάλι στην πολυθρόνα και βυθίσθηκε σε άχρωμες σκέψεις, σκέψεις της καθημερινότητας, ο άνεμος έξω ούρλιαζε με μανία τώρα, έμοιαζε να απειλεί όλη την πλάση με την δύναμη του .

Τα Φώτα τρεμόπαιξαν για μια ακόμα φορά και μόλις που πρόλαβε να ανάψει το κερί, το σπίτι βυθίσθηκε στο σκοτάδι. Έξω ο άνεμος μετέφερε κάθε λογής κολασμένο ουρλιαχτό.

Ο Καβούλ έριξε μια μάτια γύρω του, καθώς η φλόγα τρεμόπαιζε οι σκιές χόρευαν στον ρυθμό της, βυθισμένος στο ημίφως και την σιωπή ξαναπήρε τα μονοπάτια των σκέψεων του βαδίζοντας νευρικά πάνω τους.

«Τι ψάχνεις γιε μου;»

Τινάχτηκε όρθιος. Απέναντι του στον καναπέ καθόταν μια σκιά, μια σκιά γνώριμη και αγαπητή, τρόμαξε και άλλο « Μητέρα;» είπε και η φωνή του βγήκε με πολύ κόπο.

«Τι ψάχνεις γιε μου;» ξανάπε η σκιά, «Κοίτα ποίος είσαι; Τι έγινες γιε μου νιώθω μια μεγάλη θλίψη στην ψυχή σου, πες μου τι σε βασανίζει»· η φωνή της ήταν ζεστή και τον έκανε να νιώθει εκείνη την ίδια ασφάλεια που ένιωθε στην αγκαλιά της.

«Πάντα αυτό έκανες και είναι τώρα έτσι » ακούστηκε η φωνή του πατέρα του από την μεριά της βιβλιοθήκης, η σκιά του πατέρα του πήγε και κάθισε και αυτή στον καναπέ, ο Καβούλ έφερε τα χέρια του στα μάτια του, σαν αυτή την ανόητη κίνηση που κάνουν οι άνθρωποι όταν δεν θέλουν να πιστέψουν αυτό που βλέπουν, αφού τα έτριψε κοίταξε πάλι στον καναπέ μα τίποτα δεν είχε αλλάξει, οι σκιές ήταν εκεί.

«Έχει γίνει ένας παράφρων, βλέπει οράματα, άκουει φωνές από το πουθενά, και το χειρότερο, λεει πως είναι ονειροναύτης, χα! Ένας φαντασιόπληχτος είναι, έτσι ήταν από μικρός!» είπε η σκιά του πατέρα του χαιρέκακα.

«Όχι κύρη μου, ο γιος μας είναι ένας εκλεκτός, ένας γιος του Φωτός, αυτό διάλεξε να είναι»

Ο Καβούλ άκουγε τις φωνές τους σαν βροντές μέσα στο κεφάλι, όλα γύριζαν, είχε χάσει πια κάθε επαφή με το περιβάλλον, υπήρχαν μόνο αυτός και οι σκιές, έξω  ο άνεμος συνέχιζε να κτυπά με μανία κάθε τι που αντιστεκόταν στο πέρασμα του .

«Μα τι λες τώρα, γιος του φωτός; Αυτός που μόνο όταν ονειρεύεται είναι καλά; Σίγουρα από σένα κληρονόμησε αυτήν την τρελά, και εσύ έτσι παράξενη ήσουνα, ξέρεις ότι ακόμα και την αγάπη την ζει στα όνειρα του; Και το σημαντικότερο, δεν έχει καμία συμμετοχή στην πραγματική ζωή, είναι ένας φαντασιόπληχτος, ένας τρελός, ίσως από τότε να έπρεπε να τον είχα κλείσει σε ένα ίδρυμα, και όχι να σε ακούσω και να τον στείλω στο μοναστήρι. Έκανα λάθος.»

Η φωνή της σκιάς είχε εκείνον τον ίδιο τόνο αποδοκιμασίας που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του κάθε φορά που μιλούσε γι’ αυτόν, λόγια που είχαν την χροιά του μανιασμένου ανέμου.

Ο Καβούλ απόρησε για μια ακόμα φορά «Μα τι του έχω κάνει; Μήπως πραγματικά είμαι ένας φαντασιόπληχτος τρελός που όλα τα ζει μέσα σε μια αδιάκοπη κρίση κάποιας ψυχικής ασθένειας; Μήπως η σκιά πατέρας έχει δίκιο;»

Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε κάνοντας τις σκιές να μοιάζουν ότι είχαν επιδοθεί σε έναν χορό που προκαλούσε δέος .

«Έχει δίκιο ο πατέρας σου» μια καινούργια φωνή ήρθε να προστεθεί στον χορό των άλλων δυο. Η σκιά είχε μια απροσδιόριστα γνώριμη φωνή, η χροιά της ξυπνούσε αναμνήσεις περασμένες, χαμένες στην λήθη του χρόνου, καλυμμένες με άλλες πιο γλυκές και πολύχρωμες.

«Δεν είσαι τίποτε άλλο παρά μόνο ένας παράφρονας, και εγώ λεω ότι θες γιατρό, αν συνεχίσεις να πιστεύεις όλα αυτά θα αναγκαστώ να σε αφορίσω, ένας χριστιανός δεν λεει τέτοια  λόγια, ακούς γιος του Φωτός, χα! Και από πού και ως που θεός, σίγουρα κάποιο κακό δαιμόνιο βρίσκεται μέσα σου, άφησε τα όλα αυτά και έλα στα συγκαλά σου παιδί μου.»

Η νέα φωνή άνηκε στον ξομολόγο των παιδικών του χρόνων, οι αναμνήσεις βομβάρδιζαν τον νου του με ασυνήθιστη ένταση, κτυπούσαν την ψυχή του σαν τον μανιασμένο άνεμο που μαινόταν έξω, όλα τα παιδικά του χρόνια έτρεχαν μπροστά στα μάτια του.

«Γιος του Φωτός , χάχα!»

«Ένας παράφρονας είσαι.»

«Δεν θα γίνεις ποτέ άνθρωπος εσύ!»

Οι φωνές έσκαγαν σαν κύματα μιας τρομερής καταιγίδας, ο Καβούλ κάλυψε τα αυτιά του προσπαθώντας να τις κάνει να σωπάσουν, μάταια, μιλούσαν μέσα στο μυαλό του, η φλόγα τρεμόπαιξε, ο άνεμος ούρλιαξε, το σκοτάδι χόρευε γύρω του, και οι σκιές που τώρα είχαν γίνει τόσες πολλές που δεν μπορούσε πια να τις αναγνωρίσει έλεγαν όλες μαζί : «Είναι τρελός» και γελούσαν σαν δαίμονες της κόλασης.

Μόνο η σκιά μητέρα καθόταν αμίλητη, του φάνηκε ότι τα μάτια της έλαμπαν, «Πρέπει να τρελάθηκα» η σκέψη τριγυρνούσε στον νου του σαν αγρίμι.

«Είσαι ένας γιος του Φωτός, είσαι ο κύριος των σκιών» είπε η σκιά μητέρα, οι υπόλοιπες ούρλιαξαν κολασμένα και της επιτέθηκαν με αγριότητα.

Ο Καβούλ έβλεπε τα νύχια τους να σχίζουν τον αέρα και να δημιουργούν κενά στο σκοτεινό σώμα της σκιάς μητέρας, προσπάθησε να φωνάξει, να τις εμποδίσει, μα μια δύναμη τον κρατούσε καρφωμένο στην θέση του, η ψυχή του πονούσε και σχιζόταν σε κάθε τους χτύπημα, στον αέρα πλανιόταν ο ήχος του ξίφους.

«Είσαι κύριος των σκιών γιε μου» είπε και πάλι η σκιά μητέρα «Έχεις τη δύναμη να τις υποτάξεις παιδί του Φωτός και ξέρεις τον τρόπο.»

Προσπαθούσε απεγνωσμένα να τις σταματήσει, μα πως; Αφού το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτά.

«Είμαι γιος του Φωτός! Κύριος των σκιών!» φώναξε με όλη την δύναμη της ψυχής του.

Για μια στιγμή κάτι άστραψε μπροστά του και τον ξάφνιασε, κοίταξε γύρω του, βρισκόταν στο γραφείο του το κερί είχε σβήσει, ο άνεμος είχε κοπάσει, και τα Φώτα είχαν ανάψει και πάλι.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΗΓΩΡ

 

«Σε περίμενα! Ήξερα πως κάποια στιγμή θα έρθεις! Το ήξερα Καβούλ» είπε η Σηγώρ, έτρεμε, έμοιαζε να γίνεται ένα άστρο, ένας κόσμος από φως.

«Τώρα όλα είναι όμορφα και γαλήνια» η φωνή της κυλούσε σαν γάργαρος ποταμός.

Ο Καβούλ είχε μείνει έκπληκτος, δεν πίστευε στα μάτια του. «Σε ξέρω» ήταν το μόνο που μπορούσε να πει, ήταν λίγη ώρα τώρα που είχε ξεκινήσει ένα ακόμα ταξίδι στον ονειροκόσμο και μπροστά του στεκόταν η Σηγώρ, αυτό δεν μπορούσε να το πιστέψει, αυτό το κορίτσι είχε την μορφή των ονείρων του, είχε την ανάσα των άστρων, το άρωμα της άνοιξης πλεγμένο στα μαλλιά της που κυλούσαν εβένινος ποταμός στεφανώνοντας το ονειρικό πρόσωπο της.

Θυμήθηκε τις ώρες της μόνωσης του που τις περνούσε με την μορφή της πλεγμένη σε ένα ονειρικό υφαντό, έφερε ξανά στην μνήμη του τον καιρό που μην αντέχοντας την μοναξιά του της έδωσε ζωή, την έψαξε στα κατάβαθα της ψυχής του, και αυτή αναδύθηκε σαν ένας λαμπερός γαλαξίας που γεννιέται από την ζωοφόρο πνοή του Θεού.

Ναι! Η Σηγώρ ήταν ένα πλάσμα των ονείρων του των ασχημάτιστων ακόμα, των ονείρων που κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει.

Άνοιξε τα χέρια του στην πιο ανθρώπινη κίνηση θέλοντας να την κλείσει στην αγκαλιά του, μέσα του βαθιά κάπου στο μυαλό του ένας φόβος είχε στήσει τον χορό του, φοβόταν ότι θα σβήσει σαν εκείνα τα όνειρα που έρχονται και φεύγουν, αχνές εικόνες.

Την κράτησε απαλά στην αγκαλιά του όπως κρατούν τα λουλούδια όταν δεν θέλουν να πληγώσουν την ομορφιά τους.

«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα σε συναντήσω, ότι θα σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, Θεέ μου! Σε ευχαριστώ!»

Η Σηγώρ του έκλεισε απαλά τα χείλη του με το δάκτυλο της «Σσσσς Αγαπημένε μου, μην λες τίποτα, είμαι εδώ στην αγκαλιά σου ας χαρούμε αυτό που ο Θεός μας χάρισε, προσευχόμουν γι’ αυτό»

Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε, ήταν όλα όμορφα, ένιωθε σαν να είχε αναγεννηθεί. «Ας ζήσω την Αγάπη» σκέφτηκε.

«Τα λόγια της είναι τα λόγια της άνοιξης που σαν πολύχρωμα λουλούδια σκορπούν γλυκές ευωδιές, είναι η γλυκιά του ανέμου αύρα που σιγοτραγουδά σε παραδεισένιους κόσμους»

Οι σκέψεις του έτρεχαν με ταχύτητα, θαρρείς και δεν θα προλάβαινε να τις κάνει, θα χανόταν σαν τον καπνό που σκορπά ο άνεμος.

Η Σηγώρ σαν να διάβασε τις σκέψεις του, σαν να τις είδε σαν πολύχρωμα πούλια να περνούν μπρος της του είπε: « Η ζωή κυλά με την μορφή σου Καβούλ, η καρδιά μου ανθίζει στο κοίταγμα σου, και το κορμί μου γεμίζει με τις ευωδιές της άνοιξης στο άγγιγμα σου» τα μάτια της έλαμπαν, «είμαστε στην χώρα της Γαδ Αγαπημένε μου, εδώ έρχομαι κάθε φορά που ζητώ να σε δω, και τον τελευταίο καιρό βρίσκομαι συνεχώς εδώ. Κατέβαινα καθημερινά στης ακτές των αισθημάτων σου και περίμενα να φανεί το καράβι που θα σε έφερνε κοντά μου, προσευχόμουν  αδιάκοπα να έρθεις σύντομα, παει καιρός που μόνο εδώ σε περιμένω»

«Μόνο εδώ; γιατί που αλλού με περίμενες καλή μου; μα τι συμβαίνει εδώ κάτι μου διαφεύγει» σκέφτηκε ο Καβούλ.

«Είμαι ……» άρχισε να λεει η Σηγώρ «……. είμαι σαν και εσένα Καβούλ, πως λες τον εαυτό σου; ναι! είμαι μια ταξιδιώτισσα καλέ μου, κάνω ταξίδια στον ονειροκόσμο, από τον κόσμο του ήχου και της σάρκας, ερχόμουν με το καράβι των θέλω μου εδώ, εδώ που ο ήλιος λάμπει, που έχω τον πολυτιμότερο θησαυρό, εσένα! Εσένα καλέ μου. Θυμάμαι τότε που σε έψαχνα από κόσμο σε κόσμο άκουγα την φωνή σου, η ψυχή σου ούρλιαζε τις νύχτες των ονείρων, και εγώ έτρεχα, και έτρεχα μην μπορώντας ποτέ να σε φτάσω, και εσύ με καλούσες με απόγνωση, πριν από το ταξίδι μου στην Γαδ είχα αρχίσει να απελπίζομαι, μα όταν ήρθα εδώ για πρώτη φορά έκλαψα από χαρά, «επιτέλους» σκέφτηκα, βρήκα τον κόσμο της συνάντησης μας, και όλα αυτά γιατί σε Αγαπώ Καβούλ, Αγαπώ κάθε γωνιά της ψυχής σου, Αγαπώ τις σκέψεις σου, Αγαπώ την ανάσα σου, ως και τον ήχο του αίματος που κυλά στις φλέβες σου έχω Αγαπήσει».

Ο Καβούλ είχε απομείνει να την κοιτά, μια ταξιδιώτισσα, μια γυναίκα με σάρκα, «όμορφες ελπίδες δίνει ο ονειροκόσμος» σκέφτηκε.

«Που θα σε βρω Σηγώρ;» ρώτησε με τα μάτια του να λάμπουν.

«Μόνο εδώ Αγαπημένε μου, μόνο εδώ, θα σε περιμένω να έρχεσαι, και θα αντλώ κάθε λεπτό ευτυχίας που θα μου δίνει η μορφή σου, θα χτίσω έναν ολόκληρο κόσμο για μας στην Γαδ Αγαπημένε μου, για να σε γεμίζω αγάπη και γαληνή τις ώρες που θα είσαι μαζί μου.»

«Μα γιατί μόνο εδώ; θέλω να σε δω με τα μάτια της σάρκας μου, θέλω να αισθανθώ την υφή των λατρεμένων χεριών σου στο δέρμα μου, τώρα που ξέρω δεν θα ησυχάσω αν δεν σε βρω.»

«Μόνο εδώ Καβούλ σε παρακαλώ!» είπε η Σηγώρ με έναν πόνο στην φωνή της που διαπέρασε την ψυχή του σαν πυρωμένο σίδερο.

Άνοιξε τα μάτια του, έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει, με την ανάμνηση της Σηγώρ ακόμα στον νου του ετοιμάστηκε για την νέα μέρα που είχε αρχίσει, πήγε στην δουλειά, έκανε ότι κάθε μέρα μα η μοναδική του σκέψη ήταν η βραδινή συνάντηση του.

Αργά το απόγευμα πήγε στο νοσοκομείο να δει κάποιον φίλο του, κάποια στιγμή τους έβγαλαν από τον θάλαμο καθώς οι γιατροί εξέταζαν τους ασθενείς, κάθισε στο μικρό σαλόνι και βυθίστηκε στις αναμνήσεις των περασμένων ωρών.

«Έχετε κάποιον ασθενή εδώ κύριε;» άκουσε μια φωνή να του λεει. Γύρισε από ευγένεια να απαντήσει, μα καμία λέξη δεν έβγαινε από το στόμα του. Δίπλα του καθόταν η Σηγώρ, μα ήταν πιο γερασμένη και το πρόσωπο της γεμάτο από τα ίχνη μιας αβάσταχτης δυστυχίας.

«Ναι» είπε καθώς χίλιες σκέψεις αυλάκωναν τον νου του σαν αστραπές στον νυχτερινό ουρανό, «Σάλεψα, τρελάθηκα λοιπόν, και παντού βλέπω το πρόσωπο της» .

«Έχω την κόρη μου εδώ» είπε η γερασμένη του Αγάπη, «Είναι σε κώμα δυο μήνες τώρα, και είναι ένας άγγελος» είπε και στα μάτια της φάνηκαν δυο δάκρυα σαν μικρά διαμάντια που ζητούσαν να βγουν στο φως, να βγουν για να δείξουν την ομορφιά μιας άλλης Αγάπης, της Αγάπης του δημιουργού για το δημιούργημα του.

Η ψυχή του Καβούλ έτρεμε μπροστά στο μεγαλείο της Αγάπης εκείνης. Είχε το χάρισμα να νιώθει τα συναισθήματα των άλλων, μα παράλληλα με το  μεγαλείο ένιωσε και την απέραντη θλίψη, είδε σαν σε όραμα κάθε σκέψη που είχε κάνει για να σώσει την Αγαπημένη της ……Σηγώρ!

«Μα τι είναι αυτό; γιατί το σκέφτηκα; πως μου ήρθε; πρέπει να χαλιναγωγήσω λίγο την φαντασία  μου, ακούς Καβούλ;» είπε με την σκέψη του στον εαυτό του.

«Σας παρακαλώ ελατέ να την δείτε κύριε είναι πραγματικά ένας άγγελος η “μικρή μου”» είπε η γυναίκα και ξεκίνησε προς το βάθος του διαδρόμου, την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. Σε λίγο ήταν σε ένα δωμάτιο γεμάτο μηχανήματα και σωληνάκια που κατέληγαν σε ένα κρεβάτι.

«Μα είναι δυνατόν;» φώναξε και γύρισε να φύγει σαν τον κυνηγημένο, σαν αυτόν που τον καταδιώκουν οι δαίμονες της ψυχή του, πάνω στο κρεβάτι ήταν η Σηγώρ!

«Καλώς ήρθες Αγαπημένε μου» άκουσε την φωνή της στο μυαλό του, «δεν ήθελα να με δεις έτσι Καβούλ, μην ξεχνάς σε Αγαπώ, και σε περιμένω στην Γαδ»

Ο Καβούλ γύρισε πλησίασε στο κρεβάτι, έσκυψε από πάνω της, άφησε ένα αχνό φιλί στα χείλη της, είπε με φωνή που έτρεμε: «Σ’ Αγαπώ» και έφυγε σκυθρωπός και αμίλητος.