Έλενα Σιούφτα 

 

Γεννήθηκα στη Λευκωσία το 1978. Σπουδάζω στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής στη Δημοτική Εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Κύπρου. Με την ποίηση και τη λογοτεχνία ασχολούμαι από την τρίτη τάξη του Δημοτικού. Έχω εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Τα μπλουζ του Τζίμη”. Συμμετείχα επίσης στη συλλογή “Νέοι Κύπριοι Ποιητές”. Και τα δύο βιβλία έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΓΗ στη Λευκωσία.


 

 

Τύψεις

 

Εγώ έχω πέσει χαμηλά γι’ αυτό μπορώ και να με κρίνω

με βλέπω απ’ έξω σιωπηλά, τις αλυσίδες λύνω,

τις αλυσίδες που κρατούν τυραννισμένη τη ψυχή μου,

μα η ελπίδα ξέρω υπάρχει όσο ουρλιάζει η σιωπή μου

Μέσα στης λήθης το χορό, αχ, πόσο θέλω να χορέψω,

να ξεχαστώ, να ζαλιστώ και να μπορέσω να πιστέψω,

πως με τα μάτια σφαλιστά το φώς καλύτερα το βλέπω

πως τα σκοτάδια έχουν χαθεί, εκεί δεν επιστρέφω

Εγώ έχω πέσει χαμηλά γι’ αυτό ποτέ μη μ’ αγαπήσεις

τα μονοπάτια της καρδιάς σου μάτια μου να κλείσεις

να μη μπορώ να τα διαβώ, να μην μπορώ πια να σε ψάξω

πάνω στο μνήμα της ψυχής μου αχόρταγα να κλάψω

Αχ, πόσο θέλω να κρυφτώ μέσα στου πόνου τα λημέρια

να’ μαι κλεισμένη αιώνια μες τα δικά του χέρια,

ναν η αγάπη ουρανός που όμως ποτέ δε θα το φτάσω

γιατι θα γίνω εγώ πουλί και τα φτερά μου θα τα σπάσω!

 


 

 

Επι Γης

 

Μιλούμε πια στις φωτογραφίες

Αναζητάμε στους αστρολόγους το νόημα της ζωής.

Σκύβουμε πάνω από τους τάφους.

Κλαίμε, όχι για κείνους, μα για μας

τα δειλά ανθρωπάκια που απομείνανε να χαιδεύουν τις ανασφάλειες.

Ανοίξαμε τα πηγάδια ,

φωνάξαμε τους δαίμονες

και ναι ! ! !

σκούζαμε σαν κάναμε έρωτα με τον ίδιο το Διάβολο.

Αμήχανοι μπροστά στις μεγάλες αλήθειες,

σκύψαμε το κεφάλι.

Δεν κλαίμε ποτέ, μα το ‘χουμε ανάγκη.

Πνίξαμε τα παιδιά μας με τα ίδια μας τα χέρια

κι ύστερα φάγαμε κι ήπιαμε το σώμα και το αίμα τους.

Κάναμε ασταμάτητα εμετό απ’ τα μπαλκόνια

ποτίζοντας τους τάφους τους.

 

Η κόλαση κι ο παράδεισος είναι επι γης.

 

 


 

Άτιμη

 

Κοίταξα τα χέρια μου και βρήκα την τιμή.

Κοίταξα τα πόδια μου και βρήκα την τιμή.

Τιμή και στο κεφάλι μου

στα μάτια μου τιμή.

Μα δεν υπάρχει στην καρδιά μου τιμή,

καρδιά δεν υπάρχει.

Το δάκρυ είναι το μόνο αληθινό.

Μια φρικτή ιδιοκτησία,

ανώφελη, δεν πουλιέται βλέπεις, δεν έχει αγοραστή,

χωρίς τιμή τί να το κάνεις;

Κλαίω , η πουλημένη !

 

 


 

 

Σαπίλα

 

Πίσω απ΄τα προσωπεία γελάνε οι σάτυροι, γελας κι εσύ.

Αποκαμωμένος απ’ τα ψέματα,

χορτασμένος απ’ την ηδονή.

Κουκουλώνεσαι στα άσπρα σου φορέματα (εσύ με τη σάπια ψυχή),

να ζεσταθείς με το κρύο των άλλων.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έφτυσες το θεό σου.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έκλαψες στο μνήμα σου,

το μνήμα που έκτισες με κόπο και πολλή προσοχή.

Μέσα στα δάση τα πυκνά ερωτεύονται οι θεοί και οι διαβόλοι.

Μυστικά προχωρείς μήπως και βρείς κάποιον από αυτούς έτσι… τυχαία.

Ξεγελιούνται οι θεοί;

Τώρα χαιδεμένος απ’ το χρόνο κουκουλώνεσαι στα άσπρα σου φορέματα.

Τύψη καμιά.

Ψιθυρίζεις κι απόψε προσευχές στο θεό σου μπάς και γλυτώσεις…

Μα τα χάδια του χρόνου σε προδώνουν

κι ο θεός σε προδώνει.

Θυμάται βλέπεις κι αυτά που ξέχασες ή προσποιείσαι πως δε θυμάσαι.

Κάτω απ’ τις λεύκες με πρόδωσες και σε πρόδωσα..

Δίπλα στο κύμα η γοργόνα φωνάζει στο ψαρά,

απεγνωσμένα

μάταια.

Και σένα η ψυχή σου η καταραμένη σού ζητά να την τιμήσεις

μ’ όλων των ειδών τις ανόσιες ένδειες.

Καληνύχτα.