Θεόδωρος Σκέντος 

 Ονομάζομαι Θέοδωρος Σκέντος, γενήθηκα ένα ήσυχο απόγευμα πριν από περίπου 16 χρόνια στον παράδεισο που λέγεται Κατερίνη. Με τη ποίηση και τα γράμματα γενικότερα η σχέση μου ήταν, είναι και θα παραμείνει ερωτική.  Αποτελεί την πιο γλυκιά, την πιο λεύτερη, την πιο δυνατή και δημιουργική πλευρά του εαυτού μου. Κι αν είμαι μικρός, δεν πειράζει. Θέλω μόνο να στε συνταξιδιώτες στο πηγεμό για την αυτογνωσία. Γιατί η τέχνη μας βοηθά να μάθουμε τα σώτερα μας ή καλύτερα τη ψυχή μας. Έστω και ένας να πορευθεί μαζί μου , θα' ναι μεγάλο κέρδος. Κι' αν ακόμα αργήσω, δε με νοιάζει, ο στόχος θα περιμένει λαμπρότερος. 

 


5Χ3


Βουβάθηκα για να σας πω 
πόσο σπουδαία ειν' η ειρήνη . 
Και πόσο μ' άρεσε ! 

Να ο ήλιος . 
Αν δεν τον βλέπεις 
δε τον αξίζεις . 


Σκοτώθηκα για να σας δείξω 
πως έμεινα ζωντανός . 
Τι θαύμα ! 

Σας πρότρεψα 
να χαίρεστε καθετί . 
Και μ' ακούσατε ! 

Σας άλλαξα , 
και μ' αλλάξατε . 
Με κάνετε άνθρωπο . 

( Αναφέρεται στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ) 

 

 

 


Αλλαξοπορεία 

Νέοι καθώς η γύρη 
νεότητος απλωνόταν 
πάνω μας 
ονειρευόμασταν , 
ερωτευόμασταν 
και γλεντούσαμε . 
Και ξάφνου απογοητευθήκαμε , 
ενηλικιωθήκαμε 
και γίναμε άλλοι , 
ούτε 'μεις μας γνωρίζουμε . 
Σοβαρέψαμε και 
πάει η ανεμελιά . 


 


Ζητιάνοι αισιοδοξίας 

Ειν' βαρυσήκωτη η ζωή 
σας λέω . 
Είναι ώρες που νομίζεις 
πως δεν υπάρχεις 
ούτε εσύ κι ούτε τίποτα τριγύρω 
και πως σε κλείσαν αιώνια 
στο μπουντρούμι τ' απόλυτου κενού . 
Είναι φορές που σου τάξαν την ελπίδα 
μα σε κορόιδεψαν σαν πεντάχρονο αγόρι 
που τ' υποσχέθηκαν πανάκριβο δωράκι . 
Είναι ώρες που τα βάσανα 
σε φράζουν στης λησμονιάς τα σκέλια 
κι ως άλλοι δικαστές σου λένε 
θα κλειδωθείς εκεί . 
Είναι φορές 
που δε λέει να ξημερώσει 
λες κι απέθαναν απ' την υφήλιο οι λάμπες . 
Είναι ώρες που νιώθεις 
πως ό,τι κι αν πατάς ειν' μυτερό , 
σαν μαχαίρια να σκέπασαν τ' άνθη 
και ξίφη τα μπουμπούκια . 
Είναι φορές που δε θες να διάγεις 
κουβαλώντας πίκρα σε σεντούκια 
πιο βαριά κι από χρυσαφένια τσουβάλια . 
Είναι ώρες που στέκεσαι 
σα μοιρολογίστρα να 
κλαις τις όμορφες στιγμές 
και να παλεύεις μέρα νύχτα 
με τ' ακοίμητο θεριό του χθες . 
Είναι φορές που 
κυνηγάς σα τις χιμαίρες 
μια λέξη προδομένη των καιρών , 
μια λέξη που τη λένε ευτυχία 
κι ειν' χαμένη δω και μέρες . 
Είναι ώρες που τα χτυπήματα της μοίρας 
σε μαστιγώνουν με καμτσίκια δυστυχιάς . 
Είναι φορές που δε λογίζεσαι 
παρά μόνο τη κατάντια , 
τα θρύψαλα τ' ανεμοστρόβιλου απονιάς . 
Είναι ώρες που θέλεις 
να πνίξεις θυμούς και πόνους 
μες σε ποτά κι απολαύσεις μιας στιγμής . 
Είναι φορές π' οι πίκρες 
σε βαράν αλύπητα στους δρόμους 
σα μαντατοφόροι θανατά 
χωρίς να διαχωρίζουν ισχυρούς κι αδυνάμους . 
Είναι ώρες 
δε θέλω να τις ξέρω 
π' οι άνθρωποι φτωχοί , πάμφτωχοι , 
δειλοί και κακομοίρηδες 
σκύβουν τα μάτια και σκυμμένοι 
διαδηλώνουν πως ήρθε πια το τέλος 
σα τους πεισιθάνατους ποιητές . 
Είναι φορές 
σα να μας παράτησε ο Χριστός 
και να μη τον βρίσκουμε 
ούτε στους γκρεμούς των ψυχών μας . 
Είναι ώρες σαν να νευρίασε ο Θεός 
και να μας δέρνει 
όλους ρωμαλέους και δειλούς , 
κόβοντας ακόμα και το πιο δυνατά κούτελα 
με τα τέλια 
μαρτυρίων ανοίγοντας αυλάκια , 
αυλάκια να ρέει το αίμα , 
αίμα καυτό σα το σίδερο , 
σα τα προβλήματα 
που σου καψαλίζουν το μυαλό . 
Είναι χρόνια που σε λυγίζουν 
ακόμα κι αν είσαι αλύγιστος , 
σε χαράζουν με τ' αποκαΐδια 
ακόμα κι αν δε νικήθηκες ποτέ . 
Είναι βδομάδες δύσκολες , 
ζωγραφισμένες με την απόγνωση 
σα μουντά τοπία 
απαισιόδοξου ζωγράφου . 
Είναι μήνες π' αισθάνεσαι 
σαν τ' αλητάκια και τα χαμίνια 
και πρέπει να κλέψεις λίγη 
ελπίδα να τα βγάλεις πέρα . 
Ειν' εποχές που σαν ζητιάνος 
ζητάς τη λύπηση της αισιοδοξίας . 
Ειν' βαρυσήκωτη η ζωή 
σας λέω , 
μα γω της είπα πως θα ζήσω . 




 



Πανσέληνος 

Δεν ακροάζεσαι την άδεια 
και βαρύφωνη 
της σιωπής ωδή ; 
Δεν ακούς , δεν αντιλαμβάνεσαι 
το σίμωμα της καταιγίδας ; 
Δε συλλογιέσαι 
τον ερχομό τυφώνων ; 
Δε τηράς τη ξερασιά των πλατανόφυλλων 
που καθώς φιλούν το χώμα το διαποτίζουν 
με το μαλαμοκίτρινο τσεμπέρι τους ; 
Δε γρικάς τους παλιόφιλους να σε καλούν 
σα νηστικά κλωσσόπουλα ; 
Ένα σου λέω , ειν' φριχτό να 
μένεις μόνος , 
μα φριχτότερο κι αβάσταχτο να ?σαι έρμος 
όταν δίπλα σου βροντολαλάν 
οπλές αλόγων στην κατοχή 
κείνων π' απαρτίζουν 
την παρέα . 
Ένα σου λέω θα ρεμβάζεις 
στης μοναξιάς τη δίνη , 
κι είναι κρίμα 
σήμερα που έχει 
αυγουστιάτικη πανσέληνο . 
Ένα σου λέω , θα μείνεις μόνος 
στο καθρέφτισμα του χρυσαφιού , 
στ' υδάτινο ροζοκοκκίνισμα 
από δικό σου σφάλμα . 
Κι είναι βάρβαρο , δε θα τ' αντέξεις . 


 

 



Υστεροφημία – Μια ελεγεία

 

Μη μιλάς . Το βουητό των πολυβόλων δε σ’ αφήνει .

Μη γελάς . Τα σάπια σώματα δε στο επιτρέπουν .

Μη σκέφτεσαι . Η καψερή οσμή δε σε βοηθά .

 

Κοίτα μονάχα μπροστά , στο μέτωπο .

Βάρα με το καρυοφύλλι

τι κι αν ειν’ άδειο .

 

Έχεις για βόλια τη λεβεντιά ,

τη προσμονή ,

τη γενναιοψυχία .

 

Το ξέρω διψάς , πεινάς ,

στεναχωριέσαι .

Τα τέρατα το φταίνε .

 

Όλοι πολεμάτε γυμνοί ,

όλοι πεθαίνετε

μα κανείς σας δε χάθηκε .

 

Σου λείπουν οι δικοί σου .

Άλλοι φορτωθήκαν στα καμιόνια

κι άλλοι σφαγιάστηκαν .

 

Ξάφνου ο ορυμαγδός τρύπησε τ’ αυτιά μας .

Οι σφαίρες χωθήκαν στα πλευρά σου .

Σπαρταράς σα χέλι .

 

Οι κινήσεις έπαψαν .

Έμεινες ψόφιος στο λιοπύρι .

Κανείς δε σε θυμήθηκε .

 

Σου ‘στησαν ένα μικρό τάφο .

Έβαλαν και μια φωτογραφία .

Κανείς δε σε επισκέφτηκε .

 

Όλοι πατάμε στη δική σου γη ,

γιορτάζουμε στο χώμα σου ,

πίνουμε απ’ το νερό σου .

 

Όλοι γλεντάμε στα λιθάρια

που στόλισες με τ’ αίμα σου ,

που γυάλισες με τη λαχτάρα .

 

Συ μας λευτέρωσες .

Συ στέριωσες τα σπιτικά μας .

Κανείς δε σ’ αναφέρει .

 

Συ μεγάλωσες τον κόσμο μας ,

συ άπλωσες τις αυλές μας

για να χωρά η αγάπη .

 

Έκανες τον άνθρωπο ,

θυσιάστηκες .

Το πέτυχες .

 

Από μικρός έπαιζες με τα ντουφέκια ,

κρυβόσουν στις σπηλιές , στα καραούλια .

Δε γνώρισες άλλο .

 

Το πρώτο σου τραγούδι ο σκοτωμός .

Ο πρώτος έρωτας το μπαρούτι ,

η πρώτη αγάπη το ξίφος .

 

Μονάχα μια σπίθα στο μπρατσάκι σου ,

μονάχα ένα δάκρυ ,

η πατρίδα .

Κείνη σε ξέχασε όπως πάντα .

Δε σε λογίστηκε ποτέ .

Δε σ’ άναψε μήτε το καντήλι .

 

Έλα , μη κλαις . Υπάρχεις ακόμη .

Ακούω τα κύμβαλα ,

τους αλαλαγμούς της ψυχούλας σου .

 

Σώπασε . Ηρέμησε .

Κάποιος σου μιλά ακόμα .

Κάτι είναι κι αυτό .

 

 

Μη τρέμεις . Μη λυπάσαι .

Η Ελλάδα μαχαιρώνει τα παιδιά της .

Η Ελλάδα σκοτώνει τα τέκνα της .

 

Ησύχασε . Δεν είσαι ο μόνος .

Μακάρι να αλλάζαμε .

Τότε θα τιμούσαμε εσένα .

 

Μακάρι να συλλογιόμασταν .

Τότε δε θα κλείναμε στη λήθη ,την αχαριστιά

τους λυτρωτές μας .

 

Όλοι σας σκοτωθήκατε απ’ τα κανόνια

μα κανείς δεν αφανίστηκε .

Βασιλεύετε στον αιθέρα .

 

Ορθώσατε ψηλά σα σημαίες τις φωτιές σας .

Κάνατε τα όπλα κομμάτια των χεριών ,

επέκταση των καρδιών σας .

 

Γίνατε άνθρωποι……



 

[email protected]