Μάρκος Σκληβανιώτης 

 Ο Μάρκος Σκληβανιώτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Την “έντονη” περίοδο 1972-77 σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό του στο Leeds της Αγγλίας. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Πάτρα σαν μηχανικός. Πρόσφατα εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η μυστική προσευχή του Οδυσσέα” από τις εκδόσεις “Περί Τεχνών” που περιέχει 62 ποιήματα και ένα πεζό. Τα παρακάτω ποιήματα αποτελούν δείγμα από τη συλλογή αυτή.

 

 

Επιπτώσεις ενός χαμόγελου

 

Ένας ποιητής

που κάποτε ίσως να γίνει και πεζός

μπορεί να αφήνεται απροστάτευτος

να τον ματώνουν

τα θραύσματα ενός χαμόγελου

που έσκασε απρόσμενα στα χείλη

της μούσας που αναδύθηκε

από ενός ονείρου

τα ήρεμα νερά.

 

 

 

 

 

 

 

 

Βόλτα στο χωροχρόνο

 

Σαλπάραμε στα χίλια τετρακόσια ενενήντα δυο

γι’ ακτές ονείρων

με πανοπλίες κι ακόντιο μακριό

για των ασίγαστων των πόθων

το γλυκό πιοτό.

 

Θυμήσου, στα χίλια εξακόσια δέκα

ακροβατούσαμε στην άμμο της Virginia

με πόδια σκληροτράχηλα

και όμως ήταν

του αλατιού τα χάδια απαλά.

 

Θυμήσου, στα χίλια επτακόσια ογδόντα εννιά

σε ένα στενό του Παρισιού

σε γκαλτερίμι που μύριζε ιδρώτα και φωτιά

δίπλα στη γέφυρα του επαναστάτη ποταμού

σ’ αγκάλιαζα και σου ‘δινα φιλιά.

 

 

 

 

 

 

 

Χρόνου αναζήτηση

 

Όταν κατάλαβε το μέγεθος της στάσης

μίας μακρόσυρτης και απλής παραμονής

στο χάνι της στεγνής πραγματικότητας

της κάθε μέρας με χρυσάφι φορτωμένος ταξιδιώτης

αμέσως αναζήτησε

κάποιο απ’ το χαμένο χρόνο ν’ αγοράσει

 

Ο αγέρωχος γενειοφόρος

του μυθικού κενταύρου καβαλάρης

διαστάσεων αλλόκοτων πραματευτής

ονείρων και χαρών άμυαλος ταβερνιάρης

του γνέφει απάντηση κοφτή:

ο χρόνος είναι η δική σου η φθορά

τέτοιο εμπόρευμα κανένας δεν πουλά

 

 

 

 

 

 

 

Ένα φιλί

 

Στο έμπα του Οκτώβρη

μία διάθλαση ακτίνας πρωινής

μέσα απ’ το δάκρυ

άπλωσε ένα χαμόγελο έντονης προσμονής

σαν έτρεξε ως του χειλιού την άκρη

μέσ’ τη δροσιά του πρωινού

ίσως και να ήταν

δειλή απόπειρα ενός φιλιού

 

 

 

 

 

 

 

Δομίνικος Θεοτοκόπουλος

 

Τις καθημερινές του σκέψεις

σε λίγο χρώμα κόκκινο συμπύκνωσε,

τις προηγούμενες, τις παιδικές και τις ανέμελες

σε απλωτό και φωτεινό γαλάζιο

και την ευγένεια του τόπου και της γενιάς

εις των σχημάτων τη σεμνότητα διέλυσε.

 

Επίπονη η εκπομπή της γραμματοσύνης του

μέσα από τις άκρες των δακτύλων του

και για την καθυπόταξη του χρωστήρα

στην ιδιότυπη πραγματικότητα που διέβλεπε στα απλά

τον πόνο δεν ελογάριασε.

 

Και όταν η σφραγίδα του χτύπησε τον κόσμο

βαριά από την έλλειψη της ζωής

και η μορφή του μετακινήθηκε για πάντα

στους πίνακες που είχε με επιμέλεια ετοιμάσει να την δεχτούν

λίγοι τον έκλαψαν και ήπιαν ρακί.

 

Οι μορφές της εξαΰλωσης από το παρελθόν

κουβαλάνε τη φήμη του σήμερα

και άγιοι χωρίς το σχήμα υποδύονται το βλέμμα του

διαδίνοντας το από το χρόνο της αναζήτησης

στον ξανακερδισμένο χρόνο της ωριμότητας.

 

 

 

 

 

 

Συνάντηση άδηλη

 

Η φρόνηση δεν είναι πάντα θαρραλέα,

οι ανατροπές φαντάζουν δύσκολες,

φαντάζουνε βουνό,

και θλιβερή μπορεί των γύρω

να κάνουν τη ζωή,

το ίδιο δύσκολη και του φρονούντος

 

Όμως την ώρα που αφήνεις το κορμί,

στο μέσον κάποιας σοβαρής συζήτησης

και ζωντανό και όμορφα ντυμένο

να κάθεται στην τετριμμένη στάση της καρέκλας,

για κάποια άνομη και ανέγκριτη συνάντηση

που ο νους, χωρίς να φανερώνει, έπλασε,

απολαμβάνεις τη στιγμιαία ανατροπή

τη στιγμιαία και αόρατη απόδραση

σαν το τσιγάρο στερημένου θεριακλή.

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι τελευταίοι εκπρόσωποι μιας κοινωνίας

για την οποία δεν υπάρχει κανένας αυτόπτης μάρτυρας

 

Αναρωτιούνται αν υπάρχει ακόμα χρόνος

που όρισε τη διάρκεια του στο μέλλον,

παρελθόν με συνέχεια πέρα από τη γέννηση του

και έχει την ψευδαίσθηση του παρόντος

 

Αναρωτιούνται αν το ενεργό πλήθος των αριθμών

ερωτευμένο με την απληστία της απειρίας του,

ανύπαρκτη και ανέφικτη,

αναγνωρίσει τη μήτρα του μηδενός

 

Αναρωτιούνται αν η συνέχεια,

αδιαίρετη και αδιάκριτη,

περικλείουσα την των πάντων ύπαρξη,

τον ορισμό της σεβόμενη

απαρνηθεί την ιδέα του γεννήτορα

 

Αναρωτιούνται αν του πεπερασμένου η βεβαιότητα,

στο απρόσιτα μικρό και στο απρόσιτα μεγάλο,

αποτρέψει για την επίσης πεπερασμένη τους ζωή

την κυριαρχία των δογμάτων