Ταβουλτσίδης Κώστας 

 Ονομάζομαι Κώστας Ταβουλτσίδης είμαι από την Ξάνθη και είμαι 24 χρονών. Αγαπημένες μου ασχολίες να διαβάζω Lorca από το προτότυπο και να μεταφράζω Nerouda (Εδώ και ενάμιση χρόνο μεταφράζω το Canto General έχω τελειώσει γύρω στις 50 από τις 400 σελίδες αλλά που θα μου πάει θα το τελειώσω κάποτε). Επίσης μεταφράζω έλληνες ποιητές από τα ελληνικά στα ελληνικά. Ασχολήθηκα με την ποιήση μετά από αφόρητες πιέσεις της γνωστής από τα Ομηρικά χρόνια μούσας υπεύθυνης για τα ατέλειωτα ξενύχτια μου και την ιμισχιζοφρενή κατάσταση μου.

 

 

 

Είναι ένα μυστήριο

που δε χωράει στο κεφάλι μου

 

γι’ αυτό κλαιω τόσο πολύ

κάθε βράδυ που το σκέφτομαι

 

και γράφω ποιήματα μέχρι να ξημερώσει

 

 

 

 

 

 

 

 

Στους πρόποδες μιας πολυώροφης οικοδομής

μια μονοκατοικία επιμένει

 

λιτή και ήσυχη

πνιγμένη στον μικρό της κήπο

 

με τα ξύλινα ρολόγια και τις ποιητικές ανθολογίες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πίσω από την αυλή του σχολείου είναι η νύχτα

 

μέσα στην νύχτα τραγουδάμε και σε ψάχνουμε

 

μέσα στην νύχτα τραγουδάμε για τα στήθια σου

και τον στιλπνό λαιμό σου

 

 

 

 

 

 

 

 

Είπαμε να συναντηθούμε για τελευταία φορά

μετά θα χωρίζαμε

 

εγώ θα σκοτωνόμουνα

σε ένα φρικτό αεροπορικό δυστύχημα

και εσύ

θα γύριζες στην πόλη από όπου κατάγεσαι

 

θα αναρωτιόσουν γιατί δεν γράφω

θα έλεγες πως οι άνθρωποι αλλάζουνε

πως δεν μπορείς να τους γνωρίσεις αληθινά

καμιά φορά θα έκλαιγες κρυφά

και τέλος θα συνέχιζες τη ζωή σου

 

είπαμε να συναντηθούμε για τελευταία φορά

μετά θα χωρίζαμε

 

όχι πολύ

πέντε έξι μήνες

κάτι σπουδές στο εξωτερικό

κάτι προσωρινές δυσκολίες

 

Παραλλαγή πάνω στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη “Ο ήλιος του απογεύματος”

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι νεκροί ποιητές τριγυρίζουν τα βράδια

σε χώρους ανύποπτους και συζητάνε

ξέρετε

τα συνηθισμένα

 

για τον καιρό

την καθημερινότητα

τη ζωή που είναι μικρή

το θάνατο που έρχεται

 

τους είχε δει πολλές φορές ο κύριος Λειβαδίτης

τους παρατηρούσε

τους μελετούσε

χρόνια

 

τους βλέπω και εγώ καμιά φορά

όπως κάθονται σιωπηλοί

στο μικρό λόφο κάτω από το φεγγαρόφωτο

και ακούν που τους διαβάζει ποιήματα

 

για τον καιρό

την καθημερινότητα

τη ζωή που είναι μικρή

τον θάνατο που έρχεται

και την γαλήνη της ψυχής

 

που δεν έρχεται πάντα

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο άνθρωπος πριν γίνει άνθρωπος

ήταν τίποτα.

Και αναρωτιέται , πως γίνεται

από το τίποτα ο άνθρωπος.

 

Ο άνθρωπος πριν γίνει άνθρωπος

ήταν τίποτα.

Και αναρωτιέται πως γίνεται

από το τίποτα η ελευθερία

και τα όνειρα πως γίνονται

τα μεγάλα όνειρα

αναρωτιέται

 

και οι αιώνες.

Συγχωρήστε με (φίλοι αγαπημένοι από καιρό γνωστοί)

πολλές φορές όπου περνάω από δίπλα σας και δε σας χαιρετώ

 

είναι που κυνηγώ τις λέξεις

στα στενά δρομάκια και στις ευρύχωρες λεωφόρους

 

είναι που κυνηγώ τις λέξεις

όπως μικρό παιδί που κυνηγά τις πεταλούδες

 

και έπειτα κάθεται κάτω από τις βελανιδιές να ξαποστάσει

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν οι επισκέπτες

οι υπάλληλοι

και οι φύλακες

εγκαταλείπουν τον αρχαιολογικό χώρο

με τους τάφους της Βεργίνας

και κλείνουν πίσω τους

τις βαριές σιδερένιες πόρτες

 

από μια κρυφή κρύπτη κάτω από την γη

βγαίνει ο βασιλιάς Φίλιππος

 

κοιτάζει με περιέργεια

τους διακόπτες στους τοίχους

τα τζάμια μπροστά από τα εκθέματα

τα αποκόμματα των εισιτηρίων

τους μικρούς λαμπτήρες που φωτίζουν

την χρυσή λάρνακα

 

και έτσι

με αυτά να ασχολείται

ξεχνάει

 

που ήταν βασιλιάς

και είναι νεκρός

δολοφονημένος από το χέρι του φίλου του

 

 

 

 

 

 

 

 

Κοίταξε μέσα του βαθιά

και ντράπηκε

 

εντός του να είναι τόσο φως

και γύρω του σκοτάδια

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο νεκρός ποιητής

 

Γυρίζει στους πολυσύχναστους δρόμους

Στα θέατρα και στις πλατείες

 

Καμιά φορά

Τρομοκρατημένοι νομοταγείς πολίτες

Τον πλησιάζουν διακριτικά

“Τι κάνεις εδώ πεθαμένος άνθρωπος;

τρομάζεις τον κόσμο

δε το βλέπεις;”

 

γελάει ειρωνικά

άξεστος και αγενής συνεχίζει

 

σάμπως και όταν ήταν ζωντανός

τα ίδια δε του λέγανε

 

 

 

 

 

 

 

 

Έτσι ήτανε να γίνει.

Είχανε χρόνια πολλά πιο πριν καθοριστεί με ακρίβεια

η τυχαία συνάντηση , σε ξένο σπίτι για ένα δείπνο τυπικό,

τα βλέμματα των ματιών μας

η ένταση της έλξεως

το πάθος το ολοφάνερο

 

και η κάμαρα

και το αμυδρό το φως

και το σώμα σου

και ο έρωτας…

 

Και το που θα χωρίζαμε τρεις μήνες ύστερα

, να μην ξαναβρεθούμε ,

και το που θα απομέναμε ο ένας για τον άλλο

αυτή εδώ η ποίηση

η μελαγχολική

η γκρίζα.

 

Παραλλαγή πάνω στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη “Να μείνει”

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελικά η καρδιά μου δεν θα αντέξει

και θα γίνει ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι

 

όπως αυτά που ανεμίζουν στον αποχαιρετισμό οι φίλοι

και λένε γεια χαρά

 

 

 

[email protected]