Θεοδωρίδου Άννα 

 

 Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Αποφοίτησε από τη Ανώτατη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Β. Διαμαντόπουλου "Ίασμος". Όταν μεγαλώσει θέλει να δουλέψει σε τσίρκο...

 

 

 

To τι-ποτά κερνάω…

 

 

Να μην ξεχάσω:

 

Να ξεχάσω τις υποσχέσεις του

Να λησμονήσω το όνειρο

Να διαγράψω το παντοτινά του…

…………………………………και να τον ξυπνήσω αύριο στις 9:00, γιατί δουλεύει.

 

 

 

 

Passenger του παρόντος σου

Με τρεις σταγόνες passion

Only…

Μονάχα , αν χάσεις το εισιτήριο,

Θα ταξιδέψεις στην απάτη.

………………………..

Ονειρέψου viper

Και μη φοβάσαι.

Εδώ οι άνθρωποι είναι pure

Και δε δαγκώνουν.

 

 

 

Κενή η διαθήκη μου

Μ.Χ και κάτι…

Δωροδοκώ την αρχή του παρόντος μου,

Που θα σημάνει το παντοτινά

Που πάντα καταλήγει στο ποτέ….

 

 

 

 

Το Η2Ο έπνιξε τη φωτιά που έκαψε τη γυναίκα.

Εκείνος ακόμα κοιμάται….

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα ποίημα

 

Δηκτήριος κι απόψε ο αέρας του κορμιού σου,

μυροβόλα η αύρα της ανάσας σου,

βακίζω όνειρα αγιάτρευτα για 'σε απόλεκτε.

Ερνεσίπεπλος τριγυρνάς μες το υγρό δωμάτιο του είναι μου,

κι εγώ εκεί σε μια γωνιά ανύμφευτη,

να πλέκω όνειρα, να γνέθω χάδια, να κεντώ τον έρωτα,

επιθυμώντας το άγγιγμά σου άερκτε.

Νεογιλό το επόμενο πρωινό,

γυμνήτευες όλη τη νύχτα πάνω στο κορμί μου.

Αλίεκτε των πελάγων μου σ' αγαπώ,

γιατί γέννησες κύματα μες στα υγρά μαλλιά μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για 'σένα

 

Ιοβόλος και τούτη τη νύχτα,

κέντησες κάθε τι ωραίο με σταχτιά κλωστή

κι έδωσες τέλος σ' αυτό που λέγεται αγάπη

χιλιάδες δελτάρια σταλμένα από τον άνεμο

δεν έφτασαν ποτέ στην αγκαλιά σου

χάιδεψες τη γύρη της ανάσας μου

κι έπειτα έφυγες και μ' άφησες μετέωρη

να δεκάζω το θάνατο, αναζητώντας τη λύτρωση.

Δημαγωγέ των ματιών μου, στρατηλάτη του είναι μου

ψυχή και σάρκα από άπλαστο υλικό

σου γνέφω σύννεφα, σου στέλνω δάκρυα,

τα ύδατά μου

και νοσταλγώ το ιντερμέδιο το χθεσινό,

που ήταν το μόνο αυθεντικό στοιχείο

ανάμεσα στις πράξεις τούτου του δράματος,

που λέγεται ακόμα αγάπη.

 

 

 

 

 

 

 

Χωρίς τίτλο

 

    Τρείς το πρωί, ησυχία. Πίσω από τους τοίχους του δωματίου τούτου, της απομόνωσής μου, οι δρόμοι είναι μόνο εκείνοι, που μιλούν. Μου γνέφουν όνειρα, μου πλάθουν είδωλα, μου σαλεύουν το νου. Τους μισώ, τους πατώ. Μπήγω στη σάρκα τους τα ιδρωμένα μου ύπατα και ηδονίζομαι. Γελώ από ευτυχία, που δεν κατάφεραν να με παρασύρουν σ' αβέβαια ταξίδια...

    Τώρα κλαίω. Τώρα είμαι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, στο μοναδικό αντικείμενο της άστατης ζωής μου. Καπνίζω τον άνεμο, πίνω τη βροχή, βρέχω το πάτωμα, ραγίζω τα χάρτινα παραπετάσματα του νου, του παραθύρου μου. Ιδρώνω και κλείνω τον ιδρώτα μου βαθιά μέσα στις χούφτες για να ελευθερωθεί κι έπειτα φεύγει και γίνεται πνοή η ανάσα μου.

    Κοιτώ τον τοίχο. Προσπαθώ να μαντέψω τη σκέψη του. Αν και είναι χλωμός, είναι χαρούμενος. Του κερνάω τσιγάρο. Το 'χει κόψει, του προσφέρω ποτό είναι ήδη ζαλισμένος, του λέω καληνύχτα, δεν απαντά, κοιμάται από χθες.

    Ένα πουλί διασχίζει το δωμάτιο. Θέλει να πετάξει. Πετά. Φτάνει μέχρι το ταβάνι και προσπαθεί να το φάει με το ράμφος του. Έχει ανοίξει ήδη μια μικρή τρυπούλα! Κουράγιο φίλε, σε δέκα χρόνια θα 'σαι έξω. Θα δεις τον ουρανό κι έπειτα θα πεθάνεις, γιατί δε θα μπορείς να αντέξεις το φέγγος του ήλιου, μια και δεν το γνώρισες ποτέ. Όνειρα, όνειρα... Ονειρεύομαι όνειρα όμως δε θέλω, δε θέλω να ζω με ψευδαισθήσεις.

    Κοιτώ τα χέρια μου. Δεν είναι ίδια! Το δεξί είναι της μάνας μου. Τ' άλλο κάποιου ανθρώπου που λέγεται πατέρας ή κάπως έτσι. Ψάχνω μες το σκοτάδι τα δικά μου. Πανικοβάλλομαι. Τρέχω μέσα σε τούτο το κλουβί τρέχει και το πουλί μαζί μ' εμένα. Μ' ενοχλεί, μ' ενοχλεί, μ' εμποδίζει, το πατώ, πεθαίνει...

    Ο Αγώνας συνεχίζεται. Η αναζήτηση φτάνει στην κορύφωσή της... Το μόνο που ζητώ είναι ένα χέρι γεννημένο από τη μάνα μου, που να μοιάζει και ν' ανήκει σ' εμένα. Αύριο. Αύριο θα συγυρίσω τούτο το αχούρι. Αύριο που θα 'χω βάλει τα δικά μου χέρια.