Σίμος Τσακίρης 

 

Γεννημένος στις 29 Φεβρουαρίου του 1976, φέτος έκλεισε τα έξι και μπήκε στα εφτά του μόλις χρόνια. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει Μελετητής της Ανθρώπινης Συμπεριφοράς. Ως τότε θα αναπνέει.

 

 

 

ωραία, μαζευτήκαμε πολλοί εδώ μέσα. 
απ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. 
μια διαφορετική κατάθεση ο καθένας. 
σόλες παπουτσιών, γόπες τσιγάρων 
μεταξωτά κασκόλ, εικοσιδύο σπουργίτια 
πλαστές επιταγές, ληγμένα παυσίπονα 
αεροπορικά εισιτήρια που δεν απογειώθηκαν 
τρία γριβάδια, ένα ψάθινο τσουβάλι 
μια βουβή μελωδία, μια Αριάδνη 
ο Θησέας 
και ο μίτος που φτιάξαμε απ’ το ξεγύμνωμα του Θεού μας. 
πρόεδρος της συνεδρίασης 
δυο δάκρυα γερμένα σε στήθος γυναικείο. 
όλοι όρθιοι. 
αρχίζουμε.

 

 

 

 

05:09’ 

Στη γειτονιά ακούστηκε λάλημα κόκορα. Πόσο παράξενα όμορφο! 

Αν κάποια βραδιά κάνω ένα- δυο βήματα πέρα απ’ το σύνορο της βεράντας 
του δωματίου μου, μην πιστέψετε σε πιθανές φήμες περί αυτοκτονίας. Θα το 
‘χω κάνει για τον πολύ απλό λόγο ότι οι αντιστάσεις μου, απέναντι στον 
πειρασμό να συναντήσω αυτόν τον κόκορα, θα ‘χουν, για πρώτη φορά, 
νικηθεί

 

 

 


Δεν σταματούν 
Αν δεν δουν αίμα στα μάτια 
Αφρούς στο πηγούνι 
Ικεσία στο μέτωπο 
Παράλυση στη σπονδυλική στήλη 
Στοπ! 
Σάλιωνε τσεκούρι κι αλώνιζε 

 

 

 


Οσο γαμεί το αφεντικό 

απροκάλυπτα σκατά χωρίς ντροπή 
γι’ αυτό μικρό ψάρι γίνε δυσκολοχώνευτο 
φύτρωσε αγκάθια και συρματοπλέγματα στη ράχη σου ολόγυρα, να τους 
σκίσεις λαρύγγι και οισοφάγο, ορκίσου σ’ αιώνια μεταθανάτια ζωή να ‘σαι 
ο κάλος στο μάτι τους, η γάγγραινα στην καρδιά, το έκζεμα στην παλάμη, ο 
κακός ο σκόρος στο πορτοφόλι, η κυνική και ναρκισσιστική λογική στη 
βρώμικη ανεμελιά, η πιο ασυμβίβαστη κι αδιάλλακτη σχιζοφρένεια στο τέλμα 
των συντροφικών τους στιγμών 
μάθε τους χρόνους και τα χρώματα που μένουν αφύλακτες οι διαβάσεις τους, 
μελέτησε με υπομονή τις εύθραυστες ραφές των σακακιών τους, ερεύνησε τη 
δύσμοιρη γενεαλογική τους ρίζα, συγκράτησε σφιχτά ανάμεσα στους σιαγόνες 
σου την αηδία, αποθήκευσε την οργή που σε βγάζει τώρα στους λευκούς 
δρόμους του χαρτιού και ζωγράφισέ μου εκείνο που θα διακόψει τον ειρμό 
της ευδαιμονίας τους 

 

 

 


μες στο λαρύγγι του λύκου, 

ώσπου να χαμογελάσεις.

 

 

 

 


το άσωτο Χαϊκού 

ξημέρωμα και 
ξοφλάω χαμόγελα 
αναδρομικά 

 

 

 

 


ταξίδεψε πολύ 
με τραίνο, μ’ αεροπλάνο, μ’ αυτοκίνητο, με πλοίο, πεζός 
δεν του ήταν αρκετό 
μα τα καύσιμα λιγόστεψαν 
επικίνδυνα 
σκέφτηκε ένα βράδυ 
κι αποφάσισε να ταξιδέψει μες στην κάμαρά του. 
στο ξημέρωμα που ακολούθησε οι αφιλόξενες γλάστρες 
επέτρεψαν στις τριανταφυλλιές του ν’ ανθίσουν 

 

 

 

 


έχω την αμυδρή υποψία πως πραγματικά έχουμε την ικανότητα 
να μιλάμε δίχως ταυτόχρονα να τρώμε 
ψωμί ή 
μακαρόνια ή 
σαλιγκάρια ή 
μανιτάρια ή 
τον συνομιλητή μας.

 

 

 

 


μελανιασμένα των λέξεων μειδιάματα 
αρχιστράτηγοι της μάχης δύο ρήματα 
ίδιοι οι τόνοι, ίδιες οι καταλήξεις 
σύντροφοι απ’ τα παλιά 
ο «μάθω» και ο «πάθω» 
απ’ το κεφάλι βρομάν 

 

 

 

 


ήταν χρονιά 210 από τη γαλλική… κάτι 
κι ενώ μ’ έλουζε το βλέμμα του Αρθούρου 
μασούλαγα τα εκλαιράκια τους 
έγλυφα τα λιωμένα τους παγωτά 
έστηνα φρεσκοπλυμένα δόντια στο φακό 
φλυαρούσα 
ρέμβαζα 
αδιάφορος μες στην αφοπλιστική μου δειλία 
αηδιασμένος και κοινωνικά βιώσιμος 

«ζήτω η κόρη του Γάλλου πρόξενου 
και το ροδονερομουλιασμένο της αιδοίο», 
σκεφτόμουν να φωνάξω 
και το δάκρυ εξαναγκάζονταν σε χαμόγελο

 

 

 

 


το Χαϊκού της αγάπης 

ανταλλάξαμε 
δέρματα και κανείς δεν 
μύρισε λάθος 

 

 

 


οι ώρες μας 
δάχτυλα χεριών σφιχτά πιασμένα 
ρέοντα 
συζευγμένα 
με το πραγματικό μας πρόσωπο 
κάπου ανάμεσα στις τελευταίες σταγόνες του ιδρώτα τους

 

 

 


τις τελευταίες βδομάδες δεν έπλενα τα χέρια μου 
χειροκροτούσα 
κάθε βράδυ και κάποιον άλλο 
μέσα σε πλατείες 
χαμηλότερα 
τουλάχιστον κράτησα το πηγούνι μου σε στύση

 

 

 

 


ο σκύλος ο δεμένος με λουρί μόνο παράφωνα μπορεί να γαβγίσει 

 

 

 


η συμμορία των πέντε Χαϊκού 



πρωί δύσκολο 
τα παιδιά μας αγαπούν 
με μαργαρίτες 


όταν δεν είσαι 
αυτό που ξέρω τότε 
πεθαίνω μόνος 


νιώσε τον πόνο 
το σωματικό μαζί 
μου και γέλα μου 


σε σώμα πέτρα 
αναπνοή στο μηδέν 
αυτοσεβασμού 


είδα το τέλος 
ήταν κρύο και μαύρο 
ονειρεμένο

 

 

 

 


μόνο να ρωτάς 
αν απαντήσεις πέθανες 
πρώτα μες στο μυαλό μου 
έπειτα στο ελάχιστο που απομένει 

 

 

 


Αισιοδοξία 1/1 

εδώ γύρω όλοι κεντάμε 
μ’ ανοιχτό ορίζοντα μέτωπο 
τις νεκροψίες των μεγάλων ποιητών 


Αισιοδοξία 4/2 

κάποτε το κρύο ήταν ξυράφι 
το μπαλκόνι αεροδιάδρομος 
τα άστρα βότσαλα που άφηνα στο πέρασμά μου 
για τις πρωινές επιστροφές 


Αισιοδοξία 9/3 

θα ‘ρθει εποχή που θα νομίζεις πως έχεις πολλά να διηγηθείς 
που θα χρυσώνεις τα λιωμένα κεριά 
για να ερεθίζεσαι 
που θα εξαργυρώνεις το σάπιο σου χαμόγελο 
για ένα πολυτελέστερο στο φέρετρο χερούλι

 

 

 


Πορτραίτο 1 

σιωπή Γειτονιάς, να μην ενοχλούμε, να μην ενοχλούμαστε, να έχουμε φαΐ 
στο στομάχι και μια γκρίνια καρφιτσωμένη στα χείλη, ποτέ στο ακριβώς, 
πάντα στην ομπρέλα του τρέχα γύρευε, να κυνηγάμε την ομορφιά μόνο και 
μόνο για να την κλωτσήσουμε, να ξαναγράφουμε καθημερινά τα ομηρικά έπη 
με λεμόνι και να λιπαίνουμε με ούζο και ουίσκι τα κόκαλα που τρίζουν 


Πορτραίτο 2 

Family 2000 A.D. 
ο μπαμπάς κοιτάει την τηλεόραση. η μαμά κοιτάει την τηλεόραση. η 
αδερφούλα κοιτάει την τηλεόραση. το αγοράκι περπατάει πάνω στο εξωτερικό 
του περβαζιού της βεράντας, γαντζωμένο από τα σκουριασμένα της κάγκελα. 


Πορτραίτο 3 

υπάρχει μια φλόγα, που καίει τρία πατώματα κάτω απ’ τη μνήμη και δύο 
τετράγωνα δυτικά του συνειδητού, εκεί ευγένεια και αισθητική δεν 
υφίστανται, ούτε σε πρακτικό, ούτε σε θεωρητικό επίπεδο, η φλόγα 
θρέφεται από ένα πράσινο φυτίλι, οι ρίζες του οποίου χάνονται μες στους 
αιώνες του μέλλοντος, τους βυθισμένους σε αψέντι, οι αναθυμιάσεις της, 
άοσμες και αόρατες, λεκιάζουν με ύπουλο λίκνισμα το λευκό πουκάμισο της 
γειτονιάς μου

 

 

[email protected]