ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ:

“Είμαι ένα καλό παιδί που κλαίει και γελάει πολύ”

Του Λάκη Φουρουκλά

Έγραψε ένα μυθιστόρημα “για την επανάσταση και τους επαναστάτες”, το οποίο χωρίς να το περιμένει κανείς έγινε το μπεστ σέλερ της χρονιάς στην Ελλάδα. Μαθητές, φοιτητές, πολύ μορφωμένοι αλλά και απλοί άνθρωποι αγκάλιασαν το “Εργοστάσιο των μολυβιών” μέσα στο οποίο ο καθένας βρήκε κάτι από τον εαυτό του, κάτι απ’ τη δικιά του ιστορία τη γεμάτη αγώνες, όνειρα, μικρές χαρές, μεγάλες προσδοκίες κι ακόμη μεγαλύτερες απογοητεύσεις.

Στα 43 της χρόνια η Σώτη Τριανταφύλλου είναι μια από τις πιο φρέσκιες και ελπιδοφόρες “φωνές” της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Αν και γράφει εδώ και πολλά χρόνια - και τα προηγούμενα μυθιστορήματά της σημείωσαν σχετική επιτυχία-, εν τούτοις χρειάστηκε να κάνει αυτή την κατάδυση στην ιστορία για να κερδίσει το πλατύ αναγνωστικό κοινό. “Το εργοστάσιο των μολυβιών” είναι ένα μυθιστόρημα που σε αρπάζει από το λαιμό, που σε συναρπάζει με την πλοκή του, που σε κάνει να ενδιαφερθείς για την ιστορία κι ας πριν δεν έδινες μία γι’ αυτήν. Η γραφή της Σώτης, κινηματογραφική όπως είναι, σε ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, σε άλλες εποχές, σε αιχμαλωτίζει μέσα σε εικόνες, πρόσωπα, προοπτικές.

Ας αφήσουμε όμως τώρα, την ίδια τη συγγραφέα - που δηλώνει “ένα καλό παιδί που κλαίει και γελάει πολύ” - να μας μιλήσει για τα βιβλία της, τα σχέδιά της, για τις λογοτεχνικές της αγάπες και τα ταξίδια της…

 

Πώς σας προέκυψε το “Εργοστάσιο των μολυβιών”; Πάντως, προσωπικά, διαβάζοντάς το ένιωσα λες και αποτελεί προϊόν κάποιας έκρηξης. Σα να είχε συσσωρευτεί πολλή γνώση που έψαχνε να βρει διέξοδο προς τον έξω κόσμο…

Το “Εργοστάσιο των μολυβιών” είναι περισσότερο μια περίληψη αυτών που είχα να διηγηθώ, παρά μια εκτεταμένη έκθεσή τους. Πολλές από τις ιστορίες και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο μυθιστόρημα αποτελούν αυτόνομα βιβλία που περιμένουν να γραφτούν. Η όλη σύλληψη του βιβλίου οφείλεται πάντως στη δική μου προσωπική ιστορία στο χώρο της γνώσης και της πολιτικής.

 

Όταν κάποιος με ρώτησε τι είδους βιβλίο είναι το Εργοστάσιο, του απάντησα: Είναι ένα βιβλίο δρόμου στην ιστορία… Το εκφράζει αυτός ο όρος; Εσείς πως θα το αποκαλούσατε;

Ωραίος όρος. Με λιγότερη φαντρασία εγώ θα το αποκαλούσα ιστορικό μυθιστόρημα που, όπως είναι φυσικό, προβάλλει πολιτικές ιδέες καθώς και μια άποψη για την κοινωνική πραγματικότητα και για την στάση του ατόμου μπροστά στην Ιστορία.

 

Και σ’ αυτό, αλλά και στα προηγούμενά σας μυθιστορήματα παρατηρούμε ότι οι ήρωες είτε έχουν τάσεις φυγής είτε απλώς φεύγουν. Τι είναι η φυγή για σας;

“Υποσχέθηκα να σ’ αγαπώ όμως πρέπει να φύγω”, είναι ένας στίχος του Ώντεν που παραθέτω στο “Άλφαμπετ Σίτυ”, και που θα παρέθετα και σήμερα, οχτώ χρόνια αργότερα. Δεν ξέρω αν πρόκειται για “τάσεις φυγής”, ή για μια βαθιά ανησυχία που χαρακτηρίζει ορισμένους ανθρώπους (και μένα μαζί) και που δίνει νόημα στη ζωή τους. Το ζήτημα για μένα είναι να μην μένεις όπου δεν θέλεις, είτε αυτό είναι ένας τόπος, είτε μια κατάσταση ζωής. Η φυγή αυτή καθ’ αυτή μπορεί να είναι ένα συνεχές αδιέξοδο: όταν φεύγεις πρέπει να ξέρεις τι θέλεις και κυρίως τι δεν θέλεις.

 

Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με το ιστορικό μυθιστόρημα, που μέχρι πρόσφατα δεν περνούσε και τις καλύτερές του μέρες; Αισθάνεστε δικαιωμένη για την επιλογή σας μετά την επιτυχία που σημείωσε το βιβλίο;

Ιστορικός είμαι, με ιστορικά θέματα ασχολούμαι. Όλα μου τα βιβλία έχουν ακριβές ιστορικό και κοινωνικό φόντο, κανένας από τους ήρωες και τίποτα από την πλοκή δεν είναι ξεκομμένο από ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Η σχετική επιτυχία του “Εργοστάσιου των μολυβιών” οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, κι όχι μόνο στο ότι είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με συγκεκριμένο και σαφές ιδεολογικό περιεχόμενο.

 

Τι ήταν εκείνο που κατά τη γνώμη σας έκανε το Εργοστάσιο να αγκαλιαστεί από πολύ διαφορετικούς ανθρώπους: μαθητές, νοικοκυρές, φοιτητές, βαθιά μορφωμένους άνθρωπους και απλούς αναγνώστες; Πάντως το βιβλίο σας ήταν ένα από τα ελάχιστα που διαβάστηκαν πολύ ανάμεσα σε άτομα ηλικίας 16-17 χρόνων τη χρονιά που μας πέρασε.

Τα βιβλία είτε μιλάνε για την ψυχή των ανθρώπων και για τον τρόπο που ζουν, είτε όχι. Πρέπει να δυσπιστεί κανείς απέναντι σε βιβλία και συγγραφείς που αφορούν μια συγκεκριμένη ηλικία ή κοινωνική κατηγορία. Ως αναγνώστρια, πάντα αγαπούσα βιβλία που ξεπερνούσαν τα όρια των γενεών και των μορφωτικών επιπέδων. Εξάλλου, πολλοί άνθρωποι χωρίς τυπικές σπουδές έχουν καλύτερο κριτήριο και ένστικτο από πολλούς διανοούμενους. Όσο για το Εργοστάσιο, πιστεύω πως αφορά όλους τους ενεργούς πολίτες γιατί μέσα από την Ιστορία και τις περιπέτειες των ιδεολογιών προτείνει έναν τρόπο για να ζει κανείς σήμερα. Έναν τρόπο για να είναι πολύ-πολύ ευτυχισμένος, και η ζωή του να αποκτά συγκίνηση και ουσία.

 

Στο συνεχές ταξίδι της ιστορίας σας ξεναγείτε τον αναγνώστη σε διάφορα μέρη; Οι περιγραφές είναι πλούσιες και κατατοπιστικές. Επισκεφθήκατε τους τόπους που μας περιγράφετε;

Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Απλώς αισθάνομαι πιο ασφαλής όταν έχω εμπειρία των πραγμάτων που περιγράφω. Έτσι κι αλλιώς ταξιδεύω πολύ, χωρίς στην πραγματικότητα να μ’ αρέσουν τα ταξίδια. Απλώς έχω μεγάλη περιέργεια, έχω τρομερή περιέργεια! Τώρα ασχολούμαι με ένα μυθιστόρημα που έχει ηρωίδα μια κοπελίτσα που γίνεται ηρωινομανής: δεν σημαίνει πως για να την περιγράψω θα πέσω στην πρέζα!

 

Απ’ ό,τι μαθαίνουμε υπάρχει ενδιαφέρον από ευρωπαϊκές χώρες για μετάφραση του “Εργοστασίου”. Υπάρχει κάποιο νεώτερο από το “μέτωπο” αυτό;

Το “Εργοστάσιο των μολυβιών” θα εκδοθεί στα γερμανικά του χρόνου. Φέτος θα εκδοθεί ο “Υπόγειος ουρανός”.

 

Διάβασα ότι έχετε γράψει μια ιστορία στα αγγλικά με τίτλο “Poor Margo”, που θα κυκλοφορήσει σύντομα σε μορφή e-book. Μπορείτε να μας πείτε κάτι γι’ αυτή την ιστορία; Πότε θα βγει στα ηλεκτρονικά “ράφια” και πως μπορεί να το αποκτήσει κανείς;

Είναι το μυθιστόρημα που σας ανέφερα. Θα κυκλοφορήσουν εξήντα σελίδες στο Internet, στα αγγλικά και στα ελληνικά, ενώ το βιβλίο θα βγει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. Η Μάργκο είναι λοιπόν μια κοπελίτσα που αφήνει το σπίτι της στο Μίσιγκαν για να πάει στο Χόλλυγουντ να γίνει ροκ σταρ. Αλλά, συμβαίνουν διάφορα. Όπως λένε οι Αμερικανοί, shit happens.

 

Το 1999 κυκλοφορήσατε και ένα παραμύθι: “Η Μάριον στ’ ασημένια νησιά και στα κόκκινα δάση”. Είναι εύκολο για σας να πηγαίνετε από το ένα είδος βιβλίου στο άλλο, σε ό,τι αφορά τη συγγραφή;

Είναι εύκολο και διασκεδαστικό και είναι η δουλειά μου. Έχω στο κεφάλι μου καμιά εικοσαριά διαφορετικά βιβλία, παιδικά, ερωτικά, περιπετειώδη, ιστορικά, χιουμοριστικά! Το θέμα είναι να επιζήσω, να μην πεθάνω! Επίσης, να στρωθώ στο γράψιμο και να πάψω να πηγαίνω σε πάρτυ και να ξενυχτάω και να μιλάω συνεχώς στο τηλέφωνο με τους φίλους μου και να ανταλλάσσω πενήντα e-mail την ημέρα και να ταξιδεύω πέρα-δώθε. Το παραμύθι που αναφέρατε πάντως δεν είναι μόνο για παιδιά. Είναι και για μεγάλους, αλλά για έξυπνους μεγάλους!

 

Ποιοι συγγραφείς θα λέγατε ότι σας επηρέασαν; Προσωπικά διαβάζοντας τα βιβλία σας διακρίνω στον τρόπο γραφής κάποιες ομοιότητες με τη λεγόμενη σχολή της Μπιτ λογοτεχνίας. Εξάλλου, στις “Κινηματογραφημένες πόλεις” αρχίζετε τον πρόλογο με μια ατάκα του γέρο Μπουκόφσκι…

Οι μπήτνικς είναι μέτριοι συγγραφείς, αλλά κι εγώ δεν είμαι τίποτα σπουδαίο. Επίσης, είμαι κατά κάποιον τρόπο μπήτνικ, και μάλιστα τελείως άθελά μου. Θα προτιμούσα να με ταύτιζαν με κάποια καλύτερη λογοτεχνική ομάδα. Αλλά τι να κάνουμε! Ωστόσο, με έχει επηρεάσει ιδιαίτερα η γερμανική λογοτεχνία: ο Μαξ Φρις, ο Πέτερ Χάντκε...

 

Και μια ερώτηση λίγο προσωπική: Τι σχέση έχει η πραγματική Σώτη Τριανταφύλλου με όλη εκείνη την τρέλα που περιγράφετε στο “Εναέριο τρένο στο Στίλγουελ”; Το συγκεκριμένο βιβλίο φαίνεται να περιέχει αποκόμματα ζωής…

Τρέλα;;; Δεν ξέρω. Τρελή δεν είμαι. Λογική είμαι. Επίσης, ζω έξω απ’ τους θεσμούς και δεν υπακούω σε κανέναν. Και δεν φοβάμαι τίποτα εκτός απ’ την αρρώστια και το θάνατο. Το “Εναέριο τρένο στο Στίλγουελ”, καθώς και οι άλλες συλλογές μικρών διηγημάτων περιέχουν αποκόμματα από τη δική μου ζωή κι από εκείνη των φίλων μου: σίγουρα δεν πρόκειται για τη ζωή μιας δεσποινίδας της ευπρεπούς κοινωνίας, αυτό το παραδέχομαι. Είναι, ας πούμε, συμβατικά, όπως ίσως θα λέγατε κι εσείς, μια γεύση από τους μπήτνικς τριάντα χρόνια αργότερα. Αλλά για να τελειώνουμε με τους μπήτνικς, τους βρίσκω νάρκισσους και συντηρητικούς, ενοχικούς κι ανεύθυνους. Η ζωή που περιγράφεται στο “Εναέριο τρένο” είναι λιγάκι ο απόηχος του sex, drugs & rocknroll, αλλά μαζί με σκέψη, με ένα είδος εσωτερικής περιπλάνησης.

 

Ας περάσουμε σε ένα θέμα που λίγο πολύ ενδιαφέρει όλους τους αναγνώστες: Πως βλέπετε την ελληνική λογοτεχνία σήμερα σε σχέση με το παρελθόν; Που υστερεί; Που υπερτερεί; Ποιοι είναι οι “δαίμονές της”; Τι πρέπει να γίνει για να μπορέσει να κάνει το μεγάλο βήμα προς τα έξω;

Στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στο μυθιστόρημα. Είμαστε, ας πούμε, κάπως πρωτόγονοι. Κι όπως όλοι οι πρωτόγονοι δεν έχουμε συναίσθηση της μετριότητάς μας. Κυκλοφορεί υπερβολικά μεγάλος αριθμός βιβλίων, και υπερβολικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων θέλει να ασχοληθεί με το γράψιμο. Είμαστε πρόχειροι κι αβασάνιστοι, απροσανατόλιστοι και μωροφιλόδοξοι. Η ελληνική λογοτεχνία πάσχει από φλυαρία και τις παρενέργειες της ομφαλοσκόπησης. Επίσης, πάσχει από επαρχιωτισμό. Ο χρόνος όμως θα μας βοηθήσει.

 

Ξεχωρίζετε κάποια καλά ελληνικά ή ξένα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, και τα οποία θα συστήνατε στους αναγνώστες;

Το “Κουστούμι στο χώμα” της Ιωάννας Καρυστιάνη.

 

Ποια είναι τα βιβλία που άφησαν στην ψυχή σας τα σημάδια τους;

Όλα του Χάινριχ Μπελ. Όλα του Σκοτ Φιτζέραλντ, ιδιαίτερα τα διηγήματά του. Το “Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλυν” όταν ήμουνα μικρή. Το “Ο ήλιος ανατέλλει ξανά” του Χέμινγουεϋ.

 

Ποιες μουσικές γεμίζουν τον ελεύθερό σας χρόνο;

Ακούω ραδιόφωνο, ροκ σταθμούς. Κι έχω αρκετά μεγάλη ροκ δισκοθήκη. Ακούω πολύ rhythm & blues.

 

Ένα ταξίδι που θα σας μείνει αξέχαστο…

Εφιαλτικά αξέχαστο: το ταξίδι στην Αίγυπτο. Μου διέφυγε ο μυστικισμός και η σαγήνη αυτής της χώρας! Δεν κατάλαβα τίποτα από τη γοητεία της ερήμου και της Ανατολής. Όταν γύρισα στην Αθήνα μού ήρθε να φιλήσω το χώμα!

 

Όταν θέλει να μείνει μόνη η Σώτη που κρύβεται;

Στο σπίτι μου, με χαμηλωμένο τον ήχο των τηλεφώνων. Ανάμεσα σε βιβλία, ταινίες και δίσκους.

 

Συγγραφέας, μεταφράστρια και συνεργάτις σε περιοδικά (τουλάχιστον παλιότερα διάβαζα κάποια δικά σας πράγματα στο ΚΛΙΚ, αν θυμάμαι καλά)… Τελικά, η συγγραφή είναι για σας δουλειά ή τρόπος ζωής;

Στο ΚΛΙΚ γράφω ακόμα, ωχ, προφανώς τα κομμάτια μου περνάνε τελείως απαρατήρητα! Δεν πειράζει! Γράφω σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες και επίσης κάνω μεταφράσεις από διάφορες γλώσσες. Το γράψιμο είναι για μένα ένα επάγγελμα και μια μεγάλη ευχαρίστηση: δεν ξέρω να κάνω πολλά πράγματα εκτός απ’ το να διαβάζω και να γράφω. Είναι μεγάλο μέρος της ζωής μου, αλλά δεν είναι ολόκληρη η ζωή μου, ευτυχώς για μένα.

 

Μπορείτε να μας πείτε με πέντε λέξεις ποια είναι η Σώτη Τριανταφύλλου;

Όχι δεν μπορώ με πέντε! Μπορώ με παραπάνω! Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι ένα καλό (ή άκακο) παιδί σαράντα τριών ετών που ζει στο κέντρο της Αθήνας, διαβάζει πολύ, χορεύει πολύ (μάλιστα!), δουλεύει πολύ, κλαίει και γελάει πολύ. Τέλος, ζυγίζει πενήντα κιλά!

 

Σας ευχαριστώ!

 

Links: "Φτωχή Μάργκο", παρουσίαση του βιβλίου

           Συνέντευξη της Σώτης Τριανταφύλλου για την "Φτωχή Μάργκο"